Απόστολος Διαμαντής
Όταν ο Μαξ Βέμπερ και ο Ρίτσαρντ Τώουνυ δημοσίευσαν τα έργα τους για τον προτεσταντισμό, η σχετική συζήτηση για την αμερικανική ιδεολογία μπήκε σε εντελώς άλλο δρόμο: αναδείχθηκε για μια ακόμη φορά, η θεολογική βάση του δυτικού πολιτισμού και κυρίως εμπλουτίστηκε η ιστορική ερμηνεία με νέα εργαλεία, αυτή τη φορά από το χώρο των νοοτροπιών. Πρώτα ο Μαξ Βέμπερ δημοσιεύει το κλασικό πλέον έργο του «Η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού», σε γερμανικά περιοδικά το 1904-1905 και στη συνέχεια ο Ρίτσαρντ Τώουνυ, το 1926, το παρεμφερές «Η χριστιανική θρησκεία και η άνοδος του καπιταλισμού».
Και τα δύο σχετικοποιούν την μαρξιστική πεποίθηση για την εξάρτηση των ιδεών από το πεδίο της οικονομίας και αναδεικνύουν την αυτοτελή σημασία των ιδεών, της ιστορικής συνείδησης και των νοοτροπιών. Έτσι, απαντώντας στον Μαρξ κυρίως, οι Βέμπερ και Τώοουνυ συνέδεσαν την καπιταλιστική εποχή με την επικράτηση της προτεσταντικής ηθικής στον αγγλοσαξωνικό κόσμο.
Ας συνοψίσουμε τις ιστορικές ιδιαιτερότητες του προτεσταντισμού- τι νέο δηλαδή έφερε στο προσκήνιο της ιστορίας- και τα βασικά σημεία της νέας προτεσταντικής ηθικής. Βεβαίως, δεν υπάρχει ένας και μόνος προτεσταντισμός, αλλά πολλές διαφορετικές εκδοχές του: Λουθηρανισμός, καλβινισμός, αγγλικανοί, ευαγγελικοί, βαπτιστές και πολλές άλλες ομάδες που προκύπτουν κυρίως από το γεγονός ότι οι προτεστάντες δεν έχουν ένα κεντρικό εκκλησιαστικό όργανο, μια εκκλησιαστική ιεραρχία δηλαδή, όπως οι καθολικοί και οι ορθόδοξοι. Οπότε κάθε προτεσταντική εκκλησία κουβαλάει τα ιδιαίτερα δικά της ιστορικά χαρακτηριστικά. Ωστόσο, μπορούμε να σταθούμε στις γενικές γραμμές της προτεσταντικής πίστης, στις σταθερές της δηλαδή. Αυτές εξάλλου θεμελιώνουν και την ιδιαίτερη σύνδεση αυτού του θεολογικού κινήματος με την νεωτερική εποχή του κεφαλαίου.
Οι καλβινιστές, οι πουριτανοί, οι λουθηρανοί, οι Ουγενότοι και όλοι γενικώς οι προτεστάντες, αποφάσισαν να ζήσουν απλά μέσα στην εκκλησία τους, αλλά αυστηρά όσον αφορά τη στάση ζωής τους απέναντι στα ιερά κείμενα. Κατήργησαν τα περισσότερα λατρευτικά τυπικά, τα μυστήρια και απαίτησαν απόλυτη προσήλωση στο ευαγγέλιο. Aπέρριψαν δηλαδή όλα τα τυπικά της Λατρείας, την παράδοση της εκκλησίας και των Πατέρων, όσα είχαν προκύψει από την συνολική ιστορία του χριστιανισμού και κράτησαν μόνο τη Bίβλο για οδηγό.
Οι προτεστάντες, αρνούμενοι την υπαγωγή της συνείδησης σε μια αυστηρή παπική ιεραρχία, ουσιαστικά απαίτησαν την θρησκευτική ατομικότητα. Αρνούμενοι τον κοινοβιακό μοναχισμό, στράφηκαν προς τον εσωτερικό κόσμο του πιστού. Δηλαδή στο άτομο. Επομένως οι προτεστάντες θεμελιώνουν στο χώρο της θεολογίας την ατομικότητα, υπερβαίνοντας την λογική της ενορίας και της εκκλησιαστικής κοινότητας. Προέχει πάντα για τους προτεστάντες η ατομική μας συνείδηση, η πίστη. Η θρησκεία γίνεται έτσι μια εντελώς προσωπική υπόθεση.
