Τετάρτη 9 Φεβρουαρίου 2022

Νίτσε: Λόγος και επιθυμία

Νίτσε: Λόγος και επιθυμία

1
195

Ο Νίτσε, αυτός ο προφήτης του μεταμοντερνισμού, υπήρξε εχθρός του «λόγου» – και γενικότερα, η σημερινή φιλοσοφία κυριαρχείται από ρεύματα που καταγγέλλουν τον «λογοκεντρισμό» και την «φαλλοκρατία»  του. Ο Νίτσε θεωρούσε παράλληλα τον λόγο ως πατέρα της μεταφυσικής, καθώς ο Πλάτων, ο πρώτος μεγάλος μεταφυσικός, στήριξε την θεωρία του των Ιδεών ακριβώς πάνω στον «λόγο». Και η μεταφυσική έγινε αιτία να τυρρανηθεί η Δύση για   χιλιετίες. Η κυρίαρχη εργαλειακή (= ο λόγος σαν εργαλείο αποδομεί την πολυπλοκότητα του κόσμου) ορθολογικότητα μετέτρεψε τον κόσμο σε ένα απλό μέσο για την επιβίωση, σε απλό υποχείριο της αυτοσυντήρησης, του στέρησε την γεμάτη μυστήριο ομορφιά. Μην μπορώντας όμως να επιτύχει στο έργο του ο λόγος, οδήγησε στην πραγματικότητα εαυτόν στην αυτοαναίρεση και τον πολιτισμό στην βαρβαρότητα. 

Με μεγαλύτερη σφοδρότητα από την περίπτωση του Πλάτωνα, του πρώτου μεταφυσικού, επιτίθεται ο Νίτσε στους μοντέρνους και τον «νεωτερικό Λόγο» τους, ο οποίος φενακίζει, εξαπατά τη σύγχρονη συνείδηση, προσφέροντάς της δήθεν ακράδαντες «αλήθειες», αδιαφιλονίκητες κανονιστικές αρχές και πλασματικούς βιοκοσμικούς στόχους. «Η κριτική διενεργείται ως γενεαλογική μέθοδος η οποία αποδομεί τις αξιώσεις ισχύος του εργαλειακού Λόγου, καταδεικνύοντας τον εξουσιαστικό και αυτοκαταστροφικό του χαρακτήρα», λέγει κάποιος σύγχρονος μελετητής (Χ. Μπακονικόλα-Γεωργοπούλου, «Το τραγικό, η τραγωδία και ο φιλόσοφος», Αθήνα 1986, σελ. 51).

Με τον εργαλειακό και μεταφυσικό λόγο, ο Πλάτων και οι διάδοχοί του, οι υπόλοιποι δηλαδή μεταφυσικοί φιλόσοφοι, προσπαθούν μεν να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τελικά όμως φθάνουν να  αγνοούν την ποιητική, χαοτική και συναισθηματική πλευρά του κόσμου («poetic, chaotic and emotion elements of the world»). Ο κόσμος παύει να είναι ποίημα. Ο Νίτσε όμως θέλει να δείξει ότι εμείς οι άνθρωποι δεν είμαστε αναγώγιμοι στις λογικές αφαιρέσεις, αλλά ο άνθρωπος έχει μια θέληση που βρίσκεται συχνά σε σύγκρουση με την ορθολογικότητα. Είναι πράγματι σημαντικό το γεγονός ότι ο γερμανός φιλόσοφος αντιτάχθηκε σταθερά στη σύλληψη μιας συστηματικής φιλοσοφίας, όπως αυτές του Καντ και του Χέγκελ, οι οποίες ερμήνευαν το σύνολο της πραγματικότητας του κόσμου, κόβοντας προκρούστεια ό,τι δεν χωρούσε στα ιδεολογικά τους σχήματα. Ως προς αυτό είχε δίκιο. Και επειδή η συστηματική φιλοσοφία επέμενε να σχηματίζει αιώνιες, αμετάβλητες και έλλογες ιδέες για τον κόσμο, καθώς επίσης και να υπερασπίζεται την απόλυτη ισχύ των ηθικών αξιών, απετέλεσε στόχο του γερμανού αντιμεταφυσικού.

