Η γένεση της αποδομητικής ιστοριογραφίας
Η απρόσκοπτη μετάβαση από το ελληνικό έθνος-κράτος σε μια απλή επαρχία –οιονεί αποικία– μιας παγκοσμιοποιημένης Ευρώπης, προϋποθέτει δραματικές και βίαιες ιδεολογικές μετατοπίσεις: Θα πρέπει, μέσα σε λίγα χρόνια, να αποδομηθεί η εθνική ταυτότητα ενός πανάρχαιου έθνους –αλλά και οι λαϊκές νοοτροπίες και παραδόσεις–, που αποτελεί εμπόδιο στις αναγκαίες «προσαρμογές» στο newspeak της «νέας παγκόσμιας τάξης». Και εάν ο ηλεκτρονικός Τύπος αποτελεί τον κυριότερο μηχανισμό αυτού του πολιτισμικού εξανδραποδισμού, ωστόσο είναι απαραίτητη και η συνδρομή της «υψηλής κουλτούρας», η οποία είναι εξ ίσου αναγκαία για την παραγωγή των νέων ιδεολογικών στερεοτύπων. Έτσι ο κατ’ εξοχήν φορέας στην Ελλάδα των «υπερεθνικών» στερεοτύπων που παρήχθησαν στην εκείθεν και εντεύθεν του Ατλαντικού, Εσπερία, υπήρξε το Πανεπιστήμιο και συνολικότερα οι «ακαδημαϊκοί θεσμοί».
Τωόντι, η νεώτερη εθνοαποδομητική ιστοριογραφία κυριάρχησε στους πανεπιστημιακούς και ακαδημαϊκούς χώρους, από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 και προπαντός κατά τα τελευταία είκοσι χρόνια –1990-2010–, την εποχή της λεγόμενης παγκοσμιοποίησης, μεταφέροντας στην Ελλάδα όλες τις ιδεοληψίες και τα «πορίσματα» μιας Αγγλοσαξονικής ιστορικής Σχολής, η οποία, ήδη από την εποχή του Τόυνμπη, αναπαράγει τα βασικά στερεότυπα των απόψεων του Φαλμεράϋερ. Σήμερα μάλιστα, αυτή η Σχολή, επιχειρεί να ολοκληρώσει την αλλοίωση-έλεγχο του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος, χειραγωγώντας ιδεολογικά και τη στοιχειώδη και τη μέση εκπαίδευση, όπως είχε ήδη αποπειραθεί να κάνει στην περίοδο Σημίτη.
Mutatis-mutandis, η κυρίαρχη, σήμερα, «μεταμοντέρνα» ιστορική σχολή «ανέλαβε», τα τελευταία χρόνια, το «κυκλώπειο» έργο αν όχι της κατεδάφισης, τουλάχιστον της υπονόμευσης της ελληνικής ιστοριογραφίας και, γιατί όχι, του ίδιου του… ελληνικού έθνους (sic).
Το ζήτημα της συνέχειας
Κατά την περίοδο που προηγείται της Επαναστάσεως του 1821, η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων θεωρούσε τον νεώτερο ελληνισμό συνέχεια του Βυζαντίου, την δε Κωνσταντινούπολη ως την ιστορική πρωτεύουσα του έθνους και «κληρονόμο» της αρχαίας Αθήνας. Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος αποτελεί καθολικό σύμβολο του γένους και οι μεγάλοι Βυζαντινοί αυτοκράτορες παίρνουν τη θέση τους δίπλα στους ήρωες της αρχαιότητας και τον Αλέξανδρο.
Ο Δημητράκης Καταρτζής, ο δάσκαλος του Ρήγα, στη «Συμβουλή στους νέους», θα διατυπώσει ένα «Μανιφέστο» τόσο της διαχρονικής ενότητας του ελληνισμού, όσο και της δημιουργικής αναχώνευσης των οθνείων παραδόσεων:
… ἀφ’ οὗ ἕνας Ρωμηὸς συλλογιστῆ μία φορᾷ πὼς κατάγεται ἀπὸ τὸν Περικλέα, Θεμιστοκλέα καὶ ἄλλους παρόμοιους Ἕλληνες, ἢ ἀπτοὺς συγγενεῖς τοῦ Θεοδόσιου, τοῦ Βελισάριου, τοῦ Ναρσῆ, τοῦ Βουλγαροκτόνου, τοῦ Τζιμισκῆ κ’ ἄλλων τόσων μεγάλων Ρωμαίων, ἢ ἕλκει τὸ γένος του ἀπὸ κανέναν ἅγιο, ἢ ἀπὸ κανέναν τοῦ συγγενῆ, πῶς νὰ μὴν ἀγαπᾷ τοὺς ἀπογόνους ἐκείνων κ’ αὐτωνῶν τῶν μεγάλων ἀνθρώπων; [ ]
Ὤντας λοιπὸν κ’ ἐμεῖς ὁπωσοὺν ἕνα ἔθνος, κ’ ἔχωντας πατρίδα φίλον ἔδαφος, πρέπει νὰ ’χουμε οἰκείαις ἰδέαις ποὺ μας τεριάζουν, ἡ ὁποίαις κ’ εἲν’ ἄλλαις κ’ ἀλλοιώτικαις ἀπὸ τῆς τούρκικαις, ἰταλικαὶς ἢ φραντζέζικαις, καὶ γιὰ τοῦτο χαρακτηρίζωντας τὸ ἔθνος μας πρέπει νὰ σπουδάζ’ ἕνας Ρωμηὸς χριστιανὸς νὰ τῆς ἀποχτᾷ[1].
Τουναντίον, η αντίληψη του δυτικού διαφωτισμού υπήρξε κατ’ εξοχήν απορριπτική και υποτιμητική για το Βυζάντιο, αντίληψη την οποία εν μέρει ασπάστηκαν και αρκετοί Έλληνες λόγιοι και διαφωτιστές[2]:
Το 1734, κυκλοφόρησε ένα «νεωτερικό» κείμενο που όχι μόνο θεωρούσε το Βυζάντιο ως εποχή παρακμής, αλλά ίσως να έθεσε και την θεμέλιο λίθο της αντιβυζαντινής προκατάληψης του Διαφωτισμού, διότι προηγείται κατά πενήντα χρόνια από το έργο του Γίββωνα (1776-1788)[3]· πρόκειται για το έργο του Μοντεσκιέ, Considérations sur les causes de la grandeur et de la décadence des Romains. Ο δε Βολταίρος, ως συνεχιστής του, θεωρούσε τη Βυζαντινή Ιστορία «ιστορία… αφανών ληστών» και «όνειδος της γης»[4] και ο Χέγκελ, στη Φιλοσοφία της Ιστορίας, υποστηρίζει:
η γενική εικόνα της βυζαντινής ιστορίας παρουσιάζει… μια αποκρουστική εικόνα ηλιθιότητας: άθλια, αφόρητα και ανόσια πάθη πνίγουν κάθε τι το ευγενικό σε στοχασμούς, πράξεις και ανθρώπους. Εξεγέρσεις των στρατηγών, εκθρονισμοί των Αυτοκρατόρων από ή μέσω συνωμοσιών των αυλικών, δολοφονίες ή δηλητηριάσεις των Αυτοκρατόρων από τις συζύγους και τα παιδιά τους, γυναίκες παραδομένες σε ηδονές και ανοσιουργήματα κάθε είδους[5].
Έτσι, υπό την επιρροή των αντιλήψεων του δυτικού διαφωτισμού, στα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα, ένα νέο ρεύμα εμφανίζεται, το οποίο θεωρεί το Βυζάντιο εποχή παρακμής και αμφισβητεί κάθε σχέση κρατικής συνέχειας των νεώτερων Ελλήνων μαζί του: Οι Έλληνες, από τη Χαιρώνεια και μετά ή, στην καλύτερη περίπτωση, μετά την Πύδνα και το 146 π.Χ., είναι υπόδουλοι στις αυτοκρατορίες που κυριάρχησαν στον ελληνικό χώρο, τους Μακεδόνες, τους Ρωμαίους, που συνέχειά τους ήταν οι Βυζαντινοί, και εν τέλει στους Οθωμανούς. Αυτή η αντίληψη ενισχύεται και από τη σύγκρουση ορισμένων λογίων με την Εκκλησία, η οποία εμφανίζεται ως η αυθεντική κληρονόμος του Βυζαντίου. Ο Αδαμάντιος Κοραής έγραφε:
[Οι δεσπόται της Ρώμης] μετακομίσαντες έπειτα τον αυτοκρατορικόν θρόνον εις το Βυζάντιον, έδωκαν και εις εσάς, ω τέκνα μου, τους Γραικούς, των παλαιών Ελλήνων τους απογόνους, το όνομα των Ρωμαίων [ ] ο ζυγός έγινε τόσον βαρύτερος όσον και τα φώτα της Ελλάδος ηφανίζοντο έν μετά το άλλο, και οι ταλαίπωροι Έλληνες έχασαν έως και το προγονικόν αυτών όνομα, αντί Γραικών ονομασθέντες Ρωμαίοι[6].
Και ενώ ο Κοραής δείχνει να μετριάζει αυτή την αντίληψη σε επιγενέστερα κείμενα –παρ’ ότι συνεχίζει να καταδικάζει τους «γραικορωμαίους αυτοκράτορες»[7]–, θα υπερκεραστεί από τους οπαδούς του στην προεπαναστατική και πολύ περισσότερο στη μετεπαναστατική Ελλάδα. Η Ελληνική Νομαρχία αποτελεί το ιδεολογικό πρότυπο της μετατροπής του ριζοσπαστικού αντικληρικαλισμού σε «αντιβυζαντινισμό».
Από τότε λοιπόν οπού εστερεώθη ο χριστιανισμός έως εις τους 1453, αντίς να αυξήσουν τα μέσα της ελευθερώσεώς των, φευ! εσμικρύνοντο. Η δεισιδαιμονία και ο ψευδής τε και μάταιος ζήλος των ιερέων και πατριαρχών κατεκυρίευσεν τας ψυχάς των βασιλέων [ ] Αφού λέγω το Ιερατείον ηθέλησε να ενώση τα εκκλησιαστικά εντάλματα με τους πολιτικούς νόμους, διά να τιμάται εν ταυτώ και να ορίζη, χωρίς δυσκολίας, εκατάλαβεν ότι αναγκαίον ήτον πρότερον να τυφλώση τον λαόν με την αμάθειαν, διά να στερεώση καλλιότερα τον σκοπόν του. Και ούτως επροσπάθησεν να εσβήση κάθε σπουδήν εις την Ελλάδα και υπερασπίσθη την αμάθειαν. Αι επιστήμαι, οπού πρότερον ήνθιζον, ήρχισαν να μαρανθώσι, τα σχολεία εσφαλίσθησαν, οι διδάσκαλοι εμωράνθησαν και η αλήθεια με την φιλοσοφίαν εξωρίσθησαν. Άλλο βιβλίον δεν ευρίσκετο ειμή τα πονήματα των ιερέων. Κάθε φιλόλογος άλλο δεν ημπορούσε να αναγνώση ειμή τα θαύματα και τους βίους των αγίων. Και οι ταλαίπωροι Έλληνες, αγκαλά και φιλελεύθεροι, υστερημένοι όμως από το φως της φιλοσοφίας, έγιναν σχεδόν δούλοι κατά συνήθειαν, μεμεθυσμένοι δε από την αμάθειαν και δεισιδαιμονίαν υπάκουον και εφοβούντο τους τυράννους των χωρίς να ηξεύρουν το διατί[8].
Αυτό το σχήμα έμελλε να ενισχυθεί στα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια[9]. Ο Πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών, Κωνσταντίνος Σχινάς, θα μιλήσει, το 1837, κατά την εγκαθίδρυση του Πανεπιστημίου, για την «Ελλάδα [ ] μεταβάσα ως κληροδότημα τρόπον τινά υπό το σκήπτρον των διαδόχων της Ρωμαϊκής παντοκρατορίας Βυζαντινών αυτοκρατόρων»[10], ενώ ο πρόεδρος της Αρχαιολογικής Εταιρείας, Ι. Ρίζος Νερουλός, το 1841, θα επανέλθει:
Η βυζαντινή ιστορία είναι αλληλένδετος σχεδόν και μακροτάτη σειρά πράξεων μωρών, και αισχρών βιαιοτήτων του εις το Βυζάντιον μετεμφυτευθέντος Ρωμαϊκού κράτους. Είναι στηλογραφία επονείδιστος της εσχάτης αθλιότητος και εξουθενώσεως των Ελλήνων»[11].
Εξ άλλου, κατά τη διάρκεια των πρώτων χρόνων της Βαυαροκρατίας, τα βυζαντινά κτήρια που βρίσκονταν πάνω σε αρχαία ερείπια γκρεμίζονταν[12].
Ο Νικόλαος Σαρίπολος, στον εναρκτήριο λόγο του στο Πανεπιστήμιο, το 1848[13], θα θεωρήσει πως, μετά τη μάχη της Χαιρωνείας, «πέπλος μέλας δουλείας επισκιάζει την Ελλάδα, εποχή μακράς καταστροφής, εποχή άγονος. Τους Μακεδόνας διαδέχονται οι Ρωμαίοι, τους Ρωμαίους οι βάρβαροι του Βορρά, τούτους δε οι αιμοχαρείς της Κασπίας περίοικοι». Έργο των νεωτέρων Ελλήνων είναι να γεφυρώσουν «τα δύο διεστώτα», «αποστρέφοντες τους οφθαλμούς του αναμέσον χάσματος»[14], ενός χάσματος που διετηρήθη για τουλάχιστον δεκαέξι αιώνες.
Ο Στέφανος Κουμανούδης, καθηγητής της Λατινικής Φιλολογίας, το 1853, θα υποστηρίξει πως υπήρξε μεν «έθνος Ελληνικόν καθ’ όλον τον μέσον αιώνα», αλλά «εις αμάθειαν περιπεσόν ελεεινήν, υπείκεν εις τα δεσποτικά δόγματα της Καισαρικής αρχής [του Βυζαντίου][ ]. Αίσθησις πολιτικής υπάρξεως έλειπεν εν τω λαώ ή εκοιμάτο ύπνον βαθύν». Το δε νεώτερο ελληνικό κράτος, της εποχής του Κουμανούδη, είναι το… μεγαλύτερο της ελληνικής ιστορίας, διότι περιέλαβε «ει μη πάσας, τόσας όμως Ελληνίδας χώρας, όσας ουδέποτε τούτω τω ονόματι»[15].
Προφανώς, αυτή την αντίληψη υποδαύλιζε, αν δεν την κατασκεύασε, η αγγλική «προστασία», που επεδίωκε να μείνει η Ελλάδα καθηλωμένη στη Λαμία, η δε Αθήνα να καταστεί αντίπαλος της Κωνσταντινούπολης, εξ ου και το «αυτοκέφαλον» της ελλαδικής Εκκλησίας. Η αρχαία πόλη-κράτος των Αθηνών μεταβάλλεται σε οιονεί πρόκριμμα για την «πόλη-κράτος» της Αθήνας– η οποία δεν συνιστά απειλή για τα δυτικά συμφέροντα, σε αντίθεση με τη «Μεγάλη Ιδέα» και την «Αυτοκρατορία», η οποία, με επίκεντρο την Κωνσταντινούπολη, θα αναβίωνε το ανταγωνιστικό προς τη Δύση, Βυζάντιο[16].
