Του Απόστολου Διαμαντή* από τον νέο Ερμή τον Λόγιο τ. 4
Διὸ καὶ φιλοσοφώτερον καὶ σπουδαιότερον ποίησις ἱστορίας ἐστίν· ἡ μὲν γὰρ ποίησις μᾶλλον τὰ καθόλου, ἡ δ’ ἱστορία τὰ καθ’ ἕκαστον λέγει
Αριστοτέλoυς Ποιητική
Το φάντασμα του Κρυφού Σχολειού στα χρόνια της τουρκοκρατίας έχει στοιχειώσει τελευταία σε μια μερίδα της ελληνικής ιστοριογραφίας, η οποία φαίνεται να χρησιμοποιεί την ιστορία ως πολιτικό εργαλείο, μετατρέποντάς τη σε θεραπαινίδα της πολιτικής, εισάγοντας ένα καθαρό διχασμό ανάμεσα στην «επιστημονική» ιστορία και την ιστορία.[1] Όμως, αυτός ο διχασμός, ο οποίος αντιλαμβάνεται την ιστορία ως φυσική επιστήμη και αποκλείει την ιστορική αφήγηση –στην οποία περιλαμβάνεται το σύνολο των παραδόσεων και δίνει το περιεχόμενο της ιστορικής συνείδησης–, καταργεί τη θεμελιώδη νεωτερική διάκριση μεταξύ επιστημών της φύσης και επιστημών του ανθρώπου, και συνιστά επιστροφή στη μεσαιωνική ιδέα της «αυθεντίας», που δεν γίνεται πλέον αποδεκτή, καθώς έχει υποστεί τη ριζική κριτική της νεωτερικής εποχής. Η ιστορία δεν είναι προφανώς έργο του επιστήμονα και του εργαστηρίου του, «…αλλά είναι έργο των μαζών ή των ιδεών, των βαθύτερων, ορατών ή μη ορατών, διεργασιών»[2].
Έτσι, αυτή η ιστοριογραφική παράταξη, χρησιμοποιώντας επιχειρήματα που εκφράζουν έναν ξεπερασμένο ακραίο θετικισμό, επιτέθηκε μαζικά και αιφνιδίως εναντίον ενός ποιήματος και μιας ζωγραφιάς, επιδιώκοντας την εξαφάνιση από την ιστορική συνείδηση αυτής της έννοιας που διασώζει η προφορική παράδοση και η τέχνη.[3] Φυσικά μαζί με το Κρυφό Σχολειό υπέστησαν την ίδια ακριβώς επίθεση, ως κατασκευασμένοι αντι-οθωμανικοί «μύθοι», συμβάντα όπως η σύναξη στην Αγία Λαύρα υπό τον Μητροπολίτη Παλαιών Πατρών Γερμανό, η επέτειος της 25ης Μαρτίου, ακόμα και ιστορικές πραγματικότητες, όπως το ίδιο το έθνος, που εκλαμβάνεται ως «φαντασιακό»[4]. Τη μηχανιστική μεταφορά αυτών των ιδεών περί «κατασκευής» των εθνικών ταυτοτήτων –που πιθανόν να αρμόζει σε αφρικανικά ή νεότευκτα, αλλά όχι σε ιστορικά έθνη– την παρατηρούμε κυρίως σε έργα σύγχρονης πολιτικής ιστορίας, από ερευνητές που δεν έχουν επαρκή εποπτεία της ιστορίας του μεσαιωνικού ελληνισμού.[5] Η Έλλη Σκοπετέα, για παράδειγμα, εξέλαβε την έννοια έθνος από την οθωμανική σκοπιά του θρησκευτικού millet, νομίζοντας προφανώς πως πέραν και προ του millet δεν υπάρχει απολύτως τίποτα:
Το πρόβλημα είναι ώς ποιο βαθμό το γένος είχε, στις αρχές του 19ου αιώνα, χειραφετηθεί από την έννοια του millet και κατά πόσο στέκει η άποψη ότι το εθνικό είχε υποσκελίσει το κατ’ αρχήν θρησκευτικό ή έστω πολιτιστικό περιεχόμενο αυτής της έννοιας.[6]
Η συνδυασμένη και ξαφνική αυτή μανία μιας ιστοριογραφικής μερίδας έχει ελάχιστη ιστοριογραφική αξία, εφόσον αντιφάσκει προς εντοπισμένες προφορικές παραδόσεις αλλά και προς βιωμένες ιστορικές εμπειρίες αιώνων, που προκύπτουν από τη λόγια γραμματεία. Τα τρέχοντα επιχειρήματα εναντίον του Κρυφού Σχολειού –ενός μάλλον ασήμαντου ιστοριογραφικού ζητήματος, εφόσον το ζήτημα της εκπαίδευσης στα χρόνια της τουρκοκρατίας είναι σχεδόν λυμένο– είναι τόσο αφελή, που προκαλούν πραγματικά μεγάλη εντύπωση και δημιουργούν σοβαρά ερωτηματικά, αφενός για την επιστημονική επάρκεια αυτής της μερίδας της ελληνικής ιστοριογραφίας και αφετέρου για τα πραγματικά κίνητρά της. Το βασικό επιχείρημα εναντίον του ποιήματος «Το Κρυφό Σχολειό» του Ιωάννη Πολέμη (από την ποιητική συλλογή Αλάβαστρα, 1900) και της περίφημης ζωγραφιάς του Νικολάου Γύζη (1886), που εκφράζουν και τη σχετική προφορική παράδοση, είναι το εξής: Κρυφό Σχολείο δεν υπήρξε, διότι κανένα ιστορικό τεκμήριο δεν το επιβεβαιώνει και διότι ποτέ οι Οθωμανοί δεν απαγόρευσαν την εκπαίδευση των κατακτημένων.
Θα αρκούσε κανείς να παρατηρήσει το εξής, κλείνοντας οριστικά και τη συζήτηση: τεκμήριο θετικό για την ύπαρξη Κρυφού Σχολειού δεν ήταν φυσικά δυνατόν να υπάρξει – αλλιώς τι κρυφό θα ήταν; Επομένως, θα ήταν μάλλον απίθανο να υποθέσει κανείς, όσο αισιόδοξος και όσο δεινός ιστοριοδίφης και αν ήταν, πως θα έβρισκε, σε κάποια κρύπτη του Μωριά, μια πέτρα με χαραγμένη την επιγραφή «Κρυφό Σχολειό», ή ότι θα έπεφτε πάνω σε κάποιο έγγραφο ίδρυσης τέτοιου σχολείου σε μια ορθόδοξη Μονή.
Έχουμε δηλαδή προφανή απουσία θετικών τεκμηρίων, καθότι αυτό ακριβώς προϋποθέτει και η φύση του ζητήματος: Η έννοια του Κρυφού Σχολειού ήταν εξαρχής μια συμβολική εγγραφή στην ιστορική συνείδηση του έθνους, ένας τρόπος περιγραφής μιας πραγματικότητας, της απουσίας επίσημων κοσμικών διδακτηρίων για τους κατακτημένους Έλληνες, στους πρώτους δύο αιώνες της τουρκοκρατίας. Ακριβώς η απουσία τεκμηρίου για την ύπαρξη εκπαιδευτηρίων θύραθεν παιδείας σ’ αυτήν την περίοδο, είναι στοιχείο που επιβεβαιώνει την εγκυρότητα της σχετικής προφορικής παράδοσης. Για τα χρόνια εκείνα, ως Κρυφά Σχολειά νοούνται τα κελιά των μοναστηριών και οι σκοτεινοί νάρθηκες των εκκλησιών.
Το πρώτο λοιπόν σκέλος του επιχειρήματος είναι εντελώς αφελές. Και έτσι περνούμε αμέσως στο δεύτερο: Γνωρίζουμε θετικά πως η ισχνή έως ανύπαρκτη εκπαίδευση των ελληνοπαίδων εκείνης της περιόδου ήταν αμιγώς εκκλησιαστική, κατεξοχήν ανεπίσημη, μια πρακτική στο περιθώριο της κατεστημένης οθωμανικής τάξης. Το γεγονός ότι οι Οθωμανοί δεν απαγόρευσαν με σουλτανικό φιρμάνι την ίδρυση σχολείων, κατά την πρώτη αυτή σκοτεινή περίοδο της τουρκοκρατίας, δεν σχετίζεται καθόλου με το ζήτημα του κρυφού σχολειού. Διότι το οθωμανικό καθεστώς δεν είναι καθεστώς που εδράζεται πάνω στην έννοια της σύμβασης, δεν είναι δηλαδή συνταγματικό καθεστώς, ώστε να προβλέπει ή να μην προβλέπει κάτι ως προϊόν ενός συμβολαίου μεταξύ σουλτάνου και κατακτημένου, όπου τα δύο συμβαλλόμενα μέρη έχουν την υποχρέωση να τηρούν τις νομικές τους δεσμεύσεις. Τα προνόμια που παραχωρούν κάποιοι σουλτάνοι δεν έχουν το περιεχόμενο του ατομικού δικαιώματος[7], καθώς για τη μουσουλμανική παράδοση οι χριστιανοί υπήκοοι υπάγονται στη μουσουλμανική ιερατική τάξη, όπου η μόνη δυνατότητα που έχουν είναι να αποφύγουν τον βίαιο εξισλαμισμό διά των όπλων και να διατηρήσουν την πίστη τους, υπό την προϋπόθεση της πλήρους πολιτικής υποταγής.[8] Ο Μωάμεθ λοιπόν δεν μοίραζε ατομικά δικαιώματα στους χριστιανούς, καθώς το οθωμανικό κράτος δεν ήταν ασφαλώς ένα δυτικό κράτος δικαίου.
Η οθωμανική εξουσία ήταν μια σκληρή και απόλυτη δεσποτική εξουσία, η οποία δεν αναγνώριζε κανένα ατομικό δικαίωμα στους υπόδουλους, αλλά μόνον ειδικά προνόμια προς το πρόσωπο του πατριάρχη ή προς συγκεκριμένες κοινότητες, που όμως και αυτά ήταν προνόμια προς έθνος κατακτημένο, δηλαδή προνόμια υπό την αίρεση της βούλησης του σουλτάνου[9]. Στο πρώτο καθεστώς προνομίων που δόθηκε από τον Μωάμεθ τον Β΄ στον πατριάρχη Γεννάδιο Σχολάριο δεν αναφέρεται πουθενά κανένα ειδικό προνόμιο που να αφορά την εκπαίδευση, παρά μόνον προνόμια που σχετίζονται με το απαραβίαστο του προσώπου του πατριάρχη ως εκπροσώπου των χριστιανών. Επρόκειτο δηλαδή για καθεστώς ευνοϊκής μεταχείρισης του πατριάρχη και της ιεραρχίας της εκκλησίας, έναντι των υπολοίπων κατακτημένων Ελλήνων. Αλλά ακόμη και αυτά τα προνόμια προς το πρόσωπο του πατριάρχη ήταν, φυσικά, ανακλητά. Κατ’ ουσίαν, δεν επρόκειτο για προνόμια, αλλά για μονομερείς αποφάσεις της Υψηλής Πύλης, για διαταγές, δηλαδή, που αποσκοπούσαν στον έλεγχο των κατακτημένων χριστιανικών πληθυσμών και την εκπλήρωση των φορολογικών τους υποχρεώσεων. Αυτές τις διαταγές, που ονομάζονται –καθ’ υπερβολήν– «προνόμια», ο πατριάρχης δεν είχε κανένα δικαίωμα να αγνοήσει, ούτε να αμφισβητήσει. Δεν είχε μάλιστα ούτε καν το δικαίωμα της παραίτησης από τον πατριαρχικό θρόνο χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του σουλτάνου. Στα 1474, βλέπουμε τη χαρακτηριστική περίπτωση της αποπομπής του πατριάρχη Συμεών Α΄, ο οποίος αδυνατούσε να πληρώσει τον φόρο τον οποίο είχε επιβάλει στο πατριαρχείο ο σουλτάνος, αναιρώντας έτσι και το «προνόμιο» του αφορολογήτου. Μάλιστα, όταν η Σύνοδος δήλωσε αδυναμία να ανταποκριθεί, οι Οθωμανοί έκλεισαν τους ναούς και απείλησαν να κρεμάσουν τον Συμεών και τους αρχιερείς, ενώ δεν του επέτρεψαν ούτε καν να παραιτηθεί.[10]
Αλλά ακόμη και αυτά τα «προνόμια» προς τον πατριάρχη, δεν αγγίζουν φυσικά καθόλου το σκληρό καθεστώς υποδούλωσης των ελληνορθόδοξων πληθυσμών, το οποίο είναι βεβαιωμένο από ιστορική έρευνα περίπου πέντε αιώνων: απαγόρευση ανέγερσης εκκλησιών, ειδική ενδυμασία, απαγόρευση ίππευσης και οπλοκατοχής, ανισότητα απέναντι στον νόμο σε σχέση με τους μουσουλμάνους, βίαιοι ομαδικοί εξισλαμισμοί και στρατολογήσεις αγοριών, αγγαρείες και βαρύτατες φορολογίες και φυσικά πλήρης πολιτικός αποκλεισμός. Τα όποια σουλτανικά φιρμάνια έδιναν, κατά καιρούς, κάποιες τοπικές προνομίες, συνήθως αγνοούνταν από τον επόμενο σουλτάνο. Το καθεστώς αυτό, κατά τους πρώτους τουλάχιστον αιώνες μετά την Άλωση, δικαιολογεί απολύτως τη χρήση του όρου «Κρυφό Σχολειό», για κάθε μυητική στην ορθόδοξη λατρεία δραστηριότητα μέσα στους διασωθέντες ή απειλούμενους ναούς, για έναν νεανικό πληθυσμό μάλιστα που βρισκόταν μονίμως υπό την απειλή του μαζικού παιδομαζώματος.[11]
Αυτή εξάλλου είναι και η φύση του προνομίου: η εξαίρεση, η ειδική μεταχείριση. Αυτό συνάγεται ευθέως από το ειδικό νομικό καθεστώς που παραχωρήθηκε στον πατριάρχη και την ιεραρχία.[12] Δεν πρέπει λοιπόν να γίνεται σύγχυση στο σημείο αυτό, καθώς τα ειδικά σουλτανικά προνόμια αναφέρονταν μόνον στον πατριάρχη και την ιεραρχία, και όχι στον χριστιανικό πληθυσμό. Ήταν δηλαδή μια υπόθεση ανάθεσης εξουσιών –μια πράξη με προφανείς πολιτικούς στόχους– καθώς ο πατριάρχης γινόταν εθνάρχης (milletbaşı) και οθωμανός αξιωματούχος. Ο Ν. Πανταζόπουλος έχει θεμελιώσει επαρκώς την επιστημονική άποψη για τη φύση αυτού του ειδικού προνομιακού καθεστώτος της εκκλησίας, ως οθωμανικού θεσμού. Η Εκκλησία, συμπεραίνει ο Πανταζόπουλος, «διελέγετο πολιτικῶς μὲ τὴν ὀθωμανικὴν ἐξουσίαν […] ἐπὶ σκοπὸν ὑποκαταστάσεώς της ἐν τῇ ἀσκήσει τῆς κρατικῆς ἐξουσίας»[13].