Για τον Νίτσε, λέγει η Χ. Μπακονικόλα-Γεωργοπούλου, «η αλήθεια δεν βρίσκεται στα πλαίσια ενός συστήματος σκεψης, αλλά στην πάλλουσα και πολύμορφη πραγματικότητα της αυθεντικής ζωής, που αποδέχεται όλες τις δυνάμεις που επενεργούν στην πορεία της: ενστικτώδεις και διανοητικές, ζωογόνες και καταστροφικές, γοητευτικές και αποτρόπαιες» (ό.π. σελ. 51). Η ζωή είναι εξαιρετικά πολύπλοκη και πολύμορφη για να χωρέσει στα ιδεολογικά σχήματα των φιλοσόφων, το ένστικτο φαίνεται να είναι μια κληρονομημένη μοίρα για τον άνθρωπο, την οποία ο τελευταίος αδυνατεί να αποποιηθεί, ενώ πρέπει να μάθει να ακολουθεί τα ένστικτά του. Η καταστροφική και αυτοκαταστροφική μανία του ατόμου, γιατί υπάρχει και τέτοια, αλλά και γενικότερα του πολιτισμού, είναι και αυτό ένα παράλογο, αλλά αυθεντικό στοιχείο της ζωής. Ο άνθρωπος χαίρεται την καταστροφή του. Το αποτρόπαιο είναι και αυτό μέρος της ανθρώπινης μοίρας. «Από την πλευρά του, ο ιδεαλισμός τόσων αιώνων, αρχής γενομένης από τον Πλάτωνα, κόστισε πολύ ακριβά στην ευρωπαϊκή διανόηση, με την ύποπτη αμφισημία της Ιδέας ή του υπερτάτου Οντος που προέβαλλε: με το να μετατοπίζει το κέντρο βάρος της ζωής έξω από αυτήν, στο «Επέκεινα» (=δηλαδή στην μετά θάνατον ζωή), μηδενίζει την ίδια τη ζωή αφαιρώντας της κάθε βαρύτητα και σημασία» (αυτόθι). Υποτίθεται ότι ο χριστιανισμός αρνείται αυτήν εδώ την γήινη ζωή για χάρη της μέλλουσας (πρόκειται στην ουσία για μια παρανόηση, που δεν μπορούμε να αναλύσουμε εδώ. Για τον χριστιανισμό, η μέλλουσα ζωή είναι υπό μια έννοια το εδώ και το τώρα: πρόκειται για την δύναμη της αγάπης που συγχωρεί και αγκαλιάζει κάθε εχθρό). Υπήρξαν πράγματι και χριστιανικά περιβάλλοντα, σαν τα προτεσταντικά στα οποία ανατράφηκε ο Νίτσε, που πράγματι δεν κατέφασκαν την παρούσα, γήινη ζωή. Αυτή η ιδεαλιστική μετατόπιση του νοήματος της ζωής από την γήινη στην μεταθανάτια ζωή, είτε επιχειρείται από τον χριστιανισμό είτε από τον Πλάτωνα, είναι απατηλή και μαρτυρεί για τον Νίτσε έλλειψη θάρρους: «ο Πλάτων είναι δειλός μπροστά στην πραγματικότητα – και κατά συνέπεια καταφεύγει μέσα στο ιδεώδες», γράφει ο Νίτσε στο «Λυκόφως των ειδώλων» . Ετσι ο Νίτσε κηρύσσει μια φιλοσοφία της ζωής πάνω στη γη κι όχι στηριγμένη πάνω σε απατηλές εξωγήινες ελπίδες.

Ο λόγος, αντίθετα από ό,τι λέγει ο Νίτσε, είναι ωστόσο ο πατέρας της θεωρίας- έχουμε απορίες για την φύση του κόσμου, αλλά και του ανθρώπου, και έτσι αναπτύσσουμε θεωρητικό στοχασμό. Σημαντικά για το ανθρώπινο «είναι» είναι τα ερωτήματα που ο λόγος θέτει και οι απαντήσεις που προσπαθεί να δώσει. Σημαντική για τον πολιτισμό είναι η θεωρία που αυτός αναπτύσσει. Όμως ο Νίτσε εχθρεύεται τη θεωρία. Η προσπάθεια του θεωρητικού στοχασμού, του λόγου, να οικοδομήσει μια ορθολογική οργάνωση του κόσμου δεν είναι για τον φιλόσοφο παρά μια ένδειξη απόγνωσης και κατάπτωσης. Μέσα στον ορθολογισμό είναι που θα λογοκριθεί ό,τι δεν χωρά στην θεωρία. «Ο ορθολογισμός είναι ο δείκτης της παθολογικής κατάστασης στην οποία βρίσκεται ένας λαός σε  κάποια στιγμή της ιστορίας του, και όπου το μόνο φάρμακο ενάντια στην παρακμή φαίνεται να είναι η αισιοδοξία του ορθολογισμού, όπως συνέβη κατά την εποχή του Σωκράτη. Ετσι, ‘‘η εξίσωση ‘λόγος=αρετή=ευδαιμονία’ σημαίνει μόνο αυτό: πρέπει να κάνετε όπως ο Σωκράτης, και ενάντια στις νύκτιες επιδιώξεις και ορέξεις, να εγκαθιστάτε ένα αιώνιο φως: το φως του λόγου. Πρέπει να είναι κανείς νηφάλιος, διαυγής, φωτεινός πάση θυσία. Κάθε παραχώρηση στα ένστικτα, στο ασυνείδητο, παρασύρει προς την  άβυσσο…» («Λυκόφως των ειδώλων», στο μελέτημα με τίτλο: «Το πρόβλημα του Σωκράτη»). Το ένστικτο είναι για τον Νίτσε κάτι το απολύτως θετικό. Περισσότερο από μια συνήθεια, ένα κατάλοιπο του ημιάγριου χαρακτήρα του πρωτογόνου ανθρώπου, έχει μια υπερβατική αξία. Το ένστικτο έχει για τον στοχαστή μια βαθιά σημασία, την οποία δεν μπορώ παρά να ονομάσω, εις πείσμα του Νίτσε, μεταφυσική. Ένστικτο δεν είναι απλώς κάτι που μας συνδέει με τον πρωτογονισμό ή με τον κόσμο των ζώων. Το ένστικτο κρύβει μια ευγενή σημασία: σημαίνει αυθεντικότητα. Στον μεταφυσικό του παροξυσμό το ένστικτο είναι ο αντίποδας, ο πολέμιος της ορθολογικής μονοδιάστατης αλήθειας. Η σκοτεινή του άβυσσος είναι για τον Νίτσε εξίσου πραγματική και πλούσια με τη φωτεινή απολλώνεια διαύγεια. Και η αλήθεια που μπορώ να συλλάβω για τον κόσμο γίνεται τόσο πιο πλήρης, όσες περισσότερες κεραίες χρησιμοποιώ για τη σύλληψή της. Δεν συλλαμβάνω τα πράγματα μόνο με τις διανοητικές μου δυνάμεις, αλλά και με τις ενστικτώδεις και με τις συναισθηματικές. Το συναίσθημα επίσης, μάλλον το πάθος, στην αληθινή του εκδοχή, είναι κάτι διαφορετικό από το εξημερωμένο αίσθημα του μισοκοιμισμένου αστού. Πρόκειται για το μεγάλο πάθος της ισχύος και της τάσης για δημιουργία, της επιβολής και της επικράτησης. Πρόκειται για την βούληση, που δεν γνωρίζει όρια. Και ο Νίτσε γίνεται υπέρμαχος του ιπποτικού πνεύματος που έχει υποβιβάσει η νεωτερικότητα. Όλα αυτά μαζί αντιστρατεύονται τον λόγο. «Οι αντιφάσεις, οι υπερβολές, η χαρούμενη δυσπιστία, το πείραγμα, είναι πάντοτε σημάδια υγείας: κάθε μορφή απόλυτου πηγάζει από την παθολογία», διαβάζουμε στο «Πέρα από το καλό και το κακό», στο τμήμα «Ρητά και ιντερλούδια» (ό.π. σελ. 52). Ο Νίτσε, όντας εχθρός του λόγου, είναι και εχθρός του απολύτου.