Οι προτεστάντες συνέδεσαν το παρόν, την καθημερινότητά τους, με την πίστη. Ο προτεσταντισμός ανέλαβε αυτόν ακριβώς το ρόλο: να τοποθετήσει στο κέντρο της εκκλησιαστικής ζωής το υποκείμενο, το άτομο, σε όλες τους τις κοσμικές εκδηλώσεις. Ο Mαρτίνος Λούθηρος, ο Ούλριχ Σβίγγλιος και ο Iωάννης Kαλβίνος, ιδίως ο τελευταίος, κωδικοποίησαν μια νέα ηθική. H ουσιαστική διαφορά βρίσκεται στην προτεραιότητα που δίνει ο προτεσταντισμός σε ό,τι ονομάζεται πραγματική ζωή: η θρησκεία δεν νοείται, παρά μόνον στην αδιαμεσολάβητη σχέση της με τη ζωή- πρακτικά πρέπει να φαίνεται αυτό που πιστεύεις. Ήταν δηλαδή η απαραίτητη μεταστροφή, για να εδραιωθεί ο σύγχρονος κόσμος των ατομικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων.
Αρνούμενοι την απόλυτη παπική εξουσία πάνω στις τοπικές εκκλησίες, οι προτεστάντες, με επικεφαλής τον Λούθηρο, απαίτησαν την εθνικοποίηση των εκκλησιών. Απαίτησαν επίσης λειτουργίες όχι στα λατινικά, αλλά στις εθνικές γλώσσες. Με λίγα λόγια, αρνήθηκαν τα οικουμενικά χαρακτηριστικά του παπισμού, τα οποία είχαν ταυτιστεί με την αυτοκρατορική λογική. Και επομένως πρωτοστάτησαν στα εθνικά κινήματα από τον 17ο αιώνα και μετά. Δεν είναι τυχαία η σύνδεση του Διαφωτισμού- που εισάγει την εποχή των εθνών και του εθνικισμού- με τον προτεσταντισμό. Οι διαφωτιστές φιλόσοφοι είναι σχεδόν στο σύνολό τους έχθροί του καθολικισμού και φιλικοί με τον προτεσταντισμό. Επομένως υπάρχει άμεση σύνδεση ανάμεσα στον προτεσταντισμό και την εδραίωση των ευρωπαϊκών εθνικών κρατών.
Για τους προτεστάντες ο άνθρωπος δεν θα σωθεί από τα έργα του και την ηθική του συμπεριφορά, αλλά από την πίστη του στον Ιησού Χριστό. Αυτή είναι η κεντρική πρόταση του Μαρτίνου Λούθηρου και γενικώς του προτεσταντισμού. Η εχθρότητα του Λούθηρου απέναντι στην επικρατούσα χριστιανική ηθική, συνοδεύτηκε και από την εχθρότητά το απέναντι στον λεγόμενο «νομικισμό» της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας. Έτσι ο χριστιανός απελευθερώνεται από την υποχρέωση υπακοής σε κάθε νόμο, εκτός από τον νόμο του Χριστού, που όμως είναι μέσα του, ένας νόμος εσωτερικός και υποκειμενικός. Ο χριστιανός νοιώθει ελεύθερος απέναντι σε όλους τους νόμους και γίνεται κύριος του εαυτού του. Αυτή ακριβώς είναι η πιο σοβαρή νεωτερική διάσταση του λουθηρανισμού, η προβολή της ελεύθερης υποκειμενικότητας, αυτό που ο Λούθηρος ονόμασε «χριστιανική ελευθερία».
