2. Τα τρία στάδια της μεταμοντέρνας φιλοσοφίας
του Pierre Valentin* από τον νέο Λόγιο Ερμή τ. 27
Οι Πλάκροουζ και Λίντσεϊ συνοψίζουν την εξέλιξη της μεταμοντέρνας σκέψης σε τρία στάδια. Το πρώτο, κατά τις δεκαετίες 1960-1970, είναι το στάδιο του περιγραφικού μεταμοντερνισμού ο οποίος απορρίπτει τις μετα-αφηγήσεις, όπως τον μαρξισμό ή τον χριστιανισμό, και αρκείται στο να αποδομεί τις ρητορικές που κρύβονται μέσα στις δομές της εξουσίας, αποφεύγοντας να εκφέρει έναν λόγο ρητά κανονιστικό. Στα μέσα της δεκαετίας 1980, αυτή η μεγάλη φάση αποδόμησης εξαντλείται και πολλοί είναι εκείνοι που βλέπουν σε αυτό, ακόμα και σήμερα, το τέλος του πρώτου μεταμοντερνισμού. Αυτή ακριβώς είναι η στιγμή που ο μεταμοντερνισμός μεταλλάσσεται, καθώς η πρωτότυπη μορφή του ήταν καταδικασμένη να αυτοκαταστραφεί.
Σε ένα δεύτερο στάδιο, από τα τέλη της δεκαετίας 1980 μέχρι το 2010, τα κείμενα γίνονται κανονιστικά, και η αποδόμηση μεταβάλλεται σε ένα σύστημα ηθικών επιταγών. Επάνω στα ερείπια που είχαν αφήσει οι προηγούμενοι αποδομητές, οι νέοι μεταμοντέρνοι θεωρούν τον εαυτό τους υποχρεωμένο να οικοδομήσει έναν θεωρητικά καλύτερο κόσμο, παραμένοντας πάντα πιστοί στις αρχές και στο αντικείμενό τους. Και ακριβώς, μέσα από την εγκατάλειψη του ριζικού σκεπτικισμού, θα μεταβληθεί και ο καταγωγικός μεταμοντερνισμός. Το ζήτημα πλέον είναι να περιοριστεί η διανοητική απήχησή του ώστε να αυξηθεί η πολιτική δυναμική του. Το εγχείρημα αυτό θα γίνει συγκεκριμένο με τη βοήθεια της Κίμπερλυ Κρένσοου (Kimberlé Crenshaw), θεωρητικού της «διατομεακότητας», προσφέροντας έναν τεράστιο χώρο στις κατηγορίες του καταπιεστή και καταπιεζόμενου και στην ιδέα μιας πανταχού παρούσας εξουσίας, πηγή ηθικής διαφθοράς – οι οποίες γίνονται αποδεκτές ως αντικειμενικές πραγματικότητες, όπως και οι διακρίσεις, των οποίων δεν αμφισβητείται η πραγματικότητα. Η φεμινίστρια Μαίρη Πούβεϊ (Mary Poovey) θα τονίσει μάλιστα πως, αν οι μέθοδοι αποδόμησης επιτρέπουν να υπονομευθούν τα στερεότυπα του φύλου, μία υπερβολικά ριζική αποδομητική αντίληψη θα μπορούσε να εμποδίσει την ύπαρξη της κατηγορίας «γυναίκα». Αλλά, προκειμένου να υποστηριχθεί η καταπιεζόμενη γυναίκα απέναντι στον άνδρα που την καταπιέζει, πρέπει αυτές οι κατηγορίες να διατηρούν ένα νόημα και να μην εκμηδενίζονται από τον σκεπτικισμό[1].