Και φθάνουμε στις αξίες. Ο Νίτσε δεν απορρίπτει οποιαδήποτε αξία, αλλά τον υποτιθέμενο καθολικό κι αιώνιο χαρακτήρα των αξιών. Οι αξίες αλλάζουν, και αυτό ηχεί στο πνεύμα του ως κατι ενθουσιαστικό. Γινόμαστε δημιουργοί των αξιών μας. Μια αυθεντική αξία τίθεται από το άτομο – οι άνθρωποι είναι δημιουργοί των αξιών- και συνδέεται άμεσα με ολόκληρο το φάσμα της ζωής του. Η αξία είναι μέρος της αυτοδημιουργίας μου σε ιδιαίτερο άνθρωπο, σε άτομο. Αντίθετα, οι αξίες που ανταποκρίνονται σ’ ένα μεταφυσικό ηθικό ή λογικό σχήμα, οι μεταφυσικές αξίες, καταλήγουν να γίνουν νεκρά είδωλα, κι ο άνθρωπος πρέπει να αντιλαμβάνεται πότε αυτές πεθαίνουν, για να τις απορρίπτει. Ούτε η ηθική ούτε η λογική δεν παρέχουν τη δυνατότητα κατανόησης της ζωής. Μόνο η «τραγική σοφία» –θα δούμε τι είναι αυτό- μπορεί να στηρίξει τον άνθρωπο έναντια στην απατηλότητα ενός κόσμου που συντηρεί νεκρές αξίες, επειδή τις φοβάται, και που υποκρίνεται ότι τις πιστεύει, επειδή επιμένει στην εξασφάλιση μιας ισορροπίας, έστω και πλασματικής. (ό.π. σελ. 52). Εκείνο λοιπόν που έχει σημασία είναι να αρνηθώ να συντηρώ ένα σύνολο αξιών που στερούνται πραγματικού αντικρύσματος, που πια δεν έχουν καμιά χρησιμότητα, και να επιλέξω και να εγκαθιδρύσω τη δική μου αξία, που ανταποκρίνεται στη βιούμενη επίγεια πραγματικότητα. Εγώ σφυρηλατώ τις δικές μου αξίες, χωρίς να φοβάμαι να γκρεμίσω αυτό που πάλιωσε, αυτό που μου επιβλήθηκε επειδή το φοβόμουν. Ο Νίτσε αρνείται την ίδια την έννοια της ηθικότητας: «Δεν υπάρχουν ηθικά φαινόμενα, αλλά μόνο μια ερμηνεία των φαινομένων», γράφει ο φιλοσοφος στο «Πέρα από το καλό και το κακό». Αρνούμενος την άποψη ότι οι ηθικές κρίσεις ερείδονται πάνω σε αλήθειες, προτείνει την «ανατροπή των αξιών», υποβάλλοντας ταυτόχρονα την αναγνώριση των αυθεντικών αξιών που δεν υπαγορεύονται από καμιά ηθική ή λογική δεοντολογία. Ο αξιακός κόσμος πρέπει να μείνει μακριά από την εργαλειακότητα του λόγου, γιατί μπορεί και να διέπεται από μια χαοτική διάσταση, να είναι δηλαδή χαοτικός, όπως χαοτικός είναι και ο κόσμος. Απ’ αυτόν το δρόμο προσεγγίζει ο Νίτσε τα κεντρικά θεματα που τον απασχολούν σταθερά, και που είναι η βούληση για δύναμη, ο υπεράνθρωπος και η αιώνια επιστροφή.