Ο χριστιανός είναι μεν ελεύθερος στο πλαίσιο της χριστιανικής ζωής, αλλά εκτός από το βασίλειο του Χριστού υπάρχει και το επίγειο βασίλειο, στο οποίο οι άνθρωποι, βυθισμένοι στην αμαρτία, υποχρεώνονται να υπακούν σε όλους τους κανόνες συμπεριφοράς που επιτάσσει η Αγία Γραφή. Για τον Λούθηρο η ανθρώπινη φύση είναι βαθιά διεφθαρμένη και ο ίδιος περιφρονεί τον ανθρώπινο λόγο και τη φύση. Η αμαρτία και η αποφυγή της γίνεται λοιπόν ο άξονας της προτεσταντικής ηθικής, η οποία κινείται ανάμεσα στις έννοιες «καλό» και «κακό». Η προτεσταντική ηθική με τον Λούθηρο βρίσκεται στον αντίποδα της αριστοτελικής ηθικής των αρετών και του ενάρετου βίου, θεωρεί τον ίδιο τον Αριστοτέλη άλλωστε ως «προπύργιο των παπιστών» και «την ηθική του ως τον μεγαλύτερο εχθρό της χάρης», καθώς είναι η ηθική που ενσωμάτωσε πλήρως η σχολαστική θεολογία του μεσαίωνα.
Η χριστιανική ηθική και η ηθική της Αγίας Γραφής είναι αυτή που οδήγησε και τον Καλβίνο στην ίδια αποδοχή, ότι δηλαδή η σωτηρία του ανθρώπου δεν θα προέλθει από τα έργα του αλλά από την χάρη που απευθύνει ο Θεός στους «εκλεκτούς» του με βάση τη διδασκαλία του προορισμού. Δεν πρόκειται λοιπόν για μια ηθική που αφορά όλους τους ανθρώπους, αλλά τους πιστούς. Αυτοί που θα καταφέρουν να αποκτήσουν την θεία χάρη και επομένως τον προορισμό της σωτηρίας.
Ο Καλβίνος και ο Λούθηρος δεν δέχονται την «φυσική ηθική» των αρετών, ούτε τη σύγκλιση της χριστιανικής με την κοσμική ηθική, με συνέπεια η καλβινιστική ηθική να ρυθμίζει πλέον με χριστιανικούς νόμους όλες τις πράξεις της εγκόσμιας ζωής, σε μια προσπάθεια απόλυτου εκχριστιανισμού του συνόλου της ζωής, στις κοινωνικές και οικονομικές σχέσεις των ανθρώπων. Αυτός όμως ο εκχριστιανισμός συνοδεύεται από την πλήρη απελευθέρωση από τα θρησκευτικά καθήκοντα της καθολικής εκκλησίας, στο όνομα της «χριστιανικής ελευθερίας». Επομένως πρόκειται για μια εκκοσμίκευση του χριστιανισμού. Αυτός ο εκκοσμικευμένος χριστιανισμός είναι που καλύπτει όλες τις πλευρές της ζωής του ατόμου- όχι η συμμετοχή του στα μυστήρια της εκκλησίας.
Η πρακτική του ασκητισμού του Καλβίνου και οι αρνήσεις του απέναντι στην εκκλησία δεν ήταν τίποτε άλλο από μια επίθεση στην αρχαία ηθική, η οποία μέχρι τέλους παρέμεινε εμπόδιο στην εργασία και τον πλουτισμό. Η διδασκαλία του Καλβίνου λοιπόν άφησε ανοιχτή την πόρτα στον δανεισμό, διευκολύνοντας την εμπορική δραστηριότητα, η οποία επί αιώνες υφίστατο την απαγόρευση του τόκου, εκ μέρους της καθολικής εκκλησίας (αν και σ’ αυτό το σημείο και ο Λούθηρος συνέχιζε την παράδοση αυτή, την απαγόρευση του τόκου). Κηρύσσοντας σε όλους την ανάγκη της εργασίας- αφού ο Θεός προόρισε τον άνθρωπο «να ζει με τον ιδρώτα του προσώπου του» και ευλόγησε την εργασία, την ευημερία και την απόκτηση των υλικών αγαθών, δηλαδή τη γεωργία, το εμπόριο, τα συμβόλαια κλπ.- ο Καλβίνος διετύπωσε και ηθικές εντολές για όλες τις πλευρές της κοινωνικής και οικονομικής ζωής.
Η καλβινιστική ηθική, η οποία είναι η κύρια πλευρά της προτεσταντικής ηθικής συνολικά, είναι μια ηθική υπακοής στις επιταγές του Θεού, οι οποίες νοούνται ως υπακοή στις εντολές της Βίβλου. Η παράδοση του εξελληνισμένου χριστιανισμού παρακάμπτεται. Ουσιαστικά ο προτεσταντισμός προκαλεί μια επιστροφή στην ιουδαϊκή ηθική των εντολών και όχι σε μια ηθική ως έργο του ανθρώπινου λόγου, που είχε επεξεργαστεί η πατερική θεολογία, επηρεασμένη από την κλασική ελληνική φιλοσοφία.
ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ
Εφόσον ο προτεστάντης πιστεύει στη θεία χάρη που θα επιλέξει αυτόν που θα σωθεί, αλλά και στον προορισμό, είναι σαφές πως η κοινωνική του ζωή θα πρέπει να είναι εναρμονισμένη με την πίστη του. Λέει η Βίβλος: «είδες άνθρωπον επιτήδειον εις τα έργα αυτού; Αυτός θέλει εμφανισθεί ενώπιον βασιλέων». Και η Βίβλος είναι το μόνο κείμενο που δέχεται ως αυθεντία ο προτεστάντης. Η απόκτηση χρήματος, στο παρόν κοινωνικό σύστημα του καπιταλισμού, είναι ακριβώς το μέτρο της επιτήδευσης στα κοινωνικά μας έργα. Επομένως η επιδίωξη του κέρδους, το οποίο είναι η βάση της καπιταλιστικής λογικής, είναι και η καρδιά της προτεσταντικής ηθικής.
Το καθήκον είναι ένα χρέος που αισθάνεται το άτομο, απέναντι στο επάγγελμά του, αλλά και απέναντι στον Θεό, στη διαδικασία του προορισμού και της απόκτησης της Θείας Χάρητος. Όπως ο Θεός επιλέγει τον καλό χριστιανό για να τον σώσει, έτσι και ο καπιταλιστής βιομήχανος επιλέγει τον σωστό εργάτη, για να τον προσλάβει. Ποιος επιλέγει τον Βιομήχανο; Η αγορά. Θα πρέπει επομένως όλοι να κάνουν το καθήκον τους, απέναντι στο υπάρχον σύστημα: ο εργάτης να είναι σωστός και εργατικός, ώστε να μην βρεθεί άνεργος, ο βιομήχανος να συμμορφώνεται με τους κανόνες της αγοράς, ώστε να μην βρεθεί εκτός της και όλοι μαζί, σαν καλοί προτεστάντες να είναι πιστοί στα καθήκοντά τους, ώστε να μην βρεθούν εκτός της θείας χάρητος.
Διότι καθολικοί και ορθόδοξοι δεν συνδέουν τόσο στενά και απόλυτα την πίστη με την πρακτική ζωή. Η εγκόσμια χαρά, δεν είναι το πρωτεύον γι' αυτούς. Προέχει η συμμετοχή στην ευχαριστία, στα μυστήρια της εκκλησίας, στην ενοριακή ζωή και όχι η προσπάθεια να λάβουν τη θεία χάρη και τον προορισμό. Ο Θεός για τους καθολικούς- και κυρίως για τους ορθοδόξους- δεν υπάρχει για να δικάζει τους κακούς και να τους τιμωρεί, αλλά περισσότερο για να παρηγορεί. Διότι, για τους ορθοδόξους και τους καθολικούς, οι άνθρωποι δεν είναι φύσει κακοί και ούτε απορρίπτονται απόλυτα η Φύση και τα Πάθη, ως αμαρτία. Επομένως, καθολικοί και ορθόδοξοι είναι πιο ήρεμοι στην καθημερινότητά τους, δεν έχουν τόσο έντονα κίνητρα σωτηρίας, δηλαδή επιτυχίας και απόκτησης. Υπάρχει μία παροιμία που χρησιμοποιεί ο Μαξ Βέμπερ: «Η να τρως καλά ή να κοιμάσαι ήρεμα». Ο καθολικός λοιπόν και ο ορθόδοξος προτιμούν να κοιμούνται ήρεμα και ο προτεστάντης να τρώει καλά. Αυτό εξηγεί καλύτερα και την μεγάλη επιτυχία των άγγλων, των ολλανδών και των αμερικανών, που είναι προτεστάντες, στο εμπόριο κατά τον 19ο αιώνα.