Το τρίτο και τελευταίο στάδιο, το στάδιο του γουοκισμού όπως το βλέπουμε σήμερα, ξεκίνησε γύρω στα 2010 και υποδηλώνεται από τους Πλάκροουζ και Λίντσεϊ με το όνομα «πραγμοποιημένος (ή “συγκεκριμενοποιημένοςˮ) μεταμοντερνισμός». Αυτό που είχε ξεκινήσει στις δεκαετίες 1960-1970 ως μια κριτική των μετα-αφηγήσεων μεταβάλλεται με τη σειρά του σε μια μετα-αφήγηση που διακρίνει, μέσα στην αποδόμηση μιας πραγματικότητας που κρίνεται «προβληματική», την προϋπόθεση της χειραφέτησης των μειονοτήτων και του «Άλλου» κάτω από όλες τις μορφές τους. Εδώ ο κύκλος κλείνει διότι εκείνο που ξεκίνησε ως περιγραφή (πρώτο στάδιο) και μεταλλάχθηκε σε επιταγή (δεύτερο στάδιο) ολοκληρώνεται με τη μορφή μιας επιταγής κρυμμένης μέσα στην περιγραφή (τρίτο στάδιο). Οι ηθικές προκείμενες του μεταμοντερνισμού καθίστανται αόρατες στα μάτια των οπαδών του διότι είναι υπερβολικά προφανείς. Ο τόνος συνεπώς αλλάζει σταδιακά, καθώς θεωρούν ότι μιλούν για αποδεδειγμένα γεγονότα και όχι για θεωρίες. Έτσι, για παράδειγμα, η κριτική θεωρία της φυλής (critical race theory, ή CRT), ένας από τους πιο δημοφιλείς κλάδους του γουοκισμού, δεν αναρωτιέται πλέον αν υπάρχει ρατσισμός σε κάποια κοινωνική σχέση (αυτό είναι προφανές κατ’ αυτούς) αλλά μόνο με ποιον τρόπο αυτός ο ρατσισμός εκδηλώνεται[2].
Από τη στιγμή που έχουν ενστερνιστεί αυτό το υπόδειγμα, και καθώς η ακαδημαϊκή επιβίωσή τους εξαρτάται από την ικανότητά τους να ανακαλύπτουν ρατσιστικές αδικίες, αόρατες για τους κοινούς θνητούς, αυτοί οι θεωρητικοί υποχρεώνονται να «ανακαλύπτουν» και πλήθος άλλων αδικιών. Πρόκειται για το τελευταίο στάδιο του μεταμοντερνισμού. Σηματοδοτεί τη στιγμή που αυτές οι ιδέες υπερπηδούν το τείχος των πανεπιστημιακών τμημάτων κοινωνικών επιστημών και διαχέονται στον κόσμο των μήντια, των επιχειρήσεων και, συνολικότερα, στον δημόσιο χώρο της Αμερικής και στη συνέχεια συνολικά της Δύσης.
3. Οι πανεπιστημιακοί κλάδοι
Ο Πιερ-Αντρέ Ταγκιέφ συνοψίζει ως εξής τις μετααποικιακές σπουδές: «προϋποθέτοντας ότι η αποικιακή κληρονομιά –γνωστική, πολιτισμική και κοινωνικοπολιτική– βρίσκεται παντού, η αποαποικιακή επιταγή διατυπώνεται ως εξής: να αποδομήσουμε τα πάντα ώστε να αποαποικιοποιήσουμε τα πάντα[3]». Και όλα αυτά προκειμένου να διασώσουμε τον Άλλο, ο οποίος παίρνει εδώ ουσιαστικά τη μορφή του ξένου, του μετανάστη και της εθνοτικής μειονότητας.