Το είναι ταυτίζεται λοιπόν στον Νιτσε, που πέταξε τον εξ ορισμού μεταφυσικό λόγο, με την βούληση για δύναμη, για ισχύ, για επικράτηση. Βούληση σημαίνει αυθαίρετη εγκαθίδρυση και επιβολή αξιών. Αυτό προυποθέτει όχι τη συναίνεση της παρούσης ευρωπαϊκής ανθρωπότητας, που φοβάται να υψωθεί πάνω από το σύνηθες, αλλά μια νέα ελεύθερη και στιβαρή συνείδηση, προορισμένη να συγκρουστεί, αποφασισμένη να ασκηθεί στη μοναξιά, στο ξεπέρασμα της φλυαρίας των αγελών (=των πολλών), στο ύψος και στην προσέγγιση όλων εκείνων των αληθειών που παραμένουν, εδώ και αιώνες, βουβές. Στο απόσπασμα 2 του «Αντιχρίστου», ο Νίτσε κάνει μια επιγραμματική διάκριση μεταξύ του αγαθού ως ηθικής κατηγορίας και του αγαθού ως αξίας προσδιοριζόμενης από τη σχέση της προς τη βούληση για ισχύ. «Τι είναι καλό; Οτιδήποτε εξαίρει στον άνθρωπο το αίσθημα δύναμης, τη βούληση δύναμης, την ίδια τη δύναμη. Τι είναι κακό; Οτιδήποτε προέρχεται από την αδυναμία. Τι είναι η ευτυχία;  Το αίσθημα ότι η δύναμη αυξάνεται, ότι μια αντίσταση πρόκειται να παραμεριστεί. Όχι το να είσαι ικανοποιημένος, αλλά το να έχεις περισσότερη ισχύ. Όχι η ειρήνη, αλλά ο πόλεμος. Όχι η αρετή, αλλά η αξία. Ας αφανιστούν οι αδύναμοι και οι αποτυχημένοι. Πρώτη αρχή της δικής μας φιλανθρωπίας. Και μάλιστα πρέπει να τους βοηθήσουμε σ’ αυτό. Τι είναι πιο βλαβερό από οποιοδήποτε ελλάττωμα; Η ενεργητική συμπόνοια για όλους τους αποτυχημένους και τους αδύνατους – ο χριστιανισμός…» (ό.π. σελ. 53). Αυτό το γενικό αξίωμα «βούληση για δύναμη» αφήνει πολλή ασάφεια στο έργο του Νίτσε. Δύναμη ακριβώς για τι και προς τι; Φαίνεται ωστόσο να αντανακλά την καθημερινή υπερπροσπάθεια του Νίτσε για επιβίωση, τον μόχθο του να διώξει τα φαντάσματα που τον ταλαιπωρούσαν και τον πόθο του να ζήσει σε έναν κόσμο που δεν θα του φαινόταν πεζός. 

 Ο Θεός πέθανε, μας λέγει ο Νίτσε, αφού πια ό,τι συμβαίνει στον κόσμο δεν είναι ούτε καλό, ουτε λογικό, ουτε αυθεντικό- και όλα αυτά είναι «θεϊκά» πραγματα. Θεωρούσε την περί Θεού αντίληψη της τότε Δύσης απολύτως συμβατή με την εργαλειακή φύση του λόγου και την μεταφυσική του διάσταση. Ο ανθρωποκεντρικός του στοχασμός  κορυφώνεται στη σύλληψη του υπερανθρώπου, που, αιρόμενος πάνω από την αθλιότητα των πλαστών βεβαιοτήτων και πεποιθήσεων, βιώνει τη διονυσιακή κατάφαση του κόσμου, χωρίς επιλογές, αποκλεισμούς, περιορισμούς, προτιμήσεις και διακρίσεις. Και διονυσιασμός σημαίνει ακόμη και χαρά της αυτοκαταστροφής, μαιναδισμό. Από πολύ νωρίς ο Νίτσε μίλησε για το διονυσιακό πνεύμα και το θεώρησε ως το αντίπαλο δέος του απολλώνειου πνεύματος, το οποίο ύμνησε και αυτό, αλλά σε συνδυασμό με τον διονυσιασμό. Κανείς, σημειωτέον, δεν θα ισχυριζόταν ότι το διονυσιακό πνεύμα, με την έντονη παραφορά του,  πηγαίνει ωστόσο αντίθετα στις αρχές της τυπικής λογικής- έχοντας όμως εξισώσει τον λόγο με την πνευματική χειραγώγηση και εξημέρωση, ο Νίτσε φθάνει να θεωρεί τον διονυσιασμό ως την αντι-λογική. Και ο υπεράνθρωπος του Νίτσε είναι τόσο δυνατός γιατί δεν φοβάται μήτε τον σκεπτικισμό, αλλά διασκεδάζει με αυτόν. Απολαμβάνει την ίδια την αναστάτωση του εαυτού του. Ο υπεράνθρωπος, ο νιτσεϊκός Ζαρατούστρα, είναι ανοικτός κι εκτεθειμένος σε όλες τις δυνατές δυνάμεις που διέπουν το γίγνεσθαι, και τις πιο αποτρόπαιες. Γι’ αυτό, «ο Ζαρατούστρα είναι ένας σκεπτικιστής. Η δύναμη, η ελευθερία που προέρχεται από τη δύναμη και από την υπερπληρότητα πνευματικών δυνάμεων, αποδεικνύεται από τον σκεπτικισμό του» («Ο Αντιχριστος», 53). Θα πρέπει να υπήρχε κάτι μέσα στην ίδια την τυπική λογική που ενοχλούσε τον Νίτσε: ίσως το γεγονός ότι το «α=α», κάθε πράγμα δηλαδή ταυτίζεται με τον εαυτό του τον ενοχλούσε, γιατί ο ίδιος ήθελε να στέκεται παιχνιδιάρικα στην ίδια την ταύτιση με τον εαυτό του, ίσως ακόμη η αρχή της μη αντιφασης τον ενοχλούσε κι αυτή, γιατί πήγαινε κόντρα στην πολυμορφία του κόσμου.