Ενώ όμως ο πατριάρχης υπαγόταν σε «προνομιακό» καθεστώς, για τους κατακτημένους παρέμενε η πραγματικότητα των απαγορεύσεων, της μετατροπής των εκκλησιών σε τζαμιά, των μαζικών εξισλαμισμών, του παιδομαζώματος και της βαριάς φορολογίας. Πουθενά δεν αναφέρεται κάποιο ειδικό προνόμιο που να προβλέπει ίδρυση κοσμικών εκπαιδευτηρίων στην οθωμανική επικράτεια, παρά μόνον εμμέσως μπορεί να υποθέσει κανείς ότι θα ήταν ανεκτό, αλλά μόνον ως εκκλησιαστική δικαιοδοσία, για τις ανάγκες αναπαραγωγής του εκκλησιαστικού Τυπικού και, φυσικά, υπό την αυθαίρετη σουλτανική βούληση.[14] Επομένως, είναι προφανές πως ό,τι δεν έχει δοθεί ως ειδικό προνόμιο είναι ουσιαστικά απαγορευμένο και, σε κάθε περίπτωση, όχι τυπικά νόμιμο και αποδεκτό άνευ όρων από την δεσποτική οθωμανική εξουσία – είναι δηλαδή «κρυφό». Προνόμιο διά παραλείψεως δεν νοείται.
A. Η παράδοση του Κρυφού Σχολειού
Ἑλληνικῶν δὲ χαρίτων τὸ κλέος βαρὺς ὤλεσεν αἰών, βαρβαρικοῖς δαμάσας ἤθεσιν ἀγλαϊήν.
Θεοδόσιος Ζυγομαλάς
Τρεις αιώνες περίπου μετά το γράμμα αυτό του Ζυγομαλά προς τον Γερμανό ουμανιστή φιλέλληνα Μαρτίνο Κρούσιο,[15] ένας άλλος φιλέλληνας, ο Άγγλος στρατιωτικός Leicester Stanhope, γράφει τον Δεκέμβριο του 1823 σε μια επιστολή του από το επαναστατημένο Μεσολόγγι, προς τον γραμματέα της Ελληνικής Επιτροπής του Λονδίνου John Bowring:
Είναι συνήθειά μου, όταν με επισκέπτονται οι ντόπιοι […] να τοποθετώ το θέμα έτσι που να τους ενδιαφέρει και να ενεργοποιεί το μυαλό τους […] μιλώντας για την εκπαίδευση, θρηνώ που οι τούρκοι κυρίαρχοι είχαν στερήσει τα παιδιά τους από τα μέσα να αποκτήσουν εκείνη τη μόρφωση, την οποία τόσο ένδοξα κατείχαν οι μεγάλοι πρόγονοί τους.[16]
Μια εδραιωμένη ιστορική πεποίθηση, που βεβαιώνεται σε βάθος τριών αιώνων, είναι μάλλον επιπόλαιο να την αγνοεί ο ιστορικός. Αυτό που τα έξοχα ελληνικά του Ζυγομαλά βεβαιώνουν, ο βαρύς οθωμανικός αιώνας του 1581 και το θάψιμο της ελληνικής πνευματικότητας κάτω από τον οθωμανικό ζυγό, στο γράμμα του Στάνχοπ το 1823 έχει φυσικά μετατραπεί σε συνείδηση: Το θέμα ενδιαφέρει τους ντόπιους και ενεργοποιεί το μυαλό τους. Ποιο είναι το θέμα; Η γενικευμένη αμάθεια, ο πλήρης αποκλεισμός των ελληνικών πληθυσμών από κάθε στοιχείο εκπαίδευσης, σε μια εποχή που η Δύση έτρεχε ορμητικά προς τη δική της Αναγέννηση.[17]
Τι σημαίνει η φράση του Στάνχοπ, ότι ενεργοποιεί το μυαλό των ντόπιων η αναφορά στην έλλειψη παιδείας; Σημαίνει πως είναι ιστορικό τους βίωμα αυτή η έλλειψη. Και αυτό που είναι ιστορικό βίωμα δεν έχει πλέον ανάγκη τεκμηρίωσης, αλλά ιστορικής κατανόησης. Τι άραγε να είχαν στο μυαλό τους ο Πολέμης, ο Γύζης και ο ανώνυμος του περίφημου δημοτικού τραγουδιού «Φεγγαράκι μου λαμπρό»; Ιδού η απορία.
Αλλά ας συνεχίσουμε με παραθέματα, που τόσο πολύ ευχαριστούν τη θετική επιστήμη και ικανοποιούν τις απορίες της: Γράφει από τη Θεσσαλονίκη του 15ου αιώνα, ο λόγιος Ανδρόνικος Κάλλιστος:
Ὦ παῖδες ἄθλιοι, οἵ τε νῦν ὄντες καὶ ἐσόμενοι, τίς ὑμᾶς θρέψει καὶ παιδαγωγήσει, καὶ τὸ δέον διδάξει τῆς κοινῆς τροφοῦ καὶ διδασκάλου φθαρείσης; Συβόται πάντως ἔσεσθε καὶ βουκόλοι, καὶ πέτρας καὶ ὄρη καὶ κρημνοὺς ἕξετε πόλιν.[18]
Πάλι μερικούς αιώνες μετά, από τις Μηλιές αυτή τη φορά, ο γνωστός μας ιεροδιάκονος-διαφωτιστής Γρηγόριος Κωνσταντάς γράφει τον Σεπτέμβριο του 1832 σε επιστολή που απευθύνεται εμμέσως προς τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως:
Ἐγὼ ὁ ἄθλιος ἐπιθυμῶ νὰ ἐπιστρέψω εἰς τὴν πατρίδα μου, νὰ ἀνοίξω πάλιν τὸ σχολεῖον μου καὶ νὰ διδάσκω ἐν αὐτῷ εἰς τὴν νεολαίαν τὴν ἑλληνικὴν γλῶσσαν, τὴν χριστιανικὴν ἠθικήν. Φοβοῦμαι ὅμως […] καὶ τοὺς περιοικοῦντας ὀθωμανούς, οἱ ὁποῖοι ἠμποροῦν νὰ ἐκλάβουν τὸ πρᾶγμα ἀλλέως, παρά εγώ το μεταχειρίζομαι. Ὅθεν παρακαλῶ […] νὰ συσκεφθῆτε ἂν εἶναι δυνατὸν νὰ μοὶ δοθῇ βασιλικὸν φιρμάνι ὑπερασπίζον τὸ σχολεῖον τοῦτο ἀπὸ […] τῶν περιοίκων ἀλλογενῶν ἐνδεχομένας καταδρομάς.[19]
Εδώ οι αιώνες που παρεμβάλλονται μεταξύ των παραθεμάτων γίνονται τέσσερις. Και έτσι, καθίσταται ακόμη πιο εμφανές το πρόβλημα: Εάν, ακόμη και στα μέσα περίπου του 19ου αιώνα, λίγα χρόνια μάλιστα πριν την οθωμανική μεταρρύθμιση του Χάτι Χουμαγιούν, αν ακόμη δηλαδή και τότε ένας Έλληνας δάσκαλος δεν μπορούσε ελεύθερα να ιδρύσει σχολείο χωρίς τη σουλτανική έγκριση, διότι το πράγμα θα μπορούσαν να το εκλάβουν «ἀλλέως οἱ περιοικοῦντες ὀθωμανοί», τότε μπορούμε να φανταστούμε πόσον αλλέως εκλάμβαναν το ίδιο πράγμα οι «περιοικοῦντες ὀθωμανοί» στον σκοτεινό 15ο αιώνα, όταν οι υπόδουλοι ευρίσκοντο ακόμη εν στόματι μαχαίρας.
Το πράγμα μιλάει από μόνο του. Η αποκαλυπτική επιστολή Κωνσταντά από το 1832, δίνει την πραγματικότητα: Ακόμα και η Σχολή των Μηλεών, ένα από τα κέντρα του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, είναι ουσιαστικά ένα «Κρυφό Σχολειό», εφόσον βρίσκεται υπό την απειλή της κατακτητικής κοινωνίας και η λειτουργία της απαιτεί ειδική προστασία. Αλλά ας συνεχίσουμε αυτή τη διαφωτιστική παράθεση γεγονότων. Τι μας λέει ο Κάλλιστος; Πως οι παίδες, αγράμματοι χοιροβοσκοί, χωρίς δάσκαλο και χωρίς σχολεία, τρέχουν αναγκαστικά προς τους κρημνούς να φτιάξουν τις νέες τους κοινότητες. Εκεί πάνω, σχεδόν κρυμμένοι δηλαδή, μακριά από την οθωμανική εξουσία, στα νέα τους χωριά. Κρυφοί. Αυτό είναι σαφές.
