Τετάρτη 1 Νοεμβρίου 2017

Ο άγνωστος Γιωσέφ Ελιγιά

Γιοσέφ Ελιγιά (1901-1931), ένας λησμονημένος Ελληνοεβραίος προοδευτικός ποιητής


Ο Γιοσέφ Ελιγιά (Ιωσήφ Ηλία Καπούλιας) ήταν Ισραηλίτης Γιαννιώτης (Ρωμανιώτης) ποιητής και μεταφραστής κατά τον μεσοπόλεμο. Γεννήθηκε το 1901 στην Ηπειρώτικη πρωτεύουσα, παρακολούθησε μαθήματα στη φημισμένη σχολή των Ιωαννίνων «Alliance Israelite», απ’ όπου αποφοίτησε το 1918 και στην οποία αργότερα διορίστηκε καθηγητής. 

Εκείνη την εποχή αναπτυσσόταν στα Γιάννινα έντονη σιωνιστική δραστηριότητα στους κόλπους της Ισραηλίτικης παροικίας. Το Σιωνιστικό κίνημα της εποχής δεν άφησε ανεπηρέαστο τον Γιοσέφ Ελιγιά, όπως μαρτυρεί το πρώτο του ποίημα «Οι τρεις ραβίνοι». 

Συνεργασίες των εφηβικών του χρόνων δημοσιεύονται στο περιοδικό «Ισραέλ» της Εβραϊκής κοινότητας Τρικάλων που εξέδιδαν οι Γ. Γιαγκονέλ και Άσσερ Μωυσής. Είναι η εποχή που ο Γ. Ελιγιά ήταν ένθερμος σιωνιστής και πίστευε ότι οι φτωχοί της Εβραϊκής διασποράς θα διασωθούν μόνον με την ίδρυση του Ισραηλιτικού κράτους στη γη της Παλαιστίνης. Αργότερα, καθηγητής στην «Alliance» εγκαταλείπει τις ιδέες του σιωνισμού και γίνεται υποστηρικτής της αρχής της αφομοίωσης της Ισραηλίτικης διασποράς. Πλέον αρχίζει να μελετά Νέα Ελληνική, Γαλλική φιλολογία και Εβραιολογία. Μετά την απόλυσή του από τον Ελληνικό στρατό το 1921, διευρύνονται οι πνευματικοί του ορίζοντες και αρχίζει μια έντονη κοινωνική δραστηριότητα στην πόλη των Ιωαννίνων. Ανοίγεται στους πνευματικούς κύκλους της πόλης, ενώ δημοσιεύονται ποιήματά του στον «Ηπειρωτικό αγώνα» στον «Κήρυκα» και στην «Ήπειρο».

Μερικά ποιήματα του Γιοσέφ Ελιγιά 


(δείτε και ένα μελοποιημένο εδώ):



ΙΗΣΟΥΣ 


«Τίποτε μεσ’ την ανθρώπινη ιστορία, δεν μπορεί να ισοφαρίση την αγάπη που Αυτός έχει εμπνεύσει, την παρηγοριά που Αυτός έχει σκορπίσει, την Αρετή πού Αυτός έχει ενθαρρύνει, την ελπίδα και τη χαρά πού Αυτός έχει χαράξει μεσ’ τα ανθρώπινα στήθια…» 

“A Jewish view of Jesus”, 1920, του φιλελευθέρου ραββίνου Enelow Hymans 


Απόψε ήρθα κι εγώ γλυκέ αδερφέ της Ναζωραίας βάρβαρα πάθη πνίγοντας εντός μου κι άγρια μίση 
να κλάψω μπρος σ’ το αιμόφυρτο κορμί της πλέον ωραίας 
ψυχής, που έχει ποτέ στον Κόσμο ετούτο ανθοβολήσει. 

