Σάββατο 5 Απριλίου 2025

Ο ΕΘΝΙΚΟΣ ΜΑΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ

Του Ἀργύρη Ἐφταλιώτη*

Τὸ εἶχα στὸ νοῦ μου νὰ καταστρώσω ἐδῶ τὰ πιὸ εὐκολόπιαστα σημάδια τοῦ Ρωμαίϊκου τοῦ χαρακτήρα, κι ὄχι μὲ σκοπὸ γιὰ νὰ γίνεται ὁμιλία, μὰ πάντα μὲ τὴν ἀρχικὴ τὴν ἰδέα πὼς πρέπει ὅλο νὰ τὰ λέμε, ὅλο νὰ τὰ ξετάζουμε τὰ δικά μας, καὶ καλὰ κι ἀχαμνά, ὥσπου νὰ μάθουμε τὸ τί νὰ φυλάγουμε καὶ τί νὰ πετοῦμε, μὴν τύχει καὶ ξαναφανοῦμε καμιὰν ὥρα στὸν κόσμο καὶ βρεθοῦμε πάλε σὰν πρῶτ’ ἀνετοίμαστοι. Ξεφύτρωσε ὅμως ἄξαφνα ὀμπρός μου ἀναπάντεχη δυσκολία. Ἡ ἀμηχανία ποὺ πιάνει τὸν ἄνθρωπο ὅταν κοιτώντας μὲς στὸν καθρέφτη θέλη νὰ ἱστορήση τοῦ προσώπου του τὰ σημάδια! 

[...] Τί βγάζεις ἀπ’ ὅλ’ αὐτά; Ἐγὼ βγάζω πὼς ὁ Ρωμαίικος ὁ λαὸς εἶναι ψυχικὰ ὀργανισμένος ἀπάνω κάτω σὰν τοὺς καλλίτερους Εὐρωπαϊκοὺς λαούς. Τοῦ λείπει ὅμως ἡ πράξη. Μ’ ἄλλους λόγους, τοὺς πὲντ’ ἕξη αἰῶνες ποὺ ἡ Εὐρώπη σιγοξυπνοῦσε καὶ προετοιμαζότανε γιὰ τὰ σημερνὰ ἂς τὰ ποῦμε φῶτα, ἐμεῖς ποὺ στοὺς πιὸ προτερινοὺς αἰῶνες ζούσαμε καὶ βασιλεύαμε, τώρα κοιτούμαστε λαβωμένοι, ἀποσταμένοι, ἀποναρκωμένοι. 

Πῆρε λοιπὸν ἕνα δρόμο ὁ ἐθνικός μας ὁ χαραχτήρας, ποὺ ἂν καὶ στὸ βάθος ἀναλογεῖ μὲ τὸν Εὐρωπαϊκό, ἔχει τώρα τὰ δικά του, καὶ καλὰ καὶ κακά, κι ἄσκοπο δὲν εἶναι νὰ σημειωθοῦνε στὰ πεταχτὰ τὰ πιὸ σπουδαιότερα. 

Ἀρχίζοντας ἀπὸ τὰ ψεγάδια, ἂς βάλουμε πρῶτα πρῶτα τὴν ἀψηφησιά μας σὲ κάθε εἶδος Νόμο. Βάλε Ρωμιὸ νὰ συντάξη Νόμο, καὶ θὰ σοῦ προλάβει κάθε περιστατικὸ ποὺ πρέπει νὰ προστατεύη αὐτὸς ὁ Νόμος. Στὴν πράξη ὅμως ἀπάνω, ἄλλος λόγος. Πώς ὁ Νόμος εἶναι ἱερὸ συφωνητικὸ ποὺ ὁ καθένας ἀνάλαβε νὰ τὸ φυλάει μ’ ὅλους τοὺς ἄλλους, μπορεῖ κι αὐτὸ νὰ σοῦ τὸ ἀποδείξει μὲ μία διατριβὴ ἤ καὶ μ’ ἕνα βιβλίο. Νὰ τὴ ζυμώση ὅμως αὐτὴ τὴν ἀρχὴ μέσα στὴν καθημερνή του ζωή, ὄχι πῶς δὲν τὄχει στὸ αἷμα του –τὄχει, ἀφοῦ σὲ ξένους τόπους θέλοντας καὶ μὴ τονὲ σέβεται τὸ Νόμο– στὸν τόπο του ὅμως ποὺ ὁ Νόμος δὲν πολυδουλεύει (ἄλλη μελέτη αὐτή), δὲν τὸ καλόνοιωσε ὁ Ρωμιὸς τὸ συφωνητικό του μὲ τοὺς συντοπίτες του. Δὲν ἄδειασε ἀκόμα νὰ τὸ καλονοιώσει. Ἔχει ἄλλες δουλειές. Ἔχει νὰ φροντίζει γιὰ τὸ δικό του, ἐκεῖνο δηλαδὴ ποὺ θαρρεῖ πῶς εἶναι δικό τοῦ συφέρο. Μᾶς φέρνει μ’ ἄλλους λόγους τὸ ψεγάδι αὐτὸ στὸν Ἐγωισμό, ὄχι δὰ στὸν Ἐγωισμὸ ποὺ ἔχει ὅλος ὁ κόσμος, μὰ μία σταλίτσα ἀκόμα. 

