Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2020

Πανδούρα, ταμπουράς και μπουζούκι – Ένα ταξίδι στους αιώνες

Μουσταΐρας Γιώργος

2342

«Τον ταμπουρά μου έσπασα
από 'ξω απ' την αυλή σου
αμάν γιατί φιλί δε μου 'δωσε
αυτή η αδελφή σου.»

Ηχεί η πλάκα του γραμμοφώνου με την γλυκιά φωνή του Δημήτρη Περδικόπουλου, του φημισμένου δημοτικού τραγουδιστή, και τον συνοδεύει με το μπουζούκι του ο Βασίλης Τσιτσάνης (1937). Το τραγούδι γεφυρώνει ιδανικά μια ιστορία αιώνων, που ξεκινά από την πανδούρα-ταμπουρά και καταλήγει στις μέρες μας στο μπουζούκι.

Ξεκινώντας να την ψηλαφήσουμε θα πάμε πίσω στους αιώνες για να βρούμε τους προγόνους του σημερινού μπουζουκιού, τότε που το τρίχορδον έπαιζε τον αψύν αντικρυστόν στα γλέντια των Ελλήνων (σημερινό απτάλικο ζεϊμπέκικο).

Σύμφωνα με τους μελετητές, τα έγχορδα αρχαία μουσικά όργανα διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες: «Στην πρώτη κατηγορία, λύρας, κιθάρας, ανήκουν η φόρμιγξ, η κίθαρις και η βάρβιτος. Στην δεύτερη κατηγορία ανήκουν τα λεγόμενα ψαλτικά όργανα.
Η τρίτη κατηγορία αντιπροσωπεύεται από ένα και μοναδικό όργανο: το τρίχορδον. Το τρίχορδο είχε μικρό σώμα και μακρύ βραχίονα και παιζόταν με πλήκτρο». (Θεώνη Παγκάλου-Ζερβού, περιοδικό ΙΣΤΟΡΙΑ, τεύχος 262).


Στο βιβλίο του Σόλωνα Μιχαηλίδη "Η Μουσική της Αρχαίας Ελλάδας, μια εγκυκλοπαίδεια" (1978), με πρόλογο του Reginald Pepys Winnington-Ingram (Βρετανός κλασικιστής, μελετητής της ελληνικής τραγωδίας και της αρχαίας ελληνικής μουσικής) και στο λήμμα Πανδούρα διαβάζουμε:

Πανδούρα, επίσης πανδουρίς και πάνδουρος. Ένα τρίχορδο όργανο της οικογένειας του λαούτου, ονομαζόμενο από τους αρχαίους τρίχορδον. Στους Αλεξανδρινούς χρόνους το όνομα πανδούρα χρησιμοποιούνταν για να δηλώνει και ολόκληρη την οικογένεια όμοιων οργάνων που παίζονταν με πλήκτρο.

Όπως λέει ο Sachs (Hist.137) «είχε ένα μακρύ βραχίονα (χέρι) χωρίς στριφτάρια (κλειδιά, κόλλαβους) μικρό σώμα, τάστα και τρεις χορδές". (Πολύ. IV, 60) «τρίχορδον δε, όπερ Ασσυριοι πανδούραν ωνόμαζον, εκείνων δ'ην και το εύρημα» (το τρίχορδο που οι Ασσύριοι ονόμαζαν πανδούραν, ήταν και δική τους εφεύρεση).

Κατά τον Πυθαγόρα «η πανδούρα κατασκευάζονταν από τους τρωγλοδύτες της Ερυθράς θάλασσας από λευκή δάφνη που φυτρώνει κοντά στη θάλασσα» ( Αθην....) Ο Νικόμαχος γραφεί στο Εγχειρίδιο του (κεφ. 4) ότι το μονόχορδον ονομαζόταν φάνδουρος. Ο Ησύχιος χρησιμοποιεί την λέξη πανδουρίς για το όργανο και τον όρο πάνδουρος για τον εκτελεστή. «Πανδούρα ή πανδουρίς, όργανον μουσικον. Πάνδουρος δε ο μεταχειριζόμενος το όργανον». Πανδουρίζω, παίζω την πανδούρα. Πανδουριστής, ο εκτελεστής της πανδούρας.