Της Γαλιλαίας κρίνε σεμνέ, προς το λευκό το φως σου πόσες φορές φτερούγισαν των ταπεινών οι Ελπίδες! πλήθη σταυροί κατάντικρυ στηθήκαν στο δικό σου: δικοί και ξένοι οι Φαρισαίοι, αλί κι οι Σταυρωτήδες. 

Δεν είναι ο πρώτος, μήτε κι ο στερνός Εσταυρωμένος 
γλυκέ Ιησού, στον κόσμο αυτόν της πίκρας και του φτόνου· 
κι όμως η δόξα σου άσπιλη μεσ’ των θνητών το γένος: 
Είσαι, δεν είσαι γυιός Θεού, μα είσαι ο Θεός του πόνου!...

ΡΟΥΘ 


Μαλαματένια τα σπαρτά στη κάψα του Αλωνάρη 
Η Ρουθ η Μοαβίτισσα κι η χαμηλοβλεπούσα 
Με την πανώρια της ψυχής και το χρυσό της θώρι. 
Σταχυολογούσε ολόσκυφτη στου χωραφιού μιαν άκρη. 

Γέλια και κακαρίσματα και λόγια λιγωμένα 
Σαν των πουλιών κελαϊδισμοί, σαν αηδονιών τραγούδι 
Του κόπου δρόσιζαν γλυκά και της δουλειάς τη λαύρα 
Λαιμοί, στηθάκια θραψερά, στου λιοπυριού το χάδι 
Κάθε λεβέντη ξάναβαν στα χείλη κάποιον πόθο. 
- Ω μάγια και ω πλανέματα λησμονημένων τόπων.- 
Μακρυά η Βηθλεέμ νείρονταν πανώρια ρηγοπούλα. 

Ξάφνω μεσ’ της δουλειάς τη βοή και το τρελλό γιορτάσι 
Προβάλλει ο Μπόαζ αργός κι αγνός και καλοκαρδισμένος 
«Ο Θεός με Σας, λεβέντες μου!» - «Ο Θεός να Σε βλογήση» 
Κι η Ρούθ η Μοαβίτισσα κι η χαμηλοβλεπούσα 
το βλέμμα δεν ασήκωνε κι όλο σταχυολογούσε: 

«Ποια νάναι αυτή, λεβέντες μου, που στάχυα εκεί μαζέβει 
Και δεν σηκώνει τη ματιά το φως για ν’ αντικρύσει;» 
Ρώτησε ο Μπόαζ κι ένας νιός έτσι του απολογιέται: 

«Κοπέλλα Μοαβίτισσα της Νωαμής η νύφη 
Είναι, πού τώρα γύρισε στη ώρας μας, μαζύ της 
Σαν χήρεψε – κι αφίνοντας το πατρικό ρημάδι 
Ήρτε γλυκά να σκεπαστή στου Κύριου τις φτερούγες…» 

Κι ο Μπόαζ με τα λευκά μαλλιά και τη λευκή ψυχή του 
Στα φυλλοκαρδια του έννοιωσε το δάκρυ της συμπόνιας. 

Μα η Ρούθ η Μοαβίτισσα κι η χαμηλοβλεπούσα 
με την πανώρια την ψυχή και την σεμνή θωριά της 
σταχυολογούσε ολόσκυφτη στου χωραφιού μιαν άκρη...

«ΤΟ ΤΟΡΑ ΜΑΣ» (Ο ΝΟΜΟΣ ΜΑΣ) 


Μεσονυχτίς στην άκαρπη μελέτη βυθισμένοι 
με τη χλωμή σας την θωριά που η φτώχεια όλο μαραίνει, 
στ’ αραχνιασμένα σας «Ταλμούντ» τα παλαιικά σκυφτοί 
κι η σκλαβωμένη σας ψυχή με πάθος αναζητεί 
να βρει τι γράφει το Τορά μας. 
Μα, αν τυφλωμένη απ’ την παλιά ξεθωριασμένη πίστη, 
στου χρόνου το περπάτημα δεν το ’νιωσες; -εσβήστη 
η αρχαία λυχνία. Καινούριο φως στη στράτα μας μπροστά 
Και το γοργοξετύλιγμα της ζωής πια δε ζητά 
να βρει τι γράφει το Τορά μας. 
Ως αδέρφι που σε μάγεψε το αρχαίο σου «μεγαλείο». 
Της ζωής να ξεφυλλίσουμε το ζωντανό βιβλίο 
έλα εκεί μέσα θε να βρεις πυρογραμμένο κάτι 
- με του Δυνάστη το ραβδί, με τα δεσμά του Εργάτη – 
φριχτό που δε γράφει το Τορά μας. 