Ο Διονύσιος Ζακυθηνός, μόλις το 1974, επιχειρεί να εξηγήσει το φαινόμενο της ολοκληρωτικής απόρριψης του Βυζαντίου μετά τη δημιουργία του νεώτερου ελληνικού κράτους:
Ως ήτο φυσικόν, οι Έλληνες και παλαιότερον, αλλά εντόνως κατά την εποχήν ταύτην, είχον σταθή διστακτικοί και είχον διχασθή μεταξύ δύο φωτεινών κέντρων της παραδόσεως, δύο μεγάλων περιόδων της ιστορίας, δύο συμβόλων, του Παρθενώνος και της Αγίας Σοφίας. Εις τον διχασμόν τούτον παρενεβάλλετο, άλλοτε συμπορευομένη και άλλοτε εναντιουμένη προς την παράδοσιν, η από μακρού παρατηρουμένη ισχυρά έλξις προς την «πεφωτισμένην Ευρώπην». Οι υπέρμαχοι της Αρχαιότητος συνέδεον αμέσως τα δύο άκρα, τους κλασσικούς χρόνους και την αναγεννωμένην διά της Επαναστάσεως Ελλάδα, παρεγνώριζον δε και αυτήν την ουσίαν της Βυζαντινής Ιστορίας και υπετίμων την οικουμενικήν πολιτικήν του Βυζαντινού Ελληνισμού[17].
Το γεγονός που θα πυροδοτήσει την αντίστροφη κίνηση, υπήρξε η παρέμβαση Φαλμεράυερ και η έκδοση των βιβλίων του, κατά την περίοδο 1830-1860[18]. Διότι, εάν όντως οι Έλληνες είχαν υποταχθεί για δεκαέξ αιώνες, τι απαγόρευε την παντελή εξαφάνισή τους κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους, όπως υποστήριζε ο Φαλμεράυερ; [«Το γένος των Ελλήνων ξεριζώθηκε τελείως από την Ευρώπη. [ ] Είναι Σκυθικοί Σλάβοι, ιλλυρικοί Αρναούτες, απόγονοι βορείων λαών, ομόφυλοι των Σέρβων, των Βουλγάρων, των Δαλματών και των Μοσχοβιτών, αυτοί τους οποίους σήμερα ονομάζουμε Έλληνες»[19].]
Φαλμεράυερ και Παπαρρηγόπουλος
Η προσπάθεια των Ελλήνων λογίων και ιστορικών να απαντήσουν στον Φαλμεράυερ, τους έφερε για πρώτη φορά αντιμέτωπους με την ανάγκη διερεύνησης της ταυτότητας του μεσαιωνικού ελληνισμού και κατ’ επέκτασιν του ζητήματος της διαχρονικότητάς του. Το 1843 ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, θα εγκαινιάσει το ιστορικό του έργο, με τη δημοσίευση της μελέτης του, Περί της εποικήσεως Σλαβικών τινων φυλών εις την Πελοπόννησον[20]:
Καλή και αναγκαία είναι η σπουδή της αρχαίας Ελληνικής Ιστορίας, αλλά παρορώντες την των μετέπειτα αιώνων, των οποίων, ούτως ειπείν, είμεθα άμεσα τέκνα, δεν είναι κίνδυνος μήπως ακούσωμεν να μας αφομοιώσωσι με τους δυστυχείς νόθους, οίτινες, αισχυνόμενοι ν’ αναφέρωσιν, ή αγνοούντες, τους πατέρας των, ανατρέχουσιν ακαταπαύστως εις τους πάππους και τους προπάππους αυτών;[21]
Το 1852, θα εκδοθεί το βιβλίο σταθμός του Σπυρίδωνα Ζαμπέλιου, Άσματα δημοτικά της Ελλάδος, όπου θα διατυπώσει, το πρώτον, με ευκρίνεια, το σχήμα της τριμερούς υφής του ελληνισμού, το οποίο και θα επεξεργασθεί περαιτέρω στο επόμενο βιβλίο του[22]. Ο Ζαμπέλιος θα αναζητήσει στον μεσαιωνικό τις ρίζες του νεώτερου ελληνισμού. Στον αντίποδα των απόψεων που υποτιμούν το Βυζάντιο, «η Δευτέρα και μέση περίοδος, υπερεχόντως των άλλων εμπεριέχει το νήμα της ενότητος και ολομελείας. Ο μεσαίων είναι ο μέσος και ουσιωδέστατος κρίκος ο συναρμολογών λογικώς και φιλοσοφικώς τα προηγούμενα μετά των επομένων»[23].
Ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, με την Ιστορία του ελληνικού έθνους (1860-1874), θα κλείσει οριστικώς το κεφάλαιο της ανεπίγνωστης σχέσης των Ελλήνων λογίων και του επίσημου ελληνικού κράτους με τον βυζαντινό του πρόδρομο[24]. Σε κείμενό του, περιγράφει τις ρίζες της περί το Βυζάντιο πλάνης των λογίων, διττή συνέπεια της αρχαιολατρίας τους και της τυφλής προσκόλλησής τους στις εμμονές και την εχθρότητα της Δύσης έναντι του μεσαιωνικού ελληνισμού:
Η Εσπερία είχε προ καιρού διατεθή δυσμενώς προς την ημετέραν εν Κωνσταντινουπόλει μοναρχίαν. Συμφέροντα θρησκευτικά και πολιτικά πολλάς παρήγαγον αμοιβαίας αιτιάσεις μεταξύ Ανατολής και Δύσεως, επί τέλους δε επήγαγον και τας ολεθρίας σταυροφορικάς καθ’ ημών επιδρομάς[25].
Ο Παπαρρηγόπουλος διαπιστώνει, εξαιρετικά πρώιμα και διεισδυτικά, πως «φρονημάτων διάστασις μεταξύ λαού και λογίων συνέβη και εν τοις νεωτέροις χρόνοις παρ’ ημίν. Ενώ ουκ ολίγοι των λογίων σκώπτουσι κατά το μάλλον και ήττον ευφυώς τους πατέρας αυτών, ο λαός ουδέποτε έπαυε τιμών και γεραίρων αυτούς». Και θα θυμίσει το γεγονός πως, όταν ο αρματολός Χασιών, παπα-Θύμιος Βλαχάβας, συγκάλεσε, το 1808, στον Όλυμπο, σύνοδο για την κήρυξη νέου επαναστατικού κινήματος, «η Σύνοδος αύτη ώρισεν ως ημέραν ενάρξεως του αγώνος την 29ην Μαΐου, την πεπρωμένην ημέραν καθ’ ην έπεσεν επί των επάλξεων της Κωνσταντινουπόλεως ο έσχατος των Παλαιολόγων».
Εν Ελλάδι πολλοί επιμένουσιν έτι εις την αρχαίαν πλάνην, δεν εγκρίνουσιν όσα συνέβησαν επί της γης κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους και φαντασιοκοπούντες, αγωνίζονται να συναρμόσωσι τον νέον Ελληνισμόν μετά του αρχαίου δι’ εναερίου τινός και αοράτου γεφύρας[26].
Παράλληλα και στη Δύση, ιδιαίτερα στη Γερμανία και τη Γαλλία ενισχύεται ένα ρεύμα επανεκτίμησης του Βυζαντίου και σύνδεσής του με την ελληνική διαχρονία. Αποφασιστικό ρόλο σε αυτή την ουσιαστική αναθεώρηση έπαιξε η τρίτομη Ιστορία της Βυζαντινής Λογοτεχνίας, του Γερμανού φιλολόγου Karl Krumbacher (Κρουμπάχερ ή Κρουμβάχερ για τους παλαιότερους), που κυκλοφόρησε το 1892, η οποία ανανέωσε τις βυζαντινές σπουδές. Στην «Εισαγωγή» του, επιχειρείται μια, έκτοτε, κλασική αποτίμηση της θέσης του Βυζαντίου και της βυζαντινής γραμματείας:
Η αυθύπαρκτος σημασία του πνευματικού βίου των Βυζαντηνών ανάγκη όσον ένεστι περιφανώς να εξαρθή. Ό,τι εδημιούργησαν είνε τι πλέον ή απλούν παράρτημα της αρχαιότητος. Παρά την ελληνικήν και ρωμαϊκήν λογοτεχνίαν ίστανται τα βυζαντηνά συγγράμματα ως νέον τι πλαστούργημα, εν ώ ελληνικά, ρωμαϊκά, χριστιανικά και ανατολικά στοιχεία συνεχωνεύθησαν εις έν ιδιόρρυθμον όλον. Tο κρατούν δ’ εν τούτω στοιχείον παρέμεινε το ελληνικόν. Και είνε μεν αληθές ότι το βυζαvτηνόν κράτος ουδαμώς ήτο τι αγνώς ελληνικόν –η τοιαύτη αντίληψις είνε παντελώς αποκρουστέα– άλλ’ ιδιόρρυθμόν τι κράμα ελληνικών και ξένων στοιχείων. [ ] Την ηγεμονίαν όμως διετήρησαν τα ελληνικήν έχοντα την γλώσσαν εθνικά στοιχεία, αδιάφορον αν εις τας φλέβας αυτών έρρεε μία σταγών περισσότερον ή ολιγώτερον αίματος αρχαίου ελληνικού. Αι πνευματικαί λειτουργίαι εν τη πολιτεία, εν τη εκκλησία και εν τη ανωτέρα, εν πολλοίς δε και εν τη κατωτέρα, κοινωνία και εν τη τέχνη ετελούντο αποκλειστικώς καθ’ ελληνικούς τύπους, και η παλαιά παρατήρησις ότι αι δυνάμεις έθνους τίνος κείνται εν τω πνεύματι αυτού διεπιστώθη λαμπρώς και ενταύθα. Πόσον αδιαφιλονίκητον ήτο του ελληνισμού το κράτος εν τη αυτοκρατορία, αποδεικνύει μεταξύ άλλων η καταπληκτικώς ταχεία εξελλήνισις των Σλαύων επιδρομέων εν τη συνεχεί Ελλάδι και εν τη Πελοποννήσω. [ ] Πραγματικώς ουδέποτε οι Έλληνες εκλήθησαν να διαδραματίσωσι τόσον σπουδαίον πολιτικόν πρόσωπον, όπως κατά τον μέσον αιώνα. Ο μικρός βίος των αρχαίων πολιτειών και φυλών, παραβαλλόμενος προς τον μεσαιωνικόν, φαίνεται ασήμαντος, έτι δε ολιγώτερον επιτρέπεται να πλανώμεθα περί της σημασίας του κατά τον βυζαντηνόν αιώνα ελληνισμού, εκτιμώντες αυτήν κατά το μέτρον της πολιτικής δυνάμεως των Ελλήνων κατά τους τέσσαρας τελευταίους αιώνας και κατά τους νυν έτι χρόνους δυστυχώς[27].
Για τον Κρουμπάχερ, όχι απλώς το Βυζάντιο είναι κατ’ εξοχήν ελληνικό αλλά και η βυζαντινή είναι η περίοδος της μεγαλύτερης ισχύος του ελληνισμού. Διότι η κλασική Ελλάδα έζησε μόνο έναν αιώνα και η ελληνιστική όχι περισσότερο από δύο, ενώ αντιθέτως, το Βυζάντιο, κατά την περίοδο της ακμής του, μέχρι τους Μακεδόνες, θα διαρκέσει τουλάχιστον εφτά. Υπενθυμίζει δε πως η ισχύς και ο ρόλος του ελληνισμού έως τους μεσοβυζαντινούς χρόνους δεν μπορεί να κρίνεται επί τη βάσει της ύστερης βυζαντινής περιόδου, ούτε του σύγχρονου ελληνικού κράτους.
Σε ό,τι αφορά στη λογοτεχνία κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους, η βυζαντινή δεν επιδέχεται καμία σύγκριση με την ανάλογη της Δύσης, διότι η πρώτη αμιλλάται απ’ ευθείας με τα αρχαιοελληνικά της πρότυπα, ενώ η δεύτερη έχει διασπαστεί σε «ανίσους κατ’ ιδίαν υπάρξεις» και δεν διαθέτει εθνική, πολιτική και κοινωνική βάση. Έσχατο, αλλά όχι ελάχιστο, στο Βυζάντιο διατηρείται μια ανεξάρτητη από την Εκκλησία ομάδα διανοουμένων και λογίων, ποικίλης, μάλιστα, ταξικής προέλευσης, γεγονός που τη φέρνει σε επαφή με πολλές κοινωνικές τάξεις και ομάδες – σε αντίθεση με τη Δύση όπου συγκροτείται αποκλειστικά από μοναχούς.
Η κραταιά δε αύτη πραγματική υπόστασις δεν πρέπει να ολιγωρηθή υπό των μελλόντων να κρίνωσι την βυζαντηνήν λογοτεχνίαν. Όμοιόν τι δεν υπάρχει εν τη Δύσει· [ ] διότι εν τη Δύσει και η άμεσος παράδοσις της γλώσσης και λογοτεχνίας διελύθη εις ανίσους κατ’ ιδίαν υπάρξεις.
…Εκ της λατινικής λογοτεχνίας του μέσου αιώνος λείπει η αδιάκοπος ενότης, λείπει η εθνική, η πολιτική και η κοινωνική βάσις. Οι ποιηταί αυτής δεν αμιλλώνται εν επιγνώσει προς τους αρχαίους, αλλά γράφουσιν ιδιωτικά θεματογραφήματα [ ]. Εν τη Δύσει πάσα λογοτεχνική δημιουργία περιωρίσθη εις τους σιωπηλούς χώρους των μοναστηριακών κελλίων. Και εν Βυζαντίω εργάζονται πολλοί συγγραφείς εν τω ασφαλεί καταφυγίω ενός τίνος μοναστηρίου· αλλ’ οι πλείστοι αυτών ζώσιν εν ζωηρά αμοιβαία σχέσει προς τον κοινωνικόν και πολιτικόν βίον. Πολλά των αξιολογωτάτων πνευμάτων, οποίοι ο Φώτιος, ο Ψελλός, Ευστάθιος ο Θεσσαλονίκης, Γρηγόριος ο Κύπριος, ο Νικηφόρος Γρηγοράς κ. ά. κατέχουσι περιφανή αξιώματα της πολιτείας ή της εκκλησίας [ ]· άλλοι μανθάνουσι τον βίον του κόσμου εν υποδεεστέραις θέσεσι· ομάδα χωριστήν τέλος αποτελεί το πτωχόν γένος των λογοτεχνών, άνθρωποι πένητες εκ της καθ’ ημέραν εργασίας αποζώντες, οίοι ο Θεόδωρος Πτωχοπρόδρομος, ο Μιχαήλ Γλυκάς, ο Ιωάννης Τζέτζης, ο Μανουήλ Φιλής.[ ] Ένεκα των ποικίλων τούτων βαθμών της κοινωνικής τάξεως των συγγραφέων αποκτά και η λογοτεχνία ζωηρόν, ποικίλον και πολυειδή χαρακτήρα. Μολονότι δε και εν τη βυζαντηνή λογοτεχνία ως εν τη λατινική του μέσου αιώνος τα αρχαία πρότυπα γονιμοποιούσιν έτι τα νέα προϊόντα, αλλά το ουσιώδες εν Βυζαντίω είνε η αυθυπόστατος παραγωγή, η παράστασις νέων αντικειμένων[28].