Η εξελιξη της πανδούρας

Φαίνεται πως πέραν της μορφής του (που προσομοιάζει με τον σημερινό μπαγλαμά και την βλέπουμε στο ανάγλυφο της Μούσας από τη Μαντίνεια στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο ή ακόμα με τζουρά, όπως απεικονίζεται στην σαρκοφάγο από τα Musei Capitolini - Ρώμη) και οι τρόποι κατασκευής παρέμεναν αναλλοίωτοι, στο πέρασμα του χρόνου.

«Όξέαν ξύλον έκοψεν, της δάφνης την καρδίαν, ταμπούραν εκατόρθωνεν, ταμπούραν κατορθώνει...» (ακριτικό τραγούδι). Η εξέλιξη της ονομασίας του τριχόρδου έως τις μέρες μας περίπου, ακολούθησε την εξής σειρά: Πανδουρίς-Πανδούρα- Φανδούρος-Θαμπούρα-Ταμπούρα-Ταμπουράς-Ταμπούρι- Τσιβούρι.

Ο λόγιος και μουσικοδιδάσκαλος Χρύσανθος, Αρχιεπίσκοπος Δυρραχίου, εκ Μαδύτων (1770-1846), στο βιβλίο του "Θεωρητικόν Μέγα της Μουσικής", το οποίο εκδόθηκε στην Τεργέστη το 1832, (σελ 194-195), αναφέρεται στο ίδιο μουσικό όργανο χρησιμοποιώντας το ίδιο όνομα, "Πανδουρίς", και δίνει και άλλες επονομασίες, όπως "Πανδούρα" ή "Φανδούρος" και μια πιο σύγχρονη εκείνης της εποχής, "ταμπουράς", που είναι και το όνομα που χρησιμοποιούσαν για παραλλαγές του μπουζουκιού κατά την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας.

«Από τα μελωδικά όργανα η πανδουρίς έρχεται ευκολώτερα εις δίδαξιν και σαφεστέρως γνωρίζονται επάνω εις αυτήν οι τόνοι, τα ημίτονα και απλώς κάθε διάστημα. Λέγεται δε και Πανδούρα, και Φανδούρος καθ' ημάς δε, Ταμπούρα, ή Ταμπούρ. Έχουσα δε δύο μέρη, την σκάφην και τον ζυγόν, επί τούτου δεσμεύονται οι τόνοι και τα ημίτονα , καθώς ελαλήθη (κεφ. 63, 64). Είναι δε τρίχορδος η πανδουρίς, και η μέν πρώτη χορδή βομβεί τον δί(Σολ), η δεύτερο τον γα(Φα), και η τρίτη, τον πα(Ρε), Οι δε δεσμοί των τόνων, επειδή είναι κινητοί , είναι δυνατόν να γίνωνται κατά τα σωζόμενας μουσικάς εις κάθε έθνος».

Στο τέλος αυτής της εποχής συναντούμε την τουρκική ονομασία "μπουζούκ" για το ίδιο μουσικό όργανο, που στα ελληνικά έγινε "μπουζούκι". (Μαρία Κωνσταντινίδου -"Κοινωνιολογική Ιστορία του Ρεμπέτικου"). Αν το νέο όνομα προέρχεται από το τουρκικό Bozuk/ σπασμένο , μάλλον έχει να κάνει με το είδος κουρδίσματος , ότι δηλαδή το όργανο "έσπαγε/άλλαζε" κουρδίσματα (στο ντουζένι του) στα περάσματα από τον ένα (μουσικό) δρόμο (μακάμι) στον άλλο.

Μπουζούκι και ονοματολογία 

Ο Gazimihal αναφέρει ότι ο όρος "bozuk duzen" χρησιμοποιήθηκε αρχικά για να περιγράψει το πρωτόγονο, "εκτός τόνου", "κακό" παίξιμο των αγροτικών λαουτοειδών της Ανατολικής Ανατολίας. Πιστεύει πως από τον όρο "bozuk duzen" αργότερα αποσπάστηκε το "bozuk", για να υποδηλώσει το όργανο το οποίο ήταν ανεπαρκές για να παίξει τους διαφορετικούς ήχους /τρόπους της Ανατολής, καθώς ήταν κουρδισμένο διαφορετικά ή ότι όφειλε να αλλάξει το κούρδισμα (το ντουζένι), για να το καταφέρει.