(Δημοσιεύθηκε το 1925 στο Περιοδικό: «Κριτική και Τέχνη»)

ΚΙΛΚΙΣ 


«Στη μακάρια σκιά του ποιητή της Πρέβεζας» 


Αχ πόσο οδυνηρό κι απαίσιο 
σ’ ένα στενό, τραγικό πλαίσιο 
η ζωή σου να λιμνάζει οκνή, 
η Ανία το Θρήνο να αρχινάει 
και σβούρα να στριφογυρνάει 
στον ίδιο άξονα η ψυχή… 

Του ρεμβασμού τα γαλάζια ίχνη, 
στην ένδοξη ψυχρή πολίχνη 
να σβήνουν σα μουντός καπνός 
πουρνό – βράδυ, στην πονεμένη 
ψυχή, βραχνάς να σου βαραίνει 
ο μολυβένιος ουρανός. 

Το ίδιο στρατί για το σχολείο 
και του Φωκίτη το βιβλίο 
να κουβαλάς πάντα μαζί 
κι ολομερίς ν’ αναρωτιέσαι 
στον κρύο βούρκο που κυλιέσαι 
να ζει κανείς ή να μη ζει; 

(Μάρτιος 1931 )


Τη βιογραφία του ποιητή γράφει ο Γιάννης Σιατούφης
Η εβραϊκή κοινότητα των Ιωαννίνων άκμασε στις αρχές του 19ου αιώνα, όταν η πόλη βρισκόταν υπό την εξουσία του Αλή Πασά (1788-1822). Πολλά μέλη της κοινότητας εργάστηκαν στον διοικητικό τομέα, το εμπόριο άνθησε, η βιοτεχνία προωθήθηκε, ο εβραϊκός, όπως και ο υπόλοιπος πληθυσμός της πόλης, αυξήθηκε και επεκτάθηκε η κατοίκηση και εκτός του Κάστρου. Η κρίση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η οποία στις αρχές του 20ού αιώνα δοκιμαζόταν από εσωτερικές πολιτικές τριβές και συνεχή εθνικιστικά και αυτονομιστικά κινήματα και έχανε εδάφη και πληθυσμό, έγινε αισθητή και στα Γιάννενα. Οικονομικά προβλήματα, χαμηλό βιοτικό επίπεδο, διαξιφισμοί μεταξύ αλλόδοξων κοινοτήτων επηρέαζαν Εβραίους, χριστιανούς, μουσουλμάνους.

Ο Γεώργιος Χατζή-Πελερέν, πατέρας του Δ. Χατζή
Ο Γεώργιος Χατζή-Πελερέν, πατέρας του Δ. Χατζή