Ποια είναι η στάση του προτεσταντισμού απέναντι στο χρήμα και τον τόκο; Θετική. Αντίθετα, οι έλληνες πατέρες, αλλά και οι λατίνοι, δεν δικαιολογούν τον τόκο. Τον καταδικάζουν. Ο τόκος, αυτό το θεμέλιο της καπιταλιστικής λογικής, νομιμοποιείται ιστορικά, μόνον μετά την γαλλική επανάσταση. Μέχρι τότε ήταν κατακριτέος. Αντίθετα, για τον προτεστάντη είναι απολύτως ηθικός. Ο χρόνος είναι χρήμα, λέει ο Βενιαμίν Φρανγκλίνος. Όποιος κερδίζει πέντε και μετά κάθεται και τα ξοδεύει, στην ουσία χάνει. Άρα πρέπει να τα πιστώσει. Διότι ο τόκος είναι ο καρπός του χρήματος. Αντίθετα, οι ορθόδοξοι και οι καθολικοί, θεωρούν τον τόκο αφύσικο, όπως ακριβώς και ο Αριστοτέλης, που τον χαρακτήριζε «ου κατά φύσιν», διότι δεν έχει όρια: «εις άπειρον αύξουσιν το νόμισμα», έλεγε για τους τοκογλύφους. Και μια απόκτηση που δεν έχει όρια είναι αφύσικη. Επομένως, η θετική στάση απέναντι στο χρήμα και τον τόκο, που είναι το κομβικό σημείο της καπιταλιστικής λογικής, χαρακτηρίζει κυρίως την προτεσταντική ηθική.
Η στάση της προτεσταντικής ηθικής απέναντι στην εργασία είναι αποθεωτική. Ο προτεστάντης ακολουθεί τον Απόστολο Παύλο που λέει, πως αυτός που δεν εργάζεται, δεν πρέπει και να τρώει. Και όχι μόνον: η εργασία σου ενδιαφέρει τον Θεό. Και ο προτεστάντης δεν ξεχωρίζει την εργασία σε ιερή και κοσμική. Δεν έχουμε εργασία και χριστιανική εργασία, αλλά εργασία ως χριστιανοί. Επομένως όλοι θα πρέπει να εργαζόμαστε ευσυνείδητα και τίμια, εργάτες και εργοδότες. Η ισορροπία είναι το σύνθημα του προτεστάντη, η εργασιακή ειρήνη δηλαδή, μέσω της αμοιβαίας υποταγής του ενός στον άλλο και των δύο στο Θεό: «ο χρυσός κανόνας είναι καλός και εφαρμόσιμος στο εργασιακό πλαίσιο: κάνε στους άλλους- εργοδότη και εργαζόμενο-όπως θα ήθελες και εκείνοι να κάνουν σε σένα. Η εργοδοσία δημιουργεί ευθύνη απέναντι στους εργαζόμενους», όπως σημειώνει ο καθηγητής θεολογίας Keyne Snodgrass, στο προτεσταντικό ελληνικό περιοδικό «Αστήρ της Ανατολής», (8/2009). Επομένως η προτεσταντική ηθική είναι απολύτως εναρμονισμένη με την ισορροπία της αγοράς.
Αντίθετα, η προτεσταντική στάση απέναντι στην υπερ-κατανάλωση είναι αρνητική. Διότι η τάση για πλεονεξία στην απόκτηση αγαθών και την πολυτελή κατανάλωση, εμποδίζει την συσσώρευση και επομένως την προοπτική της επένδυσης, που είναι στην καρδιά της καπιταλιστικής λογικής. Ο καλός προτεστάντης δεν είναι άπληστος. Προσέχει να τοποθετεί σωστά τα κέρδη του, ώστε να τα αυξάνει και όχι να τα καταναλώνει άσκοπα. Με τον τρόπο αυτό δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για συσσώρευση, για συγκέντρωση του κεφαλαίου. Η πολυτελής διαβίωση είναι μια συνήθεια που έρχεται από τον φεουδαρχικό μεσαίωνα και συνδέθηκε με την ηθική παρακμή στην οποία αντιτάχθηκε εξάλλου ο ίδιος ο Λούθηρος. Επομένως, η σύγχρονη καπιταλιστική τάση για υπερκατανάλωση, δεν συμβαδίζει ούτε με την καπιταλιστική, ούτε με την προτεσταντική ηθική.