Διαβάστε την συνέχεια:
Από τον Φαλμεράϋερ στον Χομπσμπάουμ (μέρος Β΄)
[1] Δημήτριος Καταρτζής, «Συμβουλή στους νέους πώς να ωφελιούνται και να μη βλάπτουνται απτά βιβλία τα φράγκικα και τα τούρκικα και ποια να ’ναι η καθ’ αυτό τ6ους σπουδή», στο Δοκίμια, επιμ. Κ.Θ. Δημαράς, Ερμής, Αθήνα 1974, σσ. 43-47.
[2] Γιώργος Κοκορέλης, «Διαφωτισμός και Βυζάντιο», στο Η καθ’ ημάς Ανατολή, Περιοδική Έκδοση των εν Αθήναις Μεγαλοσχολιτών, τ. Δ΄, Αθήνα 1998, σσ. 119-141.
[3] Gibbon, E., The History of the Decline and Fall of the Roman Empire, Strahan & Cadell, Λονδίνο 1776-1788 και Everyman’s Library, Λονδίνο 1993.
[4] Βλ. Δ.Α. Ζακυθηνός, «Βυζαντιναί σπουδαί», Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, συμπλήρωμα, Αθήνα 1959, σ. 177.
[5] G. Hegel, Lectures on the Philosophy of History, Λονδίνο 1857, σ. 352.
[6] Αδ. Κοραής, Σάλπισμα Πολεμιστήριον, Αλεξάνδρεια 1801, σσ. 8-9· Φώτης Δημητρακόπουλος, Βυζάντιο και νεοελληνική διανόηση, Καστανιώτης, Αθήνα 21999, σ. 141.
[7] Αδ. Κοραής, Τι πρέπει να κάμωσιν οι Γραικοί εις τας παρούσας περιστάσεις; Διάλογος δύο Γραικών κατοίκων της Βενετίας, όταν ήκουσαν τας λαμπράς νίκας του Αυτοκράτορος Ναπολέοντος, Βενετία 1805, σ. 33, και Αδ. Κοραής, Περί των ελληνικών συμφερόντων διάλογος δύο Γραικών, Ύδρα 1825, σσ. 41-42.
[8] Ανώνυμος ο Έλλην, Ελληνική Νομαρχία ήτοι Λόγος περί Ελευθερίας (επιμ. Γ. Βαλέτας), Αποσπερίτης, Αθήνα 1982, Β΄ 34-36, σσ. 123-124.
[9] Βλ. Αλέξης Πολίτης, Ρομαντικά χρόνια. Ιδεολογίες και νοοτροπίες στην Ελλάδα του 1830-1880, ΕΜΝΕ-Μνήμων, Αθήνα 21998 Β. Καραμανωλάκης – Π. Στάθης, «Ιστορίες για την Άλωση στον πρώτο αιώνα του ελληνικού βασιλείου», στο, Πανεπιστήμιο Κρήτης, 1453. Η άλωση της Κωνσταντινούπολης και η μετάβαση από τους μεσαιωνικούς στους νεώτερους χρόνους, ΠΕΚ, Ηράκλειο 2005, σσ. 227-257.
[10] Φώτης Δημητρακόπουλος, Βυζάντιο και νεοελληνική διανόηση, Καστανιώτης, Αθήνα 21999, σ. 151.
[11] Φώτης Δημητρακόπουλος, ό.π., σ. 161.
[12] George Huxley, «Aspects of modern Greek historiography of Byzantium», στο David Ricks, Paul Magdalino, Byzantium and the Modern Greek Identity, Variorum 1998, σ. 16.
[13] Λόγος εκφωνηθείς την 21ην Οκτωβρίου 1848 κατά την έναρξιν της διδασκαλίας των αρχαίων Ελληνικών πολιτευμάτων, εν Αθήναις 1848, σ. 24. Πρβλ. Μαρία Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου, «Οι βυζαντινές ιστορικές σπουδές στην Ελλάδα, από τον Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο στον Διονύσιο Ζακυθηνό», στο ΚΒΕ/ΕΙΕ, Σύμμεικτα, τ. 9, Μνήμη Δ.Α. Ζακυθηνού, μέρ. Β΄, σσ. 153-176.
[14] Ό.π., σ. 24.
[15] Λόγος εκφωνηθείς την 20ήν Μαΐου 1853 κατά την επέτειον εορτήν της ιδρύσεως του Πανεπιστημίου Όθωνος, υπό Στεφάνου Α. Κουμανούδη, εν Αθήναις 1853.
[16] Βλέπε και τη ρηξικέλευθη μελέτη του Δημήτρη Μάρτου, Αθήνα, πρωτεύουσα του νέου ελληνικού κράτους. Πολιτική, ιδεολογία και χώρος, Γόρδιος, Αθήνα 2006.
[17] Διονύσιος Α. Ζακυθηνός, «Μεταβυζαντινή και Νεωτέρα Ελληνική Ιστοριογραφία», Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών, 1974.
[18] Jakob Philipp Fallmerayer, Περί της καταγωγής των σημερινών Ελλήνων, μτφρ. Κ. Ρωμανός, Νεφέλη, Αθήνα 1984.
[19] Γ. Βελουδής, Jakob Philipp Fallmerayer και η γένεση του Ελληνικού Ιστορισμού, ΕΜΝΕ-Μνήμων, Θεωρία και Μελέτες Ιστορίας, 5, Αθήνα 1982, σσ. 18-19.
[20] Εν Αθήναις 1843 και στο Κ. Παπαρρηγοπούλου, Ιστορικαίς Πραγματείαις, μέρ. Α΄, Αθήνα 1858, σσ. 261-370. Πρβλ., Κ.Θ. Δημαράς, Κ. Παπαρρηγόπουλος, Η εποχή του, η ζωή του, το έργο του, ΜΙΕΤ Αθήνα 1986, σ. 188.
[21] Κ. Παπαρρηγόπουλος, Στοιχεία της Γενικής Ιστορίας κατά το σύστημα του Γάλλου Λευΐ, εν Αθήναις 1845. Πρβλ. και Κ.Θ. Δημαράς, Κ. Παπαρρηγόπουλος, ό.π., σ. 122.
[22] Σπ. Ζαμπελίου, Βυζαντιναί Μελέται. Περί πηγών της Νεοελληνικής Εθνότητος από Η΄ άχρι Ι΄ εκατονταετηρίδος μ.Χ., Αθήναι 1857.
[23] Σπυρίδωνος Ζαμπελίου, Άσματα δημοτικά, ό.π., σσ. 18-23.
[24] Για τη μεταβολή της στάσης των Ελλήνων διανοουμένων έναντι του Βυζαντίου, από το 1860 έως τους Βαλκανικούς Πολέμους, βλ. τη σχετική μελέτη της Ρωξάνης Αργυροπούλου, Roxane D. Argyropoulos, Les intellectuels grecs à la recherche de Byzance (1860-1912), INE/ΕΙΕ, Αθήνα 2001.
[25] Βλ. σχετικά, Γ. Κοντογιώργης, «Το Βυζάντιο ως παράμετρος του ελληνικού κοσμοσυστήματος και η δυτικο-ευρωπαϊκή μετάβαση στον ανθρωποκεντρισμό», στο Μ. Morfakidis (επιμ.), Constantinopla: 550 anos desde su Caida, IX Encuento Cientifico sobre Grecia, Granada, (2003) 2006.]
[26] Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, «Απόπειρα εθνικής αυτοκτονίας», Ιστορικαί πραγματείαι, 1888, http://www.myriobiblos.gr/index.htm. Πρτθ. στο σύνολό του και από τον Κ.Θ. Δημαρά, Κ. Παπαρρηγόπουλος, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1986, σσ. 378-395.
[27] Κρουμβάχερ, Ιστορία…, ό.π., τόμ. A΄, σσ. 40-41.
[28] Κρουμβάχερ, Ιστορία…, ό.π., τόμ. Α΄, σσ. 41-42.
Από τον Τόυνμπη στον Μάνγκο
Ωστόσο, η διαμάχη περί της φύσεως του Βυζαντίου δεν έλαβε ποτέ τέλος. Τις τελευταίες δεκαετίες μάλιστα, στα πλαίσια του Κυπριακού ζητήματος, του ψυχρού πολέμου –και του «βαλκανικού ζητήματος», μετά το 1989–, η συζήτηση αναζωπυρώθηκε και επανεμφανίστηκαν απόψεις ανάλογες με του Φαλμεράυερ, με αφετηρία Άγγλους και Αμερικανούς μεσαιωνιστές και ελληνιστές, κατ’ εξοχήν τον Ρόμιλυ Τζένκινς, τον Σύριλ Μάνγκο και τον Έρικ Χομπσμπάουμ.
Απολύτως χαρακτηριστική υπήρξε η έντονα ανθελληνική προκατάληψη τουλάχιστον τριών από τους κατόχους της έδρας Κοραή στο Λονδίνο, του Αρνολντ Τόϋνμπη (1889–1975), του Ρόμιλυ Τζένκις (1907-1969) και του Σύριλ Μάνγκο (1928- ). Και αυτό παρότι η έδρα «Κοραής» στο King’s College του Λονδίνου, χρηματοδοτήθηκε από την ελληνική κυβέρνηση και τους Έλληνες της παροικίας, εγκαινιάστηκε δε το 1919 παρουσία του Βενιζέλου, την εποχή του σύντομου ελληνοβρετανικού ειδυλλίου. Και όμως, ήδη από τον πρώτο της κάτοχο, τον Τόυνμπη, συνδέθηκε με μια μακρά παράδοση… ανθελληνισμού.
Ο νεοελληνιστής ιστορικός Ρίτσαρντ Κλογγ, που μελέτησε τα αρχεία του Τόυνμπη, συνάντησε σε αυτά μια τόσο κραυγαλέα εχθρότητα για τους Έλληνες, ώστε υποχρεώθηκε να γράψει: «Αναμφισβήτητα, κάποιος που αντιπαθούσε τόσο έντονα τον λαό του οποίου την ιστορία επρόκειτο, υποτίθεται, να διδάξει, δεν έπρεπε να υποβάλει υποψηφιότητα για την έδρα». Ο Τόυνμπη είχε ήδη διατυπώσει τις απόψεις του σε επιστολή προς τη μητέρα του το 1911-1912, μετά την παραμονή του στην Ελλάδα: «Επιστρέφω στην Οξφόρδη “αποφασισμένος να κηρύξω με θρησκευτική ευλάβεια τον μισελληνισμό σε κάθε φιλέλληνα που θα συναντήσω”»[1]:
Όσο για τον Ρόμιλυ Τζένκινς[2] δεν έπαψε, σε όλη του τη ζωή, να αμφισβητεί την έννοια της ιστορικής συνέχειας του αρχαίου με τον μεσαιωνικό και τον νεώτερο ελληνισμό[3]. Για τον Τζένκινς –που ενστερνίζεται τους ισχυρισμούς του Φαλμεράυερ–, το Βυζάντιο δεν είχε πλέον καμία σχέση με τον ελληνισμό· οι Σλάβοι κυριάρχησαν όχι μόνο στην Πελοπόννησο αλλά και «σε ολόκληρη την Ελλάδα»[4]. Το Βυζάντιο υπήρξε ένα «ολοκληρωτικό» καθεστώς, όπου «κυριαρχούσε η πίστη και η δοξασία (δηλαδή η έλλειψη αλήθειας)», σε αντίθεση με τη Δύση, όπου κυριαρχούσε η «αλήθεια»[5]. Η ουσία του Βυζαντίου ήταν «η θεοκρατική και μονολιθική του δομή, η εκ Θεού καθαγιασμένη απαίτηση για παγκόσμια κυριαρχία, το ενστικτώδες μίσος και δυσπιστία προς τη Δύση»[6].
Ο Τζένκινς, όπως και ο Φαλμεράυερ, συνέδεσε τον αντιβυζαντινισμό του με τη φοβία για τους Ρώσους (ή τους Σοβιετικούς), υποτιθέμενους κληρονόμους του Βυζαντίου: «Όπως και στην εξέλιξη των ειδών, έτσι και σε εκείνη των ιδεών ή των προτύπων της σκέψης, δεν αρμόζουν οι αιφνίδιες και ριζικές αλλαγές. Η έσχατη ελπίδα των Ρώσων, πριν ή μετά την Επανάσταση του 1917, είναι να βρουν την αυτοκρατορία της Τρίτης Ρώμης στην έδρα της Δεύτερης»[7]. [Μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, η κριτική του «βυζαντινισμού» και των επιβιώσεών του απέκτησε στη Δύση ένα νέο επίκεντρο, τα Βαλκάνια της δεκαετίας του 1990, την Ελλάδα και τον φονταμενταλισμό της ορθοδοξίας κ.ο.κ.]
Η «αποστροφή» του Τζένκινς για το Βυζάντιο ήταν τόσο έντονη ώστε, όπως κατέδειξε ο Βρυώνης, έφθασε στο σημείο να παραποιεί αποσπάσματα από τους Βυζαντινούς συγγραφείς προκειμένου να «αποδείξει» την ολοκληρωτική εξαφάνιση των Ελλήνων κατά τη διάρκεια των σλαβικών επιδρομών! Την ύπαρξη «Σκλαβηνιών», δηλαδή αυτόνομων σλαβικών εγκαταστάσεων στην Ελλάδα, μετά το μεγάλο θανατικό της πανώλους, επί Κωνσταντίνου του Κοπρώνυμου, στα μέσα του 8ου αιώνα –την οποία περιγράφει ο Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος– την παρουσιάζει ως μεταβολή ολόκληρης της Ελλάδας σε μία Σκλαβηνία, μεταφράζοντας ανακριβώς τα ανάλογα αποσπάσματα[8].
Στην ίδια κατεύθυνση συνέχισε και ο αμέσως επόμενος κάτοχος της έδρας «Κοραής», ο Σύριλ Μάνγκο (Cyril Mango). Σε ένα «κείμενο-πρόγραμμα» του 1964 –την εναρκτήρια ομιλία του κατά την ανάληψη της έδρας[9]–, φιλοδοξεί να «συμπληρώσει» την επιχειρηματολογία του Τζένκινς, πραγματοποιώντας μια γενικευμένη επίθεση σε κάθε απόπειρα σύνδεσης του νέου και του αρχαίου ελληνισμού με το Βυζάντιο, ενώ, ως λογική συνεπαγωγή αυτής της αποσύνδεσης, απορρίπτει και οποιαδήποτε σχέση του νεώτερου ελληνισμού με τον αρχαίο. Διότι, όπως είχε τονίσει ο Ζαμπέλιος, το απαραίτητο στοιχείο της διαχρονίας είναι ο ενδιάμεσος κρίκος, το Βυζάντιο· χωρίς αυτόν, ολόκληρο το οικοδόμημα καταρρέει.
