Ὁ τρελός- Δὲν ἀκούσατε γιὰ ἐκεῖνο τὸν τρελὸ ποὺ κρατοῦσε ἕνα ἀναμμένο φανάρι μέρα μεσημέρι κι ἔτρεχε στὴν ἀγορὰ φωνάζοντας ἀσταμάτητα: «Ψάχνω νὰ βρῶ τὸ Θεό!». Ἐπειδὴ ὅμως πολλοὶ ἀπὸ τοὺς παρευρισκόμενους δὲν πίστευαν στὸ Θεό, ξέσπασαν σὲ δυνατὰ γέλια. Μήπως χάθηκε; ρώτησε κάποιος. Μήπως ἔχασε τὸ δρόμο του σὰν μικρὸ παιδί; εἶπε κάποιος ἄλλος. Ἤ μήπως κρύβεται; Μήπως μᾶς φοβᾶται; Μήπως μπάρκαρε στὸ πλοῖο; Μήπως ξενιτεύτηκε; -ἔτσι φώναζαν καὶ γελοῦσαν.
Ὁ τρελὸς πήδησε ἀνάμεσά τους καὶ τοὺς διαπέρασε μὲ τὴ ματιά του. «Πού εἶναι ὁ Θεός;» φώναξε,
«θὰ σᾶς πῶ ἐγώ! Τὸν σκοτώσαμε -ἐσεῖς κι ἐγώ. Εἴμαστε ὅλοι δολοφόνοι του! Ἀλλὰ πῶς τὸ κάναμε; Πῶς μπορέσαμε νὰ πιοῦμε τὴ θάλασσα ὡς τὴν τελευταῖα σταγόνα; Ποιός μᾶς ἔδωσε τὸ σφουγγάρι γιὰ νὰ σβήσουμε ὅλο τὸν ὁρίζοντα; Τί κάναμε ὅταν κόψαμε τὴν ἁλυσίδα ποὺ ἑνώνει τούτη τὴ γῆ μὲ τὸν ἥλιο της; Πρὸς τὰ ποῦ κινεῖται αὐτὴ τώρα; Πρὸς τὰ ποῦ κινούμαστε ἐμεῖς; Μακριὰ ἀπὸ ὅλους τοὺς ἥλιους; Δὲν γκρεμιζόμαστε συνεχῶς; Πίσω, πλάγια, μπροστά, πρὸς ὅλες τὶς μεριές; Ὑπάρχει ἀκόμα ἕνα πάνω κι ἕνα κάτω; Δὲν περιπλανιόμαστε σὰν μέσα σ’ ἕνα ἀπέραντο μηδέν; Δὲν νιώθαμε τὴν ἀνάσα τοῦ κενοῦ χώρου; Δὲν κάνει περισσότερο κρύο; Δὲν ἔρχεται ἡ νύχτα, πάντα ἡ νύχτα, πάνω μας; Δὲν πρέπει ν’ ἀνάβουμε φανάρια στὸ καταμεσήμερο; Δὲν ἀκοῦμε ἀκόμη τίποτε ἀπὸ τὸ θόρυβο ποὺ κάνουν οἱ νεκροθάφτες ποὺ θάβουν τὸ Θεό; Δὲν μυρίζουμε ἀκόμη τίποτε ἀπὸ τὴ θεϊκὴ ἀποσύνθεση; -καὶ οἱ θεοὶ ἀποσυντίθενται! Ὁ Θεὸς εἶναι νεκρός! Ὁ Θεὸς παραμένει νεκρός! Κι ἐμεῖς τὸν σκοτώσαμε!
Πῶς νὰ παρηγορηθοῦμε ἐμεῖς, οἱ φονιάδες τῶν φονιάδων; Κάτω ἀπ’ τὸ μαχαίρι μας μάτωσε ὅ,τι πιὸ ἅγιο καὶ πιὸ ἰσχυρὸ εἶχε ὡς τώρα ὁ κόσμος -ποιός θὰ μᾶς καθαρίσει ἀπὸ αὐτὸ τὸ αἷμα; Ποιό νερὸ μπορεῖ νὰ μᾶς πλύνει; Ποιούς ἐξιλασμούς, ποιά ἱερὰ παιχνίδια πρέπει νὰ ἐφεύρουμε;Τὸ μέγεθος αὐτῆς τῆς πράξης δὲν εἶναι πολὺ μεγάλο γιὰ μᾶς; Δὲν πρέπει νὰ γίνουμε κι ἐμεῖς οἱ ἴδιοι θεοὶ ἁπλῶς γιὰ νὰ φαινόμαστε ἄξιοί της; Ποτὲ δὲν ὑπῆρξε μεγαλύτερη πράξη -κι ὅποιος γεννηθεῖ μετὰ ἀπὸ μᾶς θὰ ἀνήκει, χάρη σὲ τούτη τὴν πράξη, σὲ ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΝΩΤΕΡΗ ΑΠΟ ΚΑΘΕ ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΟΥ ΥΠΗΡΞΕ ΜΕΧΡΙ ΤΩΡΑ! »
-Ἐδῶ σιώπησε ὁ τρελὸς καὶ ξανακοίταξε τοὺς ἀκροατές του· κι ἐκεῖνοι σιωποῦσαν καὶ τὸν κοίταξαν ἔκπληκτοι. Στὸ τέλος αὐτὸς πέταξε στὸ χῶμα τὸ φανάρι του, ποὺ ‘γινε κομμάτια καὶ ἔσβησε.