Αυτή η άνευ όρων και ορίων κατάφαση της ζωής σημαίνει λοιπόν για τον φιλόσοφο αποδοχή όλων των αντιθετικών, και αντιφατικών, δυνάμεων και ποιοτήτων. Μιλήσαμε ήδη για αυτό. Έτσι, για τον Νίτσε, το καλό και το κακό δεν είναι αντίθετες έννοιες, αφού οι ηθικές αξίες μεταβάλλονται. Από την ίδια οπτική, η αλήθεια και το ψέμα είναι εξ ίσου αναγκαία. Η αυταπάτη, το όνειρο, η έκσταση, η παραίσθηση συμβάλλουν, όπως και η πνευματική διαύγεια, ο λόγος, η αυτοσυνειδησία, η εγρήγορση, στην σύλληψη της πρωτεϊκής πολυμορφίας της πραγματικότητας. Στο έργο του «Ανθρώπινο, υπερβολικά ανθρώπινο», ο Νίτσε, απορρίπτοντας για πολλοστή φορά το μύθο της κυριαρχίας  ενός απόλυτου κοσμικού λόγου, γράφει: «Το ότι ο κόσμος δεν είναι η πεμπτουσία ενός αιώνιου λόγου, μπορούμε να το αποδείξουμε οριστικά με το γεγονός ότι εκείνο το τμήμα του κόσμου που γνωρίζουμε- εννοώ την ανθρώπινη λογική μας- δεν είναι και τόσο λογικό. Και αν αυτή δεν είναι, με σταθερό και πλήρη τρόπο, σοφή και έλλογη, κατά μείζονα λόγο δεν θα είναι τέτοιο και το υπόλοιπο του κόσμου. Ο συλλογισμός εκ του ελάσσονος εις το μείζον, εκ του μέρους εις το όλον, ισχύει εδώ, και ισχύει με μια δύναμη απόλυτα πειστική». (ό.π. σελ. 54).

Βάσει μιας τέτοιας θεώρησης, ο κόσμος δεν καταξιώνεται ούτε ηθικά ούτε λογικά. Η ανθρώπινη ύπαρξη και το σύμπαν, όπως θα περίμενε κανείς, δικαιώνονται μόνο ως αισθητικό φαινόμενο. Για τον Νίτσε, ο μοναδικός τρόπος αυθεντικής ύπαρξης του κόσμου είναι ο αισθητικός, δηλαδή η πραγμάτωση των καλλιτεχνικών του τάσεων. Η τέχνη γεννιέται από τον κόσμο, είναι η φυσική προέκτασή του. Ο κόσμος είναι ένα αισθητικό παιχνίδι, μια παράσταση, κατά κάποιον τρόπο, και ο άνθρωπος καταλαμβάνει τη θέση του ηθοποιού μέσα στο θέατρο αυτό. Τέχνη και βούληση συνδέονται άμεσα. Η δεύτερη ρέπει, «φέρεται» προς την πρώτη, αντλεί δύναμη και παραίσθηση από αυτήν. Προσχωρεί στο γίγνεσθαι και δημιουργεί το αισθητικό φαινόμενο, στο οποίο συγχωνεύονται οι αντινομίες του είναι της βούλησης, χωρίς όμως να αίρονται ποτέ, αφού αποτελούν ένα συστατικό του κόσμου στοιχείο.

       ***********

Η θεμελιώδης αντίφαση του κόσμου συνίσταται, κατά τον Νίτσε, όπως γνωρίζουμε όλοι, στην αντιπαράταξη δύο αντιθετικών δυνάμεων που συνοψίζονται στο σχήμα «διονυσιακό/απολλώνειο στοιχείο». Αυτό το ζεύγος όρων δεν προσδιορίζει απλά δύο αισθητικά στοιχεία της τραγωδίας ή της αρχαίας ελληνικής τέχνης, αλλά δύο θεμελιακές δυνάμεις του σύμπαντος, που υπερβαίνουν τις ηθικές ή λογικές αντιθέσεις. Πρόκειται για δύο μεταφυσικά σύμβολα, συμπαντικά γεγονότα, από τα οποία το πρώτο παραπέμπει στην ενστικτώδη δύναμη, που ωθεί το άτομο στην ταύτισή του με το παν και στην απώλεια της ατομικότητάς του (αυτή η υπέρβαση εαυτού προκαλεί μέσα στον πόνο της χαρά), και το δεύτερο στην έλλογη δύναμη που οδηγεί τον άνθρωπο στην αυτοβεβαίωσή του ως ατομικότητας και στη σύλληψη του κόσμου των φαινομένων.