Και γιατί είναι ακόμα «κρυφά» τα χωριά; Διότι ο κατακτημένος πρέπει να αποφύγει την έκθεση στη βαριά φορολογία του κάμπου αφενός, και ακολούθως στον βίαιο εξισλαμισμό και το εξοντωτικό παιδομάζωμα. Όσο πιο μακριά, τόσο πιο καλά. Οι πληροφορίες της Cosmographie Universelle του Thevet (1575) ή του Λάσκαρι (1508) βεβαιώνουν τη μαζική φυγή προς τα βουνά για την αποφυγή όλων των οθωμανικών βαρών και κυρίως του παιδομαζώματος.[20] «Οι χωρικοί, άνδρες ρωμαλέοι, μισούν τους Τούρκους, ιδιαίτερα οι βουνήσιοι […] σε πολλές ορεινές περιοχές οι Τούρκοι φοβούνται να ριψοκινδυνέψουν και εισπράττουν μόνο το χαράτσι», λέει ο Λάσκαρις.[21]
Ταυτόχρονα, μαζί με το παιδομάζωμα, οι βίαιοι εξισλαμισμοί, αμέσως μετά την Άλωση, επιτείνονταν από τη διαπιστωμένη «…άνοδο του θρησκευτικού φανατισμού σε ορισμένα στρώματα της μουσουλμανικής κοινωνίας, ενώ πολλές σουλτανικές και βεζυρικές διαταγές υπενθύμιζαν στους μουσουλμάνους την αυστηρή τήρηση των θρησκευτικών τους καθηκόντων. Άλλες ανανέωναν παλαιότερες θρησκευτικές απαγορεύσεις (όπως το διάταγμα του σουλτάνου Μεχμέτ Δ΄ το έτος 1662, για αυστηρή απαγόρευση επανοικοδόμησης κατεστραμμένων εκκλησιών)».[22] Νάτες λοιπόν οι καταδρομές των αλλογενών του Κωνσταντά, που φτάνουν μέχρι και το 1832, και να γιατί οι ερημώσεις των πεδινών χωριών και η φυγή προς τα όρη, προς τα απόκρυφα χωριά, στους πρώτους αιώνες της οθωμανικής κατάκτησης. Αλλά εάν είναι κρυφά τα χωριά τους, τα σκοτεινά και υποτυπώδη σχολεία τους μέσα στις ετοιμόρροπες εκκλησίες τι θα είναι; Φανερά;
Ας δώσουμε τον λόγο στον Ζυγομαλά, που μάλλον κάτι παραπάνω θα ήξερε, γράφοντας στον Κρούσιο:
Πάντα ταῦτα (φεῦ) δεδουλωμένα δουλείᾳ Ἀγαρηνῶν, καὶ οὐκ ἔχοντα τὰς ἐλευθέρους ἐπιστήμας […] Τὸ δ’ αἴτιον, ὅτι αἱ κακώσεις καὶ αἱ συζητήσεις τῶν τυραννούντων δεινά […] Σοφίαν γὰρ ἢ μαθήματα, δοῦλοι ὄντες νῦν, οὐκ ἔχομεν […] Ἀπολέσαντες γὰρ ἡμεῖς βασιλείαν, καὶ σοφίας ἐστερήθημεν, βαρβαρωθέντες ἐν βαρβάροις χρονίως, καὶ ἀνανεύειν ταῖς δυστυχίαις κωλυόμενοι […] Ἡμεῖς γὰρ ὀνόματι Ἕλληνες.[23]
Αλλά εάν τα γραφόμενα του Κρούσιου και του Ζυγομαλά είναι κάπως δυσανάγνωστα για τον ιστορικό που ειδικεύεται στον 19ο ή τον 20ο αιώνα –διότι κυρίως από τον χώρο αυτό προκύπτει η μανία εναντίον του Κρυφού Σχολειού– δεν υπάρχει εμπόδιο και για τα γραφόμενα του «φιλοοθωμανού» Σχολαρίου, τα οποία πιο καθαρά μπορεί να τα διαβάσει κάποιος αναδημοσιευμένα:
Ἀλλὰ νῦν, φεῦ τῶν κακῶν! ἀπώλετο πᾶν […] Ποῦ τὰ παιδευτήρια τῆς σοφίας; […] Κατεπόθησαν ὑπὸ τοῦ Μωάμεθ.[24]
Αλλά ακόμη και για την προνομιακά προστατευμένη Ορθόδοξη Εκκλησία, τα πράγματα, ακόμη και μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνα, δεν ήταν καθόλου καλύτερα. Πλήθος αδιαμφισβήτητων μαρτυριών, πασίγνωστων στους μελετητές της περιόδου αυτής, δείχνει την πραγματική κατάσταση του ορθόδοξου κλήρου υπό τον οθωμανικό ζυγό. Στις πόλεις σπανιότατα επιτρεπόταν η ανέγερση ναού, και πάντα με ειδική άδεια, ενώ όσοι ναοί βρίσκονταν κοντά σε μουσουλμανικούς χώρους κατεδαφίζονταν. Οι διάδοχοι του Μωάμεθ σουλτάνοι «…απαιτούσαν να μετατραπούν οι περισσότεροι χριστιανικοί ναοί σε τζαμιά […] μόνο 3 από τους ναούς της πάλαι ποτέ Βασιλεύουσας διατηρήθηκαν», ενώ οι καταστροφές ναών ήταν συχνότατες, με κορυφαίο παράδειγμα την τουρκοκρατούμενη Κρήτη, μετά το 1669.[25] Οι μεγάλοι διωγμοί εναντίον των χριστιανών επί Σελήμ Α΄ (1520) και Μουράτ Γ΄ (1577) είχαν ως αποτέλεσμα οι εκκλησίες «…κατ’ ἀνωτέραν διαταγὴν νὰ κατεδαφισθοῦν, ἠναγκάσθησαν δὲ οἱ χριστιανοὶ νὰ ἀνεγείρωσι νέας ξυλίνας. Περὶ τὸ 1600 ἔτος ἀφήρεσαν πάλιν οἱ ὀθωμανοὶ πάσας τὰς λαμπρὰς ἐκκλησίας ἐχούσας θόλον, ἐπιτρέψαντες τοὺς χριστιανοὺς νὰ κτίζωσι μόνον χθαμαλοὺς καὶ προσγείους ναούς. Ἀπὸ δὲ τοῦ 1730 μηδὲ νὰ διορθῶσι τὰς ἐκκλησίας ἠδύναντο […] ἀλλ’ οὐδὲ τοὺς πέριξ αὐτῶν οἰκίσκους τῶν κληρικῶν ἠδύναντο οἱ χριστιανοὶ νἀ ἐπιδιορθῶσιν. Οἱ ὀθωμανοὶ ἠρεύνων τὰς ἐκκλησίας ἐπιμελῶς, καὶ ἂν εὕρισκον ἔστω καὶ ἧλον ἕνα ἢ κέραμον, κατεδίωκον τοὺς χριστιανοὺς ἢ διέτασσον τὴν κατεδάφισιν».[26] Εντός αυτών των ημικατεστραμμένων ναών και οικίσκων λοιπόν των κληρικών, διδάσκονταν κάποια κολλυβογράμματα. Η αμφιβολία για την ύπαρξη του Κρυφού Σχολειού είναι μάλλον σχολαστικό ζήτημα.
Ο Άγγλος περιηγητής Sir Paul Riceut έγραψε το 1678, κατά παραγγελία του βασιλιά Καρόλου Β΄, τη μελέτη The Present State of the Greek and Armenian Churches. Εκεί γράφει:
Είναι τραγική η μετατροπή των ναών σε τζαμιά […] και το γεγονός ότι τα μυστήρια της Αγίας Τράπεζας τελούνται κρυφά, σε σκοτεινά μέρη. Γι’ αυτόν τον λόγο, στις πόλεις και τα χωριά που ταξίδευσα, είδα περισσότερες κρύπτες και μνήματα, παρά εκκλησίες, με τις στέγες τους εξισωμένες με την επιφάνεια της γης, για να μην κατηγορηθεί η πιο κοινή οικοδομική […] για τάσεις θριάμβου και ανταγωνισμού με τους υψηλούς μιναρέδες των οθωμανικών τζαμιών.[27]
«Κρυφά», λοιπόν, «σε σκοτεινά μέρη». Από πού να προήλθε άραγε η βεβαιότητα του Γύζη; Όχι από το κενό. Τα θετικά τεκμήρια για το θέμα μας είναι τόσο πολλά και τόσο σαφή και εξηγούν τόσο καλά την προφορική παράδοση, που χωρίς καμιά επιστημονική επιφύλαξη θα μπορούσαμε να σταματήσουμε εδώ. Αλλά ας συνεχίσουμε, καθότι βαδίζουμε σε στέρεο έδαφος.
Εάν η προνομιούχος Εκκλησία αντιμετώπιζε τέτοιου είδους απαγορεύσεις, μπορεί κανείς να υποθέσει βασίμως πως και η εκπαίδευση –η ελάχιστη έως ανύπαρκτη– που παρεχόταν συχνά εν κρυπτώ μέσα στις σκοτεινές εκκλησίες θα αντιμετώπιζε ανάλογα προβλήματα. Εξάλλου, η ίδια η μορφωτική κατάσταση των ιερέων και των μοναχών ήταν την εποχή αυτή πραγματικά οικτρή:
Ἡ παιδεία τοῦ κλήρου ἦτο λίαν μικρά, περιοριζομένη συνήθως εἰς τὰς γνώσεις τοῦ ἀναγιγνώσκειν καὶ τοῦ γράφειν. Μὴ ὑπαρχόντων σχολείων πρὸς μόρφωσιν τοῦ κλήρου, ἡ προπαρασκευὴ εἰς τὸ τοῦ κληρικοῦ στάδιον ἦτο μόνον πρακτική.[28]
Ο Ζυγομαλάς, στη συνομιλία του τού 1581 με τον Μαρτίνο Κρούσιο, επισημαίνει, όσο πιο ξεκάθαρα μπορεί, πως χάθηκε «…σοφία καὶ τῶν μαθημάτων ἐπιστῆμαι, αἱ τέχναι αἱ ἄρισται, ἡ εὐγένεια, τὰ ὅπλα, ὁ πλοῦτος, ἡ παίδευσις καὶ ὁ λοιπὸς τῶν χαρίτων χορός […] θρηνῶν τὴν Ἑλλάδος καταστροφήν […] ἠφανισμένα καὶ λείψανον μόνον τι φέροντα τῶν πάλαι καλῶν καὶ τῆς τότε εὐδαιμονίας. Δώη δὲ Θεός ποτε ἄνεσιν καὶ ἐλευθερίαν, τήν τε εἰς τὸ ἀρχαῖον ἀποκατάστασιν».[29]
Η εντυπωσιακή κατάληξη του Ζυγομαλά είναι εδώ η υποδήλωση της συναίσθησης της ιστορικής συνέχειας του ελληνισμού και κυρίως του αιτήματος της ελευθερίας, προς αποκατάσταση του αρχαίου καθεστώτος της Ελλάδος. Ήδη, από τον 16ο αιώνα δηλαδή, μέσα από τους κόλπους και αυτού του «προνομιούχου» Πατριαρχείου, ένα ανώτερο εκκλησιαστικό στέλεχος διατυπώνει ένα αίτημα που ούτε καν ο Κοραής, τρεις αιώνες μετά, δεν διατύπωσε με τόση σαφήνεια, όταν ήρθε η ώρα του ’21. Το σαφές αίτημα του Ζυγομαλά δείχνει πως η θέση ότι «…η έννοια της εθνικής απελευθέρωσης ήταν απλώς έξω από κάθε δυνατότητα σκέψης στα εκκλησιαστικά περιβάλλοντα. Ήταν, δηλαδή, αδιανόητη» είναι εσφαλμένη και εκφράζει έναν πρωτόγονο αντικληρικαλισμό, εντελώς ξένο προς την παράδοση και την ιστορία του νέου ελληνισμού.[30]
Γίνεται λοιπόν περισσότερο από σαφές ποιο ήταν το καθεστώς εκπαίδευσης των ελληνορθόδοξων πληθυσμών στους πρώτους σκοτεινούς αιώνες της κατάκτησης. Οπότε, ποια είναι τα τεκμήρια της ανυπαρξίας του Κρυφού Σχολειού; Πρόκειται για δύο φράσεις: μία του Βλαχογιάννη και μία του Γεδεών – αυτές χρησιμοποιεί και ο Αγγέλου στο δοκίμιό του. Αυτές οι δύο και μόνον φράσεις μοιάζουν αδύναμες φυσικά για να σηκώσουν ένα τόσο βαρύ ερμηνευτικό φορτίο, απέναντι στην πληθώρα των τεκμηρίων που σωρεύτηκαν επί αιώνες και μικρό μέρος των οποίων επιλεκτικά εδώ χρησιμοποιήσαμε. Αλλά και αυτές οι δύο φράσεις, σωστά διαβασμένες, αποδίδουν, πέραν πάσης αμφιβολίας, το περιεχόμενο της έννοιας «Κρυφό Σχολειό». Ας τις δούμε.