Οι 4.000 Εβραίοι, που ζούσαν τότε στα Γιάννενα, αντιμετώπισαν και αυτοί αντίστοιχα προβλήματα. Τότε υπήρχε έντονη ανάγκη σύγχρονης γνώσης και επαγγελματικής κατάρτισης, κάτι που επιχείρησαν, και σε σημαντικό βαθμό πέτυχαν, τα σχολεία που από το 1904 ίδρυσε η Alliance Israélite Universelle, καθώς και διάφοροι κοινοτικοί σύλλογοι που συστήθηκαν με πρωτοβουλία ιδιωτών.
Με την ίδρυση αυτής της σχολής άρχισε να διαφαίνεται μια κίνηση που ξέφευγε πνευματικά από τη σιωνιστική αντίληψη της συγκεκριμένης εβραϊκής πατρίδας. Σύμφωνα με τη νέα αντίληψη ο Εβραίος ανήκει στη χώρα στην οποία βρίσκεται. Εξέφραζε την αφομοιωτική αντίληψη και συνδυαζόταν στο χώρο της παιδείας με την απομάκρυνση από τα εβραϊκά γράμματα. Γι’ αυτό στη συγκεκριμένη σχολή η γλώσσα στην οποία γίνονταν τα μαθήματα ήταν τα Γαλλικά (γιατί η ίδρυση αυτής της σχολής ήταν εβραϊκή κίνηση στο Παρίσι) και παράλληλα τα Ελληνικά, που ήταν η έδρα της σχολής, τα Τουρκικά και τα Ιταλικά. Τα Εβραϊκά αφορούσαν μόνο το θέμα της θρησκείας.
Σ’ αυτή την γαλλική εβραϊκή σχολή των Ιωαννίνων σπούδασε ο Γιωσέφ Ελιγιά, ποιητής αλλά και λόγιος διανοούμενος. Ο Ιωσήφ Ηλίας Καπούλιας, γνωστός ως Γιοσέφ Ελιγιά, ήρθε στη ζωή το 1901 από Εβραίους μικροαστούς γονείς, που κατοικούσαν στα Ιωάννινα. Ήταν μοναχογιός και μικρός ορφάνεψε από πατέρα. Μεγάλωσε με τη μητέρα του, γι’ αυτό της δείχνει λατρεία στα έργα του. Ήταν φτωχός και αυτό αποδεικνύεται και από τον ίδιο, όταν αναφέρει ότι κατόρθωσε με αφάνταστες στερήσεις να αποκτήσει στην προτελευταία τάξη το γαλλικό λεξικό Petit Larousse.

Σπίτι στην οδό Γιωσέφ Ελιγιά στο οποίο έμεινε για 3 χρόνια ο ποιητής
Σπίτι στην οδό Γιωσέφ Ελιγιά στο οποίο έμεινε για 3 χρόνια ο ποιητής