Η «τραγική γνώση» που, για τον φιλόσοφο, είναι η μόνη αληθινή γνώση της ουσίας της ζωής, δεν αφορά μόνο την αρχαία ελληνική τραγωδία, αλλα γενικότερα το βίωμα του τραγικού, συνιστά έναν τρόπο θέασης του κόσμου και έναν τρόπο του υπάρχειν, γνήσιο και υψηλό. Στην «Γέννηση της τραγωδίας», ο Νίτσε υποστηρίζει ότι το φαινόμενο της αττικής τραγωδίας πήγασε από τον ευαίσθητο, και γι’ αυτό ολιγόχρονο, συνδυασμό δύο στοιχείων της ελληνικής ιδιοσυγκρασίας, που εκπροσωπούνται, αντίστοιχα, από δύο θεότητες της ελληνικής μυθολογίας, τον Απόλλωνα και τον Διόνυσο. Ο Απόλλωνας συμβολίζει τον κόσμο της καθαρότητας, της φωτεινότητας, της διαύγειας, του κατ’ εξοχήν φαινομένου, αλλά και του ονείρου, και συνάμα του μέτρου, της ισορροπίας και της αυτοκατάφασης της ατομικότητας. Ο Διόνυσος εκπροσωπεί, στη συνείδηση του αρχαίου Έλληνα, τον κόσμο της μέθης και του μαιναδισμού, της υπερβολής, της κατάργησης των ορίων και κάθε φράγματος, της συγκεχυμένης ομαδικότητας, της διάχυσης και της ταύτισης με τη φύση. Οι δυο αυτοί κόσμοι είναι, κατά τον Νίτσε, δυο καταστάσεις μέσα από τις οποίες ο άνθρωπος αγωνίζεται να υπάρξει. Ο συνδυασμός τους αποκάλυψε τον αγώνα της ελληνικής βούλησης ενάντια στην ροπή της προς την οδύνη και προς τη σοφία του πόνου. Και πρόκειται πράγματι για ένα θαύμα, γιατί συνδυάστηκαν το ατομικό με το καθολικό, το αντικειμενικό με το υποκειμενικό, το ιδεατό με το πραγματικό, το μέτρο με την παραφορά, το γαλήνιο με το χειμαρρώδες, η αυτογνωσία με τη λήθη του «εγώ», η χαρά με τον πόνο. Πρόκειται για μια αντίφαση που δεν είναι δυνατόν να υπερβαθεί. 

                                ************

Δεν θα μιλήσω περαιτέρω για τον «τραγικό στοχασμό», όπως τον περιγράφει ο Νίτσε, γιατί είναι ήδη αρκετά όσα είπαμε για να καταλάβει κανείς ως ένα σημείο την βιοθεωρία του. Θα θέλαμε απλώς να σημειώσουμε ότι κατά τον Νίτσε, όπως αναφέραμε, η ποιητική, χαοτική και (συν)αισθηματική πλευρά της πραγματικότητας δεν μπορούν να συλληφθούν από τον λόγο. Αν δεν μπορούν να συλληφθούν όντως από τον λόγο, τότε από ποια ανθρώπινη νοητική δύναμη συλλαμβάνονται;

Ο Νίτσε περιόρισε πολύ τις πραγματικές δυνάμεις του λόγου. Τι είναι ο λόγος; Στην ελληνική πατερική σκέψη είναι μια εξαιρετικά πνευματική κινητική πραγματικότητα, που τρέχει για να συλλάβει την αλήθεια. Ο λόγος, κάτι που αργότερα κατάλαβε αμυδρά η Φαινομενολογία, στοχεύει το εκάστοτε αντικείμενό του. Παράγεται απο τον νου, κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας, κάτι που αποτελεί μια βαθιά αλήθεια. Δεν θα θέλαμε να επαναλάβουμε απόψεις για τον «λόγο» που έχουμε αναπτύξει και σε άλλα κείμενά μας, πάντως ο ανθρώπινος νους έχει την ιδιότητα να ξεκουράζεται (όπως αν σκεφθώ, «ας μην στοχαστώ για λίγη ώρα τίποτε») και άλλοτε ν’ αγκαλιάζει ένα φαινόμενο (όπως όταν ο νους μου «θεωρεί» ολόκληρος μια γεωμετρική άσκηση που συμπεριλαμβάνει κάποιο πολύπλοκο σχήμα ή όπως όταν χαίρομαι ένα ηλιοβασίλεμα). Ο νους «αγκαλιάζει», αδράχνει τα φαινόμενα αυτά, με ένα είδος χουσερλιανής προθετικότητας, και έπειτα ο λόγος αναλαμβάνει να διαμερίσει, να επιμερίσει, να διαχωρίσει, να αναλύσει και γενικά να προβεί σε δευτερεύουσες ενέργειες που χρειάζονται για να επιλυθεί το τυχόν πρόβλημα. Τι είναι η θέα ενός ηλιοβασιλέματος; Απόλαυση του νου, του λόγου. Άρα, χωλαίνει η θέση του Νίτσε ότι η ομορφιά και η αισθητική είναι έξω από το πεδίο του λόγου – γι’ αυτό ο Πλάτων είναι μαζί και εχθρός της τέχνης αλλά και μεγάλος καλλιτέχνης, όσον αφορά τον τρόπο που αναπτύσσονται οι διάλογοί του, εφόσον αυτοί έχουν μεγάλη αισθητική αξία.