Η queer θεωρία, της οποίας η πιο γνωστή μορφή είναι η Τζούντιθ Μπάτλερ, υπερασπίζεται το ιδεώδες της ρευστότητας των εννοιών του φύλου ώστε να σπάσει η ακαμψία κατηγοριών όπως «άνδρας» και «γυναίκα» οι οποίες είναι μόνο πηγή καταπίεσης. Η έννοια queer αφορά ό,τι δεν μπορεί να κατηγοριοποιηθεί υπό τη μορφή μιας δυαδικότητας, δηλαδή κάθε άτομο ομοφυλόφιλο, αμφιφυλόφιλο, πανφυλόφιλο, διεμφυλικό, μη δυαδικό ή με χαρακτηριστικά που συνδυάζουν όλη αυτή τη γκάμα, και κάθε μέλος της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας. Όλοι μπορούν να γίνουν queer,με την προϋπόθεση, σύμφωνα με έναν από τους θεωρητικούς της έννοιας, τον Ντέιβιντ Χάλπεριν (David Halperin), «να βρίσκονται σε αντιπαράθεση με τον κανόνα, το θεμιτό, το κυρίαρχο[4]».
Η κριτική θεωρία της φυλής γεννήθηκε κατά τη δεκαετία 1970 αλλά δεν διαδόθηκε ευρέως παρά μόνο κατά τις δεκαετίες 1980-1990. Θέτει αξιωματικά την απόρριψη της φιλελεύθερης και οικουμενικής αντίληψης που είναι colorblind (έχει αχρωματοψία). Οι Πλάκροουζ και Λίντσεϊ την συνοψίζουν ως εξής: «Ο ρατσισμός είναι παρών παντού και κάθε στιγμή, και δρα συστηματικά σε βάρος των έγχρωμων ατόμων, τα οποία τον συνειδητοποιούν, και προς όφελος των λευκών ατόμων, τα οποία έχουν την τάση να μην τον αντιλαμβάνονται, όπως τους επιτρέπει το προνόμιό τους[5]». Ο woke στοχαστής Ιμπραΐμ Χ. Κεντί (Ibrahim X. Kendi) θα πει μάλιστα: «Το άτομο που είναι τυφλό στα χρώματα, αρνούμενο να δει τη φυλή, δεν βλέπει τον ρατσισμό και μεταπίπτει σε μια ρατσιστική παθητικότητα. Η γλώσσα αυτής της τύφλωσης απέναντι στα χρώματα –όπως ακριβώς και η γλώσσα αυτού που λέει ‘‘δεν είμαι ρατσιστής’’– είναι ένα προκάλυμμα για να κρύβει τον ρατσισμό[6]».
4. Η μήτρα της διατομεακότητας
Από την κριτική θεωρία της φυλής θα γεννηθεί, το 1989, η έννοια της διατομεακότητας», που διατυπώθηκε από την Κίμπερλυ Κρένσοου. Η ιδέα είναι πως είναι δυνατόν κάποιος να κάνει διακρίσεις ή να υφίσταται διακρίσεις από πολλές κατευθύνσεις ταυτόχρονα, όπως ένα άτομο που βρίσκεται σε ένα σταυροδρόμι και μπορεί να χτυπηθεί από αυτοκίνητα που έρχονται από διαφορετικές κατευθύνσεις[7]. Έτσι ο λευκός ομοφυλόφιλος άνδρας καταπιέζεται λιγότερο κοινωνικά, σε σύγκριση με τη λεσβία, μαύρη, ανάπηρη γυναίκα, δεδομένου ότι είναι κυρίαρχος σε πολλούς άξονες (άνδρας και λευκός), σε αντίθεση με τη γυναίκα. Θεωρητικώς, δεν υπάρχει όριο στον αριθμό των αξόνων κυριαρχίας και οι ακτιβιστές δεν διστάζουν να προσθέτουν όλο και περισσότερους, μια και αυτή η έννοια αποδεικνύεται ιδιαίτερα πλούσια σε νέες διακρίσεις που πρέπει να αναλυθούν, επιτρέποντας έτσι να πολλαπλασιάζονται οι λόγοι για τους οποίους δικαιούται κάποιος να αποκτήσει το καθεστώς του θύματος. Αυτή η έννοια διαδόθηκε ταχύτατα, ιδιαίτερα ανάμεσα στις φεμινίστριες. Η εθνοτική και σεξουαλική ταυτότητα απέκτησε έτσι μια τεράστια σημασία και το να γνωρίζουμε «εξ ονόματος τίνος μιλάει κανείς» (μια έκφραση ήδη παρούσα από την εποχή του Μάη του ’68) μεταβάλλεται σε ερμηνευτικό κλειδί. Σύμφωνα με τους Πλάκροουζ και Λίντσεϊ, «το 2006, ο φεμινισμός, στα πλαίσια των σπουδών φύλου, κατέληξε να στηρίζεται σε τέσσερις θεμελιώδεις αρχές: 1. Το φύλο παίζει έναν πολύ σπουδαίο ρόλο στον τρόπο με τον οποίο δομείται η εξουσία μέσα στην κοινωνία, 2. Το φύλο είναι κοινωνική κατασκευή, 3. Οι δομές της εξουσίας που σχετίζονται με το φύλο ευνοούν τους άνδρες, 4. Το φύλο συνδυάζεται με άλλες μορφές ταυτότητας[8]».