Πως συνδέεται επομένως η λογική του καπιταλιστικού συμφέροντος με τον ενάρετο βίο ενός προτεστάντη; Στενά. Το είπε ο θεωρητικός του καπιταλισμού, ο Άνταμ Σμιθ, στο έργο του «Ο πλούτος των εθνών»: «Δεν αναμένουμε το δείπνο μας από την ευσπλαχνία του κρεοπώλη ή του φούρναρη, αλλά κυρίως από την φροντίδα που δείχνουν για τα δικά τους συμφέροντα. Δεν απευθυνόμαστε στον ανθρωπισμό τους, αλλά στον εγωϊσμό τους. Και δεν τους μιλάμε ποτέ για τις ανάγκες μας, αλλά για τα κέρδη τους». Δηλαδή προέχει το ατομικό συμφέρον, σ' αυτό προστρέχουμε. Και η αγορά θα αυτορυθμιστεί με ένα «αόρατο χέρι», όπως έλεγε ο Άνταμ Σμίθ, με τον ίδιο τρόπο που ο Θεός, αόρατος κι αυτός, ρυθμίζει σωστά τη ζωή μας.
Η προτεσταντική ηθική όμως συνδέεται στενά με την αμερικανική ιδεολογία. Οι πρώτοι αμερικανοί άποικοι ήταν οι άγγλοι πουριτανοί, δηλαδή προτεστάντες. Αυτοί προσέδωσαν στην αμερικανική ιδεολογία- αφού είχαν ήδη συγκρουστεί με την βρετανική μοναρχία, απαιτώντας σύνταγμα - τα βασικά της χαρακτηριστικά: τον φιλελευθερισμό, την ηθική συμπεριφορά, τον ατομικισμό. Η Αμερική συνδέεται με τον προτεσταντισμό και την καπιταλιστική ηθική, μέσω των πουριτανών άγγλων αποίκων του 17ου αιώνα. Κορυφαία ιδέα εδώ είναι ο ατομικισμός. Λέει ο εθνικός ποιητής της Αμερικής, ο Ουώλτ Ουίτμαν: "Πανω απ' τον άνθρωπο πως θα τολμήσετε να βάλετε οτιδήποτε; Φτιάξτε σπουδαίους ανθρώπους. Όλα τα άλλα θα έλθουν. Kατω απ' το κάθε τι υπάρχει το άτομο. Δεν ειναι η γη, η Aμερική πούναι τόσο μεγάλη, μεγάλος είμαι εγώ".
Ο προτεσταντισμός όμως δεν είναι η μόνη ιδεολογική παρακαταθήκη του αμερικανικού πνεύματος; Δεν αρκεί η αναγωγή στην προτεσταντική ηθική, για να ερμηνευθεί η αμερικανική ιδεολογία. Πρέπει να συσχετιστεί και με τον αγγλικό πραγματισμό. Οι κορυφαίοι αμερικανοί φιλόσοφοι ο Έμερσον και ο Ντιούϊ, το αποδεικνύουν: προτεστάντης ιεροκήρυκας ο ένας, διαννοούμενος φιλελεύθερος ο άλλος, έδωσαν την εντελώς ιδιαίτερη πλευρά του αμερικανικού πνεύματος: προτεσταντική ηθική συνδυασμένη με αγγλικό πραγματισμό, δηλαδή με την εμπειρική εκείνη αντίληψη πως τα πραγματικά γεγονότα προηγούνται της θεωρίας. Κάθε θεωρία αξίζει μόνον εφόσον επιδοκιμάζεται από τα γεγονότα. Γι' αυτό λένε πως οι αμερικανοί, «πρώτα ενεργούν και μετά σκέφτονται».
Ισχύει επομένως ακόμη η άποψη του Μάξ Βέμπερ για τη σύνδεση προτεσταντισμού και καπιταλισμού; Όχι απολύτως. Ο Βέμπερ με το έργο του προσπάθησε κυρίως να ανασκευάσει την μαρξιστική θέση για την εξάρτηση των ιδεών από το πεδίο της οικονομίας. Και το πέτυχε, αναδεικνύοντας τον κυρίαρχο ρόλο της θρησκείας. Ωστόσο δέχθηκε ισχυρή κριτική, κυρίως από ιστορικούς, όπως ο Μπρωντέλ. Διότι επεσήμαναν, ορθώς, πως πολύ πριν την εμφάνιση του προτεσταντισμού, ήδη από την λατινική και καθολική Ιταλία, είχε αναπτυχθεί από τον 12ο αιώνα ήδη, η λογική των τραπεζών και του κέρδους.
