Θεόδωρος Ἰ. Ζιάκας
Τὰ πάντα ρεῖ. Κάθε τι στὴ φύση καὶ στὴν κοινωνία, ὑπόκειται σὲ ἀκατάπαυστη τροπὴ καὶ ἀλλοίωση. Στὸ ποτάμι τοῦ Γίγνεσθαι εἶναι ἀδύνατο νὰ μπεῖς γιὰ δεύτερη φορά. Πῶς μποροῦμε λοιπὸν νὰ μιλήσουμε γιὰ ὀντολογία καὶ μάλιστα κοινωνική;
Ἔχουμε ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ τὴν ἐλεατικὴ θέαση τοῦ κόσμου: Ἡ ἀέναη τροπὴ καὶ ἀλλοίωση (τὸ ἠρακλείτειο γίγνεσθαι) ἀποτελοῦν ψευδαίσθηση. Τίποτα δὲν κινεῖται καὶ τίποτα δὲν ἀλλάζει. Ὁ κόσμος ἁπλῶς Εἶναι. Κι ἐδῶ μοιάζει ἀδύνατο νὰ ὑπάρξει κοινωνικὴ ὀντολογία. Ὅλα εἶναι καλὰ καὶ αἰώνια θεμελιωμένα.
Ἡ κοινωνικὴ ὀντολογία τίθεται ὡς αἴτημα, πρόβλημα καὶ ἐπίτευγμα, μέσα σὲ ἕναν κόσμο μεικτό, ἕναν κόσμο συγχρόνως ἠρακλείτειο καὶ παρμενίδειο, ποὺ ὑπόκειται στὴν ἀλλαγή, ἀλλὰ ἔχει καὶ τὴ δυνατότητα τοῦ Εἶναι καὶ τὴν διεκδικεῖ.
Μιὰ πρώτη αἴσθηση τοῦ συναμφότερου Εἶναι καὶ Γίγνεσθαι, ἔχουμε στὸ προσωπικὸ ὑπαρξιακὸ πεδίο. Τὸ ὑποκείμενο ἀπεχθάνεται τὸ ἀπόλυτο Γίγνεσθαι, τὴν ἀπόλυτη τροπή, τὴν ἀλλαγὴ γιὰ τὴν ἀλλαγή, τὴν ἀλλαγὴ ποὺ δὲν ἔχει νόημα. Ἀπεχθάνεται ἐπίσης τὸ ἐλεατικὸ Εἶναι, τὴν ἀπόλυτη ἀκινησία καὶ στασιμότητα. Θέλει καὶ τὰ δύο συγχρόνως, κάτω ἀπὸ τὸ πρίσμα τῆς ἐλευθερίας του: Ἂν θέλει νὰ εἶναι, νὰ εἶναι. Ἂν θέλει νὰ ἀλλάζει, νὰ ἀλλάζει − τόσο τὸν κόσμο ὅσο καὶ τὸν ἑαυτό του. Ἔχει μάλιστα τὴν παράξενη βεβαιότητα ὅτι δὲν εἶναι τρεπτὸ σὲ ὅλη του τὴν ἔκταση. Ὅτι στὸ «βάθος» του ὑπάρχει «κάτι» (ὁ «ἑαυτός» του;) ποὺ δὲν ἀλλάζει. Ποὺ εἶναι μοναδικό, ἀνεπανάληπτο καὶ ἀναλλοίωτο. Κάτι μέσῳ τοῦ ὁποίου μετέχει στὸ Εἶναι.
Μιὰ δεύτερη αἴσθηση τοῦ συναμφότερον Εἶναι καὶ Γίγνεσθαι ἔχουμε στὸ ἐπίπεδο τῆς συλλογικῆς ὑποκειμενικότητας. Οἱ ἄνθρωποι ὑπάρχουν ὡς ἱστορικὲς ὁλότητες, ὁριζόμενες ἀπὸ τὴ συλλογική τους ἑτερότητα. Οἱ ἄνθρωποι ὑπάρχουν μέσα σὲ διαφορετικοὺς πολιτισμούς, σὲ διαφορετικὲς παραδόσεις, σὲ διαφορετικὲς ἐθνότητες. Ἡ διατήρηση τῆς συλλογικῆς ἰδιαιτερότητας δείχνει ὅτι τὸ συλλογικὸ ὑποκείμενο, ἐνῶ ὑπόκειται στὸ Γίγνεσθαι (οἱ ἄνθρωποι ποὺ τὸ ἀποτελοῦν γεννιοῦνται καὶ πεθαίνουν), μετέχει συγχρόνως στὸ Εἶναι. Ἡ μετοχὴ αὐτὴ δὲν εἶναι βέβαια ἀπόλυτη, ἀφοῦ ὑπάρχουν ἔθνη καὶ πολιτισμοὶ ποὺ ἔχουν ἐξαφανιστεῖ. Ἡ σχετικότητα ὅμως δὲν ἀναιρεῖ τὸ γεγονὸς ὅτι, ἐνῶ ἀλλάζουν τὰ μέρη, τὸ ὅλον ἀναπαράγεται.
Πῶς μετέχει στὸ Εἶναι; Πῶς ἡ συλλογικὴ ὑποκειμενικότητα θεμελιώνεται σ’ αὐτό; Ἰδοὺ τὸ κεντρικὸ ἐρώτημα τῆς κοινωνικῆς ὀντολογίας.