Μεταξύ των αξόνων κυριαρχίας που ανήκουν στο διατομεακό σχήμα, οι πιο πρόσφατοι είναι αυτοί της παχυσαρκίας και της αναπηρίας. Οι θεωρητικοί των disability studies (Σπουδές αναπηρίας) δεν αντιλαμβάνονται την αναπηρία σαν κάτι το ατομικό αλλά σαν μία έννοια που έχει επιβληθεί από μια κακοπροαίρετη κοινωνία. Κατηγορούν για «μίσος προς την αναπηρία» όσους πιστεύουν ότι πρέπει να υπάρχει ένα ανθρώπινο σωματικό πρότυπο. Σύμφωνα με τη λογική τους, δεν πρέπει να προσπαθούμε να θεραπεύσουμε την αναπηρία, γιατί αυτή η επιθυμία προϋποθέτει μια ιεραρχικοποίηση και μάλιστα κρύβει μέσα της τη θέληση εξάλειψης των ανάπηρων ατόμων (και όχι μόνο της αναπηρίας, πράγμα που θολώνει τη διάκριση). Οι Πλάκροουζ και Λίντσεϊ σημειώνουν πως αυτοί οι στοχαστές «αναδιατυπώνουν με σοκαριστικό τρόπο την επιθυμία να προβλεφθεί ή να θεραπευθεί η αναπηρία μεταβάλλοντάς την σε μια επιθυμία να πάψουν να υπάρχουν οι ανάπηροι (και όχι η αναπηρία τους) – ένα κυνικό στρατήγημα που παίζει με τις λέξεις[9]». Μπροστά σε αυτό το τσουνάμι που μοιάζει να αντιπροσωπεύει η σημαντική αύξηση των ψυχικών διαταραχών στις νέες γενιές, αποδεικνύεται δύσκολο να προσδιοριστεί αν η πρόσφατη εξάπλωση των disability studies, που επιχειρούν να τις «κανονικοποιήσουν» παίζει ρόλο αιτίου ή αποτελέσματος.
5. Η απόρριψη του κανόνα μέσω της εξαίρεσης
Σε αυτούς τους διαφορετικούς «επιστημονικούς κλάδους», το ρεύμα woke ενεργεί πάντα με τον ίδιο τρόπο, απορρίπτοντας τη βασιμότητα ενός κανόνα, κοινωνικού, ηθικού ή επιστημονικού, βάζοντας μπροστά την εξαίρεση σε αυτόν, σε μια προέκταση ενός πολιτισμικού σχετικισμού. Το ρεύμα queer εκφράζει με τον πιο εναργή τρόπο αυτό τον στόχο, στον βαθμό που η ρευστότητα επιτρέπει την απόρριψη όλων των κατηγοριών και των κανόνων, που είναι από τη φύση τους «καταπιεστικοί». Γι’ αυτό ακριβώς, εξάλλου, και η Τζούντιθ Μπάτλερ ενθαρρύνει την αποφυγή ενός ορισμού του μεταμοντερνισμού, προκειμένου να τον προστατεύσει από την παγίδα της κατηγοριοποίησης.