Πρώτα τον Βλαχογιάννη: «…δεν είδα καμιά ιστορική μαρτυρία που να βεβαιώνει την ύπαρξη κρυφού σχολειού […] έξω από το τραγούδι».[31] Αλλά το να μην είδε ο Βλαχογιάννης κάτι, αυτό σε καμία περίπτωση δεν είναι απόδειξη ιστορική, πολύ περισσότερο όταν γνωρίζουμε τις θετικές μαρτυρίες και κυρίως όταν γνωρίζουμε το ιστορικό βίωμα – τονίσαμε ήδη τη διαφορά ανάμεσα στη φυσική και την ιστορική παρατήρηση. Αλλά ο ίδιος ο Βλαχογιάννης θα επανέλθει με σοβαρή διευκρίνιση:
Σε όσα χωριά το μοναστήρι ήταν πάρα πολύ μακρυά […] έπρεπε το παιδί να κινήση συντροφιά με άλλα, αξημέρωτα και να τραβάη ανάμεσα σε άγριο λόγγο για το μοναστήρι. Το περίφημο παιδικό τραγούδι έχει εκεί την εφαρμογή του. Φεγγαράκι μου λαμπρό […] Το αθώο αυτό νανούρισμα οι ρητοροδιδάσκαλοι το κολλήσανε στο ανύπαρκτο κρυφό σχολειό. Κρυφό σχολειό πουθενά δε στάθηκε σε χωριά ή σε χώρες. Οι Τούρκοι ποτέ δεν απαγόρεψαν τα σχολειά. Θα τ’ απαγόρευαν αν ήτανε κρυφά, σε χώρες βέβαια όπου ζούσανε μαζί με Χριστιανούς και Τούρκοι.[32]
Άρα ο Βλαχογιάννης παραδέχεται πως κάπου «έχει την εφαρμογή του» το ζήτημά μας και τονίζει πως αυτό γινόταν σε μέρη «…όπου ζούσανε μαζί με Χριστιανούς και Τούρκοι». Αλλά τέτοια μέρη ήταν όλες οι πόλεις της αυτοκρατορίας και όλα σχεδόν τα μεγάλα χωριά, πλην των απρόσιτων ορεινών κοινοτήτων. Φυσικά, κάνει λάθος όταν λέει ότι οι Τούρκοι δεν απαγόρευσαν ποτέ σχολειά. Τυχαία, από τον 19ο ακόμα αιώνα, σταχυολογούμε:
Πρό τινος καιροῦ εἶχον συστηθῆ ἐν ταῖς πρωτευούσαις τῶν Χανίων καὶ τῆς Ρεθύμνης δύο ἀλληλοδιδακτικὰ σχολεῖα. Ἂν καὶ ἡ περὶ τῆς συστάσεως αὐτῶν ἄδεια ἠγοράσθη διὰ ἁδρᾶς δαπάνης, καὶ ἡ διδασκαλία ἦτον ἡ συνήθης, τὰ σχολεῖα ταῦτα ἐθεωρήθησαν σχολεῖα ἀποστασίας καὶ πολέμου, ἐκλείσθησαν μεσοῦντος τοῦ Μαρτίου, καὶ οἱ διδάσκαλοι ἐφυλακίσθησαν. Κατ’ αἴτησιν δὲ τοῦ ὄχλου ἐφυλάκισεν ὁ πασᾶς τῶν Χανίων, Λατίφης, ἀρχομένου τοῦ Μαΐου, καὶ τὸν ἐπίσκοπον Κισάμου, ὡς δῆθεν ὑποκινοῦντα εἰς ἐπανάστασιν τοὺς χριστιανούς. Μετὰ δέ τινας ἡμέρας, ὀχλαγωγίας δευτέρας γενομένης, φοβηθεὶς παρέδωκε τὸν δυστυχῆ ἐπίσκοπον εἰς τὸν ὄχλον […] παραλαβὼν ὁ ὄχλος τὸν ἐπίσκοπον, τὸν ἐβασάνισε, τὸν ἐπόμπευσεν ἡμίγυμνον διὰ τῶν ὁδῶν καὶ τὴν 19ην τὸν ἐκρέμασεν ἔξω τῆς πόλεως. Ἐκρέμασε συγχρόνως καὶ τὸν διδάσκαλον τοῦ ἀλληλοδιδακτικοῦ.[33]
Την ίδια πραγματικότητα έχει υπόψη του και ο Ι. Ρίζος-Νερουλός:
Οἱ Τοῦρκοι ἀπηγόρευον ἐπὶ κεφαλικῇ ποινῇ τὴν οἰκοδομὴν νέων ἐκκλησιῶν […] Ἠμπόδιζον δὲ διὰ τῆς αὐτῆς αὐστηρότητος καὶ τὴν καθίδρυσιν δημοσίων σχολείων, φοβούμενοι μήπως οἱ χριστιανοὶ διδασκόμενοι ἀποβῶσι δοῦλοι ἐπικίνδυνοι καὶ δυσκυβέρνητοι.[34]
Εάν όμως αυτά συνέβαιναν τον 19ο αιώνα, τι άραγε γινόταν τον 15ο; Μας το είπαν ήδη οι Ζυγομαλάδες. Επομένως, το επιχείρημα αυτό είναι σαθρό. Και είναι το μόνο εναντίον του Κρυφού Σχολειού, εκ μέρους του Βλαχογιάννη, διότι ο δεινός ιστοριοδίφης, με την αίσθηση της ιστορίας που έχει, μαρτυρεί και την αλήθεια:
Σε όσα χωριά το μοναστήρι ήταν πάρα πολύ μακρυά […] έπρεπε το παιδί να κινήση συντροφιά με άλλα, αξημέρωτα και να τραβάη ανάμεσα σε άγριο λόγγο για το μοναστήρι.
Δηλαδή, να τραβάει για το σχολειό του μέσα στη νύχτα, κρυφά δηλαδή, με τον λογικό φόβο του Κωνσταντά, για τις πιθανές καταδρομές των αλλογενών, που συχνά έπαιρναν πάντα το πράγμα «αλλέως πως».
Αυτά με τον Βλαχογιάννη. Ο ιστοριοδίφης μας δεν απέδειξε απολύτως τίποτα θετικά, τη γνώμη του είπε απλώς, σχετικοποιώντας την όμως δραστικά με τις διευκρινίσεις του, επιβεβαιώνοντας έτσι πλήρως και την ουσία της προφορικής παράδοσης: Ελληνική θύραθεν εκπαίδευση στα πρώτα χρόνια της τουρκοκρατίας δεν υπήρξε. Αυτή που υπήρξε ήταν αποκλειστικά εκκλησιαστική και, φυσικά, εξαιτίας των δυσμενών συνθηκών της κατάκτησης, κατ’ ουσίαν απόκρυφη – πώς λοιπόν να απαγορευθεί κάτι το οποίο δεν υπήρχε;
Και πάμε τώρα στο δεύτερο των επιχειρημάτων, σ’ αυτό του Μανουήλ Γεδεών. Τι μας λέει ο πατριαρχικός αξιωματούχος, μόλις το 1939:
Μέχρι σήμερον οὐδαμοῦ ἀνέγνων ἐν ὁμαλῇ καταστάσει πραγμάτων […] βεζίρην ἢ ἀγιάννην ἢ σουλτάνον ἐμποδίσαντα σχολείου σύστασιν ἢ οἰκοδομήν.
Το ότι ο εκπρόσωπος του Πατριαρχείου, ενός οθωμανικού θεσμού, δεν έχει κανένα λόγο να δει κρυφά ή απαγορευμένα σχολειά στην επικράτειά του, την εκπαίδευση της οποίας έχει ο θεσμός του αναλάβει από αιώνες, νομίζω είναι εμφανές: Δεν είναι αδέκαστος κριτής ο Γεδεών. Αλλά σαν καλός ιστορικός που είναι κι αυτός, βάζει την κρίσιμη αναιρετική φράση, προς χρήσιν των ευφυών φιλιστόρων: «ἐν ὁμαλῇ καταστάσει πραγμάτων». Και την επαναλαμβάνει δις, τονίζοντάς την έντονα:
Ἡ τουρκικὴ κυβέρνησις, ἀνεχομένη τὴν χριστιανικὴν θρησκείαν, ἐγίγνωσκεν, ὅτι εἰς τοὺς ναοὺς ἀναγιγνώσκουσι καὶ ψάλλουσιν οἱ παπᾶδες καὶ οἱ ψάλται, καὶ ὅτι τὰ ἀναγινωσκόμενα καὶ ψαλλόμενα ἔπρεπε νὰ διδάσκωσι ἐγκαίρως, καὶ συνεπῶς οὐδέποτε ἐν ὁμαλῇ καταστάσει πραγμάτων ἠμπόδισε τὴν ἐν νάρθηξι καὶ κελλίοις διδασκαλίαν.[35]
Δηλαδή; Εν μη ομαλή; Ο Γεδεών μάς λέει εμμέσως, πλην σαφώς, με τη διπλωματική οξύνοια ενός Φαναριώτη, πως βεζίρηδες και αγιάννηδες, εν μη ομαλή καταστάσει, όταν εκλάμβαναν το πράγμα «αλλέως», φυσικά και πιθανόν να απαγόρευαν ενίοτε και σχολειά – αυτή ήταν η δουλειά τους. Αλλά πόσο ομαλή κατάσταση πραγμάτων είναι μια κατάκτηση; Όχι και τόσο. Η ομαλότητα της κατάστασης στην οποία αναφέρεται ο Γεδεών, και το πόσο ελεύθερη είναι η εκπαίδευση των κατακτημένων, μπορούν να συναχθούν και από το γεγονός πως το πρώτο τυπογραφείο που τόλμησε να ιδρύσει μέσα στην ίδια την Κωνσταντινούπολη ο πατριάρχης Κύριλλος Λούκαρις το 1627, με τη βοήθεια του μοναχού Νικόδημου Μεταξά, κατέληξε τον Ιανουάριο του 1628 στη βίαιη επέμβαση των γενιτσάρων, οι οποίοι κατάσχεσαν τον εξοπλισμό και έκλεισαν το τυπογραφείο. «Μόλις κατά το β΄ μισό του 18ου αιώνα θα εξέδιδε πάλι βιβλία το Οικουμενικό Πατριαρχείο».[36]
Και επομένως, επειδή ο Γεδεών γνωρίζει καλά τα τεκταινόμενα, κυρίως στις μικρασιατικές επαρχίες –αναφέρεται μάλιστα σε δύο περιπτώσεις καταστροφής ελληνικών σχολείων από Οθωμανούς, το 1843 και το 1881, στον Εύξεινο Πόντο και τη Χάλκη, τις οποίες «θυμάται αμυδρώς»–, παρακάμπτει την πραγματικότητα και παραμένει στον εξωραϊσμό: «οὐδαμοῦ ἀνέγνων […] ἐν ὁμαλῇ καταστάσει». Φυσικά.
