Του Νίκου Ξυδάκη
||| Το μεγάλο βαθύ πένθος φόβισε τους άθλιους γελωτοποιούς, γιατί μέσα του, μες στην οδύνη, φέρει ήδη τους σπόρους μιας ανάστασης. |||
Προτού πιάσουν τα κρύα, το φθινόπωρο κορυφώνεται με ποιήματα.
Πρώτο, αυτό που ακούστηκε στο Παναθηναϊκό Στάδιο από τα χείλη του Φοίβου Δεληβοριά, αυτό που έσφιξε στομάχια και έπνιξε λαιμούς, αυτό που συγκίνησε τον πενθούντα λαό και εξαγρίωσε τις κομμένες κεφαλές της Νεοδεξιάς, αυτές τις ομιλούσες κεφαλές που μισούν οτιδήποτε προέρχεται από τον λαό, ακόμη και το θρήνο του, ακόμη και τον καημό του· και ορισμένως το δικαίωμά του να αυτοκαθορίζεται και να ζει με ψηλά το κεφάλι.
Με τον ίδιο τρόπο λοιπόν που αντέδρασαν όλες τις μεγάλες ιστορικές στιγμές αυτού του λαού, από το 1944 έως το 2015, έτσι αντέδρασαν και τώρα: με χολή, με μάτι θολό από μίσος, ταξικό μίσος, θανάσιμο μίσος για τη λαϊκή κυριαρχία. Αλλά και με τον σπασμό του απειλούμενου σκορπιού, όταν τρίζουν οι μηχανισμοί του φόβου, της χειραγώγησης, της αντιστροφής της πραγματικότητας.
Άρκεσαν λίγοι στίχοι σε ένα αυτοσχέδιο μοιρολόι, που βγήκε από τα χείλη του τροβαδούρου και υψώθηκε σαν συλλογικό θυμίαμα, αποχαιρετισμός και υπόσχεση:
«Θα το πει η σημύδα / Θα το πει κι ο κέδρος / Πως εδώ σκοτώνει / Όπου βρει το κέρδος // Θα το πει η λεβάντα / Θα το πει η μυρσίνη / Πως κυλάει στα μάτια / Η δικαιοσύνη».
Σε αυτά τα στιχάκια έμειναν οι γελωτοποιοί του στέμματος, στο ιερό το καθαγιασμένο «κέρδος» που ποτέ δεν σκοτώνει, και στη «δικαιοσύνη» που δεν μπορεί να κυλά σε μάτια πενθούντων, διότι κι αυτή είναι ιδιόκτητη, κυλά κατά τα κελεύσματα του στέμματος.
Στην καρδιά του κόσμου εντούτοις δεν έμειναν καν τούτα τα προφανή και δικαίως βαλμένα, οι λαιμοί πνίγηκαν μετά τη Νέμεση, με το ακροτελεύτιο βήμα προς τη σιωπή, τη συνταρακτική υπόσχεση για το αντάμωμα στο επέκεινα:
«Και δεν θα ξεχάσω / Θα σε πάρω εγώ / Παιδάκι μου όταν φτάσω». Γιατί ακόμη και η Νέμεση δεν ξαναφέρνει πίσω τα πεφιλημένα μάτια ― κι αυτό το ξέρει κάθε τροβαδούρος, κάθε μοιρολογίστρα, οποιοσδήποτε θρήνησε και στηθοδάρθηκε στο χαμό ενός αγαπημένου. Γιατί η δικαιοσύνη είναι για τους ζώντες, ο θάνατος κείται πέραν αυτής. Και όλοι θα «φτάσουμε» εκεί.
Αυτό το μεγάλο βαθύ πένθος φόβισε τους άθλιους γελωτοποιούς, γιατί μέσα του, μες στην οδύνη, φέρει ήδη τους σπόρους μιας ανάστασης.
ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΜΠΑΡΟΚ: ΑΗΔΟΝΕΣ
Την προηγουμένη μέρα, ένας άλλος θρήνος είχε προοικονομήσει μέσα μου το μοιρολόϊ του Σταδίου:
«Ω αηδόνες κλαύσατε αυτήν την αηδόνα, / Γλυκύνατε με την ωδήν, θανάτου τον αγώνα. / Ω αηδόνες κλαύσατε περιστεράν ωραίαν, / Οπού απταίστως σφάζεται εις ηλικίαν νέαν. / Ω αηδόνες κλαύσατε ανύμφευτον τρυγώνα / Πετώσαν εις ουράνιον νυμφίον και νυμφώνα»
Ηταν η άρια για τη θυσία της κόρης. Ηταν το θεατρικό ανέβασμα του ποιητικού δράματος «Η θυσία του Ιεφθάε», γραμμένο από τον Καισάριο Δαπόντε το 1748, όταν ο κοσμοπολίτης Σκοπελίτης λόγιος ήταν φυλακισμένος στην Κωνσταντινούπολη. Το θέμα του δράματος, παρμένο από την Βίβλο, είναι η θυσία της παρθένου κόρης από τον πατέρα Ιεφθάε για τη σωτηρία της κοινότητας. Σαν τη Θυσία του Αβραάμ και την Ιφιγένεια εν Αυλίδι.
Το θέμα, με τη σφοδρότητα των διλημμάτων και των συναισθημάτων, με την τελετουργική διείσδυση του θανάτου στη ζωή, έχει γοητεύσει ποιητές, δραματουργούς, μουσουργούς, φιλοσόφους. Η Θυσία του Ιεφθάε απασχόλησε το θέατρο και τη μουσική στην Ευρώπη, ιδίως τα χρόνια του μπαρόκ. Κι εδώ έγκειται η ευτυχής πρωτοτυπία του δραματουργού και σκηνοθέτη Ιωσήφ Βιβιλάκη: παρουσίασε ένα ορατόριο με βάση το κείμενο του Δαπόντε. Με την δροσερή φαναριώτικη γλώσσα του 18ου αιώνα, με την περισσότερη δράση παιγμένη στον μπερντέ του θεάτρου σκιών και έναν Καραγκιόζη-αφηγητή (Αθώς Διανέλης), με μια εξαίσια διφυή μουσική (Θεολόγος Παπανικολάου) ανατολική-βυζαντινότροπη και δυτική, όπου συνυπάρχουν θαυμαστά τα μελίσματα του ανατολικού ψάλτη και της δυτικής υψιφώνου. Μόνο θαυμαστά; Ωρες-ωρες συγκλονιστικά, καθώς παρακολουθούσες την υψίφωνο τραγωδό Τζίνα Φωτεινοπούλου να διαλέγεται με τον ψάλτη Παπανικολάου, ο οποίος συνόδευε και με το βιολί μαζί με τον τσελίστα Γιώργο Ταμιωλάκη.
Η κατά Βιβιλάκη Θυσία του Ιεφθάε είναι μια τολμηρή πρόταση για Ελληνικό Μπαρόκ ― ταπεινή μου άποψη. Οχι μόνο διότι συγκεράζει τους μουσικούς κόσμους, αλλά και διότι βάζει το Θέατρο Σκιών σαν μια αφηγηματική αποστασιοποιητική λειτουργία, αντιστικτικά προς το φλεγόμενο δράμα της ηρωίδας, αλλά και προς τα λυρικά παγανιστικά στοιχεία που συμφύρονται με τα βιβλικά. Ετσι, όλες οι δραματικές ύλες εφορμούν επί σκηνής, συστρέφονται, υψώνονται, απογειώνονται και επαναγειώνονται με τον αφηγητή στο αντιγραφείο του, ωσάν Μπουβάρ και Πεκυσέ. Και παρ’ όλη τη στροφορμή του μπαρόκ, την αγριότητα της βιβλικής ιστορίας, υπάρχει κομψότης και μέτρο, επικουρούμενη από τα αρχαϊκά μεσογειακά σκηνικά του Γ. Κόρδη, μα κυρίως υπηρετούμενη από το ποιητικό μέτρο και τη θεατρική γνώση του Ιωσήφ Βιβιλάκη. Ετσι που να δίνει και μια καλλιτεχνικά κατορθωμένη απάντηση στο διαρκές ερώτημα του Νέου Ελληνισμού, το βασανιστικά δυϊστικό, αν είμαστε Ανατολή ή Δύση. Είμαστε και τα δύο.
Αυτή η έξοχη παράσταση αξίζει να συνεχιστεί, σε μεγάλο θέατρο (στο Ολύμπια της οδού Ακαδημίας;), με μεγαλύτερη ορχήστρα και παραγωγή, να ευφραίνει ψυχές και να διδάσκει πνεύματα.
―――
ΕΦ.ΣΥΝ. 19.10.2024
εικόνα: Γ. Κόρδης, Αι Τρεις Παρθένοι, σκηνικό για τη «Θυσία του Ιεφθάε»
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.