Αυτή η απόρριψη κάθε κανόνα είναι ακόμα πιο προφανής στους οπαδούς των fat studies (Σπουδές πάχους) που περιορίζουν την αντιμετώπιση των μορφών σοβαρής ή νοσηρής παχυσαρκίας σε μια καθαρή κοινωνική κατασκευή –απόδειξη ενός πανταχού παρόντος διατροφισμού– στην υπηρεσία των κυρίαρχων. Και ενώ η ιατρική αναφέρεται ρητά στη σχέση ανάμεσα στην παχυσαρκία και τους κινδύνους για την υγεία, αυτή περιγράφεται ως μια στρατηγική καταπίεσης των περιθωριοποιημένων.
Το σχήμα είναι πανομοιότυπο, ανεξάρτητα από το θέμα: ξεκινούν εντοπίζοντας έναν κανόνα ή ένα ιδεώδες που προωθείται –στην περίπτωση των Σπουδών πάχους, την προσπάθεια να μην είναι κάποιος υπέρβαρος–, στη συνέχεια προβάλλουν τα υπέρβαρα άτομα επιμένοντας στη θέση τους ως περιθωριοποιημένων ατόμων. Έτσι, σταδιακά, ο κανόνας εμφανίζεται ως μη υπερασπίσιμος ηθικά, κυρίως όταν εγκαλούμε αυτούς που τηρούν τον κανόνα ως καταπιεστές. Ο σχετικισμός αυτών των διανοούμενων ακτιβιστών τους επιτρέπει στη συνέχεια να σαρώσουν όλα τα ηθικά ή επιστημονικά αντεπιχειρήματα τα οποία χαρακτηρίζονται ως συνωμοσίες εναντίον της «περιθωριοποιημένης κοινότητας» – ενώ οι όροι «συστημικός» ή «εξουσιαστικές δομές» δεν απαιτεί από αυτούς υποχρεωτικά να κατονομάσουν τους συνωμότες. Ωστόσο, δεν αποκλείεται συχνά και η χρήση επιχειρημάτων ad hominem, διότι εάν κάποιος διαφωνεί με αυτές τις απόψεις, είναι, στην καλύτερη περίπτωση, αφελής (αφού μεγάλωσε μέσα σε μια τοξική κουλτούρα, δεν είναι σε θέση να την αντιληφθεί ως τέτοια) ή, στη χειρότερη, είναι κακοπροαίρετος (αφού ενσυνειδήτως επιθυμεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του ώστε να συνεχίζει να απολαμβάνει τη θέση του κυρίαρχου). Έτσι, καθίσταται αδύνατη, ευθύς εξ αρχής, η πιθανότητα μιας ειλικρινούς διαφωνίας, τεκμηριωμένης και ανιδιοτελούς.
6. Από τις φιλοσοφικές και κοινωνιολογικές έννοιες στις μεθόδους δράσης
Η woke σκέψη παραδέχεται η ίδια ότι χρησιμοποιεί έννοιες περισσότερο για τα αποτελέσματα που θα προκαλέσουν παρά για την αξιοπιστία τους ως τέτοιες. Με άλλα λόγια, σπανίως υπερασπίζεται αρχές αλλά περισσότερο μεθόδους. Έτσι, η εσωτερική συνοχή μιας σκέψης καθίσταται δευτερεύουσα σε σχέση με τον στόχο, που είναι να προωθηθεί μια καθολική υπόθεση. Θεωρείται απολύτως θεμιτό να εκφράσει κάποιος μια έννοια με τρόπο ασυνάρτητο, αντιφατικό ή απροσδιόριστο αρκεί να επιτρέπει την προώθηση ενός σκοπού που κρίνεται αγαθός.