Επειδή το κείμενο του Μάνγκο αποτελεί μια μορφή ιδεολογικο-πολιτικής «πλατφόρμας», μια σύγχρονη σύνοψη των γιββώνειων απόψεων, θα επιχειρήσουμε την εκτενή παράθεσή του:
Ένα μεγάλο μέρος από την απαίτηση της νεώτερης Ελλάδας να κερδίσει τη συμπάθεια της Δυτικής Ευρώπης στηρίχθηκε στην υπόθεση μιας άμεσης ιστορικής συνέχειας, που πηγαίνει τρεις χιλιάδες χρόνια πίσω: από τη νεώτερη Ελλάδα στο Βυζάντιο, από το Βυζάντιο στον Ελληνιστικό κόσμο κι από κει στην αρχαία Ελλάδα. Όποιος υποστηρίζει αυτή τη συνέχεια χαρακτηρίζεται φιλέλληνας. Όποιος την αρνείται κινδυνεύει να τον θεωρήσουν μισέλληνα· ωστόσο το θέμα αυτό [ ] αξίζει να επανεξετάζεται [ ]. Προσπαθώντας να κάνω κάτι τέτοιο σήμερα, δεν θα επικαλεσθώ το γέρικο φάντασμα της φυλετικής συνέχειας. Ό,τι μπορούσε να ειπωθεί γύρω απ’ αυτό το θέμα έχει κιόλας ειπωθεί, τελευταία και πολύ εύγλωττα από τον ίδιο τον καθηγητή Τζένκινς. Αντί γι’ αυτό, θα μιλήσω για την πνευματική συνέχεια[10].
Για τον Κρουμπάχερ, τον Ράνσιμαν, τον Λεμέρλ, «ο πολιτισμός του Βυζαντίου είναι ελληνικός, η γλώσσα του είναι ελληνική, οι θεσμοί μιλούν ελληνικά»[11]. Για τον Μάνγκο, αντίθετα, απουσιάζει εντελώς η ελληνική συνιστώσα: «Συγκεφαλαιώνοντας, [ ] πάνω απ’ όλα, ο Βυζαντινισμός ήταν η πίστη σε μία μόνη Χριστιανική, Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. [ ] Ο Βυζαντινισμός σύμφωνα μ’ αυτό τον ορισμό –που νομίζω ότι είναι έντιμος (sic)– ήταν περισσότερο βιβλικός παρά ελληνικός»[12]. Δεν υπάρχει στην πραγματικότητα ουδεμία συγγένεια ή συνέχεια. Όπως αναγνώρισε και ο Ντόναλντ Νίκολ, διάδοχος του Τζένκινς και του Μάνγκο στη έδρα «Κοραής» στο Λονδίνο, ο πρώτος διατηρούσε μια σχέση αγάπης-μίσους με το αντικείμενο της ενασχόλησής του και «η αποστροφή του προς τον βυζαντινό πολιτισμό και τις επιβιώσεις του στη ζωή και τη σκέψη της σύγχρονης Ελλάδας γινόταν εντονότερη με τα χρόνια», ενώ «ο άμεσος προκάτοχός μου, ο Σύριλ Μάνγκο [ ] σε ένα βαθμό συμμερίζεται αυτή την αποστροφή»[13]. Συνεχίζει ο Μάνγκο:
… οι Βυζαντινοί δεν έδειξαν γενικά το παραμικρότερο ενδιαφέρον γι’ αυτό που εμείς εννοούμε κλασική Ελλάδα. Πρόκειται για μια αλήθεια δυσδιάκριτη μέσα στην πολυλογία περί «Βυζαντινού ανθρωπισμού» και «Βυζαντινού ελληνισμού». [ ] Στην πραγματικότητα, ελάχιστοι κλασικοί συγγραφείς διαβάζονταν στα σχολεία[14].
Οι Βυζαντινοί Έλληνες δεν έδειχναν κανένα ενδιαφέρον για την κλασική Ελλάδα, και τα περί «βυζαντινού ελληνισμού» και «βυζαντινού ουμανισμού» αποτελούν φλυαρίες των… σημαντικότερων συναδέλφων του κ. Μάνγκο: του Λεμέρλ, του Κρουμπάχερ, του Όλερ, του Χούνγκερ, του Μπεκ, του Ράνσιμαν και τόσων άλλων.
Και αν υποθέσουμε πως ο Κρουμπάχερ κινείται από κάποια «ευνοϊκή προκατάληψη» έναντι του Βυζαντίου, θα μπορούσαμε να ανατρέξουμε, επί παραδείγματι, στο opus magnum της μεγαλύτερης ίσως αυθεντίας της σύγχρονης βυζαντινής φιλολογίας, τη Βυζαντινή Λογοτεχνία του Χέρμπερτ Χούνγκερ, που διεκδικεί τη θέση του έργου του Κρουμπάχερ στην εποχή μας.
Ισχυρίζεται ο Μάνγκο πως ο Ηρόδοτος και ο Θουκυδίδης δεν ήταν για τους Βυζαντινούς τίποτε άλλο παρά «δείγματα» ιωνικής και αττικής διαλέκτου! Αρχίζοντας από τον γνωστότερο Βυζαντινό ιστοριογράφο, τον Προκόπιο, διαβάζουμε στον Χούνγκερ πως η περιγραφή του μεγάλου λοιμού στην πρωτεύουσα (το 542) έχει «ως πρότυπο τον Θουκυδίδη»[15], ενώ πάρα κάτω σημειώνει: «Επιπλέον, ήδη τα προοίμια των τριών έργων του δείχνουν από τη μια πλευρά την αναπόφευκτη [ ] αναφορά στον Θουκυδίδη, τον Ηρόδοτο και τον Διόδωρο, κι από την άλλη την ελεύθερη και πολύμορφη αξιοποίηση των ιδεών που συνάντησε στα πρότυπά του»[16]. Ο ιστορικός του επομένου αιώνα, Θεοφύλακτος ο Σιμοκάττης, στην Οἰκουμενικὴ Ἱστορία του, σε έναν διάλογο ανάμεσα στην Ιστορία και τη Φιλοσοφία, αναφέρεται στον Σωκράτη και κλείνει «με μια αναφορά στον Φαίδρο του Πλάτωνα (230 b), μια παραπομπή στον Οδυσσέα και τις Σειρήνες και τέλος ένα χωρίο από την Οδύσσεια (κ 195)»[17]. Μερικούς αιώνες αργότερα, ο Νικηφόρος Βρυέννιος, ο σύζυγος της Άννας Κομνηνής, στην Ὕλη Ἱστορίας, αναφέρει πως, για να περιγράψει τα κατορθώματα του Αλέξιου Κομνηνού, θα χρειαζόταν τις ικανότητες του Θουκυδίδη ή του Δημοσθένη, τους οποίους και έχει ως πρότυπα, ενώ οι αναφορές στην Ιλιάδα είναι διαρκείς[18]. Αναφερθήκαμε ήδη στα ογδόντα οκτώ αποσπάσματα από την αρχαία ελληνική γραμματεία που περιλαμβάνονται στην Ἀλεξιάδα της συζύγου του Βρυέννιου, Άννας Κομνηνής[19]. Ο περίφημος ιστορικός και φιλόλογος του 12ου αιώνα, αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Ευστάθιος δημοσίευσε για παράδειγμα, εκτενείς μελέτες για την Ιλιάδα, την Οδύσσεια[20] και τον Πίνδαρο.
Σε επιγενέστερο κείμενό του, ο ίδιος ο Μάνγκο, αναφερόμενος στην περίφημη προσφώνηση του Μεγάλου Βασιλείου προς τους ανιψιούς του, για τη σχέση της χριστιανικής με την ελληνική παράδοση, η οποία αποτέλεσε τον «χρυσό κανόνα» της βυζαντινής περιόδου, επισημαίνει πως ο Μέγας Βασίλειος υπογράμμιζε την ανάγκη να μελετούν οι χριστιανοί την ελληνική γραμματεία, απορρίπτοντας παράλληλα ό,τι δεν τους είναι χρήσιμο:
Ωστόσο μεγαλύτερο ενδιαφέρον και από τα επιχειρήματα του Μεγάλου Βασιλείου παρουσιάζει η μορφή της προσφώνησής του: είναι ένα εξαιρετικά καλοδουλεμένο κείμενο αττικού λόγου, διανθισμένο με άμεσες και έμμεσες αναφορές στον Πλάτωνα και τον Πλούταρχο, τον Όμηρο και τον Ησίοδο, τον Σόλωνα, τον Θέογνη και κάμποσους άλλους κλασικούς συγγραφείς[21].
Από την αντιβυζαντινή και «ανθελληνική» προκατάληψη του Μάνγκο δεν θα ξεφύγουν ούτε καν οι τελευταίοι βυζαντινοί αιώνες, που για όλους τους βυζαντινολόγους και ερευνητές σηματοδοτούν μια σχεδόν καθολική επιστροφή στην κλασική ελληνική παιδεία:
Συχνά ειπώθηκε ότι, με την πτώση του Βυζαντινού κόσμου, ξαναγεννήθηκε ο ελληνισμός. Περιορισμένη είναι η αλήθεια μέσα σ’ αυτήν την άποψη. Είναι γεγονός ότι αρχίζοντας στον 12ο αιώνα, ιδιαίτερα ύστερα από την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους, στα 1204, ορισμένοι Βυζαντινοί συγγραφείς μ’ ευχαρίστηση αποκαλούσαν τους εαυτούς τους «Έλληνες». Είναι επίσης αλήθεια ότι εμφανίσθηκε, στον 14ο αιώνα κυρίως, μια κίνηση ενθάρρυνσης –όχι αναγέννηση βέβαια– της κλασικής παιδείας [ ]. Τέλος, τη στιγμή που ο Βυζαντινός κόσμος ήταν έτοιμος να καταρρεύσει, ξεπρόβαλε εκείνη η αινιγματική μορφή, ο Γεώργιος Πλήθων, ο Γεμιστός, ο Πλατωνιστής του Μυστρά, που συνηγορούσε για την αναγέννηση της αρχαίας Σπάρτης και παρουσίασε την ουτοπιστική του άποψη σε δύο Βυζαντινούς ηγεμόνες, που, φυσικά δεν τον πρόσεξαν διόλου. [ ] Αλλά και έτσι αν είναι τα πράγματα, είναι φανερό ότι κάθε έκφραση του αρχαίου ελληνικού πνεύματος, την οποία παρατηρούμε μέσα σ’ αυτούς τους δύο-τρεις αιώνες, δεν ξεπερνούσε το επίπεδο της ρητορείας· ότι περιοριζόταν σ’ ένα μικρό κύκλο διανοητών και ότι δεν είχε καμιάν επίδραση στον λαό[22].
Πρόκειται, λοιπόν, για μια «ενθάρρυνση» της ελληνικής παιδείας, που αφορούσε ένα μικρό κύκλο «διανοητών» και όχι μια ολόκληρη κοινωνία που εκπαιδεύεται με τους μύθους του Αισώπου και τον Όμηρο· της οποίας οι βασιλείς διεκδικούν πλέον την ονομασία του «Έλληνα»· η οποία έχει καταστήσει τη Φυλλάδα του Μεγαλέξανδρου λαϊκό αφήγημα και χρησιμοποιεί στους «κέντρωνες» τον Όμηρο και τους τραγικούς για να περιγράψει τα Άγια Πάθη. Μια κοινωνία της οποίας τα λαϊκά στρώματα, αντιθέτως, είναι πιο κοντά στην αρχαία Ελλάδα απ’ ό,τι οι «διανοητές», και συνεχίζει να γιορτάζει και να διασκεδάζει με τον αρχέγονο ελληνικό, ακόμα και παγανιστικό τρόπο, έστω και με χριστιανικό επίχρισμα.
Όχι, για τον Σύριλ Μάνγκο επρόκειτο απλώς για μια «φούχτα Βυζαντινών νέων ελληνιστών» η οποία «απορροφήθηκε από το πλατύ ρεύμα της Ιταλικής Αναγέννησης». Και για να μην υπάρχει καμία αμφιβολία για την πιθανή συμβολή των Ελλήνων στη δυτική Αναγέννηση, σπεύδει να διευκρινίσει πως «οι ίδιοι δεν δημιούργησαν αυτό το ρεύμα, στο οποίο ωστόσο είχαν μιαν ήσσονα συμμετοχή, ως ελληνοδιδάσκαλοι, αντιγραφείς χειρογράφων. Εκδότες κειμένων και διορθωτές»[23].
Όμως, το αποφασιστικό ζήτημα δεν είναι η σχέση του Βυζαντίου με την αρχαιότητα αλλά η σχέση της νεώτερης Ελλάδας με το Βυζάντιο και την την αρχαία Ελλάδα. Το ερώτημα που θέτει ο Σ. Μ. είναι εξαιρετικά «σύγχρονο» και ίσως είναι ο πρώτος που το θέτει με τέτοια ενάργεια και τόσο διαφανείς στόχους – προδιαγράφοντας τη μεταπολιτευτική… ελληνική ιστοριογραφία: Εάν η σύγχρονη Ελλάδα, «την οποία επισκοπεί η Ευρώπη», αποτελεί συνέχεια του βυζαντινού ελληνισμού και εν τέλει της ίδιας της αρχαίας Ελλάδας, έστω εν μέρει, τότε διαθέτει μια αυτόνομη γενεαλογία απέναντι στη Δυτική Ευρώπη. Εάν, τουναντίον, όπως πασχίζει να αποδείξει, η νεώτερη Ελλάδα είναι δημιούργημα, «κατασκευή», του ευρωπαϊκού διαφωτισμού, τότε αποτελεί απλώς μια νοτιο-ευρωπαϊκή απόφυση της Δύσης, ένα κράτος-πράκτορα δευτέρας κατηγορίας, έναν νυκτοφύλακα της δυτικής γενεαλογίας, γύρω από τους βράχους της Ακρόπολης και τα ερείπια του Μυστρά.