Ο Γιωσέφ Ελιγιά αποφοίτησε από τη σχολή το 1918 και τότε τον βρίσκουμε για πρώτη και τελευταία φορά να δημοσιεύει στο περιοδικό «Ισραέλλ» των Τρικάλων ένα ποίημα σιωνιστικού περιεχομένου με τίτλο «Οι τρεις Ραββίνοι».
Το 1919, στα 18 του χρόνια, γίνεται δάσκαλος αυτής της εβραϊκής γαλλικής σχολής. Μελετά τα νεοελληνικά γράμματα και τελειοποιείται στην ελληνική γλώσσα, που ήταν η μητρική του. Πηγαίνει στο στρατό το 1920 και τοποθετείται στο γραφείο της Μεραρχίας, πράγμα το οποίο του άφηνε χρόνο να μελετά.
Το 1921 απολύθηκε από το στρατό και γίνεται δάσκαλος στο Σχολείο της Ισραηλιτικής Κοινότητας και ταυτόχρονα παρέδιδε ιδιαίτερα μαθήματα στη γαλλική γλώσσα. Επίσης μελετούσε την εβραϊκή φιλολογία αλλά και την εβραιολογία. Είναι βαθύς γνώστης της Ταλμουδικής και μεταταλμουδικής φιλοσοφίας και ποίησης και δεινός Εβραϊστής.
Μια διάλεξή του στη Ζωσιμαία σχολή, στην οποία απήγγειλε μεταφράσεις εβραϊκών κειμένων, το 1924, τον έκανε γνωστό στον κόσμο των γραμμάτων. Από τότε αρχίζει να δημοσιεύει ποιήματα στον «Ηπειρωτικό Αγώνα», στον «Κήρυκα» και στην «Ήπειρο» με το ψευδώνυμο Ιούλιος Συγκουλιέρος.
Όμως ο Ελιγιά σταδιακά εγκαταλείπει το σιωνισμό και υπεισέρχεται σε μια ποίηση ενταγμένη στην προλεταριακή τέχνη, δηλαδή τέχνη αφιερωμένη στον αγώνα του εργάτη και την εκμετάλλευσή του. Δεν μένει μόνο στη θεωρία γράφοντας ποίηση, αλλά συντάσσεται από τους πρώτους στο εργατικό κίνημα, που αναπτύσσεται στα Γιάννενα το 1922, μετά τη μικρασιατική καταστροφή. Τότε δημιουργείται στα Γιάννενα το Πανηπειρωτικό Εργατικό Κέντρο Ιωαννίνων, στο οποίο συσπειρώνονται όλα τα εργατικά σωματεία. Βγάζει πύρινους λόγους για τα δικαιώματα του εργάτη και την εκμετάλλευσή του από τους οικονομικά δυνατούς.
Άξιο αναφοράς είναι το γεγονός ότι ο Ελιγιά ήταν ένα από τα μέλη που δημιούργησαν στα Γιάννενα τον «Προοδευτικό Εκπαιδευτικό Όμιλο», το 1924, που είχε ως στόχο την καθιέρωση της ζωντανής απλής γλώσσας στα γραπτά κείμενα φιλολογικού και εκπαιδευτικού ενδιαφέροντος. Μάλιστα πρέπει να αναφέρουμε ότι η διανόηση των Ιωαννίνων εκείνης της εποχής αποδέχεται πλήρως τον Ελιγιά, αν και ισραηλίτης στο θρήσκευμα. Τότε η διανόηση της πόλης ξεφεύγει από τον θρησκευτικό περίγυρο και από τους πολιτικούς σχηματισμούς και συσπειρώνεται γύρω από τον εκπαιδευτικό όμιλο. Στον Όμιλο αυτό εντάσσονται μεταξύ άλλων ο λογοτέχνης Χρήστος Χρηστοβασίλης και ο Γεώργιος Χατζηπελερέν, ο οποίος ήταν ο εκδότης της εφημερίδας «Ήπειρος» και πατέρας του Δημήτρη Χατζή. Οι δύο αυτοί ήταν ενεργά μέλη του Λαϊκού Κόμματος, αλλά ξέφυγαν από τις πολιτικές τους αντιλήψεις και τα στενά πλαίσια της θρησκείας.