Μάλιστα, η συνοχή μπορεί ενίοτε να μεταβληθεί σε μειονέκτημα. Η Ηβ Κοσόφσκι Σέντγουικ (Eve Kosofsky Sedgwick), σημαντική προσωπικότητα της queer φιλοσοφίας, προσδίδει αξία στην αντίφαση και την ασυναρτησία επειδή αυτές οι ιδιότητες κάνουν δυσκολότερη την κατανόηση του κινήματος που υπερασπίζεται[10]. Μια επιφανής θεωρητικός του μετααποικιακού ρεύματος, η Γκαγιάτρι Σακραβόρτι Σπίβακ (Gayatri Chakravorty Spivak), εξυμνεί, από την πλευρά της, την έννοια της «στρατηγικής ουσιοκρατίας», δηλαδή μια προσέγγιση που επιδιώκει να ουσιοποιεί την τάδε ή τη δείνα περιθωριοποιημένη ομάδα, σε συνάρτηση με συγκυρίες που κρίνονται πολιτικά ευνοϊκές, ώστε να αντιστέκεται κανείς καλύτερα στους «αποικιοκράτες[11]», ενώ οι εσωτερικές αντιθέσεις μεταβάλλονται και εδώ σε δευτερεύον ζήτημα. Αυτή η στρατηγική ουσιοκρατία αντανακλά αυτό που ο Πιερ-Αντρέ Ταγκιέφ ονομάζει «επιλεκτική ξενοφιλία» των αποαποικιακών ακτιβιστών[12].
Γνωρίζοντας πως είναι ευκολότερη η προσχώρηση σε μία αρχή παρά σε μία μέθοδο, οι ακτιβιστές, που έχουν μάθει να μην υπερεκτιμούν τη σημασία της λογικής συνοχής, έχουν την τάση να διατυπώνουν αυτές τις μεθόδους ως αρχές. Θα μπορούσαμε να πιστέψουμε, για παράδειγμα, ότι η διαφορετικότητα υποστηρίζεται ως θέση αρχής, αλλά, ένας woke στοχαστής ή ακτιβιστής δεν θα μπορούσε να διαμαρτυρηθεί, στο όνομα της διαφορετικότητας, ότι δεν υπάρχουν αρκετοί λευκοί άνδρες (ή ετεροφυλόφιλοι) σε μια χώρα, μια γειτονιά ή έναν θεσμό. Εάν η διαφορετικότητα εκτιμούνταν αυτή καθεαυτή, θα έπρεπε να υπάρχει και μια τέτοια προσέγγιση. Η απουσία της υποδηλώνει υπόρρητα την ωφελιμιστική προσέγγιση αυτών των ακτιβιστών, και ο λόγος υπέρ της διαφορετικότητας αποκαλύπτεται ότι δεν είναι παρά ένα μέσο για την «απολεύκανση» της κοινωνίας. Έτσι θα πρέπει να διαβάσουμε τα λόγια της Χουριά Μπουτελτζά (Houria Bouteldja), της ιδρύτριας του «Κόμματος των Ιθαγενών της Δημοκρατίας» στη Γαλλία: «Η απλή ύπαρξή μας, ενισχυόμενη από ένα σχετικό δημογραφικό βάρος (1 προς 6), αφρικανίζει, αραβίζει, μπερμπερίζει, κρεολίζει, ισλαμίζει, μαυρίζει την πρωτότοκη κόρη της Εκκλησίας (sic) που προηγουμένως ήταν λευκή και άμωμος[13]». Η μείωση λοιπόν (ακόμα και η εξαφάνιση) των ατόμων που θεωρούνται «κυρίαρχα», δηλαδή το σύνολο των Δυτικών λευκών, αποτελεί τον τελικό σκοπό και η φαινομενική υπεράσπιση της διαφορετικότητας από θέση αρχής δεν είναι παρά μια στρατηγική για την επίτευξη αυτού του στόχου.