«Ἔρχομαι πολὺ νωρίς», εἶπε μετά, «δὲν ἔχει ἔρθει ἀκόμα ἡ ὥρα μου. Αὐτὸ τὸ τρομερὸ γεγονὸς εἶναι ἀκόμα στὸ δρόμο καὶ περιπλανιέται· δὲν ἔχει φτάσει ἀκόμη στ’ ἀφτιὰ τῶν ἀνθρώπων. Ἡ ἀστραπὴ καὶ ἡ βροντὴ χρειάζονται χρόνο· τὸ φῶς τῶν ἀστεριῶν χρειάζεται χρόνο· οἱ πράξεις, ἀκόμη κι ὅταν ἔχουν γίνει, χρειάζονται χρόνο, ὥσπου νὰ τὶς δοῦν καὶ νὰ τὶς ἀκούσουν οἱ ἄνθρωποι. Αὐτὴ ἡ πράξη εἶναι πιὸ μακριὰ ἀπ’ αὐτοὺς ἀπ’ ὅ,τι τὰ πιὸ ἀπομακρυσμένα ἀστέρια -κι ὅμως αὐτοὶ τὴν ἔκαναν!».
-Λένε ἀκόμη πὼς τὴν ἴδια μέρα ὁ τρελὸς μπῆκε σὲ διάφορες ἐκκλησίες ὅπου ἔψαλε τὸ Requiem aeternam deo [αἰώνιο ρέκβιεμ στὸ Θεὸ] του. Κι ὅταν τὸν πετοῦσαν ἔξω καὶ τοῦ ζητοῦσαν τὸ λόγο, πάντα ἀπαντοῦσε λέγοντας τὸ ἴδιο:
«Μὰ τί ἄλλο εἶναι τώρα αὐτὲς οἱ ἐκκλησίες ἐκτὸς ἀπὸ τάφοι καὶ μαυσωλεία τοῦ Θεοῦ;».
Φρίντριχ Νῖτσε, Ἡ χαρούμενη ἐπιστήμη, μτφ. Ζήσης Σαρίκας, σ. 132-134, ἐκδόσεις «Νησῖδες», 2004, Θεσσαλονίκη
[Ὁ πολυτονισμὸς καὶ ἡ ὑπογράμμιση εἶναι δικές μας]
Σχόλιον:
Κι ἀφοῦ, συνένΝεοέλληνες ἀποφασίσαμε νὰ δολοφονήσουμε τὸν Θεό, ἄς ζήσουμε τώρα «σὲ μιὰ ἱστορία ἀνώτερη ἀπὸ κάθε ἱστορία ποὺ ὑπῆρξε μέχρι τώρα!»
Καλὴ διασκέδαση!
Ἐν τῷ μεταξύ, τὴν μάσκα ψηλά, προσευχὴ στὴν τηλεόραση, ὑπακοὴ στοὺς ἐκλεγμένους μας πολιτικοὺς καὶ συμμόρφωση στὶς συμβουλὲς τῶν εἰδικῶν.
Καὶ ἀναμονὴ γιὰ τὸ σωτήριο ἐμβόλιο. Κουράγιο!
Καὶ μετά, ἀναμονὴ γιὰ τὰ σωτήρια ἐπιδόματα.
Ἄλλωστε τὸ ἑπόμενο 5ήμερο, τὸ ἑπόμενο 15ήμερο, τὸ ἑπόμενο γιὰ πάντα θὰ εἶναι κρίσιμο.
ΥΓ: Τώρα ποὺ ὁ ἐκλεγμένος μας πρωθυπουργὸς ἀνακοίνωσε ὅτι τὸ ἐμβόλιο θὰ διανέμεται δωρεάν, μήπως ἡ Ἀριστερὰ νὰ ἀπαιτήσει δωρεὰν ἐπιδόματα ταφῆς;
ΠΗΓΗ: Τὸ Ἔνζυμο
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.