Ἄλλο ἕνα. Δὲ θέλει νὰ κοπιάζει ἐξὸν ἂν εἶναι γιὰ τὸν παρὰ. Ἄφησε τὴν κούραση γιὰ ἕνα κοινὸ καλό, ποὺ τὴν τρέμει σὰν δὲν προσμένη κι αὐτὸς ὠφέλεια, καὶ πᾶρε τίποτις ἄλλο... Τί βγάζουμε καὶ μὲ τοῦτο; Πὼς δὲν πονεῖ τίποτις ἄλλο, δὲ θυσιάζεται γιὰ τίποτις ἄλλο ὁ Ρωμιὸς παρὰ γιὰ τὸ δικό του, ἐκεῖνο δηλαδὴ ποὺ φαντάζεται πὼς είνε δικό τοῦ συφέρο. Μᾶς φέρνει λοιπὸν κι αὐτὸ στὴν ἴδια τὴν πηγή, στὸν Ἐγωισμό. 

Ἄλλος. Εἶναι λογάς, φωνακλάς, σοφιστής. Θ’ ἀναλυθοῦν αὐτὰ κάμποσο στὴν ἱστορία ἀπάνω, ποὺ εἶναι καὶ προπατορικὰ ἐτοῦτα. Ἄς ἀναφερθεῖ ὅμως ἕνα πράμα ἐδῶ· πῶς τὶς μεγάλες τὶς φωνές, τὰ πολλὰ τὰ λόγια, καὶ τὶς ἀτέλειωτες σοφιστεῖες τὶς ἔχει πρόχειρες ὁ φταιξιάρης, καὶ πάντα ὁ φταιξιάρης. Καὶ φωνάζοντας λοιπὸν καὶ συζητώντας καὶ λογομαχώντας ὁ Ρωμιὸς ἄλλο δὲν ἔχει στὸ νοῦ του παρὰ τὸ δικό του, ἐκεῖνο δηλαδὴ ποὺ θαρρεῖ πῶς εἶνε δικό του συφέρο. Κ’ ἔτσι καταντοῦμε πάλι στὴν ἴδια πηγὴ τοῦ Ἐγωισμοῦ. 

Τέταρτο ψεγάδι, ποὺ ἀγαπάει, σέβεται, φοβᾶται, τρέμει, προσκυνάει, λατρεύει, καὶ τέλος μιμάται τὰ ξένα. Σημάδι ἀλάθευτο μισοβαρβαρισμοῦ. Ἀδύνατο πρᾶμα, φίλε μου, νὰ γυρεύεις νὰ μιμηθεῖς Ἄγγλους, Γάλλους, Γερμανούς, κι ἀρχαίους Ἕλληνες, καὶ νὰ μὴν ἔχεις δόση ἀπὸ βαρβαρωσύνη, τὴ βαρβαρωσύνη ποὺ βλέπει τὰ φανταχτερὰ τὰ ξένα καὶ σκιάζεται, βλέπει τὰ δικά της καὶ ντρέπεται. Μᾶς φέρνει λοιπὸν αὐτὸ τὸ ψεγάδι ἴσια κ’ ἴσια στὴν πηγὴ τῆς πηγῆς, δηλαδὴ στὴν πηγὴ ποὺ μέσαθέ της κι ὁ ἴδιος ὁ Ἐγωισμὸς ἀναβρύζει. 

Καὶ νὰ δεῖς ποὺ εἶναι ἡ βαρβαρωσύνη αὐτὴ χερώτερη κι ἀπὸ τοῦ ἄγριου Ἀφρικανοῦ. Νὰ εἶσαι ἀπὸ γεννήσιο φτωχὸς κακὸ πρᾶμα, μὰ ὄχι καὶ τόσο κακὸ καθὼς ὅταν εἶσαι πλούσιος καὶ ξαναπέφτης στὴ φτώχεια. Ἠθικὴ φτώχεια ἡ δική μας. Χέρσο χωράφι ποὺ αἰῶνες δουλευτὴς δὲν τὸ πάτησε. 