Μετά την «απόρριψη» της ιστορικής συνέχειας του ελληνισμού μέσω του Βυζαντίου περνάμε στο «κυρίως πιάτο»: τον «ανάδελφο» χαρακτήρα του νεώτερου ελληνισμού. Σύμφωνα με τον Σ. Μ., θα πρέπει να απορριφθεί τόσο ο «ρομαντικός ελληνισμός» που θα εκφραστεί με τη γαλλική επανάσταση και τον Κοραή, όσο και ο «βυζαντινισμός» της Μεγάλης Ιδέας, καθώς και ο «κατά βάσιν» αντιδυτικός… δημοτικισμός! Και προφανώς δεν έχει πλέον κανένα νόημα και η επιστροφή σε κάποιον «ουτοπικό βυζαντινισμό». Οι Έλληνες δεν έχουν καμία πραγματική σχέση με την αρχαία Ελλάδα, πρόκειται για μυθολογική κατασκευή του δυτικού ρομαντικού φιλελληνισμού, η οποία όμως… οδήγησε στην Ελληνική Επανάσταση. Η Επανάσταση υπήρξε εν τέλει δημιούργημα του… ευρωπαϊκού διαφωτισμού και όχι ενδογενές ελληνικό φαινόμενο:
Ένας νέος μύθος, αυτή τη φορά κατασκευασμένος στη δυτική Ευρώπη, ήταν έτοιμος να σφετερισθεί τη θέση του Βυζαντινισμού ως το κύριο ιδανικό του Ελληνικού λαού: ο μύθος του ρομαντικού ελληνισμού. Διαμορφωμένος κυρίως στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, ο ελληνισμός αυτός είχε τη σοβαρή πλευρά του: ακαδημαϊκός κλασικισμός, αρχαιομανία παρακινημένη από τον Βίνκελμαν και τις ανασκαφές του Ηρακλείου, Φιλοσοφία με κεφαλαίο Φ. [ ] Η μόδα για κάθε τι ελληνικό δεν είχε όρια: [ ] Κι όταν, ένα χρόνο ύστερα από την έκδοση του Ανάχαρσι, ξέσπασε η Γαλλική Επανάσταση, ήταν σα να ξαναγύριζαν στη ζωή η Ελλάδα κι η Ρώμη. Κανένας λόγος στην Εθνική Συνέλευση δεν ήταν ολοκληρωμένος αν δεν υπήρχε κάποια αναφορά στη Σπάρτη και στον Λυκούργο. Το Ανώτατο Ον δοξαζόταν με τρίποδες και σπονδές. Η κυρία Βιζέ-Λεμπρέν έδινε ελληνοπρεπείς δεξιώσεις. Κι αν οι πολίτες του Παρισιού είχαν χρήματα για να αγοράσουν μερικά καινούργια ρούχα, να είσαστε βέβαιοι ότι θα φορούσαν χλαμύδες και σάνδαλα.
Μέσα σ’ αυτή την ένταση ξαφνικά ο κόσμος ανακάλυψε ότι υπήρχαν σύγχρονοι, ζωντανοί Έλληνες, γνήσιοι απόγονοι του Θεμιστοκλή, που περίμεναν με κομμένη την ανάσα να ξανακερδίσουν την ελευθερία τους με τη βοήθεια των δυτικών αδελφών τους. Τι καλύτερη αφορμή από την ελευθερία, ιδίως εφόσον επρόκειτο για τους Έλληνες, τους εφευρέτες, ας πούμε, της ελευθερίας, που τώρα την ζητούσαν; Τους Έλληνες, είναι αλήθεια, τους είχαν συναντήσει και προηγουμένως, Ιδίως ευγενείς ταξιδιώτες και πρόξενοι, εγκαταστημένοι στα εμπορικά κέντρα της Ανατολής· όλοι αυτοί συχνά έστελναν τις πληροφορίες τους και ανέφεραν ότι οι Έλληνες ήταν η πιο παρακμασμένη φυλή πάνω στη γη. Αν όμως βρίσκονται τώρα σ’ αυτή την κατάσταση, τούτο βέβαια οφειλόταν στην τυραννία και την δεισιδαιμονία [24].
Υπ’ αυτές τις συνθήκες και με την ώθηση του ρομαντικού φιλελληνισμού και της πάντα ευεπίφορης στις κάθε είδους επαναστατικές «τρέλες» Γαλλίας, αναπτύχθηκε το ρεύμα που θα δημιουργήσει τον ελληνικό διαφωτισμό και θα προκαλέσει εν τέλει την Επανάσταση. Το μίσος για τη Γαλλική Επανάσταση –και την Ελληνική εν συνεχεία– δεν έπαψε να διαπνέει τις αγγλικές ελίτ, όπως την εποχή του Μπερκ· σε τέτοια έκταση ώστε ο Μάνγκο θα αποσιωπήσει τον αγγλικό φιλελληνισμό, που θα δώσει έναν Μπάιρον και έναν Σέλλεϋ και θα τα «φορτώσει» όλα στη Γαλλία. Εντελώς χαρακτηριστικά, θα παρουσιάσει το βιβλίο του επίσης Γάλλου (!) αββά Μπαρτελεμύ, Ο Νέος Ανάχαρσις, ως τη βάση του ευρωπαϊκού φιλελληνισμού:
Αλλά το έργο που απηχεί εντελώς τον τρόπο με τον οποίο ο 18ος αιώνας φανταζόταν την αρχαία Ελλάδα είναι το πομπώδες αριστούργημα «Ο Νέος Ανάχαρσις», γραμμένο από τον, όχι πολύ ευλαβή, αββά Μπαρτελεμύ. Ο Ανάχαρσις ήταν ένας νέος Σκύθης, δηλαδή ένας ευγενής που περιηγήθηκε την Ελλάδα ανάμεσα στα 363 και 338 π.Χ. [ ] Είκοσι πέντε χρόνια ο Ανάχαρσις δεν έκανε τίποτε άλλο, παρά να κουβεντιάζει με φημισμένους Έλληνες, παίρνοντας σημειώσεις για την ιστορία, τη θρησκεία, την τέχνη και τα ήθη. [ ] Είναι δύσκολο για μας να πιστέψουμε ότι αυτό το χλιαρό έργο που εκτείνεται σε πέντε τόμους, έργο παραγεμισμένο με απέραντη μάθηση, με ατέλειωτες σημειώσεις και χρονολογικούς πίνακες, πραγματοποίησε σαράντα πλήρεις εκδόσεις και δεκατρείς επιτομές, ότι μεταφράστηκε στα αγγλικά, γερμανικά, ισπανικά, ιταλικά, δανέζικα, ολλανδικά, στα νέα ελληνικά και ακόμη στα αρμένικα. Τέτοιο ήταν το πάθος για κάθε τι ελληνικό[25].
Οι Έλληνες θα «συρθούν» σχεδόν στην επανάσταση από τους Ευρωπαίους και τους Έλληνες διαφωτιστές, που τους ήθελαν απογόνους των αρχαίων Ελλήνων! Στην αφήγηση του Μάνγκο δεν υπάρχει θέση για επαναστάσεις και εξεγέρσεις, για Μανιάτες, Σουλιώτες και Κολοκοτρωναίους, για συνέχεια της ελληνικής παράδοσης μέσα από το δημοτικό τραγούδι και τη λαϊκή αφήγηση, δεν υπάρχει θέση για την ελληνική εκπαίδευση, που συνεχίζεται αδιάπτωτη από την Άλωση και μετά, δεν υπάρχει θέση για τον Διγενή Ακρίτα και τις παραλογές, για τη Φυλλάδα του Μεγαλέξανδρου και, προπαντός, δεν υπάρχει θέση για την ορθοδοξία και τη διατήρηση της ελληνικής ταυτότητας. Δεν υπάρχει θέση για τις ελληνικές κοινότητες του ορεινού χώρου, ούτε για τους Έλληνες εμπόρους και καραβοκυραίους, που αναβιώνουν την εμπορική και ναυτική δραστηριότητα του ελληνισμού, ούτε για τον ιδιαίτερο ελληνικό «διαφωτισμό», τον Ευγένιο Βούλγαρη, τον Καταρτζή, τον Ρήγα, τη Φιλική Εταιρεία και τον ελληνισμό των ηγεμονιών και της Νότιας Ρωσίας. Δεν υπάρχει καν θέση για περιηγητές οι οποίοι δεν θεωρούσαν τους Έλληνες «τον πιο παρηκμασμένο λαό του κόσμου» αλλά έβλεπαν σε αυτούς τους αντάξιους απογόνους των αρχαίων.
Η ελληνική επανάσταση την οποία ο Κοραής επεδοκίμασε από μακριά, ήταν ένας πόλεμος, που όπως ο καθένας ξέρει, είχε την ενθουσιώδη υποστήριξη όλων των φιλελεύθερων πνευμάτων της Ευρώπης. [ ] Οι Ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ήταν λιγότερο ενθουσιώδεις, γιατί είχαν ν’ ασχοληθούν με πιο πεζά πράγματα όπως η ισορροπία των δυνάμεων και η τύχη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οπωσδήποτε, ύστερ’ από περιττές αιματοχυσίες και ερημώσεις, δημιουργήθηκε το βασίλειο των Ελλήνων και κάτω από τη βαυαρική εποπτεία τακτοποιήθηκε όσο καλύτερα μπορούσε ώστε να μοιάσει με την αρχαία Ελλάδα. Διώχνοντας κάθε τι που θύμιζε την τουρκική κατάκτηση, το ελληνικό κράτος εφοδιάστηκε με Άρειο Πάγο, Βουλή, νομάρχες, δημάρχους, πρυτάνεις κι άλλα τέτοια μπιχλιμπίδια του χρυσού παρελθόντος του. Σύμφωνα με την οδηγία του Κοραή, η γλώσσα καθαρίστηκε απ’ όλα τα βάρβαρα στοιχεία της σε σημείο που δύσκολα κανείς μπορούσε να την γράφει σωστά κι ακόμα δυσκολότερα να την μιλήσει. Παιδιά βαφτίζονταν με ονόματα όπως Αναξίμανδρος, Αριστοτέλης, Πελοπίδας, Ολυμπιάς, ακόμα και Ασπασία. Ταυτόχρονα η Βυζαντινή παράδοση απορρίφθηκε, τουλάχιστον στις εξωτερικές της εκδηλώσεις: η Ελληνική Εκκλησία έπαυσε να έχει εξάρτηση από το Οικουμενικό Πατριαρχείο κι ακόμη η διδασκαλία της θεολογίας μεταφέρθηκε από τα μοναστήρια σε μια θεολογική σχολή που είχε σχεδιασθεί σύμφωνα με γερμανικά πρότυπα. Εν τούτοις, το αυθόρμητο άνθισμα που ο καθένας πρόσμενε δεν έγινε. Η φωτισμένη Ευρώπη έχασε κάθε ενδιαφέρον[26].
Η επανάσταση, οι θυσίες δεκάδων χιλιάδων αμάχων και οι υπεράνθρωποι αγώνες που τη σημάδεψαν, δεν αποτελούσαν παρά «περιττές αιματοχυσίες και ερημώσεις». Το δε σύγχρονο ελληνικό κράτος θα δημιουργηθεί από τον φιλελληνισμό ως ένα κακέκτυπο της αρχαιότητας. Το γεγονός πως θα θεσπίσει την καθολική ψηφοφορία πριν από οποιοδήποτε ευρωπαϊκό κράτος με τα επαναστατικά Συντάγματα και ότι θα την επιβάλει και στους Βαυαρούς, μετά την 3η Σεπτεμβρίου του 1843, πολύ πριν από τη «δημοκρατική Αγγλία», δεν μαρτυρεί τίποτε για τους νεώτερους Έλληνες, σύμφωνα με τον κάτοχο της έδρας «Αδαμάντιος Κοραής»! Η Βουλή, οι νομάρχες και οι δήμαρχοι δεν ήταν παρά «μπιχλιμπίδια» ανασυρμένα από το ένδοξο παρελθόν, χωρίς καμία σύνδεση με το δημοκρατικό ήθος των νεώτερων Ελλήνων, την αυτοδιοικητική κοινοτική τους παράδοση κ.ο.κ. Και το επιστέγασμα ήταν πως ο φιλελληνισμός θα υποχωρήσει και η «φωτισμένη Ευρώπη θα χάσει κάθε ενδιαφέρον».
Ο Στυλιανός Αλεξίου, στη βιβλιοκριτική του για το βιβλίο του Σ. Μάνγκο, Η αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης, στην οποία ήδη αναφερθήκαμε, παραθέτει μία ακόμα επιστημονική του ανακάλυψη: «Σε μια βιβλιοκρισία, που ο ίδιος (ο Μάνγκο) δημοσίευσε για την Ιστορία του νέου ελληνισμού του Α. Βακαλόπουλου, γράφει ότι υπάρχουν “Greek speaking peoples”, όχι Έλληνες, αλλά απλώς “ελληνόφωνοι λαοί” στον πληθυντικό». Και συνεχίζει ειρωνικά ο Αλεξίου εντοπίζοντας ίσως μία από τις αιτίες της απροκάλυπτης εχθρότητας του συγγραφέα για τους Έλληνες:
Πιστεύει ακόμη ότι τα ελληνικά περιλαμβάνουν 3.000 τουρκικές λέξεις. Ασφαλώς θα υποστήριζε ότι η γλώσσα μας ταυτίζεται με τα τουρκικά αν είχε υπ’ όψει του το σατιρικό του Ορφανίδη: «Αμάν κουζούμ αμάν γιαβρούμ! Κάνε χανούμ, ινσάφι,/ ούτε καλέμι ουλεμά το ντέρτι μου δεν γράφει»[27].
Διαβάστε το πρώτο μέρος:
Από τον Φαλμεράϋερ στον Χομπσμπάουμ (μέρος Α΄)
[1] Richard Clogg, «Greeks bearing Chairs: Chairs bearing Greeks», στο Π. Κιτρομηλίδης – Τρ. Σκλαβενίτης (επιμ.), Ιστοριογραφία της νεότερης και σύγχρονης Ελλάδας, 1833-2002, ΕΙΕ-ΚΝΕ τ. Β΄, σ. 717. Βλ. και D. Nicol, Greece and Byzantium, Holy Cross Orthodox Press, 1983· Sp. Vryonis, «Recent Scholarship on Continuity and Discontinuity of Culture; Classical Greeks, Byzantines, Modern Greeks», στο Byzantina kai Metabyzantina, Undema Publ., Μαλιμπού, Καλιφ. 1978, σ. 240.
[2] Ο Ρόμιλυ Τζένκινς (Romilly Jenkins), ως ελληνιστής, προσέφερε στη διάρκεια του πολέμου τις υπηρεσίες του στο Φόρεϊν Όφις· εν συνεχεία, κατέλαβε την έδρα «Κοραής» στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου, χρημάτισε πρόεδρος της εκτελεστικής επιτροπής του Βρετανικού Συμβουλίου των Αθηνών, και τέλος, από το 1960 έως τον θάνατό του, υπήρξε διευθυντής σπουδών στο Βυζαντινό Ινστιτούτο του Dumbarton Oaks.
[3] Bλ. Spiridonakis, ό.π., σσ. 30-33˙ Sp. Vryonis, «Recent Scholarship, ό.π., σσ. 237-256.
[4] Βλ. Spiridonakis, ό.π., σ. 32, και Διομήδη, Βυζαντιναί Μελέται, Β΄:…, ό.π., σ. 122.
[5] Βλ. Speros Vryonis, «Greek identity in the Middle Ages», στο Byzance…, Cahiers Belon, ό.π., σσ. 25-26, και Dimiter G. Angelov, The Making of Byzantinism, Harvard University (βλ. http://www.ksg. harvard. edu/kokkalis/GSW1/GSW1/Angelov. pdf).