Αυτά είναι τα δύο μοναδικά επιχειρήματα που υποτίθεται τεκμηριώνουν την ανυπαρξία του Κρυφού Σχολειού, ενώ εμμέσως, πλην σαφώς, την επιβεβαιώνουν. Και έτσι, τελειώνοντας εν συντομία με τα πενιχρά αυτά επιχειρήματα εναντίον της προφορικής παράδοσης του Κρυφού Σχολειού, ας ολοκληρώσουμε, πάλι εν συντομία, με τη σωρεία των ενδείξεων που επιβεβαιώνουν την εγκυρότητα της σχετικής παράδοσης. Ποιοι μιλάνε για το Κρυφό Σχολειό στα νεώτερα χρόνια; Όλοι σχεδόν οι λόγιοι του 18ου και του 19ου αιώνα, έτσι όπως συστηματικά τους παρουσιάζει ο Άλκης Αγγέλου στο δοκίμιό του. Πρώτος και καλύτερος, ο φίλος του Κοραή Στέφανος Κανέλλος, και ακολούθως ο Γερμανός Carl Iken. Και οι δύο τονίζουν πως οι Τούρκοι εμπόδιζαν τα σχολεία.[37]
Στη συνέχεια το πράγμα περνάει σχεδόν σε όλους. Η παράταξη είναι ατελείωτη: Κούμας, Βάμβας, Οικονόμος, Μαυροκορδάτος, Ι. Ρίζος-Νερουλός, Φρεαρίτης, Φίλιππος Ιωάννου, Tuckermann, Δραγούμης, Χασιώτης – όλοι αυτοί, λόγιοι που κινούνται μέσα στο κλίμα του Νεοελληνικού Διαφωτισμού ή του Ρομαντισμού, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, θεωρούν ως δεδομένη την παράδοση του Κρυφού Σχολειού, υπό την έννοια κυρίως μιας εκπαίδευσης που υφίσταται τις ίδιες δεσμεύσεις και απαγορεύσεις που λογικά συνοδεύουν ένα καθεστώς υποδούλωσης. Γνωρίζουν βεβαίως και τη σχετική φιλολογία, από τον Κρούσιο και μετά. Επομένως, είναι ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός που στα νεώτερα χρόνια εισφέρει την ιδέα του Κρυφού Σχολειού και όχι η Ορθόδοξη Εκκλησία. Όπως είδαμε στην περίπτωση Γεδεών, η Εκκλησία δεν έχει κανένα λόγο να αποφανθεί θετικά για το Κρυφό Σχολειό, όπως εξάλλου χαρακτηριστικά το βλέπουμε επίσης και στην σημερινή αρνητική θέση του π. Γ. Μεταλληνού:
Με την έννοια ότι την οργανωμένη παιδεία, αδύνατη για την εποχή αυτή, αναπλήρωνε η ανεπίσημη και ταπεινή φροντίδα της εκκλησίας, στους νάρθηκες των ναών και στις μονές.[38]
Επομένως; Η μοναδική ουσιαστικά ένσταση του Αγγέλου απέναντι στην εδραιωμένη αυτή πεποίθηση είναι αυτή που του προσφέρει ο Άγγλος κριτικός Ian Watt:
Η σύγχυση ανάμεσα στις ρομαντικές επιθυμίες και την ιστορική αλήθεια αποτελεί παγκόσμια τάση.[39]
Αλλά μια τέτοια ένσταση, γενικόλογη και εντελώς αφηρημένη, είναι απολύτως ανίσχυρη στην περίπτωσή μας, διότι το δεύτερο σκέλος της, που υποτίθεται ότι στηρίζει την «ιστορική αλήθεια», είναι πολύ ισχνό για να αντιπαρατεθεί με το πρώτο, τη «ρομαντική επιθυμία». Δύο μικρές αναφορές, του Βλαχογιάννη και του Γεδεών, σε καμιά περίπτωση δεν μπαίνουν στην ίδια ιστορική ζυγαριά με το πλήθος των μαρτυριών που κάνουν την εμφάνισή τους ανάμεσα στον 15ο και τον 18ο αιώνα και με τις κατοπινές μελέτες, ων ουκ έστι αριθμός.
Η σειρά του Αγγέλου θα πρέπει μάλλον να αντιστραφεί: Από τη μία έχουμε την ιστορική αλήθεια της ανυπαρξίας εκπαίδευσης για δύο αιώνες, μαζί με τις γενικευμένες απαγορεύσεις ενός δεσποτικού καθεστώτος, και από την άλλη έχουμε την «επιθυμία» του Γεδεών να στηρίξει την πατριαρχική εκπαιδευτική παράδοση. Αυτή είναι η σωστή σειρά των πραγμάτων. Ο ίδιος ο Αγγέλου, εμμέσως, δεν αμφισβητεί την παράδοση του Κρυφού Σχολειού στο έργο του Γύζη, απλώς πιστεύει πως την αντλεί «είτε από τις παιδικές του αναμνήσεις είτε από στοιχεία που του προσφέρει η λαϊκή παράδοση».[40] Αλλά η λαϊκή παράδοση βρίσκεται εκτός του πεδίου της ιστορίας; Όχι φυσικά, εκτός και επιστρέψουμε στην προνεωτερική ιστοριογραφία των μεγάλων γεγονότων και των επιφανών ανδρών.
«Η δημοτική παράδοση αναζωογονεί και τρέφει τον κορμό και τα κλαδιά μιας νέας μορφής παραδόσεως, της νεοελληνικής», λέει σωστά ο Ν. Πανταζόπουλος, ο οποίος έχει μελετήσει τη διάκριση μεταξύ λόγιας και λαϊκής παράδοσης.[41] Η συμβολοποίηση μάλιστα της παράδοσης μέσω της ιστορικής χρήσης εννοιών που έχουν απεικονιστεί συμβολικά – όπως είναι και ο πίνακας του Γύζη «Το Κρυφό Σχολειό» – εντάσσεται «…σε έναν τρόπο προστασίας […] μιας συλλογικής ταυτότητας […] και την ενότητα της πολιτισμικής παραδόσεως».[42]
Αλλά ο Αγγέλου, για να στηρίξει καλύτερα το σκεπτικιστικό του επιχείρημα, πέφτει και σε ένα σοβαρό λάθος. Λέει για την ιστοριογραφία της εκπαίδευσης:
Σε καμιά απολύτως από τις σχετικές εργασίες όσες μνημονεύτηκαν έως τώρα, δεν έκανε σε καμία στιγμή, με οποιοδήποτε τρόπο την εμφάνισή του το θέμα του Κρυφού Σχολειού.[43]
Όμως, από τον Κωνσταντίνο Κούμα και τον Ματθαίο Παρανίκα, μέχρι τον Λάμπρου, τον Αραβαντινό και τον Ευαγγελίδη, όλοι οι ιστορικοί της εκπαίδευσης, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, αποδέχονται την έννοια του Κρυφού Σχολειού. Σταχυολογούμε:
Ἐν ταῖς ἀσιατικαῖς ἐπαρχίαις τοῦ Ὀθωμανικοῦ κράτους […] μετὰ παντοῖα δεινά, ἃ ὑπέστησαν, ἡ ἁχλὺς βεβαίως ἐπεκάθησε βαρυτέρα, καὶ τὸ σκότος ἦν παχύτερον […] ἐν ταῖς ἐπαρχίαις ταύταις, ἐν αἷς που περὶ τὰς μονὰς τὸ ζώπυρον τῶν γραμμάτων διετηρεῖτο, ἴχνη Σχολῶν καὶ λογίων μέχρι τῶν μέσων τῆς ΙΖ΄ ἑκατονταετηρίδος δὲν εὑρίσκομεν.[44]
Ο Ευαγγελίδης το λέει ακόμη σαφέστερα:
Οἱ χρόνοι ἦσαν σκοτεινοὶ καὶ ζοφεροὶ διὰ τὸ γένος, ἡ δὲ καλλιέργεια τῶν γραμμάτων ἐπικίνδυνον ἐγχείρημα καὶ ὅμως, παρ’ ὅλους τοὺς ἀπαγορευτικοὺς νόμους τῶν Τούρκων […] οἱ Ἕλληνες κρύφα καὶ ἐν παραβύστῳ ἐκαλλιέργουν τὰς Μούσας.[45]
Πριν απ’ όλους αυτούς, ο Κωνσταντίνος Κούμας, άλλος ένας του Διαφωτισμού, μας δίνει τη δική του προσωπική μαρτυρία:
Εἰς τὰς πόλεις τὰς κατοικουμένας τὸ πλεῖστον μέρος ὑπὸ Τούρκων ἔπασχον οἱ ἄθλιοι κακὰ μεγάλα, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἀπὸ τὴν κατωτέραν μερίδα τοῦ ἔθνους τούτου. Τίς ἠδύνατο νὰ ἀντισταθῇ εἰς τοιούτους ἀπαιτητάς; Πολλοὶ ἔπιπτον θύματα τῶν Γιανιτσάρων ἀτιμωρητὶ εἰς τοὺς δρόμους […] Μέρος τοῦ γένους ἐγνώριζεν μόνον νὰ διαβάζη καὶ νὰ γράφῃ, ὅπως ἔτυχε, καὶ τὸ περισσότερον ἦτο βυθισμένον εἰς ἀπόλυτον ἀγραμματίαν.[46]
Αυτή η εκτίμηση του Κούμα συνοψίζει την ιστορική ουσία, το περιεχόμενο της έννοιας του Κρυφού Σχολειού. Ωστόσο, ο Κούμας μάς λέει και κάτι παραπάνω, πολύ κοντά όχι πια στην έννοια, αλλά στην πραγματικότητα, σε μια έννοια που έχει πραγματική ύπαρξη: Όσοι διακρίθηκαν στα γράμματα, «…ἐπαρωμοίαζον ἀμυδρά καὶ διψαλέα λυχνάρια, ἀραιότατα κείμενα μεταξὺ παχυτάτου σκότους».[47] Δεν μιλάει στην τύχη ο Κούμας∙ μιλάει για τον εαυτό του, είναι δηλαδή αυτόπτης μάρτυς της ιστορίας: Σε ηλικία δέκα ετών, το 1787, δεν είχε δει στη Λάρισα όπου γεννήθηκε, «…οὔτε ἐκκλησίαν (διότι τὴν μόνην τῆς Λαρίσης τὴν εἶχον κρημνίσει οἱ Τοῦρκοι) οὔτε κοινὸν σχολεῖον, διότι ἐφυλάττετο ἔγκλειστος διὰ τὸν φόβον τῶν γενιτσάρων».[48]
Η εκτίμηση του Κούμα δίνει συνοπτικά και με ακρίβεια όλες τις παραμέτρους του ζητήματος: Την ιστορική πραγματικότητα των απαγορεύσεων για τους κατακτημένους χριστιανικούς πληθυσμούς («Εἰς τὰς πόλεις τὰς κατοικουμένας τὸ πλεῖστον μέρος ὑπὸ Τούρκων ἔπασχον οἱ ἄθλιοι κακὰ μεγάλα, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἀπὸ τὴν κατωτέραν μερίδα τοῦ ἔθνους τούτου»),την πραγματικότητα της ανυπαρξίας εκπαίδευσης(«τὸ περισσότερον ἦτο βυθισμένον εἰς ἀπόλυτον ἀγραμματίαν») και, τέλος, τις πηγές της λαϊκής και καλλιτεχνικής παράδοσης για το Κρυφό Σχολειό («ἐπαρωμοίαζον ἀμυδρά καὶ διψαλέα λυχνάρια, ἀραιότατα κείμενα μεταξὺ παχυτάτου σκότους»).[49]Και όλα αυτά, στον προχωρημένο αιώνα των Φώτων, στα τέλη του 18ου αιώνα, όταν ο Κούμας κρυβόταν για να μη στρατολογηθεί βίαια στο παιδομάζωμα. Τα ίδια περίπου λέει και ο Παπαδόπουλος-Κεραμεύς:
Ἡ ἀνατολικὴ ἐκκλησία καὶ ὅλον τὸ γένος τῶν Ἑλλήνων εἶναι κακὰ καταστρεμμένον, τοῦτο δὲν τὸ ἀρνούμεθα. […] Ὅσον πὼς δὲν ἔχομεν σοφίαν καὶ μαθήματα, ἀλήθεια εἶναι.[50]
Η αμάθεια είναι από παντού βεβαιωμένη:
Ἐκ τῶν πολλῶν τῆς Ἀνατολῆς χωρῶν, αἵτινες ἐπέπρωτο νὰ καταπλακωθῶσιν ὑπὸ τὴν βαρεῖαν πλάκα τῆς βαρβαρότητος καὶ τῆς ἀποξενώσεως παντὸς ἐθνικοῦ χρήματος, πρωτίστως ἔλαβε δυστυχίαν νὰ εἶναι ἡ Μικρὰ Ἀσία ὡς πρωιμώτερον ἀπολέσασα τὴν προγονικὴν γλῶσσαν καὶ τὰ παρεπόμενα αὐτῇ εθνικὰ ἀγαθά. Ἀκόμη καὶ περὶ τὰ μέσα τοῦ ΙΗ΄ αἰῶνος (1750) οὐδαμοῦ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ὑπῆρχον σχολεῖα ἐκτὸς τῆς Σμύρνης καὶ τῆς Καισαρείας. Πανταχοῦ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας γενικὴ ὑπῆρχεν ἀμάθεια καὶ ἄγνοια τῶν ἐν τοῖς ναοῖς ἀναγιγνωσκομένων, ἅπερ κατὰ πατροπαράδοτον μόνον συνήθειαν ἦσαν ἐν χρήσει.[51]
Αυτή τη βεβαιωμένη αμάθεια δεν ήταν φυσικά δυνατόν να παραγνωρίσει και η τρέχουσα ιστοριογραφία της εκπαίδευσης. Ο Κ. Χατζόπουλος, στην καλά τεκμηριωμένη έρευνά του, παρότι εν τέλει αποφαίνεται κι αυτός, προφανώς επηρεασμένος από τον Αγγέλου, πως «το κρυφό σχολειό είναι ένας θρύλος», εν τούτοις, τιτλοφορώντας το σχετικό κεφάλαιο «Η περίοδος του σκότους» και συμπληρώνοντας πως «πυρήνας του θρύλου υπήρξε η παντελής σχεδόν έλλειψη σχολείων κατά τη διάρκεια των δύο πρώτων αιώνων της τουρκοκρατίας, καθώς και η υποτυπώδης καλλιέργεια των γραμμάτων κατά την ίδια περίοδο στους νάρθηκες των εκκλησιών και στα κελιά των μοναστηριών», ουσιαστικά επιβεβαιώνει και αυτός μια ιστορική πραγματικότητα και μια έννοια που διαφύλαξε η προφορική λαϊκή παράδοση και η τέχνη.[52]
Βεβαίως, πρέπει να καταλήξουμε και στο διά ταύτα. Από την όλη έκθεση του θέματος, θα πρέπει να διακρίνουμε το μείζον από το έλασσον. Ποιο είναι λοιπόν το μείζον; Ότι, όπως προκύπτει από τις πηγές, τα θετικά τεκμήρια, δεν υπήρχε κανενός είδους εκπαίδευση των κατακτημένων Ελλήνων κατά τους δύο πρώτους αιώνες μετά την Άλωση, μέχρι δηλαδή την ίδρυση της πρώτης πατριαρχικής σχολής στα μέσα του 17ου αιώνα. Ακόμη και η ίδια η πατριαρχική σχολή πολύ απέχει από το να θεωρηθεί κανονικό εκπαιδευτήριο, αφού ήδη από τη βυζαντινή εποχή, όταν λειτουργούσε σε καθεστώς πλήρους ελευθερίας, δεν είχε αυτό το χαρακτηριστικό: «Η έννοια Πατριαρχική Σχολή είναι ιδιαιτέρως παραπλανητική…», γράφει ο Paul Magdalino για τον 12ο αιώνα, «…σύμφωνα με τα σύγχρονα ή τα δυτικά πρότυπα […] απείχε πολύ από το να είναι εκκλησιαστική κατά τρόπο συνεπή και ενιαίο».[53]
Ούτε ίχνος σχεδόν ελληνικής εκπαίδευσης, σχολείου ή σχολής, δεν βρέθηκε λοιπόν στην πορεία των γεγονότων, έτσι όπως αυτά έχουν φτάσει ώς εμάς. Επομένως, η ένσταση αυτών που υποστηρίζουν την ανυπαρξία του Κρυφού Σχολειού, στηριζόμενοι στην ανυπαρξία σχετικών τεκμηρίων, αντιστρέφεται: Η ανυπαρξία οποιουδήποτε σχολείου είναι το θέμα, το μείζον θέμα:
Εἰς τὰς ἐπαρχίας ὠργανώθη μὲν ὑπὸ τὴν αἰγίδα τῆς Ἐκκλησίας ἡ Παιδεία, τοῦτο ὅμως ἔγινε πολὺ ἀργότερα, ὅταν οἱ καιροὶ ἦσαν περισσότερον πρόσφοροι. Πάντως ὀφείλομεν νὰ δεχθῶμεν ὅτι ἀπόκρυφον ἔργον συνετελεῖτο ἀπὸ τῆς πρώτης στιγμῆς τῆς συμφορᾶς εἰς τὰ μοναστήρια, ὅπου πρέπει νὰ τοποθετήσωμεν τὰ θρυλικὰ Κρυφὰ Σχολειά.[54]
Η τεκμηρίωση λοιπόν του όρου «Κρυφό Σχολειό» είναι ένα ζήτημα δευτερεύον. Το πρωτεύον είναι άλλο: Πως ούτε ένα σχολειό δεν βρέθηκε εκείνα τα χρόνια, και, μέσα σ’ αυτή την απουσία, κάθε κερί μπροστά σ’ ένα ψαλτήρι είναι προφανώς ένα Κρυφό Σχολειό. Γιατί; Διότι έτσι επέλεξε να το ονομάσει η λαϊκή παράδοση.