Ο Γιωσέφ Ελιγιά
Ο Γιωσέφ Ελιγιά

Ο Ελιγιά εντάχθηκε και σε πολιτική ομάδα που εξέφραζε την εργατική τάξη και μάλιστα εξέδωσε και εφημερίδα με τον τίτλο «Νέος Αγών», που πρόλαβε και κυκλοφόρησε σε μόλις 11 φύλλα. Διακόπηκε απότομα με τη σύλληψη του αριστερού πυρήνα των Ιωαννίνων από το βενιζελικό καθεστώς. Ο πολιτικός αυτός κύκλος έφερε τον τίτλο «Ένωση των Παλαιών Πολεμιστών», γιατί απαρτιζόταν από παλιούς πολεμιστές της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Σε αυτόν τον κύκλο συμμετείχαν, εκτός του Ελιγιά, ο Πέτρος Αποστολίδης (γιατρός και μετέπειτα δήμαρχος, γνωστός ως ο «κόκκινος δήμαρχος»), ο Γιώργος Μεργκούνης (εργάτης), ο Πέτρος Μπάμπος (τυπογράφος), ο Γιώργος Βράσκος (πολιτικός μηχανικός), ο Κύρκας Κούσης (ζαχαροπλάστης) κ.α. .
Τελικά ο Ελιγιά, λόγω των παραπάνω δράσεων, συλλαμβάνεται μαζί με άλλους της πολιτικής ομάδας, διώχνεται από τη Γαλλική σχολή, φυλακίζεται και πηγαίνει για ένα διάστημα στο Αργυρόκαστρο (1924), για να μην πάει εξορία. Εκεί γράφει δύο ποιήματα αφιερωμένα στον καλό του φίλο Τάκη Σιμόπουλο, καθηγητή φιλόλογο, ποιητή και ομοϊδεάτη του. Στα ποιήματα αυτά εκφράζει τη νοσταλγία του για την πόλη του, τα Γιάννενα, για τη λίμνη των Ιωαννίνων και για τις παλιές του φιλίες.
Ο Ελιγιά βλέπει ότι το περιβάλλον της επαρχιακής πόλης τον πνίγει. Ακόμη και η εβραϊκή κοινότητα δεν αναγνωρίζει τα προσόντα του και αποφασίζει να μετακομίσει στην Αθήνα μαζί με τη μητέρα του. Μάλιστα πουλά το πατρικό σπίτι του και κόβει κάθε δεσμό με την πόλη. Στην πρωτεύουσα γνωρίζεται με αθηναίους λογοτέχνες, δημοσιεύει έργα του (πρωτότυπα ή μεταφράσεις) σε περιοδικά, παραδίδει μαθήματα γαλλικών σε ιδιωτικά σχολεία, με αποτέλεσμα ποιητές της εποχής (Βάρναλης, Μαλακάσης) να τον αναγνωρίζουν ως ποιητή. Εντάχθηκε στο πνευματικό επιτελείο της εγκυκλοπαίδειας «Πυρσός», μαζί με Βάρναλη, Ρίτσο κ.α. συντάσσοντας λήμματα για την εβραϊκή φιλοσοφία και φιλολογία, αφού ήταν ο μοναδικός Έλληνας-Εβραίος διανοούμενος της εποχής.
Το 1927 πεθύμησε τα Γιάννενα και τα επισκέφτηκε. Όλοι τον υποδέχτηκαν θερμά αναγνωρίζοντας την αξία του ξεχνώντας όλα τα παλιά. Βρήκε την ευκαιρία τότε να μελετήσει τα ήθη και τα έθιμα της πόλης του.
Αφού ζει στην πρωτεύουσα με έναν πενιχρό μισθό, σκέφτηκε να μελετήσει και να πάρει το δίπλωμα της Γαλλικής Ακαδημίας Αθηνών, για να διοριστεί κάπου. Και πράγματι παίρνει το δίπλωμα και με τη μεσολάβηση του Γιαννιώτη Μάρκου Αυγέρη καταφέρνει να του δοθεί ένας διορισμός το 1931, ως καθηγητής Γαλλικών, στο γυμνάσιο του Κιλκίς. Ήλπιζε ότι θα πάρει μετάθεση σύντομα στη Θεσσαλονίκη. Δεν θα προλάβει όμως, γιατί 6 μήνες μετά, στις 15 Ιουλίου  1931 κατέβηκε άρρωστος στην Αθήνα και εισήχθη στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός», αφού είχε προσβληθεί από κοιλιακό τύφο. Παρόλο το ενδιαφέρον  πολλών, την Παρασκευή 29 Ιουλίου πέθανε σε ηλικία μόλις 30 ετών. Την επόμενη μέρα, επειδή ήταν Σάββατο και κατά τα εβραϊκά έθιμα δεν γίνονταν ταφές, τον τοποθέτησαν στον κάτω όροφο του νοσοκομείου και τα ξημερώματα της Κυριακής τελικά τάφηκε χωρίς τυμπανοκρουσίες.