[6] Romilly James Heald Jenkins, Byzantium and Byzantinism, University of Cincinnati, Lectures in memory of Louise Taft Semple, University of Cincinnati, 1963, σ. 40.
[7] Romilly Jenkins, Byzantium: The Imperial Centuries, 610-1071, Vintage Books, Νέα Υόρκη 1969, σσ. 3, 295. Βλ. και Ιω. Ταρνανίδη, «Η αρχή και το τέλος της “Περί τρίτης Ρώμης” θεωρίας», Καθ’ οδόν, τ. 1, Θεσσαλονίκη 1992.
[8] Sp. Vryonis, «Recent Scholarship on Contuity…», ό.π., σημ. 22, σ. 255.
[9] Ο Μάνγκο, διαδέχτηκε το 1964 τον Τζένκινς στην έδρα «Κοραής», ενώ εν συνεχεία, κατέλαβε και την έδρα της Βυζαντινής και Νεοελληνικής Γλώσσας και Φιλολογίας στην Οξφόρδη, η οποία είχε δημιουργηθεί επίσης το 1915. Βλ. Cyril Mango, «Βυζαντινισμός και ρομαντικός ελληνισμός», Εποχές, τ. 46, Φεβρουάριος 1967, σσ. 133-143.
[10] C. Mango, «Βυζαντινισμός…», ό.π., σ. 133.
[11] Paul Lemerle, Ο πρώτος βυζαντινός ουμανισμός, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1985, σ. 46 Καρλ Κρουμβάχερ, Ιστορία της Βυζαντινής Λογοτεχνίας, εν Αθήναις 1900, ανατ. Β.Ν. Γρηγοριάδης, Αθήνα 1974, τ. Α΄, σσ. 40-41 Steven Runciman, Η τελευταία Βυζαντινή Αναγέννηση, Δόμος, Αθήνα 1991.
[12] C. Mango, «Βυζαντινισμός…», ό.π., σσ. 133-134.
[13] D. Nicol, Greece and Byzantium, Holy Cross Orthodox Press, 1983. Βλ. και Sp. Vryonis, «Recent Scholarship on Continuity…», ό.π., σ. 240. Η έδρα «Κοραής» χρηματοδοτήθηκε από την ελληνική κυβέρνηση και τους Έλληνες του Λονδίνου, εγκαινιάστηκε δε το 1919 παρουσία του Βενιζέλου, την εποχή του σύντομου ελληνοβρετανικού ειδυλλίου. Και όμως, ήδη από τον πρώτο της κάτοχο, τον Τόυνμπη, συνδέθηκε με μια μακρά παράδοση… ανθελληνισμού. Τωόντι, ο νεοελληνιστής ιστορικός Ρίτσαρντ Κλογγ, που μελέτησε τα αρχεία του Τόυνμπη, συνάντησε μια τόσο κραυγαλέα εχθρότητα για τους Έλληνες, ώστε υποχρεώθηκε να γράψει: «Αναμφισβήτητα, κάποιος που αντιπαθούσε τόσο έντονα τον λαό του οποίου την ιστορία επρόκειτο, υποτίθεται, να διδάξει, δεν έπρεπε να υποβάλει υποψηφιότητα για την έδρα». Ο Τόυνμπη είχε ήδη διατυπώσει τις απόψεις του σε επιστολή προς τη μητέρα του το 1911-1912, μετά την παραμονή του στην Ελλάδα: «Επιστρέφω στην Οξφόρδη “αποφασισμένος να κηρύξω με θρησκευτική ευλάβεια τον μισελληνισμό σε κάθε φιλέλληνα που θα συναντήσω”»: Richard Clogg, «Greeks bearing Chairs: Chairs bearing Greeks», στο Π. Κιτρομηλίδης – Τρ. Σκλαβενίτης (επιμ.), Ιστοριογραφία της νεότερης και σύγχρονης Ελλάδας, 1833-2002, ΕΙΕ-ΚΝΕ τ. Β΄, σ. 717.
[14] C. Mango, «Βυζαντινισμός… », ό.π., σ. 135.
[15] Η. Ηunger, Βυζαντινή…, ό.π., τόμ. Β΄, σ. 79.
[16] Η. Ηunger, Βυζαντινή…, ό.π., τόμ. Β΄, σ. 84.
[17] Η. Ηunger, Βυζαντινή…, ό.π., τόμ. Β΄, σ. 110.
[18] Νικηφόρος Βρυέννιος, Ύλη Ιστορίας, εκδ. Κανάκη, Αθήνα 1996, σ. 42.
[19] Και επειδή ο Μάνγκο υποστηρίζει πως η αρχαιογνωσία των Βυζαντινών περιοριζόταν στην ελληνιστική και ρωμαϊκή περίοδο, υπενθυμίζουμε πως ανάμεσά τους υπήρχαν μόνο τέσσερις αναφορές στον Πλούταρχο, ενώ οι υπόλοιπες παραπέμπουν είτε στον Όμηρο είτε στους κλασικούς χρόνους.
[20] Ευσταθίου, Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, Πίναξ…, ό.π.
[21] C. Mango, Βυζάντιο, Η αυτοκρατορία…, ό.π., σ. 160.
[22] C. Mango, «Βυζαντινισμός…», ό.π., σ. 135.
[23] C. Mango, «Βυζαντινισμός…», ό.π., σ. 135.
[24] C. Mango, «Βυζαντινισμός και …», ό.π., σ. 137.
[25] C. Mango, «Βυζαντινισμός και …», ό.π., σ. 137.
[26] C. Mango, «Βυζαντινισμός …», ό.π., σ. 138.
[27] Στ. Αλεξίου, Δημώδη Βυζαντινά, ό.π., σ. 181.
«Κατεδαφίζοντας τη Μεγάλη Ιδέα»
του Γιώργου Καραμπελιά από τον νέο Ερμή τον Λόγιο τ. 15
Για να επανέλθουμε όμως στο «μανιφέστο» του Μάνγκο, η επανεκτίμηση του Βυζαντίου, μετά την αρχική απόρριψή του από τους Έλληνες λογίους, δεν συνδέεται πρωταρχικά και προνομιακά με την ύπαρξη του αλύτρωτου ελληνισμού και τη «Μεγάλη Ιδέα», ούτε με τα πανίσχυρα «φιλοβυζαντινά» αισθήματα του ελληνικού λαού, που εκδηλώθηκαν τόσο με κινήματα, όπως εκείνα του Παπουλάκου, όσο και με την ανάπτυξη του πανίσχυρου φιλορωσικού κόμματος. Όχι, η στροφή προς το Βυζάντιο θα πραγματοποιηθεί μόνον όταν η ίδια η Ευρώπη θα στραφεί προς τον Μεσαίωνα και «τα φεουδαρχικά σκοτάδια» υπό την επίδραση του ρομαντισμού.
Αυτή η νέα απασχόληση με τον Μεσαίωνα και τα φεουδαρχικά σκοτάδια, είχε ένα σημαντικό παράπλευρο αποτέλεσμα, διότι οδήγησε, διά μέσου των Σταυροφοριών, στην εκ νέου ανακάλυψη του Βυζαντίου. Ο Σατωμπριάν άρχισε τη μόδα, ξεκινώντας για την Ανατολή «en pélerin et en chevalier, la Bible, 1› Evangile, et les Croisades à la main» (σαν προσκυνητής και ιππότης, με τη Βίβλο, το Ευαγγέλιο, και τις Σταυροφορίες στο χέρι). Αρχίζοντας γύρω στα 1830, δηλαδή ταυτόχρονα με την εμφάνιση της «Παναγίας των Παρισίων» του Β. Ουγκώ, οι Βυζαντινές σπουδές εμφανίστηκαν πάλι στην Ευρώπη, αφού είχαν παραμείνει κοιμισμένες από τον 17ο αιώνα. [ ] Εν τούτοις το Βυζάντιο έκανε πάλι την εμφάνιση του στον χάρτη˙ κι αυτό επίσης οφειλόταν στην φωτισμένη Ευρώπη. Η Ελλάδα αντιμετώπιζε μια νέα πνευματική πρόκληση[1].
Η εκ νέου ανακάλυψη του Βυζαντίου από την… Ευρώπη συνιστά «μια νέα πνευματική πρόκληση» για την Ελλάδα. Και για άλλη μία φορά, τη νέα «μόδα» θα τη λανσάρουν οι Γάλλοι –ο Ουγκώ και προ παντός ο Σατωβριάνδος–, που, ως αντίπαλοι της αγγλικής πολιτικής, αποτελούν τα μόνιμα μαύρα πρόβατα του κατόχου της έδρας… «Αδαμάντιος Κοραής». Ίσως μάλιστα γι’ αυτό, το γαλλικό κόμμα στην Ελλάδα θα συμμαχήσει με το ρωσικό για να επιβάλουν το Σύνταγμα στον Όθωνα, ενώ ο γαλλόφιλος Κωλέττης, στην περιβόητη ομιλία του της 11ης Ιανουαρίου του 1844, θα διακηρύξει τη «Μεγάλη Ιδέα» από το ελληνικό Κοινοβούλιο.
Οπωσδήποτε, η ολοκληρωτική απόρριψη της Βυζαντινής κληρονομιάς δεν ήταν δυνατόν να κρατήσει πολύ. Υπήρχε, πριν απ’ όλα, η Μεγάλη Ιδέα, δηλαδή το όνειρο της ενσωμάτωσης, μέσα στο Ελληνικό Βασίλειο, της Κωνσταντινούπολης και εκείνων των Τουρκικών επαρχιών στις οποίες υπήρχαν σημαντικοί ελληνικοί πληθυσμοί. Ας μη ξεχνάμε ότι, γύρω στο 1850, η Ελλάδα είχε πληθυσμό λιγότερο από ενάμισι εκατομμύριο, ενώ τρία ή τέσσερα εκατομμύρια Έλληνες ζούσαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία· επίσης ότι ο ελληνικός πληθυσμός της Κωνσταντινούπολης ήταν περίπου πενταπλάσιος από τον συνολικό πληθυσμό της Αθήνας. Όλοι οι Έλληνες δέχτηκαν με ενθουσιασμό τη Μεγάλη Ιδέα[2].
Διαβάζοντας κανείς το παράθεμα, αισθάνεται μια στιγμιαία έκπληξη, διότι ο συγγραφέας είχε ήδη υποστηρίξει πως ο «βυζαντινισμός» υπήρξε ανακάλυψη της Δύσης. Αντίθετα, εδώ, φαίνεται να κατανοεί το γεγονός πως η λεγόμενη «Μεγάλη Ιδέα» δεν ήταν παρά η φυσιολογική συνέχεια του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα του 1821, δεδομένου ότι η πλειοψηφία των Ελλήνων συνέχιζε να βρίσκεται κάτω από τον οθωμανικό ζυγό. Και παρόλο που δεν ολοκληρώθηκε, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά στην Κωνσταντινούπολη, οδήγησε στον τριπλασιασμό της Ελλάδας της Λαμίας. Και όμως, στην αμέσως επόμενη φράση, συνεχίζει: «Η Μεγάλη Ιδέα βέβαια, δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μεσσιανικός Βυζαντινισμός με νέο ένδυμα»! Η απελευθέρωση των «τριών ή τεσσάρων εκατομμυρίων Ελλήνων» αναγορεύεται αίφνης σε «μεσσιανικό Βυζαντινισμό».
Η Ευρώπη, λοιπόν, και κατ’ εξοχήν οι «Γάλλοι», ανακαλύπτουν τον Μεσαίωνα και το Βυζάντιο, ενώ οι Έλληνες ομοϊδεάτες τους το χρησιμοποιούν για να προωθήσουν τη «μεσσιανική» Μεγάλη Ιδέα, παρότι θα μπορούσαν να συνεχίσουν να ζουν «ησύχως» υπό τους Οθωμανούς. Ο κύκλος ολοκληρώνεται: η Ελληνική Επανάσταση, δηλαδή ορισμένες «περιττές αιματοχυσίες και ερημώσεις», θα προκληθεί από την ευρωπαϊκή (διάβαζε γαλλική) αρχαιολατρία, ενώ η «μεσσιανική» Μεγάλη Ιδέα από τον επίσης ευρωπαϊκό βυζαντινισμό. Οι Έλληνες υπήρξαν απλώς ενεργούμενα των πνευματικών ρευμάτων που είχαν ως αφετηρία τους τη Δυτική Ευρώπη.
Ωστόσο, από τον ηροστράτειο οίστρο του κ. καθηγητή δεν θα διασωθούν ούτε οι δημοτικιστές, τους οποίους –και ορθώς– θεωρεί ως τους γνησιότερους εκφραστές της ελληνικής ιδιοπροσωπίας:
Τα ζωντανότερα και δημιουργικότερα στοιχεία ήταν βέβαια με το μέρος των δημοτικιστών. Επαναστάτησαν ενάντια στην καταπίεση του κλασικισμού, ενάντια στην απίστευτα ανιαρή εκπαίδευση εκείνης της εποχής, ενάντια στο αρχαϊκό ιδίωμα που εμπόδιζε την λογοτεχνία κι έκανε την ποίηση αδύνατη. Αλλά κυρίως ξεσηκώθηκαν ενάντια στην τυραννία της Δύσης (υπογράμ. του Γ.Κ.). Πόθος τους ήταν η δημιουργία ενός γνήσιου ελληνικού πολιτισμού με βάση τη λαϊκή παράδοση: αυτή τους οδηγούσε πίσω, αναπόφευκτα, στο Βυζάντιο. Σχεδίασμα αυτού του μελλοντικού πολιτισμού είχε δημιουργήσει στα 1913 ένας από τους ηγέτες του δημοτικισμού, συγγραφέας και διπλωμάτης, ο Ίων Δραγούμης. Προείδε μια Ελλάδα περισσότερο ανατολική παρά δυτική. Οι τέχνες θα ξαναγύριζαν στο σημείο όπου οι Βυζαντινοί τις είχαν αφήσει: ο αρχιτέκτονας θ’ αναζητούσε τα πρότυπά του ανάμεσα στις εκκλησίες και τα σπίτια του Μυστρά, ο ζωγράφος θα στρεφόταν προς τις Βυζαντινές τοιχογραφίες και στα ψηφιδωτά, ο συνθέτης στους ύμνους της ορθόδοξης Εκκλησίας. Η Ευρωπαϊκή αμφίεση θα έπρεπε να καταργηθεί και να αντικατασταθεί από την αμφίεση των Ελλήνων χωρικών[3].
Ο Μάνγκο, γνώστης της νεώτερης ελληνικής φιλολογίας, όταν στρέφεται εναντίον των «δημοτικιστών» συλλήβδην, δεν στοχεύει κυρίως ή αποκλειστικά στον Ίωνα Δραγούμη, αλλά κατ’ εξοχήν στη γενιά του ’30 και το κίνημα του δημοτικισμού του μεσοπολέμου, που συνέχιζε, μέχρι το 1965 που έγραψε αυτές τις σελίδες, να κυριαρχεί στα πνευματικά πράγματα της νεώτερης Ελλάδας. Είναι ο Πικιώνης, ο Σεφέρης, ο Ελύτης, ο Χατζηκυριάκος-Γκίκας, ο Κόντογλου, ο Τσαρούχης, ο ίδιος ο Παπανούτσος, που κήρυτταν την «επιστροφή» στην ελληνική παράδοση και όχι απλώς ο Ίων Δραγούμης. Και μια τέτοια επιστροφή, για τον Μάνγκο, στρεφόταν εν τέλει εναντίον της Δύσης!