O δεκάλογος του καλού αστού προτεστάντη
Αυτήν την κλασική κωδικοποίηση έκανε σε κείμενό του ο αμερικανός Βενιαμίν Φραγκλίνος. Πρόκειται για την πιο συνοπτική παρουσίαση των βασικών παραμέτρων της προτεσταντικής ηθικής, τις οποίες ο Φραγκλίνος συνδέει άμεσα με το πνεύμα του καπιταλισμού. Μπορούν να συνοψισθούν όλες μαζί στο βασικό τρίπτυχο «λιτότητα, ακρίβεια, εργατικότητα», που χαρακτηρίζει κάθε καλό προτεστάντη. Αυτές ακριβώς οι σχέσεις αποτελούν και την θεμελίωση του σχετικού έργου του Μαξ Βέμπερ.
1. Ο χρόνος είναι χρήμα.
Αυτό σημαίνει πως δεν πρέπει να υπολογίζεις μόνον αυτά που κερδίζεις κάθε μέρα, αλλά και το κόστος ευκαιρίας. Δηλαδή αυτό που χάνεις, όταν παραμένεις ανενεργός. Επομένως όχι στην ραστώνη και στο χάσιμο χρόνου, διότι έτσι χάνουμε χρήματα.
2. Η πίστωση είναι χρήμα.
Δηλαδή εάν κάποιος μου αφήσει στα χέρια μου το χρήμα του- για παράδειγμα μια τράπεζα- με καλούς όρους πίστωσης, τότε έχω ευκαιρία να κερδίσω με καλή χρήση της πίστωσης και με εργασία. Το χρήμα φέρνει χρήμα.Αυτή είναι η ηθική του τόκου, που τόσο είχε απαξιωθεί από την πατερική διδασκαλία. «Να θυμάσαι πως το χρήμα έχει αναπαραγωγική και καρποφόρα φύση», λέει ο Φραγκλίνος. Όσο μεγαλύτερο κεφάλαιο διαθέσεις, τόσο περισσότερο θα κερδίσεις. Αλλά και κάθε λίρα αξίζει άπειρα, διότι μπορεί να καρποφορήσει χωρίς τέλος. Το είπε και ο Αριστοτέλης: «εις άπειρον αύξουσιν οι χρηματιζόμενοι το νόμισμα».
3. Να τηρούμε ευλαβικά τις υποσχέσεις μας
Ο καλός πληρωτής έχει και το πορτοφόλι του δανειστή του. Διότι όποιος είναι γνωστός ότι πληρώνει στην προθεσμία του, όπως ακριβώς το υποσχέθηκε, μπορεί οποιαδήποτε στιγμή να σηκώσει όσο χρήμα θέλει. Είναι ο κανόνας λειτουργίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Όπως λέγεται στην αγορά, η καλή πίστη.
4. Δεν υπάρχουν ασήμαντες πράξεις.
Για τον προτεστάντη όλα είναι σημαντικά. Και οι πιο καθημερινές πράξεις διαμορφώνουν την εικόνα του ατόμου, την πίστη που έχει στην κοινωνία. «Ο ήχος του σφυριού στις 5 το πρωί και στις 8 το βράδυ, καθησυχάζει τον δανειστή σου. Η φωνή σου στην ταβέρνα τον σπρώχνει να σου ζητήσει πίσω τα δανεικά, πριν την προθεσμία». Επομένως η εργατικότητά σου αποδεικνύει πως θυμάσαι τις υποχρεώσεις σου, σε παρουσιάζει τίμιο άνθρωπος και αυτό πολλαπλασιάζει την πίστη σου στην αγορά.
5. Να ζεις με όσα έχεις.
Δηλαδή να κάνεις υπολογισμό, ώστε να μην ξεφεύγεις ποτέ από τις δυνατότητές σου στην κατανάλωση. Η αποφυγή αυτού του κανόνα είναι όρος απαράβατος της ατομικής, της οικογενειακής και της κοινωνικής ειρήνης. Όλοι πρέπει να προσαρμόζονται στην πραγματικότητα. Είναι ο κλασικός συντηρητικός κανόνας, πάνω στον οποίο στηρίζεται όλο το καπιταλιστικό οικοδόμημα. Πρέπει να κρατάμε καθημερινό λογαριασμό εσόδων- εξόδων. Τότε θα δούμε πως πολύ μικρές δαπάνες, μπορούν να εξοικονομήσουν μεγάλα ποσά.