Ἄς ἔρθουμε τώρα καὶ στὰ καλά μας. 

Καὶ πρῶτο πρῶτο, ἡ μοναδική μας ξυπνάδα. Τίποτις, φίλε μου. Ἐμεῖς κι ὄχι ἄλλοι. Μὴν πάρεις μία καὶ μονάχη ἀχτίδα τῆς ψυχικῆς μας φωτοπλημμύρας, πᾶρε τὶς ὅλες μαζὶ καὶ παράβαλέ τις μ’ ὅλες μαζὶ ὁποιανοῦ ἄλλου λαοῦ θέλεις. Τὸ χῶμα τὄχει, τί τὰ θές. Αὐτό μας τὸ χάρισμα γέννησε τὴν ἑφτάψυχη τὴ δύναμη ποὺ μᾶς βάσταξε μέσα σὲ τόσους καὶ τόσους κατακλυσμούς, αὐτὸ μᾶς ξηγάει μὲ τί τρόπο τὰ κατάφερε ὁ Ρωμιὸς καὶ τὰ κατάπιε ὅλα ἐκεῖνα τ’ ἀνήμερα θηριά, ἀπὸ Γότθους καὶ κάτω, καὶ τἄκαμε θροφή του ἀπὸ φαρμάκι του, τέλος μὲ τί τρόπο ξαναπρόβαλε ἐκεῖ ποὺ τονὲ θάρρειε ὁ κόσμος χαμένο, καὶ σήμερα ζεῖ πάλε καὶ παραζεῖ μάλιστα, ἀφοῦ μεγάλο Ἀνατολικὸ ζήτημα δὲ βγαίνει στὴ μέση δίχως ν’ ἀντιλαλοῦν οἱ φωνές του μέσα στὴ σαστισμένη Εὐρώπη. Χάρισμα φυσικό, καὶ δίχως κόπο ἀποχτημένο. Μάρμαρο ἀπὸ φυσικό του ἀξετίμητο. 

Μπορούσανε κάμποσα νὰ λεχτοῦν καὶ γιὰ τὴ νοικοκυροσύνη του, τὴ σπιταρχοντιά του, τὰ ἐμπορικά του χαρίσματα, τὶς θαλασσινές του ἀγάπες καὶ δόξες. Μὰ ἀφίνοντάς τά, σὰν παραβλάσταρα ποὺ εἶναι ἄλλων προσόντων του, ἂς πᾶμε σ’ ἄλλο, τὸ πιὸ γλυκύτερο, τὸ πιὸ παρηγορητικό, τὸ πιὸ θεϊκὸ ἀπ’ ὅλα, τὴ ρωμαίικη τὴν ἀγάπη, τὴν ψυχοπονεσιά, τὴν ἀφοσίωση, μὰ συγγενικὴ εἶναι, φιλική, πατριωτική. Πίστη καὶ θρησκεία σωστή. Θρησκεία ποὺ δὲν τὸ μυρίζουμε καὶ πολὺ τὸ θεμιάμα της στὰ βορεινότερα μέρη. 

Καὶ τέλος νὰ μὴν παραλείψουμε τὴν ἀγάπη τῆς ὀμορφιᾶς, τὴν ἀγάπη τῆς ἀγάπης, τὴν καλλιτεχνικὴ τὴ φλέβα ποὺ κλαδώνεται κι αὐτὴ ἀργυρόχρυση μέσα στ’ ἀσκάλιστο, τ’ ἀδούλευτο μάρμαρο. 

Σπάνιο ὑλικό, καὶ νὰ μὴ θέλει, λέει, ν’ ακούση σμίλι! Νὰ μὴ θέλει ν’ ακούση νόμο, νὰ μάθη κόπο, νὰ σεβαστεῖ ἀλήθεια κ’ ἐπιστήμη, καὶ τὸ χερώτερο, νὰ μὴ θέλει νὰ τιμήση καὶ τὰ δικά του. 