Δεν ψάχνουμε λοιπόν για το κρυφό, αλλά για το φανερό σχολειό. Εφόσον δεν το βρίσκουμε, είναι περιττό να αναζητούμε το κρυφό –υπάρχει εξ αντικειμένου. Αλλά προς τι αυτή η γενικευμένη μανία μερίδας των ιστοριογράφων μας; Για δύο λόγους: Πρώτον, διότι αυτή η μερίδα έχει προσδεθεί σε έναν ακραίο φυσιοκρατικό ιδεαλισμό, σύμφωνα με τον οποίο δεν υπάρχουν πραγματικότητες αλλά μύθοι –όπως και το ίδιο το έθνος εξάλλου–, και δεύτερον, διότι η ξαφνική αυτή επίθεση στηρίζει την τρέχουσα πολιτική ανάγκη: τον φιλο-οθωμανισμό.[55]
Αλλά, φυσικά, το ζήτημα του Κρυφού Σχολειού, όπως και κάθε ιστορικό ζήτημα, δεν είναι υπόθεση των ιστορικών, είναι υπόθεση του λαού. Ο ιστορικός δεν αποδίδει αυτός το αποκαταστημένο παρελθόν, δεν είναι αυθεντία, σαν τον θεολόγο του μεσαίωνα. Δεν περιμένουμε τον επιστήμονα ιστορικό για να αποκτήσουμε συνείδηση του κοινού μας παρελθόντος. Το παρελθόν βρίσκεται στο βίωμα μιας παράδοσης. Αυτό το έχει προαναγγείλει όλη η νεωτερικότητα, από τον Βολταίρο και μετά, από τον Χέρντερ μέχρι τον Ράνκε και τον Σαβινύ. Ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος το έχει διατυπώσει με τα έξοχα ελληνικά του:
Ἀλλ’ ὅμως ποῦ τῆς ὄντως ἐθνικῆς ἱστορίας ἡ κοιτίς; Ποῦ πρῶτον ἠχεῖ τῆς Κλειοῦς ἡ σάλπιγξ; Ἐν μέσῳ τοῦ ψιθύρου τῶν ὄχλων […] ὁσάκις κυροῖ ὁ λαός, ὁ αὐτουργὸς καὶ μάρτυς καὶ νόμιμος οὗτος δικαστὴς τῶν ἐξιστορουμένων.[56]
Έτσι λοιπόν έχει το ζήτημα: Το Κρυφό Σχολειό έχει αποτυπωθεί στη λόγια, τη δημώδη ποίηση και τη ζωγραφική και είναι μια βιωμένη λαϊκή παράδοση, μαρτυρημένη από πλήθος τεκμηρίων, που καθορίζουν το περιεχόμενο της έννοιας. Είναι δηλαδή μια αποφασισμένη λαϊκή πεποίθηση. Και σ’ αυτήν την πεποίθηση η επιστήμη της ιστορίας –αν δεν στοχεύει αλλού– δεν έχει τίποτα επιπλέον να προσθέσει.
[1] «Γνωστικά λοιπόν, δεν μπορούμε να φανταστούμε παρά μία μόνο Ιστορία και αυτή θα είναι η επιστημονική» (Β. Παναγιωτόπουλου, «Εθνική ιστορία ή μήπως εθνική μυθολογία;», Τα Νέα, 25-3-2011). Αυτός ο δυϊσμός όμως δεν κατανοεί τον ενιαίο χαρακτήρα της ιστορίας, η οποία αφορά την κοινωνία στο σύνολό της. Η συρρίκνωσή της στον «επιστημονισμό» την απομακρύνει από τη βιωμένη ιστορία των ανθρώπων και την εγκλωβίζει σ’ έναν κόσμο ιδεών, αφηρημένων οντοτήτων, υπονομεύοντας τελικά τον ίδιο τον επιστημονικό χαρακτήρα της.
[2] Marc Ferro, Les tabous de l’ Histoire, NiL, Παρίσι 2002, σ. 12.
[3] Την αρχή κάνει ο Α. Αγγέλου, με το μάλλον ασταθές σκεπτικιστικό του δοκίμιο Το Κρυφό Σχολειό. Χρονικό ενός Μύθου, Εστία, Αθήνα 1997. Ακολουθούν: Αλ. Πολίτης, Το Μυθολογικό Κενό, Πόλις, Αθήνα 2000 και Π. Στάθης, «Το Κρυφό Σχολειό: Διαδρομές του Μύθου, Διαδρομές της Ιστορίας», Historein/Ιστορείν 4 (2003-2004). Εν συνεχεία, το ζήτημα περνάει στη δημοσιογραφική πολεμική. Ενδεικτικά: Β. Κρεμμυδά, «H Eκκλησία στο Eικοσιένα. Μύθοι και Ιδεολογήματα», Τα Νέα, 22-3-2005, Α. Λιάκου, «Είχε η Εκκλησία Εθνική Συνείδηση;», Το Βήμα, 25-03-2007, Ι. Γιαννουλόπουλου, «Ατυχείς Συγκυρίες», Το Βήμα, 17-6-2007, Α. Ηρακλείδη, «Η Ανάγκη για Μύθους. 25η Μαρτίου και Κρυφό Σχολειό», Τα Νέα, 22-3-2007 και Χ. Λούκου, «Απαλλαγή από τα Στερεότυπα», Το Βήμα, 25-3-2007. Η παράταξη κλείνει με την τηλεοπτική παραγωγή του ΣΚΑΙ «1821. Η γέννηση μιας ιδέας», σε επιμέλεια Θάνου Βερέμη, όπου η Επανάσταση του 1821 παρουσιάστηκε ως μια σειρά «δολοφονιών, που Έλληνες και Τούρκοι θέλουν να ξεχάσουν»! Το όλο εγχείρημα ανάγεται προφανώς σε γενικότερες ανάγκες της τρέχουσας πολιτικής: τον εξωραϊσμό της τουρκοκρατίας εξ αιτίας των αναγκών της ελληνοτουρκικής προσέγγισης. Είναι χαρακτηριστικό ότι έχουν ήδη συσταθεί ελληνοτουρκικές επιτροπές επανασυγγραφής της ιστορίας, προς την κατεύθυνση της εξομάλυνσης των εθνικών διαφορών. Πρόκειται δηλαδή ουσιαστικά για μια ιστορία κατά παραγγελίαν.
[4] Η 25η Μαρτίου εκλαμβάνεται έτσι ως «ελληνικός ιδρυτικός μύθος […] που στοχεύει στην απόδειξη της ακατάλυτης ενότητας του έθνους, παρουσιάζοντας τους Έλληνες του 1821 να εξεγείρονται εν σώματι την 25η Μαρτίου με τις ευλογίες της εκκλησίας» (Ελπίδα Βόγλη, «…έμελλεν ο Βασιλεύς Όθων να καθιερώση την 25 του Μαρτίου ως εθνικήν εορτήν», Ελευθεροτυπία, 26/3/2011). Φυσικά, μπορεί ο Όθων να καθιέρωσε την επέτειο, αλλά δεν το ’κανε αυθαίρετα. Αυτήν την ημερομηνία είχε επιλέξει ο Υψηλάντης και είχαν αποδεχθεί οι οπλαρχηγοί και οι πρόκριτοι, εννοείται με τις ευλογίες της Εκκλησίας (βλ. Θ. Κολοκοτρώνη, Διήγησις Συμβάντων τῆς Ἑλληνικῆς Φυλῆς ἀπὸ τὰ 1770 ἕως τὰ 1836, Αθήνα 1846, σσ. 47-48, Ν. Σπηλιάδου, Ἀπομνημονεύματα, Αθήνα 1851, τόμ. 1, σ. 31, και Ν. Κασομούλης, Ἐνθυμήματα Στρατιωτικὰ τῆς Ἐπαναστάσεως τῶν Ἑλλήνων, Ἀθῆναι 1939, τόμ. Α΄, σ. 134).
[5] Βλ. ενδεικτικά Αντώνη Λιάκου, Πώς στοχάστηκαν το έθνος αυτοί που ήθελαν να αλλάξουν τον κόσμο, Πόλις, Αθήνα 2005, όπου διατυπώνεται η ιδεοληπτική θέση ότι το έθνος δεν είναι ιστορική πραγματικότητα, αλλά απλή ιδέα και «…μοιάζει σαν ένα κείμενο το οποίο αλλάζει κάθε φορά ανάλογα με το “πρόγραμμα” στο οποίο το βάζουμε για να το διαβάσουμε» (σσ. 8-9). Ένα τέτοιο «πρόγραμμα» είναι η αποφυγή της «…εθνοκεντρικής ερμηνείας της επανάστασης του 1821, που έχει επιβάλει η κυρίαρχη ελληνοχριστιανική ιδεολογία» (Χρήστου Λούκου, «Μύθοι και στερεότυπα: προϋποθέσεις για μια ουσιαστική ανατροπή τους», Ελευθεροτυπία, 26-3-2011). Προφανώς, η σωστή ερμηνεία του ’21 απαιτεί πολυεθνική προσέγγιση, δηλαδή, όπως ο συγγραφέας το λέει, «…να γνωρίσουμε ουσιαστικά τον Άλλο, τους Τούρκους δηλαδή», και για τον σκοπό αυτό, θα έπρεπε η πολιτεία να βασιστεί στους ιστορικούς-επιστήμονες, οι οποίοι θα τη βοηθήσουν να «…αποδεσμεύσει τους πολίτες από μια εγκλωβισμένη σε στερεότυπα ιστορική γνώση»! (στο ίδιο). Δηλαδή, εν ολίγοις, κράτος και επιστήμονες αποφασίζουν να φρονηματίσουν τον λαό.