6. Να μην ακολουθείς την παράδοση.
Πρόκειται για μια βασική προτεσταντική ιδέα. Η άρνηση της παράδοσης ξεκινά από την άρνηση της πατερικής εκκλησιαστικής παράδοσης και την αποδοχή μόνον του κειμένου της Βίβλου. Στον κοινωνικό τομέα η απαίτηση της καπιταλιστικής λογικής για αύξηση της παραγωγικότητας, συγκρούεται συχνά με την εμμονή σε παραδόσεις εργατικές. Σε αυτό που σήμερα ονομάζουμε κεκτημένα δικαιώματα. Η σύγκρουση εργαζομένων- εργοδοτών πάνω στο ζήτημα αυτό, ουσιαστικά είναι μια σύγκρουση μεταξύ παράδοσης και κεφαλαίου. Οπότε η προτεσταντική άρνηση της παραδοσιοκρατίας, βοηθάει σε μεγάλο βαθμό την καπιταλιστική συσσώρευση.
7. Η φιλαργυρία είναι η πηγή όλων των κακών.
Η πεποίθηση αυτή πηγάζει από τον Απόστολο Παύλο: «ρίζα γαρ πάντων των κακών εστί η φιλαργυρία». Οπότε για την προτεσταντική ηθική δεν είναι αποδεκτή μια συμπεριφορά αποθησαυρισμού, αλλά μια συμπεριφορά επένδυσης. Το ίδιο συμβαίνει και με την κατανάλωση. Η υπερβολή της συνδυάζεται με την φιλαργυρία. Και έτσι το πρότυπο είναι μια συμπεριφορά ταιριαστή στην προοπτική της επένδυσης και του κέρδους.
8. Η φιλανθρωπία δεν είναι λύση.
Για τον προτεστάντη η ευθύνη ανήκει στο άτομο. Αυτό έχει τον απόλυτο έλεγχο των πράξεών του, οπότε η φιλανθρωπία συγκρούεται με την βασική ηθική αρχή της ατομικής ευθύνης. Ο Έμερσον έγραψε τις πιο καυστικές γραμμές εναντίον της φιλανθρωπίας, ως μιας υποκριτικής και ανώφελης πράξης. Το θέμα δεν είναι να βοηθούμε τους αναξιοπαθούντες, αλλά να τους πείσουμε να προσπαθήσουν να εργαστούν τίμια και αποτελεσματικά. Για όλους υπάρχουν ευκαιρίες.
9. Να είμαστε εργατικοί και παραγωγικοί.
Διότι έχουμε τοποθετηθεί στη γη από τον Θεό, για να είμαστε παραγωγικοί και να προστατεύουμε τα δημιουργήματά του. Εφόσον είμαστε κατ' εικόνα του, θα πρέπει να τον ακολουθήσουμε. Όπως αυτός είναι παραγωγικός και δημιουργικός, έτσι πρέπει να είμαστε και εμείς. Η εργασία είναι μια απόλυτη αξία.
10. Δεν έχουν σημασία τα έργα, αλλά η πίστη.
Αυτή είναι μια βασική ιδέα της προτεσταντικής θεολογίας. Θα σταθούμε ενώπιον του Θεού όχι με τα έργα μας, αλλά με την πίστη μας. Ωστόσο η θεία χάρις δεν είναι κάτι το απαθές, αλλά μια δύναμη που μας σπρώχνει προς την εργασία. Μέσω της εργασίας, που είναι μια ανάγκη, μας μεταδίδεται η παρουσία του Θεού. Επομένως πίστη και εργασία- που μας οδηγούν στον προορισμό και την Θεία Χάρη- αποτελούν τις βασικές παραμέτρους της προτεσταντικής στάσης.
Θα συνεχίσουμε με την συγκρότηση του Αμερικανικού έθνους.
! Ο Απόστολος Διαμαντής εργάζεται στο Εργαστήριο Κοινωνικών Επιστημών του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Αθηνών και διδάσκει Νεότερη και Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία στο Τμήμα Ιστορίας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου. Πρώτη ανάρτηση Αντίφωνο
ΠΗΓΗ: http://www.ideotopos.gr/
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.