Ξολοθρεμὸς κι ἀπελπισιὰ, θὰ μοῦ πεῖς. Τίποτις. Ὅλο τὸ ἐνάντιο μάλιστα. Θὰ τὰ δεῖ μιὰ μέρα τὰ ψεγάδια του ὁ Ρωμιὸς μὲ τὴν ἀθάνατή του ξυπνάδα. Θὰ τὰ δεῖ καὶ θὰ τὰ σιχαθεῖ. Σώνει ὅποιος μᾶς τὰ νοιώθει ἀπὸ τώρα νὰ κάμει τὸ χρέος του. 

Αὐτὸ πασκίζει νὰ κάμει κι αὐτὴ ἡ Ἱστορία. Ἀσήμαντη βοήθεια θὰ πεῖς, μὰ εἴμαστε πολλοί, κι ὄχι ἕνας. Ἔχουμε καὶ τὰ χρόνια μπροστὰ μᾶς. Ἑκατό, διακόσια, πόσα θές; Ἔτσι πρέπει νὰ τὸ βλέπουμε τὸ ζήτημα. Εἴμαστε ἔθνος, κι ὄχι ἄτομο. 

Αργύρη Εφταλιώτη, «Ἱστορία τῆς Ρωμιοσύνης», α΄ τόμος, Ἀθήνα 1901

Ὁ ποιητὴς καὶ πεζογράφος Ἀργύρης Ἐφταλιώτης (φιλολογικὸ ψευδώνυμο τοῦ Κλεάνθη Μιχαηλίδη) γεννήθηκε στὸ Μόλυβο τῆς Λέσβου τὸ 1849 καὶ πέθανε στὴν Ἀντὶμπ τῆς Γαλλίας τὸ 1923. Ὁ Ἐφταλιώτης, ἐπηρεασμένος ἀπὸ τὸν Ψυχάρη, ἔγραψε τήν «Ἱστορία τῆς Ρωμιοσύνης» στὴν δημοτική -κάτι ποὺ ἀποτελοῦσε πραγματικὸ σκάνδαλο σὲ μία ἐποχὴ ποὺ μεσουρανοῦσαν ὁ ἀττικισμὸς καὶ ἡ ἀρχαΐζουσα. 

Μὲ τὴν «Ἱστορία» του, ἡ ὁποία ἀρχίζει μὲ τὴν κατάκτηση τῆς Ἑλλάδας ἀπὸ τοὺς Ρωμαίους τὸ 146 π.Χ., ὁ Ἐφταλιώτης ἤθελε νὰ τονίσει τὴν Ρωμαϊικη ταυτότητα τοῦ Ἑλληνισμοῦ μετὰ τὴν παρακμὴ καὶ τὴν κατάρρευση τοῦ ἀρχαίου κόσμου, σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν ἀντίληψη τῶν Δυτικοευρωπαίων καὶ τῶν Δυτικοθρεμμένων φιλελεύθερων (καὶ συχνὰ τεκτόνων) νεοελλήνων διανοουμένων τῆς ἐποχῆς του, ποὺ ἀπέρριπταν μετὰ βδελυγμίας τὴν Ρωμηοσύνη καὶ περιόριζαν, κατὰ κραυγαλέα προκρούστειο τρόπο, τὸν Ἑλληνισμὸ μονάχα στὴν ἀρχαῖα Ἑλλάδα, φθάνοντας στὸ σημεῖο, ὅπως ὁ φορέας τοῦ Διαφωτισμοῦ Κοραῆς, νὰ θεωροῦν τὴν ἀπαρχὴ τῆς παρακμῆς καὶ τῆς δουλείας τῶν Ἑλλήνων τὴν κατάκτηση τῶν ἑλληνικῶν πόλεων ἀπὸ τοὺς Μακεδόνες (ποὺ δὲν τοὺς θεωροῦσαν Ἕλληνες ἀλλὰ Βαρβάρους) καὶ τήν δῆθεν «ἐπανεμφάνιση» τῶν Ἑλλήνων μὲ τὴν δημιουργία τοῦ νεοελληνικοῦ κράτους τὸ 1830 καὶ τὴν ἐμπέδωση τῆς ἀρχαίας (καί «μοναδικῆς» τους) ταυτότητας ἀπὸ τὶς μοντέρνες ἰδέες τῆς «φωτισμένης» Εὐρώπης!

Τὸ βιβλίο τοῦ Ἀργύρη Ἐφταλιώτη «Ἱστορία τῆς Ρωμιοσύνης» θὰ κυκλοφορήσει προσεχῶς ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις «Ἔξοδος». 

ΥΓ: Ὁ τίτλος τῆς ἀνάρτησης εἶναι δικός μας.

ΠΗΓΗ: https://www.facebook.com/share/14xrviyw5Y/
 Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.