[6] Έλλη Σκοπετέα, Το «πρότυπο βασίλειο» και η Μεγάλη Ιδέα. Όψεις του εθνικού προβλήματος στην Ελλάδα (1830-1880), Πολύτυπο, Αθήνα 1988, σσ. 24-25. Φυσικά, δεν έπρεπε να φτάσουν ο Νέγρης με τον Γλαράκη και ο μαγικός 19ος αι., όπως πίστευε η Σκοπετέα, για να συγκροτηθεί συνείδηση ελληνικού έθνους, πέραν του οθωμανικού millet! Να υπενθυμίσουμε απλώς εδώ το πλήρως εξελληνισμένο Βυζάντιο μετά τον 11ο αιώνα και τη συνείδηση της εθνικής συνέχειας, που είναι σαφής στην πασίγνωστη λόγια βυζαντινή και μεταβυζαντινή παράδοση, από τον 14ο μέχρι τον 16ο αιώνα, στα κείμενα του Καβάσιλα, του Κυδώνη, του Πλήθωνα, του Σχολάριου, του Βησσαρίωνα ή των Ζυγομαλάδων. Ένα είναι σίγουρο: το ελληνικό έθνος δεν προέκυψε από τον Μωάμεθ και το οθωμανικό millet.
[7] «Τὰ δικαιώματα ταῦτα ἤσκει ὁ πατριάρχης, ἐφόσον οἱ κρατοῦντες ἐσέβοντο αὐτά, κατέπιπτον δὲ εἰς νεκρὸν γράμμα συνήθως, ὁσάκις ἤθελον αὐτοί […] πᾶσα ἡ ἐξουσία αὕτη ἦτο πολλάκις νεκρὸν ὄνομα» (Α. Διομήδη- Κυριακού, Δοκίμιον Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας, Αθήνα 1870, σσ. 279-280). Για τη διαφορά μεταξύ προνομίου και δικαιώματος, βλ. συνοπτικά J. Coleman, Ιστορία της πολιτικής σκέψης, μτφρ. Γ. Χρηστίδης, Κριτική, Αθήνα 2006, τ. Β΄, σ. 117.
[8] Ωστόσο, σταθερός στόχος του Ισλάμ, όπως επιτάσσει η παράδοση του Κορανίου, είναι η παγκόσμια επικράτησή του, και επομένως οι κατακτημένοι Χριστιανοί αντιμετωπίζονται ως υποψήφιοι στόχοι της τζιχάντ, η οποία προηγείται από «μια επίσημη πρόσκληση προς τους απίστους να υποταχθούν στο Ισλάμ» (Αλέξιος Γ. Σαββίδης, Βυζάντιο, Μεσαιωνικός κόσμος και Ισλάμ, Παπαζήσης, Αθήνα 2004, σ. 192).
[9] «Μὴ λησμονήσωμεν τῷ ὄντι, ὅτι ἡ Ὑψηλὴ Πύλη δὲν ὑπέβαλε ποτὲ τοὺς Χριστιανοὺς ὡς μέλος ὀργανικὸν τοῦ ὀσμανικοῦ σώματος, ἀλλὰ μόνον ὡς προσάρτημα αὐτοῦ ὑπήκοον καὶ ὑπόφορον. Ἵνα μὴ ἀνατρέξωμεν εἰς χρόνους ἀρχαιοτέρους, τῇ 4/16 Αὐγούστου 1821 […] ἔλεγεν ἐν ἀπειλητικῇ πρὸς τὸ οἰκουμενικὸν πατριαρχεῖον ἐπιστολῇ: τὸ ἑλληνικὸν ἔθνος, τὸ ἔκπαλαι ὑπήκοον καὶ ὑπόφορον τῆς Ὑ. Πύλης» (Κ. Παπαρρηγόπουλος, Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους. Ἀπὸ τῶν ἀρχαιοτάτων χρόνων μέχρι τῶν καθ’ ἡμᾶς, Γαλαξίας, Αθήνα 1972, Βιβλίον 16ον, σ. 130). Για τα προνόμια βλ. Β. Στεφανίδου, Εκκλησιαστική Ιστορία. Απ’ αρχής μέχρι σήμερον, Παπαδημητρίου, Αθήνα 1998, σσ. 688-691, Κ. Αμάντου, «Οι προνομιακοί ορισμοί του Μουσουλμανισμού υπέρ των Χριστιανών», Ελληνικά 9 (1936), σσ. 103-166, Ν. Πανταζόπουλου, «Τινά περί της εννοίας των προνομίων επί Τουρκοκρατίας», Ανάτυπον, Αρχείον Ιδιωτικού Δικαίου 10 (1943), και St. Runciman, H Μεγάλη Εκκλησία εν αιχμαλωσία, μτφρ. Π. Αντωνοπούλου, Γκοβόστης, Αθήνα 2010, σσ. 201-212.
[10] Ο Δημήτρης Αποστολόπουλος έχει εντοπίσει τμήμα του Ιερού Κώδικα του Πατριαρχείου, από τα πρώτα χρόνια μετά την Άλωση, στη βιβλιοθήκη της Ιεράς Μονής του Τιμίου Σταυρού της Σάμου, συμβάλλοντας έτσι σημαντικά, μαζί με τις άλλες εργασίες του, στη μελέτη της ιστορίας του πατριαρχικού θεσμού, αλλά και της λόγιας γραμματείας, στην περίοδο της τουρκοκρατίας. Διαβάζουμε από τον Κώδικα του Πατριαρχείου, με ημερομηνία 10 Οκτωβρίου 1474, τα σχετικά με την επιβολή φόρου και την αποπομπή του Συμεών Α΄: «Ἡ Πόρτα προστάξει τοῦ κρατοῦντος ἐπέθηκεν ἡμῖν καὶ μὴ βουλόμενοι τὸ τοιοῦτον βάρος, προσθεῖσα καὶ ἀπειλὰς μεγίστας […] ἐνιστάμεθα γὰρ ἐπὶ πλείστας ἡμέρας, μὴ βουλόμενοι ὅλως τοσοῦτον βάρος […] ἀλλ’ ὡς ἡμέραι ἐπετείνοντο ἡμῖν τὰ δεινά. Τούς τε γὰρ ναοὺς ἔκλεισαν […] ἦλθεν εἰς ἡμᾶς ὁρισμὸς φρικώδης τοῦ κρατοῦντος κελεύων λαβεῖν τὸν πατριάρχην ἀπαραιτήτως τὸ πατριαρχεῖον. Εἰ δ’ ἄλλως ποιήσει καὶ ἐκεῖνος κινδυνεύσει καὶ ἡμεῖς ἅπαντες» (Δ. Αποστολόπουλος, Ο «Ιερός Κώδιξ» του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως στο β΄ μισό του ΙΕ΄ αιώνα. Τα μόνα γνωστά σπαράγματα, ΚΝΕ/ΕΙΕ, Αθήνα 1992, σ. 91).
[11] Για μια συνοπτική έκθεση των απαγορεύσεων βλ. Α. Βακαλόπουλου, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, Ηρόδοτος, Αθήνα 2008, τόμ. Β΄, σσ. 48-51, όπου δίνεται και μια περιληπτική περιγραφή των βασικών σχετικών μελετών του Crusius και του Gerlach.
[12] Ο Gustav Geib σημειώνει στα 1835 με την ακρίβεια ενός νομικού: «Κάτω από την τουρκική κυριαρχία […] μια τάξη τουλάχιστον, ο κλήρος, εξακολουθούσε να βρίσκεται σε σχετικά καλύτερη θέση […] διατηρούσε κάποια αυτονομία…» (Dr. Gustav Geib, Παρουσίαση της κατάστασης του Δικαίου στην Ελλάδα, στη διάρκεια της τουρκοκρατίας ώς τον ερχομό του Βασιλιά Όθωνα του Α΄, μτφρ. Ίρις Αυδή-Καλκάνη, Γκοβόστης, Αθήνα χ.χ. σ. 59). Την ίδια νομική ακρίβεια βρίσκουμε και στον Ν. Μοσχοβάκη: «…ἡ ἐκκλησία κατέστη τάξις ἰδία, ἢ ὡς κλήρος» (Ν. Μοσχοβάκη, Τὸ ἐν Ἑλλάδι Δημόσιον Δίκαιον ἐπὶ Τουρκοκρατίας, Ἐν Ἀθήναις 1882, σ. 48).
[13] Ν. Πανταζόπουλου, Μελετήματα για τον Ρήγα Βελεστινλή, Επ. Εταιρία Μελέτης Φερών – Βελεστίνου – Ρήγα, Αθήνα 1998, σ. 15.
[14] «Παρείχετο ἐσωτερικὴ αὐτοδιοίκησις, ὁ καθορισμὸς τῶν λεπτομερειῶν τῆς ὁποίας ἦτο ἀδύνατος καὶ περιττός […] καὶ εἰς τὰ ὄμματα τῶν μουσουλμάνων δὲν ἦτο προνόμιον, ἀλλὰ μειονέκτημα (ἐγκατάλειψις εἰς τὴν ἁρμόζουσαν διὰ τοὺς ἀπίστους ἐλεεινὴν κατάστασιν αὐτῶν)», παρατηρεί με οξυδέρκεια ο Στεφανίδης (ό.π., σ. 689).
[15] Μ. Crusius, Turcograecia, Bασιλεία 1584, σ. 94.
[16] Frederick Rosen, Ο ελληνικός εθνικισμός και ο βρετανικός φιλελευθερισμός, ΚΝΕ/ΕΙΕ, Αθήνα 1998, σσ. 36-37.
[17] Φυσικά, είναι εντελώς απλοϊκή η άποψη πως η πνευματική αυτή παρακμή οφείλεται «…στη φυγή των βυζαντινών λογίων στη Δύση» και όχι στις αρνητικές συνέπειες της κατάκτησης (βλ. Π. Στάθη, «Κρυφό Σχολειό: τα ιστορικά δεδομένα για τον αβάσιμο ισχυρισμό», Ελευθεροτυπία, 26/3/2011). Διότι ακριβώς η ίδια η φυγή είναι αποτέλεσμα της κατάκτησης.
[18] Α. Κάλλιστος, Μονῳδία ἐπὶ τῇ δυστυχεῖ Κωνσταντινουπόλει, PG 116.
[19] Η σημαντική αυτή για την ιστορία και το περιεχόμενο του Νεοελληνικού Διαφωτισμού επιστολή Κωνσταντά, από το αρχείο της Βιβλιοθήκης Μηλεών, είναι δημοσιευμένη και σχολιασμένη στο Α. Διαμαντή, «Τα φώτα και η φθοροποιός των Ελλήνων αποστασία», Τα Ιστορικά 48 (2008), σσ. 33-54.
[20] Για τις τραγικές συνέπειες του οθωμανικού παιδομαζώματος βλ. την πρόσφατη εξαιρετική εργασία του Αναστασίου Γούναρη, Ιστορία του παιδομαζώματος κατά την Τουρκοκρατία, Σύλλογος προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων, Αθήνα 2010. Περίπου 3.000 παιδιά 8-14 ετών στρατολογούσαν οι οθωμανικές αρχές ετησίως (σσ. 128-129).
[21] Ν. Iorga, Notes et extraits pour servir a l’ histoire des croisades au XVe siècle, Βουκουρέστι 1916, τόμ. ΣΤ΄, σ. 47.
[22] Γ. Νικολάου, Εξισλαμισμοί στην Πελοπόννησο. Από τα μέσα του 17ου αιώνα έως το 1821, Ηρόδοτος, Αθήνα 2006, σ. 23. Η φιλο-οθωμανική όμως ιστοριογραφική μας μερίδα έχει καταλήξει σε δικό της επιστημονικό συμπέρασμα: πως «…η οθωμανική περίοδος ώς και το 1914 μπορεί να θεωρηθεί ως μία από τις πλέον ευνοϊκές συμβιώσεις κυρίαρχων μουσουλμάνων και υποτελών χριστιανών»! (Α. Ηρακλείδης, Η Ελλάδα και ο εξ Ανατολών Κίνδυνος, Αθήνα 2001, σ. 104).