Για να μην υπάρχει δε καμία αμφιβολία για τα συμπεράσματά του ως προς τη συνέχεια ή ασυνέχεια ανάμεσα στον νεώτερο και τον βυζαντινό ελληνισμό καταλήγει:
Βρήκαμε συνέχεια ή διακοπή; Νομίζω ότι βρήκαμε και τα δύο, αλλά όχι σε ίδιες αναλογίες. Ακολουθήσαμε μια ευδιάκριτη γραμμή συνέχειας από τον αυτοκρατορικό στον μεσσιανικό Βυζαντινισμό και από κει στη Μεγάλη Ιδέα, σημειώνοντας ταυτόχρονα πως αυτή η αντίληψη διαστρεβλώθηκε, χάνοντας την αρχική της σημασία για να φθάσει να εξυπηρετήσει εθνικιστικούς σκοπούς. Σ’ όλα τ’ άλλα σημεία, ωστόσο, βρήκαμε ότι το Βυζάντιο, ως σύστημα σκέψης, δεν είχε τίποτα το κοινό με τον ελληνισμό του 19ου αιώνα, ούτε βρήκαμε καμία συγγενική γραμμή που να οδηγεί από το Βυζάντιο στον ελληνισμό. Αυτός ο τελευταίος, είτε ρομαντικός, είτε εθνικός, δεν ήταν αυτόχθονας: μεταφυτεύθηκε από το εξωτερικό και όντας έτσι μεταφυτευμένος, έξω από το φυσικό του πλαίσιο, δημιούργησε ένα ρήγμα στη συνέχεια. Αυτό οφειλόταν, βέβαια, σε δυτική επέμβαση. Συναισθηματικά, πολλοί από μας λυπούνται γι’ αυτό το γεγονός. Αλλά μπορούσε άραγε να αποφευχθεί και μπορεί τώρα αυτή η τάση ν’ αντιστραφεί;[4] (υπογράμ. του Γ.Κ.)
Παρ’ όλο λοιπόν που ο συγγραφέας «λυπάται» «συναισθηματικά» για το γεγονός ότι η νεώτερη Ελλάδα δεν αποτελεί «συνέχεια» του Βυζαντίου, αλλά μεταφυτεύτηκε από τη… Δύση, διαπιστώνει πως, εν τέλει, αυτή η εξέλιξη ήταν αναπόφευκτη. Και αν και «λυπάται», θεωρεί πως τη συνέχεια εκπροσωπεί μόνον η «εθνικιστική Μεγάλη Ιδέα».
Ο Μάνγκο, σε αυτό το σύντομο κείμενο, μοιάζει ως να προδιαγράφει, ήδη από το 1964, την κατεύθυνση και τα επιχειρήματα των Ελλήνων μαθητών του μετά τη Μεταπολίτευση: ο «βυζαντινισμός» είναι «μεσσιανικός» και «αυτοκρατορικός» ενώ οδηγεί στη «Μεγάλη Ιδέα». Το όνειρο της εθνικής ολοκλήρωσης, που διαπνέει κάθε σκέψη και δραστηριότητα του ελληνισμού από το 1821 έως το 1922 –και έως τον αγώνα των Κυπρίων για αυτοδιάθεση το 1955–, θα βαφτιστεί μια «εθνικιστική Μεγάλη Ιδέα». Την ίδια άποψη, συνειδητά ή ανεπίγνωστα, αναπαράγουν και οι εγχώριοι μαθητές και οπαδοί του Μάνγκο. Διαβάζουμε στον Πασχάλη Κιτρομηλίδη:
Μια συμβατική οπτική στην ιστοριογραφία της νεώτερης Ελλάδας τείνει να συνδέσει τις απαρχές του ελληνικού εθνικισμού, αυτό που συνήθως περιγράφεται ως Μεγάλη Ιδέα, με συμπεριφορές και πόθους που χρονολογούνται από την όψιμη Βυζαντινή περίοδο και ιδιαίτερα από την περίοδο της παρακμής μετά το 1204. [ ] Θα ήθελα να υπογραμμίσω ότι πρέπει να αντιμετωπίσουμε την μεγάλη ιδέα ως μια ιδεολογική έκφραση του ελληνικού Κράτους και να την ερμηνεύσουμε υπό το φως των κοινωνικών και πολιτιστικών προϋποθέσεων που συναρτώνται με την καλλιέργεια της ταυτότητας κατά την διαδικασία της εθνικής οικοδόμησης στην Ελλάδα του δέκατου ένατου αιώνα[5].
Ως μια «βυζαντινή ιδέα», η Μεγάλη Ιδέα ήλθε καθυστερημένα στην ελληνική πολιτική, χωρίς ποτέ να κατακτήσει μια γενική αποδοχή μεταξύ της πολιτικής τάξης και υπήρξε μάλλον βραχείας διάρκειας: η ιστορική τροχιά της ως πολιτικά ενεργή εθνική ιδεολογία διήρκεσε περίπου από την δεκαετία του 1880 έως το 1922… [6]
Η «Μεγάλη Ιδέα» δεν αποτελεί λοιπόν το όραμα το οποίο διαμορφώνεται κατά τη διάρκεια της Αυτοκρατορίας της Νικαίας, δεν είναι το όνειρο των σκλαβωμένων Ελλήνων μετά την Άλωση, που θα τροφοδοτήσει εξεγέρσεις, επαναστάσεις και χρησμούς, όπως του Αγαθάγγελου, δεν αποτυπώνεται στο σχέδιο του Ρήγα Φεραίου και της Φιλικής Εταιρείας· όχι, είναι δημιούργημα του ελλαδικού κράτους μετά την επανάσταση του 1821 και κατ’ εξοχήν μετά το… 1880[7]!
Εύστοχα η «Μεγάλη Ιδέα» συνδέεται από τον Μάνγκο και τον Κιτρομηλίδη με τον «βυζαντινισμό», διότι δεν ήταν τίποτε άλλο παρά το όνειρο της απελευθέρωσης του υπόδουλου ελληνισμού, τέτοιου που είχε ήδη διαμορφωθεί στο όψιμο Βυζάντιο. Όταν ο Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος εισήλθε στην ανακατακτημένη από τους Φράγκους Κωνσταντινούπολη, το 1261, δημοσίευσε ένα χρυσόβουλο με το οποίο εξέφραζε το νέο πολιτικό ιδανικό της υπό ανασύστασιν Αυτοκρατορίας και την πρώτη ολοκληρωμένη διατύπωση της «Μεγάλης Ιδέας», έξι αιώνες πριν αναδιατυπωθεί από τον Ιωάννη Κωλέττη: Μετά την Άλωση του 1204, όταν έπεσε η «καρδία» της Αυτοκρατορίας, οι εχθροί, από Βορρά, Δύση και Ανατολή, διεμοίρασαν τα ιμάτια της «πατρίδος», η οποία όμως, μετά την «ἀνάκλησιν» της ξένης κατοχής στην πρωτεύουσα, θα ανασυγκροτηθεί και πάλι στο σύνολό της.
Αὐτῆς ὡσανεί τινος καρδίας τῆς πατρίδος παθούσης, συνενεκρώθησαν πάντα, καὶ τὰ μὲν Ἰταλοὶ τὰ δὲ Πέρσαι Βούλγαροι καὶ Τριβαλλοὶ καὶ πάντες ἄλλοι διεμερίσαντο [ ] καί γε ἐλπίζειν, ὥσπερ καταπεσούσης ταύτης συγκατέπιπτον τὰ λοιπά, οὕτως ἀνακληθείσης αὐτῆς οὐκ ἒστιν ὅπως οὐκ ἀνακληθήσεσθαι ταῦτα… καὶ οὕτω πάλιν τὸ κενωθὲν ἀναπληρωθήσεται[8].
Άλλοι Εγγλέζοι βυζαντινολόγοι, με διαφορετική προσήλωση στην ιστορική αλήθεια –κατ’ ευτυχή συγκυρία μάλιστα, ο σημερινός κάτοχος της έδρας «Κοραής»– απαντούν στον Μάνγκο και τον Έλληνα οπαδό του. Ο Ρόντρικ Μπήτον, για το ίδιο ακριβώς ζήτημα της διαμόρφωσης της Μεγάλης Ιδέας, αναφέρει πως το έδαφος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας «σε μεγάλο βαθμό συνέπιπτε με τις περιοχές όπου βρίσκονταν οι αρχαίες ελληνικές αποικίες, καθώς και με αυτές όπου μπορούσε κανείς να συναντήσει ελληνόφωνο πληθυσμό μέχρι τις ανταλλαγές πληθυσμών στις αρχές του 20ού αιώνα» και πως «η ταυτότητα της ομιλούμενης γλώσσας και του κράτους, δίδυμα στοιχεία που έμελλαν να γίνουν θεμελιώδεις αρχές του εθνικισμού του 19ου αιώνα σε όλη την Ευρώπη, αποτέλεσαν πραγματικότητα –έστω και τυχαία– κατά τη διάρκεια μιας αποφασιστικής περιόδου για τη σχηματοποίηση της μεσαιωνικής ελληνικής ιστορίας». Δηλαδή, τα στοιχεία του εθνισμού του 19ου αιώνα έχουν ήδη διαμορφωθεί κατά τον… 12ο και «ένα είδος εθνικής ταυτότητας, με τη νεώτερη έννοια του όρου, επιβλήθηκε στους Βυζαντινούς, τον 12ο αιώνα, μια ταυτότητα την οποία πλέον ο ελληνόφωνος πληθυσμός των επερχόμενων γενεών δεν ξέχασε ποτέ»[9].
Ωστόσο, ο Μάνγκο μάς εφιστά την προσοχή ως προς τον «κίνδυνο» που συνιστά η οποιαδήποτε –έστω και η παραμικρή– «επιστροφή» στο Βυζάντιο και τον «βυζαντινισμό», καθώς και σε κάθε είδους «ρομαντισμό», είτε πρόκειται για τον «ελληνισμό» είτε για τον «βυζαντινισμό».
Υπάρχει και σήμερα μια ωραιοποιημένη επιχειρηματολογία που προτρέπει την Ελλάδα να επιστρέψει στο Βυζαντινό μοναστήρι όπου θα ξαναβρεί την ψυχή της. Αλλά μπορούμε σοβαρά να πιστέψουμε ότι τα ελληνικά νιάτα εύχονται ν’ ανατραφούν με τα κηρύγματα του Αγ. Βασιλείου και να συμπληρώσουν την παιδεία τους στα μοναστήρια του Άθω; Δεν είναι ο ρομαντικός Βυζαντινισμός εξίσου ουτοπιστικός με τον ρομαντικό ελληνισμό;[10]
Και το ιδεολογικό-πολιτικό «πρόγραμμα» του κ. καθηγητή, που μοιάζει μάλλον να εκφράζεται ως πολιτικός κομισάριος και διόλου ως ακαδημαϊκός, θα ολοκληρωθεί με τη διδακτική κατακλείδα:
Η Ελλάδα χρειάστηκε μια μεγάλη και οδυνηρή μαθητεία στα πόδια της Ευρώπης. Στον περασμένο αιώνα μόλις μπορούσε να μιμηθεί τα σχήματα που είχαν φθάσει κάπως βίαια στα χώματά της. Αλλά από το 1900 άρχισε η δική της διακριτική προσφορά στον Ευρωπαϊκό πολιτισμό. Προσωπικά, δεν βρίσκω σ’ αυτό τίποτα λυπηρό και είμαι βέβαιος ότι η φωτισμένη Ευρώπη, που επισκοπεί σήμερα την Ελλάδα, δεν μπορεί πια να υποστηρίξει ότι οι ελπίδες της διαψεύσθηκαν[11].
Στην ίδια κατεύθυνση, ο διάσημος Αμερικανός μεσαιωνιστής Νόρμαν Κάντορ, στην Ιστορία του Μεσαίωνα, που κυκλοφόρησε το 1963, θα αφιερώσει μία και μόνη παράγραφο στο Βυζάντιο, την εξής:
Η ιστορία του Βυζαντίου είναι μια σπουδή απογοητεύσεων. Η αυτοκρατορία που είχε ως επίκεντρο την Κωνσταντινούπολη εγκαινιάστηκε με όλα τα πλεονεκτήματα που της προσέφερε η κληρονομιά της πολιτικής, οικονομικής και πνευματικής ζωής της Ρωμαϊκής Aυτοκρατορίας του 4ου αιώνα [ ] αλλά το Βυζάντιο ελάχιστα προσέθεσε σε αυτό το υπέροχο οικοδόμημα.
Η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Μεσαίωνα δεν πραγματοποίησε καμία σημαντική συμβολή στη φιλοσοφία, τη θεολογία, την επιστήμη ή την λογοτεχνία. Οι πολιτικοί θεσμοί της παρέμειναν ως προς τα βασικά στοιχεία ταυτόσημοι με εκείνους που υπήρχαν [ ] στα τέλη του 4ου αιώνα και ενώ οι Βυζαντινοί [ ] δεν πραγματοποίησαν καμία σημαντική πρόοδο στην τεχνολογία της βιομηχανίας και του εμπορίου σε σχέση με τις πόλεις του αρχαίου κόσμου.[ ] Είναι δύσκολο να ανακαλύψουμε [ ] οποιαδήποτε συμβολή των μεσαιωνικών ελληνόφωνων λαών στον πολιτισμό είτε με πρωτότυπες ιδέες, είτε με πρωτότυπους θεσμούς[12].