Εκδρομή του σχολείου της Alliance Israelite Universelle στη λίμνη Ιωννίνων, αρχές του 20ου αιώνα
Εκδρομή του σχολείου της Alliance Israelite Universelle στη λίμνη Ιωννίνων, αρχές του 20ου αιώνα

Ο Γιωσέφ Ελιγιά, ως Εβραίος και αριστερός, πέρασε στα ψιλά της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Είχε παραμείνει γνωστός κυρίως ως ο ποιητής της Παμβώτιδας και της Ρεββέκας. Οι χαρακτηρισμοί αυτοί εκφράζουν τη λεπτή ψυχή του Ελιγιά και ήταν οι δύο άξονες της ποίησης του, που τον έκαναν γνωστό στους πνευματικούς κύκλους των Ιωαννίνων και της Αθήνας τη δεκαετία του 20. Η ταξική ποιητική του έκφραση, όμως, άρχισε να γίνεται γνωστή μόλις τα τελευταία χρόνια με τις μελέτες του Παν. Νούτσου και της Ελ. Κουρματζή.

Ο αριστερός ποιητής, Γιοσέφ Ελιγιά 

Ο Γιοσέφ Ελιγιά όπως φαίνεται από τη δράση του υπήρξε ενταγμένος μέσα στο προοδευτικό κίνημα και από τα πρώτα του ποιήματα. Στο αθηναϊκό περιοδικό "Κριτική και Τέχνη" (1925) βρίσκουμε δημοσιευμένο το παρακάτω ποίημα με τον τίτλο "Το Τορά μας" (O Νόμος μας).
Μεσονυχτίς στην άκαρπη μελέτη βυθισμένοι,
με τη χλωμή σας τη θωριά που η φτώχεια όλο μαραίνει,
στ' αραχνιασμένα σας "Ταλμούντ" τα παλαιικά σκυφτοί
κι η σκλαβωμένη σας ψυχή με πάθος αναζητεί
να βρει τι γράφει το Τορά μας.
Μα, αν τυφλωμένη απ' την παλιά ξεθωριασμένη πίστη,
στου χρόνου το περπάτημα δεν το 'νιωσες; -εσβήστη
η αρχαία λυχνία. Καινούριο φως στη στράτα μας μπροστά:
Και το γοργοξετύλιγμα της ζωής πια δε ζητά
να βρει τι γράφει το Τορά μας.
Ω αδέρφι που σε μάγεψε το αρχαίο σου "μεγαλείο".
Της ζωής να ξεφυλλίσουμε το ζωντανό βιβλίο
έλα εκεί μέσα θε να βρεις πυρογραμμένο κάτι
- με του Δυνάστη το ραβδί, με τα δεσμά του Εργάτη -
φριχτό που δε γράφει το Τορά μας.
Ο Γιοσέφ Ελιγιά ήταν κομμουνιστής και εμπνεόταν από τα ιδανικά του ελληνικού και του παγκόσμιου διεθνιστικού κινήματος. Οταν πέθανε, στις 29 Ιούλη 1931 σε νοσοκομείο της Αθήνας - τον μεταφέραν βιαστικά από το Κιλκίς, όπου υπηρετούσε ως καθηγητής της γαλλικής γλώσσας, άρρωστο - από τύφο, οι αστοί, Ισραηλίτες και Ελληνες θέλησαν να τον παρουσιάσουν για "δικό τους". Οι "Πρωτοπόροι" τότε, το περιοδικό της επαναστατικής διανόησης με άρθρα συνεργατών του και ανέκδοτους στίχους του διαφιλονικούμενου ποιητή, είπαν πως δεν ήταν ούτε Εβραίος, ούτε χριστιανός, ούτε Εβραιοχριστιανός. Απλούστατα, ήταν κομμουνιστής.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ελένη Κουρματζή «Γιωσέφ Ελιγιά», Νομαρχιακή αυτοδιοίκηση Ιωαννίνων, 2001
Ελένη Κουρματζή Γιωσέφ Ελιγιά: Πρωτοπόρος διανοούμενος των Ιωαννίνων στη δεκαετία του ’20. (Ιωάννινα 1993).
Ελένη Κουρματζή Κώστας Καρυωτάκης – Γιωσέφ Ελιγιά: Παράλληλοι δρόμοι. (Αθήνα 2009).
ΠΗΓΗ: Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.