Εν κατακλείδι, ο όρος "bozuk" φαίνεται να ξεκίνησε για να περιγράψει και να χαρακτηρίσει τύπο κουρδίσματος (ντουζένι) για να παίξει ένα λαουτοειδές τις διαφορετικές μουσικές κλίμακες, "δρόμους" για τους Έλληνες, "μακάμ" για τους Άραβες. Μετέπειτα επεκτάθηκε ο όρος για να χαρακτηρίσει τώρα πλέον το λαουτοειδές έγχορδο όργανο, που ήταν κουρδισμένο με το συγκεκριμένο τρόπο. (Ελένη Σπυροπούλου/www.klika.gr) Το όνομα, όμως, μπορεί και να προέρχεται από το Περσικό Bozurg, που σημαίνει Μεγάλο και έχει να κάνει με το μέγεθος, διότι όντως το μπουζούκι είναι ο μεγάλος σε μέγεθος ταμπουράς. Στην παρατιθέμενη γκραβούρα (18ος αιώνας) υπάρχει η απόδοση tanbur-i Büzürk.

Με την ίδια λογική – το θεωρώ πολύ πιθανότερο – η ονομασία του να είναι παραφθορά του όρου "büyük saz" (μεγάλο σάζι). Υπάρχει ακόμα και μία ασθενής άποψη ότι προέρχεται από το βυζαντινό "βυζίον" ή " μπουζίον", λόγω του σχήματος του ηχείου του .

Σε κάθε περίπτωση ο ταμπουράς που ονομάστηκε μπουζούκι και χρησιμοποιείτο από τους Έλληνες (αρχικά στο δημοτικό ρεπερτόριο), κατά τα τέλη του 19ου αιώνα (απροσδιόριστο πού και πότε ακριβώς), δανείστηκε και ενσωμάτωσε τα χαρακτηριστικά του μαντολίνου ή μαντόλας στο σκάφος/ ηχείο, καθώς και την συγκερασμένη ταστιέρα με μεταλλικά πλέον χωρίσματα διαστημάτων (αφήνοντας οριστικά τους δεσμούς – μπερντέδες), όπως και τα μηχανικά -τροχαλίες κλειδιά κουρδίσματος (αφήνοντας οριστικά τα ξύλινα στριφτάρια κουρδίσματος), ενώ δεν υιοθέτησε το κοντό μάνικο του μαντολίνου, αντιθέτως κράτησε το μακρύ μάνικο του ταμπουρά.

Νεοελληνικό μπουζούκι

Αυτό το νέο υβρίδιο μεταξύ ταμπουρά και μαντολίνου μας έδωσε κατασκευαστικά το διακριτό από όλα τα άλλα ταμπουροειδή/ μπουζουκοειδή (Συρίας, Λιβάνου, Κουρδιστάν), μουσικό όργανο που λέγεται νεοελληνικό μπουζούκι. (Πηγή: rebetikoback.blogspot.com)
Στα παλιά μπουζούκια αναφέρεται, χαρακτηριστικά, ο Μάρκος: «Εγώ τα ’μαθα από διαφόρους παλαιούς μπουζουξήδες, που έπαιζαν εκείνα τα χρόνια, διότι δεν εξέρανε οι άνθρωποι αυτοί να παίζουν ευρωπαϊκά και έπαιζαν έτσι, μ’ αυτά τα ντουζένια... Αυτοί παίζανε μπουζούκια και δεν είχαν κλειδιά, αλλά στριφτάρια από ξύλο. Και αντί τάστα είχαν άντερα. Δεν τα πρόκανα εγώ. Όχι. Αλλά ξέρω από την πατρίδα μου που τα λέγανε τσιβούρια». (Μάρκος Βαμβακάρης -Αυτοβιογραφία).