7. Η στρατηγική της επιμόλυνσης
Με αυτή τη στρατηγική προσέγγιση των εννοιών –μία καλή έννοια είναι μία έννοια που παράγει «καλά» αποτελέσματα– δεν μας εκπλήσσει το γεγονός πως οι woke στοχαστές αξιοδοτούν θετικά τον ίδιο τους τον εαυτό ως μεταδότες ιών. Το 2016, οι συγγραφείς ενός επιστημονικού άρθρου παραλληλίζουν τον φεμινισμό με ασθένειες όπως ο Έμπολα ή το AIDS, με τον σκοπό να διαδοθεί η αντίληψή τους για τον φεμινισμό σαν ένας ιός ικανός να ανθίσταται στις ανοσοποιητικές άμυνες των οργανισμών και να ενεργοποιεί τους ακτιβιστές φοιτητές ώστε να μεταμορφώνονται σε φορείς αυτού του τελευταίου[14]. Αυτή την έννοια την βρίσκουμε ήδη στο έργο του Ζακ Ντεριντά, που περιέγραφε τις δικές του εργασίες ως μια «παρασιτολογία, μια ιολογία[15]». Για να μπορέσει ένας ιός να μολύνει τον ξενιστή του, πρέπει να μάθει να τον μιμείται πριν τον ανατρέψει εκ των έσω· πρόκειται για μια μεταφορά που θα την συναντήσουμε όταν θα μελετήσουμε την ικανότητα αυτών των ακτιβιστών να κατακτούν τον έλεγχο ορισμένων θεσμών.
μετάφραση: Χριστίνα Σταματοπούλου
*συγγραφέας
[1] Βλέπε, Mary Poovey, «Feminism and Deconstruction», Feminist Studies, τ. 14, τχ. 1, Καλοκαίρι 1988, σσ. 51-65.
[2] Βλέπε, Heather Bruce, Robin DiAngelo, Gyda Swaney (Salish) et Amie Thurber, Between Principles and Practice: Tensions in Anti-Racist Education, Race and Pedagogy National Conference, University of Puget Sound, Σεπτέμβριος 2014.
[3] Pierre-André Taguieff, ό.π., σ. 132.
[4] H. Pluckrose et J. Lindsay, ό.π., σ. 95.
[5] H. Pluckrose et J. Lindsay, ό.π., σ. 120.
[6] Ibrahim X. Kendi, Comment devenir antiraciste, Alisio, 2020, σ. 19.
[7] Kimberlé Crenshaw, «Mapping the Margins: Intersectionality, Identity Politics, and Violence against Women of Color», Stanford Law Review, τ..43, τχ. 6, Ιούλιος 1991, σσ. 1241-1299.
[8] H. Pluckrose et J. Lindsay, ό.π., σ. 155.
[9] Στο ίδιο, σ. 166.
[10] Βλέπε, Eve Kosofsky Sedgwick, Épistémologie du placard [1991], Εκδόσεις Amsterdam, 2008.
[11] Αναφέρεται στο βιβλίο του Alan Sokal, Pseudosciences et Postmodernisme. Adversaires ou compagnons de route?, Odile Jacob, 2005, σ. 111.
[12] Pierre-André Taguieff, ό.π., σ. 41.
[13] Houria Bouteldja, «Élisabeth, va t’faire intégrer», indigenes-republique.fr, 16 Σεπτεμβρίου 2009.
[14] Βλέπε, Breanne Fahs et Michael Karger, «Women’s Studies as Virus: Institutional Feminism, Affect, and the Projection of Danger», Géneros, τομ.. 5, τχ. 1, Φεβρουάριος 2016, σσ. 929-957.
[15] Jacques Derrida, στο Peter Brunette et David Wills, «The Spatial Arts, an interview with Jacques Derrida», στο Peter Brunette et David Wills (dir.), Deconstruction and the Visual Arts. Art, Media, Architecture, Cambridge UP, 1994, σ. 12.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.