Η ποιητική διάσταση του κόσμου δεν μπορεί πράγματι να συλληφθεί από τον λόγο, γιατι ο κόσμος, μαζί και ο άνθρωπος είναι γεμάτος πολυπλοκότητα, και ο λόγος εργάζεται με τις αρχές της τυπικής λογικής, όπου αποκλείεται η αντίφαση. Στην πραγματικότητα, αυτός που μπορεί και συλλαμβάνει την πολυπλοκότητα και αντιφατικότητα του κόσμου είναι ο νους, ο οποίος, φτάνοντας στα άκρα της ανθρώπινης πνευματικής δύναμης, εννοεί ότι η αντίφαση ενυπάρχει στον κόσμο. Η σύγχρονη επιστήμη δεν δουλεύει με την νοερή αλλά μόνο την λογική δύναμη, εκτός από την φυσική, που με την σχετικότητα και την κβαντική θεωρία της ξεπερνά την λογική δύναμη και αγγίζει το ποιητικό στοιχείο (ο ορθολογικός μηχανικισμός και ο ντετερμινισμός αποτελούν παρελθόν πια για την επιστήμη της φυσικής).

Ο λόγος, πρόκειται για μια παρανόηση, δεν στερείται αισθήματος. Όπως λέγει ένας μεγάλος Πατέρας της Εκκλησίας, ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, η επιθυμία και η βούληση ανήκουν στη φθαρτή ανθρώπινη φύση, γι’ αυτό και στη μέλλουσα ζωή θα επιβιώσει μόνο η νοερή δύναμη που θα θεάται την θεία φύση, με την αγάπη που έχει έμφυτη μέσα της η νοερή αυτή θεωρία. Όταν ο ανθρώπινος νους φέρεται προς κάτι και αδράχνει αυτό το κάτι, τότε τον χαρακτηρίζει ένας ιδιαίτερος, καθαρά δικός του πόθος, που θα τον χαρακτηρίζαμε νοερό. Αυτός κυριαρχεί και στο απολλώνειο στοιχείο της ζωής, έτσι όπως το κατάλαβε ο Νιτσε.

Ο ανθρώπινος νους, όταν αλλοτριώνεται, είναι αυτός που χαίρεται την ίδια του την αυτοκαταστροφή, τον μαιναδισμό και τον διασπαραγμό του. Ο νους έχει την δύναμη να αγκαλιάζει τα πιο ετερόκλητα στοιχεία, και να διαμορφώνει την «τραγική σοφία». Αλλά γιατί να πρέπει να είναι η αυτοκαταστροφή και η εξόντωση του αδυνάτου η τροφή του νου; Ο νους έχει την δύναμη να θεάται και να εγγίζει την έννοια ενός υπερτάτου όντος, που με την τελειότητα, την παναγαθότητά του, την πανσοφία του και την παντοδυναμία του, καθίσταται, όπως στους Πατέρες, το εντρύφημα του νου. Ο νους φέρεται προς αυτό το υπερτέλειο Ον, γιατι καταλαβαίνει ότι είναι ανείπωτα ωραίο- και η ομορφιά είναι το κριτήριο της αλήθειας. Το Ον αυτό, βάσει της δύναμης του νου, κατανοείται ως εγγύς του ανθρώπου. Πολιορκεί τον άνθρωπο, του χτυπά την πόρτα, τον καλεί να μετάσχει στο αιώνιο γαμήλιο γλέντι κτιστού και ακτίστου. Όσο και αν φαίνεται παράξενο, το παντοδύναμο και πάνσοφο αυτό Ον δεν γνωρίζει καμιά σκληρότητα, αλλά το εκδιώκει και η παραμικρή αδιακρισία. Απαιτεί καθαρή και ηθική συνείδηση. Δεν ζητά την εξόντωση του αδυνάτου, απαιτεί όμως από τον άνθρωπο δύναμη να συγχωρέσει τον εχθρό του και να αγαπήσει τους πάντες. Η αγάπη είναι το ιπποτικό πνεύμα της αληθινής χριστιανοσύνης, αυτή, που αν είναι γνήσια, φέρνει στον άνθρωπο την απροσμέτρητη χαρά. Στέκεται πάνω από οποιοδήποτε φιλοσοφικό σύστημα, γιατί ξεπερνά την αρχή της μη αντίφασης, και δεν υποτάσσεται σε ανθρώπινα νοητικά σχήματα. Αγαπά τον πόνο, γιατί τον συναντά στο πρόσωπο του άλλου, και υπόσχεται την υπέρβασή του, γιατί όπου πάει βασιλεύει η χαρά.