Ευτυχώς, ανάλογες τοποθετήσεις είναι πλέον μειοψηφικές, τουλάχιστον στους κόλπους των μεσαιωνιστών, και αποτελούν μάλλον απέλπιδες προσπάθειες να αντισταθμίσουν την αντίθετη και πλέον κυρίαρχη τάση που, με την επικουρία της αναβάθμισης του ενδιαφέροντος για τη βυζαντινή μυστική θεολογία, τείνει να επικρατήσει και στη Δύση: Όντως, τις τελευταίες δεκαετίες, έχει συντελεστεί μια κυριολεκτική επανάσταση στις βυζαντινές σπουδές και τη μελέτη του Βυζαντίου από τη δυτική ιστοριογραφία, που εκτιμά πλέον εγγύτερα προς την πραγματική του αξία τον μεσαιωνικό ελληνισμό και υπογραμμίζει τη σχέση του τόσο με τον αρχαίο όσο και με τον νεώτερο ελληνισμό. Χαρακτηριστική αυτής της αναθεώρησης είναι η απάντηση, το 1994, του πιο γνωστού ίσως σύγχρονου Δυτικού βυζαντινολόγου, του Στ. Ράνσιμαν, στην ερώτηση: «Υποστηρίζεται από ορισμένους ότι το Βυζάντιο δεν ήταν ελληνικό και δεν αποτέλεσε κανενός είδους συνέχεια της αρχαίας Ελλάδας, δεν είχε δημοκρατία, ή έστω δημοκρατικούς θεσμούς;»
Δεν νομίζω ότι οι σύγχρονοι Έλληνες είναι περισσότερο Έλληνες από τους Βυζαντινούς. Μέσα στον χρόνο, μες στους αιώνες, οι φυλές δεν μένουν καθαρές, υπάρχουν όμως ορισμένα χαρακτηριστικά των πολιτισμών που παραμένουν εθνικά. Οι Βυζαντινοί χρησιμοποιούσαν την ελληνική γλώσσα –που άλλαξε λίγο, αλλά οι γλώσσες αλλάζουν– ενδιαφέρονταν για τη φιλοσοφία και τη φιλοσοφική ζωή πάρα πολύ, ήταν μεν υπήκοοι ενός αυτοκράτορα, αλλά αυτός ο αυτοκράτορας έπρεπε να φέρεται σωστά, γιατί γίνονταν εύκολα λαϊκές εξεγέρσεις. Το χειρότερο που θα μπορούσαν να πουν για το Βυζάντιο είναι πως ήταν, μάλλον, ένα γραφειοκρατικό κράτος. Όμως είχε μια πολύ μορφωμένη γραφειοκρατία, πολύ πιο μορφωμένη από τους γραφειοκράτες του σημερινού κόσμου. Και, τι εννοείτε με τη λέξη «δημοκρατία»; Ήταν όλη η αρχαία Ελλάδα δημοκρατική; Όχι. Θα έλεγα στους Έλληνες που υποστηρίζουν κάτι τέτοιο, να διαβάσουν την ίδια τους την ιστορία, ειδικότερα της κλασικής Ελλάδας[13].
Ένα εγχείρημα καθολικής αναθεώρησης
Και όμως αρχίζοντας από την δεκαετία του 1980 και με επιταχυνόμενους ρυθμούς κατά την δεκαετία του 1990 θα λάβει χώρα μια ολοκληρωτική μετακένωση αυτού του κατ’ εξοχήν αγγλοσαξονικού ρεύματος στην κυρίαρχη ελληνική ιστοριογραφία.
Πώς, άραγε, θα μπορούσε να «αποκρυβεί» η μακρά ιστορική διαδρομή ενός έθνους, με ζωή, τουλάχιστον, τριών χιλιάδων χρόνων, που συγκρίνεται μόνο με τους Εβραίους ή τους Κινέζους; Είναι δυνατόν να αποσιωπηθεί η Άλωση του 1204, εκείνη του 1453, ή η Επανάσταση του ’21; Και όμως, το ιδεολογικό όχημα αυτής της παρασιώπησης θα το προσφέρει η υιοθέτηση του «μεταμοντέρνου λόγου»: εν τέλει, δεν έχουν τόσο μεγάλη σημασία τα γεγονότα αλλά οι «αφηγήσεις» περί αυτών, οι «ιδεολογίες» και οι «νοοτροπίες». Ο νεώτερος ελληνισμός δεν συγκροτείται μετά τον 11ο αιώνα, όπως καταδεικνύουν όλες οι μαρτυρίες, επαναστάσεις και εξεγέρσεις – ακόμα και οι, τόσο αρεστές στους κύκλους της «νέας ιστορίας», «νοοτροπίες» όχι, συγκροτείται από τότε που ο Κοραής, ο Παπαρρηγόπουλος ή ο Ζαμπέλιος έγραψαν γι’ αυτόν! Το ελληνικό έθνος και η συνέχειά του αποτελούν «αφηγήσεις» που κατασκευάστηκαν από τους «εθνοκεντρικούς» διανοουμένους και ιστορικούς, ιδιαίτερα κατά τον 19ο αιώνα.
Αρκεί να καταδείξουμε τα «εθνικιστικά κίνητρά» τους, για να εξαφανίσουμε την ίδια τη… συνέχεια του ελληνικού έθνους: Δεδομένου ότι, το έθνος συγκροτήθηκε, όπως ισχυρίζονται, από το ελληνικό κράτος, διά του κρατικού λόγου, έτσι μπορεί και να αποδομηθεί, είτε μέσα στα όρια ενός νέου υπερεθνικού κράτους –επί παραδείγματι, μιας ομοσπονδιακής Ευρώπης– είτε σε ένα κρατικό μόρφωμα, το οποίο καθίσταται «πολυπολιτισμικό» και «πολυεθνοτικό». Γι’ αυτούς, εξάλλου, συνέχεια διαθέτει μόνο το κράτος και όχι το έθνος (sic), αντιστρέφοντας ριζικά την πραγματικότητα ενός έθνους, που επιβίωσε κάτω από πολλές κρατικές εξουσίες, και μόνο πολύ πρόσφατα συγκρότησε και πάλι εθνικό κράτος.
Οι «νέοι ιστορικοί», επομένως, ως οι «οργανικοί διανοούμενοι» αυτού του αναδυόμενου μη-εθνικού κράτους, το οποίο «αφηγούνται», αντικαθιστούν τους «εθνικιστές» «οργανικούς διανοουμένους» του παλιού «εθνοκεντρικού» ελληνικού κράτους.
Τρία ρεύματα συγκλίνουν, στη δεκαετία του 1990, υπό την ισχυρή πίεση των παγκοσμιοποιητικών ρευμάτων και ιδεολογιών, για να διαμορφώσουν το εθνο-αποδομητικό μόρφωμα:
Α. Αρχικώς, μια ορισμένη αριστερή παράδοση, που θεωρούσε το ελληνικό έθνος δημιούργημα της «αστικής τάξης» και των εμπόρων και, παρότι αναγνώριζε την προγενέστερη ύπαρξη μιας ελληνικής «λαότητας», δεν της προσέδιδε εθνικό χαρακτήρα.
Β. Το αγγλοσαξονικό, ανθελληνικό ιστοριογραφικό ρεύμα – από τον Τόυνμπη έως τον Μάγκο. Αν η αγγλική πολιτική επιθυμεί τον περιορισμό του ελληνισμού σε ένα μικρό και εξαρτημένο ελληνικό κράτος, ήδη από την εποχή της Επανάστασης, η αγγλοσαξονική ιστοριογραφική σχολή στοχεύει στην ιστορική/επιστημονική θεμελίωση αυτού του εγχειρήματος. Για να αποδεχθούν οι Έλληνες την παρασιτική πρόσδεσή τους στη Δύση, θα πρέπει να αποκοπούν από μια ιστορική παράδοση που τους μεταβάλλει «νοερά» σε ένα μεγάλο ιστορικό έθνος. Γι’ αυτό και η ιδιαίτερη επιμονή στην ιστορία και στο ζήτημα της «συνέχειας» από τους Αγγλοσάξονες ιστορικούς. Εξ άλλου, ο ιδεολογικός μέντορας της «νέας ιστορίας», ο Έρικ Χομπσμπάουμ, το έχει διατυπώσει απερίφραστα:
Η έννοια ενός ελληνικού «έθνους» είναι ασφαλώς μία πολύ σύγχρονη ιδέα. Δεν υπήρχε στην κλασσική αρχαιότητα. Δεν υπήρχε την περίοδο της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Δεν υπήρχε στη βυζαντινή αυτοκρατορία – το Βυζάντιο, παρά τη γλώσσα του, ήταν μία ρωμαϊκή χριστιανική αυτοκρατορία. Επίσης στον πόλεμο της ανεξαρτησίας οι Έλληνες δεν πολέμησαν εναντίον των Τούρκων ως «Έλληνες» εναντίον «Τούρκων». Πολέμησαν ως Χριστιανοί εναντίον «μουσουλμάνων» –πολέμησαν ως Ρωμιοί, όχι ως «Έλληνες». Φυσικά μιλούσαν ελληνικά –αν και όχι όλοι τους. [ ] Διότι, όπως είπα προηγουμένως, όλα τα έθνη είναι σχετικά πρόσφατα και σχετικά τεχνητά δημιουργήματα. Αυτό ισχύει, όπως είπα, και για το ελληνικό έθνος, που δεν υπήρχε πριν από τον 19ο αιώνα[14].
Γ. Από την ανάπτυξη της εθνοαποδομητικής ιστοριογραφίας που δεν αναγνωρίζει οποιαδήποτε φυλετική, εθνοτική ή έστω πολιτισμική βάση στα σύγχρονα έθνη, αλλά τα θεωρεί απλώς δημιουργήματα μιας «αλλαγής παραδείγματος», μια «νοερή» ή φαντασιακή κοινότητα, που αποκτά σάρκα και οστά δια του κράτους και της «αφήγησης» του έθνους, ρεύμα στο οποίο πρωτοστατούν και πάλι οι Αγγλοσάξονες. Ο Μπένεντικτ Άντερσον θα θεωρήσει τα έθνη «φαντασιακές κοινότητες», ενώ ο Έρνεστ Γκέλνερ θα επιμείνει στον ρόλο του κράτους και του εκπαιδευτικού μηχανισμού, οδό στην οποία θα τον ακολουθήσει και ο Έρικ Χομπσμπάουμ[15]. Και παρότι οι απόψεις τους έχουν αμφισβητηθεί ευρέως στον δυτικό κόσμο, εξακολουθούν να βρίσκουν απήχηση στην Ελλάδα[16].
Αυτά τα τρία ρεύματα θα συνευρεθούν μέσα στο ιδεώδες melting pot της ύστερης μεταπολίτευσης και θα συγκροτήσουν έναν ενιαίο χώρο, παρά τις πιθανές επιμέρους διαφοροποιήσεις: Η πλειοψηφία των «νέων ιστορικών» έχει θητεύσει στην Αριστερά –προπαντός την «ανανεωτική», κάποτε την τροτσκιστική ή ακόμα και τη σοσιαλδημοκρατία–, έχει σπουδάσει σε αμερικανικά ή αγγλικά Πανεπιστήμια, κάτω από την άμεση επιρροή των Μάνγκο-Χομπσμπάουμ, και υπό την ηγεμονία των αποδομητικών αντιλήψεων στις επιστήμες του ανθρώπου.
Διαβάστε και τα προηγούμενα μέρη:
Από τον Φαλμεράϋερ στον Χομπσμπάουμ (μέρος Α΄)
Από τον Φαλμεράϋερ στον Χομπσμπάουμ (μέρος Β΄)
[1] C. Mango, «Βυζαντινισμός…», ό.π., σ. 139.
[2] C. Mango, «Βυζαντινισμός…», ό.π., σ. 139.
[3] C. Mango, «Βυζαντινισμός…», ό.π., σ. 140.
[4] C. Mango, «Βυζαντινισμός…», ό.π., σσ. 140-141.
[5] P. Kitromilidis, «On the intellectual content of Greek nationalism: Paparrigopoulos, Byzantium and the Great Idea», στο Ricks-Magdalino, Byzantium…, ό.π., σσ. 25-26.
[6] Paschalis Kitromilidis, «On the intellectual content …», ό.π., σ. 33.
[7] Στην όψιμη Μεταπολίτευση, έστω και η παραμικρή υπόνοια υποστήριξης του αγώνα των Κυπρίων ή η διεκδίκηση του σεβασμού των δικαιωμάτων της βορειοπηρωτικής μειονότητας θα χαρακτηρίζεται ως συνέχεια της «Μεγάλης Ιδέας». Ο όρος μεταβλήθηκε σε υβριστική έκφραση· και όχι σε ό,τι αφορά στις πιθανές σοβινιστικές παρεκβάσεις ή στρεβλώσεις της, αλλά στην αυθεντική εθνικοαπελευθερωτική της διάσταση.
[8] Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ, Η πολιτική…, ό.π., σ. 133.
[9] Roderick Beaton, Η ελληνική μυθιστορία…, ό.π., σσ. 28-29.
[10] C. Mango, «Βυζαντινισμός…», ό.π., σ. 141.
[11] C. Mango, «Βυζαντινισμός…», ό.π., σ. 141.
[12] Norman F. Cantor, Medieval History. Τhe Life and Death of a Civilization, Macmillan 1963, σσ. 248-249.
[13] Σερ Στήβεν Ράνσιμαν: «Χρειαζόμαστε την πνευματική μετριοφροσύνη». Συνέντευξη του Οκτωβρίου 1994 στις Λαμπρινή Θωμά και Χρύσα Αράπογλου, η οποία δημοσιεύθηκε στο flash.gr, στις 6/11/2000, σε επιμέλεια της Λ. Θωμά.
[14] «Μύθος η συνέχεια 3.000 χρόνων ελληνικού “έθνους”». Συνέντευξη του Έρικ Χομπσμπάουμ στον Τάκη Μίχα, Ελευθεροτυπία, 27/3/1995. Βλ. την κριτική παρουσίαση των απόψεων του Χομπσμπάουμ και των Ελλήνων οπαδών του, στο Γ. Κοντογιώργης, Έθνος και εκσυγχρονιστική νεωτερικότητα: ο ελληνισμός ως έθνος κοσμοσύστημα, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 2006.
[15] Βλ. Μπένεντικτ Άντερσον (γεν το 1936), Φαντασιακές κοινότητες, Στοχασμοί για τις απαρχές και τη διάδοση του εθνικισμού, Νεφέλη Αθήνα 1997 (αγγλ. έκδ.1983) Έρνεστ Γκέλνερ (1925–1995) Έθνη και εθνικισμός, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1992 (αγγλ. έκδ. 1983) Έρικ Χόμπσμπαουμ (1917–2012), Έθνη και εθνικισμός από το 1780 μέχρι σήμερα Πρόγραμμα, μύθος, πραγματικότητα, Καρδαμίτσα 1990 (αγγλική έκδοση 1990).
[16] Εδώ δεν θα αναφερθούμε εκτενέστερα στη διεθνή βιβλιογραφία και την αντίκρουση των σχετικών θεωριών, που συστηματικότερα επιχείρησε ο Άντονυ Σμιθ. Βλέπε σχετικά τα βιβλία του: Anthony D. Smith, The Ethnic Origins of Nations, Basil Blackwell, Οξφόρδη 1986· A. D. Smith, The Antiquity of Nations, 2004, Polity Press, Κέμπριτζ 2004· A. D. Smith, The Cultural Foundations of Nations: Hierarchy, Covenant, and Republic, Blackwell, Οξφόρδη 2008. Στα ελληνικά, βλ. A. D. Smith, Εθνική ταυτότητα, εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα 2000. Για μια ευσύνοπτη αλλά επαρκή παρουσίαση της σχετικής διαμάχης, η οποία «έληξε» με τη σχεδόν ολοκληρωτική επικράτηση των απόψεων του Σμιθ για την εθνοτική και πολιτισμική «προϊστορία» των σύγχρονων εθνών, βλέπε Σπύρος Βρυώνης, «Κοινωνικές επιστήμες, έθνος και εθνικισμός», περ. Νέος Λόγιος Ερμής, τχ. 1, Ιανουάριος-Απρίλιος 2011, σσ. 38-46.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.