[23] Μ. Crusius,Turcograecia, Bασιλεία 1584, σσ. 93-94 και 431-437. Πρβλ. και το πολύ καλά τεκμηριωμένο δοκίμιο, Γεώργιος Κεκαυμένος, «Το Κρυφό Σχολειό και η Ιστορία: οι πηγές, οι μαρτυρίες, η αλήθεια», Αντίβαρο, 25/3/2008.
[24] Κ. Β. Σκουτέρη, Κείμενα του Νέου Ελληνισμού, Εκκλησιαστικαί Εκδόσεις Εθνικής Εκατονπεντηκονταετηρίδος, εν Αθήναις 1971, σσ. 35-36, και Γ. Κεκαυμένος, ό.π. Ο Γεννάδιος, κορυφαίος αριστοτελικός φιλόσοφος του Βυζαντίου, γνωρίζει, φυσικά, και την τεράστια μετάπτωση του ελληνισμού από τη βυζαντινή αναγέννηση στη γενικευμένη αμάθεια της οθωμανικής περιόδου. Ωστόσο, εντυπωσιάζει η πλήρης άγνοια ακόμη και των πιο στοιχειωδών θεμάτων της βυζαντινής ιστορίας: «Το ίδιο θρησκευτική ήταν η εκπαίδευση και στους οθωμανούς, το ίδιο και στους βυζαντινούς. Και στο Βυζάντιο […] λίγοι μάθαιναν τα βασικά γράμματα, κυρίως από κληρικούς στις εκκλησίες»! (Π. Στάθη, «Κρυφό σχολειό…», ό.π.). Το να αγνοεί κάποιος ακόμη και τα βασικά της βυζαντινής ιστορίας, πως η θύραθεν παιδεία διαχωρίζεται από την εκκλησιαστική και πως το Βυζάντιο, από την εποχή του Φωτίου και μετά, έχει περάσει στη συστηματική μελέτη και τον σχολιασμό της κλασικής ελληνικής γραμματείας –το να αγνοεί κάποιος δηλαδή τον βυζαντινό ουμανισμό– είναι ενδεικτικό της κατάστασης στην οποία βρίσκεται η σημερινή ελληνική ιστοριογραφία.
[25] Gerhard Podskalsky, Η ελληνική θεολογία επί τουρκοκρατίας, 1453-1821, μτφρ. π. Γ. Μεταλληνός, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2005, σσ. 29-35.
[26] Α. Διομήδη- Κυριακού, ό.π., σ. 272.
[27] St. Runciman, Η Μεγάλη Εκκλησία…, ό.π., σ. 237. Και συμπληρώνει ο Ράνσιμαν: «Ο Sir Paul ήταν καλά πληροφορημένος». Αλλά ο Α. Ηρακλείδης διαφωνεί με τον Sir Paul, διότι «η Οθωμανική αυτοκρατορία […] θεωρούσε τους Ρωμιούς […] συνεταίρους της στη διοίκηση της αχανούς χώρας»! (Α. Ηρακλείδη, «Η Ανάγκη για Μύθους. 25η Μαρτίου και Κρυφό Σχολειό», Τα Νέα, 22-3-2007).
[28] Α. Διομήδη- Κυριακού, ό.π., σ. 299.
[29] Μ. Crusius, Turcograecia…, ό.π., σ. 94. Για τους Ζυγομαλάδες και τη σχέση τους με τον Μαρτίνο Κρούσιο, βλ. την πρόσφατη σημαντική συμβολή Σ. Περεντίδης – Γ. Στείρης (επιμ.), Ιωάννης και Θεοδόσιος Ζυγομαλάς, Δαίδαλος, Αθήνα 2009.
[30] Α. Λιάκος, «Είχε η Εκκλησία Εθνική Συνείδηση;», Το Βήμα, 25-3-2007.
[31] Γ. Βλαχογιάννης, «Το Κρυφό Σκολειό», Νέα Εστία 38 (1945), σ. 678-683.
[32] Γ. Βλαχογιάννης, Καραϊσκάκης, Αθήνα χ.χ., σ. 152. Α. Αγγέλου, ό.π., σ. 14.
[33] Σ. Τρικούπη, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, Λονδίνο 1860, τόμ. 1, σσ. 194-195.
[34] Ἰ. Ρίζος-Νερουλός, Ἱστορία τῶν Γραμμάτων παρὰ τοῖς Νεωτέροις Ἕλλησι, Αθήνα 1870, σ. 64. Επομένως, η άποψη πως «καμία απαγόρευση σχολείου δεν έχει επισημανθεί […] στα χρόνια της τουρκοκρατίας»,φυσικά δεν είναι σωστή (Α. Πολίτης, Το Μυθολογικό Κενό, Αθήνα 2000, σ. 26).
[35] Μανουὴλ Γεδεών, Ἱστορία τῶν τοῦ Χριστοῦ Πενήτων, 1453-1913, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2010, σσ. 179-180.
[36] G. Podskalsky, Η θεολογία…, ό.π., σ. 101· πρβλ. και Ν.Ε. Σκιαδά, «Το τυπογραφείον του πατρ. Γρηγορίου του Ε΄ και αι εκδόσεις του», Νέα Εστία 100 (1976), σσ. 880-890.
[37] Ά. Αγγέλου, ό.π., σ. 19 κ.ε. Φυσικά, ο Αγγέλου ξεμπερδεύει με τον Κανέλλο αποδίδοντάς του πρόθεση. Αυτό όμως είναι μία εκ των υστέρων κατηγορία, που δεν συνιστά βεβαιότητα. Με τον τρόπο αυτό θα μπορούσαμε να αποδώσουμε προθέσεις σε όλες τις προγενέστερες έρευνες που δεν εξυπηρετούν το σχήμα μας και έτσι να τις ακυρώσουμε – μια τακτική πολύ καλά γνωστή από την περίοδο της ιστοριογραφίας του υπαρκτού σοσιαλισμού.
[38]π. Γ.Δ. Μεταλληνός, Τουρκοκρατία, Αθήνα 2005, σ. 133. Επομένως, είναι απολύτως λανθασμένη η θέση πως «αυτές οι ιστορίες είναι μύθοι που δημιουργήθηκαν από την Εκκλησία για να ενισχύσει το γόητρό της» (βλ. Β. Κρεμμυδάς, «Η σύγκρουση για την Ιστορία. Ο ιστορικός στη χλεύη του λαού», Τα Νέα, 26-4-2007).
[39] Ά. Αγγέλου, ό.π., σ. 71.
[40] Στο ίδιο, σ. 61.
[41]Ν. Πανταζόπουλου, Ο ελληνικός κοινοτισμός και η νεοελληνική κοινοτική παράδοση, Παρουσία, Αθήνα 1993, σ. 34, όπου και η παράθεση του ορισμού του M. Weber: «παράδοση είναι το σύνολο των πολιτιστικών (ηθικών, πνευματικών, καλλιτεχνικών) βιωμάτων και αξιών των γενεών που προηγήθηκαν, τα οποία παραδέχονται και ακολουθούν οι επόμενες» (σ. 33). Πρβλ. στου ιδίου, Από της λογίας παραδόσεως εις τον Αστικόν Κώδικα, Αθήναι 1947.
[42] Ν. Πανταζόπουλου, Ο Δικέφαλος Αετός. Η εξέλιξη ενός Συμβόλου, University Studio Press / Έκφραση, Θεσσαλονίκη 2001, σ. 13.
[43] Ό.π., σ. 40.
[44] Μ. Κ. Παρανίκα, Σχεδίασμα περὶ τῆς ἐν τῷ Ἑλληνικῷ Ἔθνει Καταστάσεως τῶν Γραμμάτων ἀπὸ Ἁλώσεως Κωνσταντινουπόλεως (1453 μ.Χ.) μέχρι τῶν Ἀρχῶν τῆς Ἐνεστώσης (ΙΘ΄) Ἑκατονταετηρίδος, Κωνσταντινούπολη 1867, σσ. 108-109.
[45]Τ. Ε. Εὐαγγελίδης, Ἡ Παιδεία ἐπὶ Τουρκοκρατίας. Ἑλληνικὰ Σχολεῖα ἀπὸ τῆς Ἁλώσεως μέχρι Καποδιστρίου, Αθήνα 1936, τόμ. 1, σ. LXXIX.
[46] Κ.Μ. Κούμα, Ἱστορίαι τῶν Ἀνθρωπίνων Πράξεων, Βιέννη 1830-1832, τόμ. ΙΒ΄, σσ. 539, 555
[47] Στο ίδιο, σ. 554.
[48] Στο ίδιο, σ. 583· πρβλ. και την εξαιρετική εργασία του Ν. Γεωργακόπουλου, Κρυφό Σχολειό. Η σαγήνη της λαϊκής μας παράδοσης, Τρίπολη 2006, σ. 30, και στου ιδίου, Ελληνικά σχολεία στο Μοριά στην περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας και την ελληνική επανάσταση, Τρίπολη 2006.
[49] Επομένως, η θέση πως «τα γράμματα δεν είχαν βέβαια εκλείψει από τις ελληνικές χώρες ούτε κατά τους πρώτους και σκοτεινότερους αιώνες της τουρκικής κυριαρχίας» συνιστά μια εντυπωσιακή παράκαμψη όλων των σχετικών τεκμηρίων (βλ. Θ. Βερέμης – Γ. Κολιόπουλος, Ελλάς. Η σύγχρονη συνέχεια. Από το 1821 μέχρι σήμερα, Καστανιώτης, Αθήνα 2006, σ. 21).
[50] Α. Παπαδοπούλου-Κεραμέως, Ἱεροσολυμιτική Βιβλιοθήκη,Αγ. Πετρούπολις 1894, τόμ. 2, σσ. 513-514.
[51] Δ.Ε. Δανιήλογλου, Πρόδρομοι τῆς Ἀναγεννήσεως τῶν Γραμμάτων ἐν τῇ Ἀνατολῇ: Σεραφεὶμ Μητροπολίτης Ἀγκύρας Ἀτταλεύς, Κωνσταντινούπολις 1865, σσ. 2-3.
[52] Κων/νος Χατζόπουλος, Ελληνικά σχολεία στην περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας (1453-1821), Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1991, σ. 54.
[53] Paul Magdalino, Η Αυτοκρατορία του Μανουήλ Α΄ Κομνηνού, 1143-1180, μτφρ. Α. Κάσδαγλη, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2008, σ. 520.
[54] Τάσου Γριτσόπουλου, Πατριαρχικὴ Μεγάλη τοῦ Γένους Σχολή, Ἀθῆναι 1966, τόμ. Α΄, σσ. 70-71· πρβλ. στου ιδίου,Τὸ κρυφὸ σχολειό, Ἀθήνα 1979.
[55] «Τι είναι όμως ιστορικός μύθος; Προφανώς ένα ιστορικό ψεύδος», αποφαίνεται με βεβαιότητα ο επιστήμονας (Β. Κρεμμυδά, «Οι ιδέες δεν παράγουν επαναστάσεις, οι κοινωνικές συνθήκες, ναι», Ελευθεροτυπία, 26-3-2011). Προφανώς; Όχι και τόσο, τουλάχιστον μετά τον Κλωντ Λεβύ Στρως, που έχει αναλύσει εκτενώς τη δομή και τη λειτουργία των μύθων ως παράγοντα γνώσης. Ο μύθος, που είναι η αφηγηματική μορφή της γνώσης, «…έχει την πρωτοκαθεδρία στην απόκλιση ανάμεσα σ’ αυτήν την παραδοσιακή κατάσταση της γνώσης και εκείνη της εποχής των επιστημών» (Ζαν Φρανσουά Λυοτάρ, Η μεταμοντέρνα κατάσταση, μτφρ. Κ. Παπαγιώργης, Γνώση, Αθήνα 1988, σ. 65).
[56] Σπ. Ζαμπέλιου, Λόγιοι καὶ γλῶσσαι τῆς ΙΔ΄ ἑκατονταετηρίδος, Ἴνδικτος, Ἀθήνα 1998, σσ. 32-33.
*Ιστορικός – Πανεπιστημιακός
ΠΗΓΗ: https://ardin-rixi.gr/archives/223436
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.