 Ο Νίτσε γνώρισε έναν χριστιανισμό στερημένο από το πιο ουσιαστικό στοιχείο της πατερικής θεολογίας, δηλαδή την ένωση με τον Θεό. Ο Καντ είχε πει ότι όποιος πιστεύει ότι μπορεί να έλθει σε κοινωνία με τον ίδιο τον Θεό είναι φανατικός, ενώ κυρίαρχος στα προτεσταντικά περιβάλλοντα της εποχής ήταν ο ευσεβισμός, η προσπάθεια δηλαδή για βελτίωση του χαρακτήρα. Η περιπέτεια της συνάντησης, του διαλόγου και της «πάλης» με τον ίδιο τον Θεό (βλ. την παλαιοδιαθηκική εξιστόρηση της πάλης του Ιακώβ με τον Θεό) του ήταν άγνωστη. Αυτό που ονομάζουμε «μυστικισμός», αλλά στην πραγματικότητα αποτελεί οργανικό μέρος της όλης θεολογίας, τουλάχιστον στην Ανατολική Εκκλησία, ήταν για τον Νίτσε κάτι που δεν γνώρισε ποτέ. Η συγχώρεση του εχθρού δεν απευθύνεται σε εξημερωμένα ανθρωπάρια, αλλά στους πιο ευγενείς και ώριμους πνευματικά ανθρώπους. Τα πάντα βέβαια γίνονται στη ζωή του πιστού με τη συνέργεια του Αγίου Πνεύματος, ωστόσο ο Θεός δεν εκβιάζει ούτε παραβιάζει την ανθρώπινη ελευθερία. Και είναι τόση η αρχοντιά των αγίων, ώστε, όπως έλεγε ο Απόστολος Παύλος, θα προτιμούσε να γίνει αυτός κατάρα, αν είναι μ’ αυτόν τον τρόπο να σωθούν οι αδελφοί του. Δεν υπεισέρχεται καμιά συμφεροντολογία ούτε υστεροβουλία στη ζωή των αγίων, που, όπως έλεγε ο Άγιος Παϊσιος των ημερών μας, θα χαίρονταν αν ο Παράδεισος γέμιζε, έστω κι αν οι ίδιοι έμεναν απέξω. 

                                       *********

Τελειώνοντας, θα θέλαμε να υπογραμμίσουμε δυο πράγματα που, παρά τα όσα είπαμε, δικαιολογούν ως ένα σημείο την στάση του Νίτσε, που δεν γνώρισε ποτέ την Ανατολική Εκκλησία. Αρχικά, λοιπόν, η δυτική χριστιανοσύνη, ήδη από τον καιρό του αγίου Αυγουστίνου με τις νεοπλατωνικές επιδράσεις του, θεωρούσε το σώμα ως κακό και μαζί οποιαδήποτε σωματική απόλαυση. Ενας ιδιότυπος ασκητισμός κυριάρχησε παντού, ανάμεικτος με τον φόβο της κολάσεως, ενώ ταυτόχρονα η Δυτική Εκκλησία έφθασε στο σημείο να πουλά τα γνωστά «συγχωροχάρτια», που εξασφάλιζαν στον πιστό την αιώνια μακαριότητα. Ο Νίτσε με το έργο του αντιδρά σε αυτήν την θεολογία, που είναι όντως ξένη με το πνεύμα της Βίβλου, πέρασε ωστόσο από τον Καθολικισμό και στον ίδιο τον Προτεσταντισμό, όπου ανατράφηκε ο φιλόσοφος. Γι’ αυτό οι σημερινοί κληρονόμοι του, μηδενιστές και αποδομητές κάθε είδους, κάνουν λόγου για την «αυστηρότητα» του λόγου και την αντι-ερωτική φύση του. Στην πραγματικότητα, δεν πρόκειται για τον λόγο, αλλά για μια στάση απλά της δυτικής Εκκλησίας. 

Το δεύτερο στοιχείο είναι ότι ο Θωμάς Ακινάτης επεξέτεινε τη δύναμη του ανθρωπίνου λόγου, με τις γνωστές αρχές του της τυπικής λογικής, στον ίδιο τον Θεό, τον Οποίο άρχισε να  εξερευνεί με καθαρά ανθρώπινα λογικά και νοητικά σχήματα. Στην πραγματικότητα, ο Θεός κείται πάνω από την ανθρώπινη λογική και είναι απερινόητος. Ο δυτικός χριστιανισμός ανέπτυξε πράγματι μια θεολογική «βιαιότητα» και ένα καταναγκαστικό πνεύμα, εφόσον στράφηκε κατά της υπερβατικότητας του ίδιου του Θεού. Ο Νίτσε είναι δικαιολογημένος ως ένα βαθμό για την κριτική που άσκησε.

                                   ************

Πίστη και λόγος, ελευθερία και καταναγκασμός,  αγαθό και σχετικότητα, αξίες και αυτοδημιουργία, είναι και γίγνεσθαι, όλα αυτά εμπλέκονται στη φιλοσοφία του Νίτσε, για την οποία δεν φιλοδοξούμε τίποτε άλλο παρά ότι ίσως προσθέσαμε ένα μικρό λιθαράκι στη μελέτη της σκέψης του.

 

Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα είναι έργο του Άγγελου Ραζή.


ΠΗΓΗ: https://antifono.gr/nitse3/?utm_source=rss&utm_medium=rss&utm_campaign=nitse3
 Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.