Βέβαια, οι διάφορες ονομασίες του τριχόρδου που αναφέραμε δεν αντικαθιστούσαν απαραιτήτως τις προηγούμενες. Κάλλιστα συνυπήρχαν και σαν ονομασίες του ιδίου οργάνου ή και σαν ονομασίες παρεμφερών οργάνων. Ένα δημοτικό λέει: «Λαλούσε και τον ταμπουρά και το καραμπουζούκι».

Εδώ, προφανώς, έχουμε δύο όργανα. Όμως, αν ανατρέξουμε στο τραγούδι "Γιοβάν Τσαούς", του Γιάννη Ετσειρίδη (Γ. Τσαούς), ακούμε: «Το μπουζούκι μου βαστάω...» και σε μια άλλη στροφή του ίδιου τραγουδιού: «ο Γιοβάν Τσαούς βαράει το μπουζούκι του γλυκά...».  Περνώντας, όμως, σε ένα άλλο τραγούδι του ιδίου (Γ. Τσαούς) ακούμε κατά τη διάρκεια της εισαγωγής, τον Στελλάκη Περπινιάδη να αναφωνεί: «Γεια σου Γιοβάν Τσαούς με το ταμπούρι σου»!

Και βέβαια, επειδή ήταν και φημισμένα τα όργανα του Γιοβάν Τσαούς, γνωρίζουμε ότι είχε: «2 τρίχορδους ταμπουράδες, ο μεγάλος με ελεύθερο μήκος χορδής 64 εκατοστά και ο μικρός αντίστοιχα με 52 εκ...Όσον αφορά στη μορφή, διατηρούν το σχήμα του ταμπουρά που συναντάμε σε γκραβούρες, πίνακες ζωγραφικής, χαλκογραφίες, εικονογραφίες κ.λ.π. του 17ου, του 18ου και του 19ου αιώνα». (φωτο) (Παναγιώτης Κουνάδης, "Τα όργανα του Γιοβάν Τσαούς").

Μπουζούκι και μπαγλαμάς

Δηλαδή, σε αυτήν την περίπτωση οι ονομασίες μπουζούκι και ταμπούρι χρησιμοποιούνται για να περιγράφουν το ίδιο όργανο. Εκτός, όμως, από τα γραπτά στοιχεία, που πέραν πάσης αμφιβολίας αποδεικνύουν ότι η εξέλιξη του αρχαιοελληνικού τριχόρδου είναι τα μπουζούκια και οι μπαγλαμάδες του σήμερα, υπάρχουν και οι ζωγραφικές παραστάσεις.

Έτσι, στα Βυζαντινά ψηφιδωτά και τις αγιογραφίες, στις ζωγραφιές της τουρκοκρατίας, σε γκραβούρες περιηγητών, στους πίνακες του Νικηφόρου Λύτρα, του Θεόφιλου και του Βρυζάκη, βλέπουμε τη διαδρομή του τριχόρδου ανά τους αιώνες, που φυσικά διατηρήθηκε μέχρι τις μέρες μας τρίχορδο, άλλοτε με τρεις μονές και άλλοτε με τρεις διπλές χορδές. Αλλά και σε παραλλαγές, όπως με τριπλή μπουργάνα (η πάνω χορδή) ή με μονή την μεσαία.

Ο Κατσαντώνης αλλά και ο Ρήγας και ο Κολοκοτρώνης αναφέρονται «να σέρνουν όπου πήγαιναν τον ταμπουρά και να ξεχνιούνται με ένα κλέφτικο τραγούδι». Ταμπουρά έπαιζε και ο στρατηγός Μακρυγιάννης. Στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο φυλάσσεται ο ταμπουράς που θεωρείται ότι του άνηκε. Το όργανο αυτό αναπαλαιώθηκε από τον Νίκο Φρονιμόπουλο, ο οποίος, μελετώντας τα αρχικά τού κατασκευαστή του - τα οποία ήταν σκαλισμένα στον ταμπουρά - ανακάλυψε τον Λεωνίδα Γάιλα, ως τον δημιουργό αυτού του οργάνου. (Μελαχροινού Μαρία - Πειραματικό Μουσικό Γυμνάσιο και Λύκειο Παλλήνης)

ΠΗΓΗ:https://slpress.gr/politismos/pandoyra-tampoyras-kai-mpoyzoyki-ena-taxidi-stoys-aiones/
 Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.