Μιλώντας γιὰ κοινωνικὴ ὀντολογία, πρακτικὰ ἐννοοῦμε ὅτι μιὰ κοινωνικὴ ὁμάδα «θεμελιώνεται» κάπου, «ἀγκυροβολεῖ» σὲ κάτι σταθερό, «ἕλκεται» ἀπ’ αὐτὸ καὶ «περιστρέφεται» γύρω του. Ἔτσι ἀναπαράγεται. Νικᾶ τὸν θάνατο. Ἐμφανίζει διαχρονικὴ ταυτότητα. Τί εἶναι αὐτὸ πάνω στὸ ὁποῖο «θεμελιώνεται»; Στὸ ὁποῖο «προσδένεται»; Καὶ γιατί ἡ «πρόσδεση»;
Μὲ ὅρους χρόνου τὸ ζήτημα τίθεται ὡς σχέση «νῦν καὶ ἀεί». Πῶς τὸ νῦν διαστέλλεται σὲ ἀεί;
Ἀναζητοῦμε κάτι ποὺ βρίσκεται στὴν περιοχὴ τοῦ νοήματος; Ἀλλὰ πρὶν ἀπὸ τὸ νόημα − λογικὰ καὶ χρονικά − ὑπάρχει τὸ χάος τῆς ὑποκειμενικῆς σημασίας. Τὸ σύνολο τῶν πρωτογενῶν καὶ ἀδιαφοροποίητων ἐντυπώσεων, τὸ ἐξ ὁρισμοῦ ἀκοινώνητο. Αὐτὸ ὑπόκειται στὴ θεσμιστικὴ ἐπενέργεια τοῦ Κοινοῦ Λόγου, τῆς γλώσσας καὶ τῶν συμβόλων, καὶ μετασχηματίζεται σὲ νόημα. Μέσῳ τοῦ νοήματος γίνεται δυνατὴ ἡ «κοινωνικοποίηση» τῆς σημασίας, ἡ μέθεξη στὸ περιεχόμενό της. Μέσῳ τῆς διάκρισης σημασίας καὶ νοήματος, ἐκδηλώνεται καὶ ἐνεργεῖται ὁ κοινωνικὸς χαρακτήρας τῆς ἀνθρώπινης φύσης.
Στὸ χάος τῶν ἄρρητων ὑποκειμενικῶν ἐντυπώσεων δὲν μπορεῖ νὰ σταθεῖ κοινωνία. Ἡ κοινωνία ἀναδύεται μέσα ἀπὸ τὸ σημασιακὸ χάος μὲ τὴν πρωταρχικὴ πράξη τῆς θέσμισης τῆς σημασίας, μὲ τὴν ἐμφάνιση Κοινοῦ Λόγου. Ὁ Κοινὸς Λόγος δὲν περιλαμβάνει μόνο τὴ γλώσσα, τὰ σύμβολα, τοὺς κώδικες ἐπικοινωνίας, ἀλλὰ καὶ ὁλόκληρο τὸν κόσμο νοήματος, τὸν ὁποῖο μεταφέρουν καὶ ὑποδηλώνουν. Ἡ κοινωνία ὑπάρχει, ὡς συγκεκριμένο ἱστορικὸ ὑποκείμενο, ἀφοῦ προηγουμένως ἔχει θεσμίσει τὴ σημασιακὴ βάση της, ἀφοῦ ἔχει δώσει νόημα στὸν ἑαυτό της καὶ στὰ πράγματα. Ὁ ἄνθρωπος ὑπάρχει ὡς ὑποκείμενο καὶ τὰ πράγματα ὡς ἀντικείμενα, ἀφοῦ πρῶτα ἔχουν μεταγραφεῖ στὸν κόσμο τῆς γλώσσας καὶ τῶν συμβόλων. Μέσα σ’ αὐτὸν τὸν δεδομένο κόσμο, ἕναν κόσμο νοήματος, γεννιέται ὁ ἄνθρωπος, ὀργανώνει τὶς σχέσεις του καὶ προσπαθεῖ «νὰ ζήσει τὴ ζωή του». Ὁ τρόπος ποὺ μιὰ κοινωνία ἔχει θεσμίσει τὸ σημασιακό της κόσμο εἶναι ἡ «βάση» τῆς ὕπαρξής της.
Ὁ τρόπος τῆς σημασιακῆς θέσμισης, ἢ ἀλλιῶς ὁ τρόπος ποὺ ἡ σημασία κοινωνεῖται, διὰ τῆς ἀναγωγῆς της σὲ νόημα, ὑπακούει σὲ μιὰ ποικιλία πρωτότυπων μορφῶν. Ἡ ἑτερότητα τοῦ τρόπου θέσμισης τῆς σημασίας ἐκφράζεται ὡς ἑτερότητα Κοινοῦ Λόγου καὶ γίνεται ἁπτὴ ὡς συλλογικὴ ἑτερότητα. Ἡ κοινωνία-φορέας τοῦ Κοινοῦ Λόγου εἶναι πάντα συγκεκριμένη καὶ μοναδικὴ καὶ ἡ ἑτερότητά της συνδέεται μὲ τὴν ἐτερότητα τοῦ Κοινοῦ Λόγου της, ὡς πρωτότυπου καὶ ἰδιαίτερου τρόπου πραγμάτωσης τῆς κοινωνικῆς φύσης τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι τόσο τὸ διαφορετικὸ νόημα αὐτὸ ποὺ κάνει ἕνα συλλογικὸ ὑποκείμενο διαφορετικὸ ἀπὸ ἕνα ἄλλο (τοῦ ἰδίου εἴδους, π.χ. ἔθνος ἀπὸ ἔθνος), ὅσο καὶ ὁ τρόπος ποὺ τὸ νόημα, καὶ μέσῳ αὐτοῦ ἡ σημασία, κοινωνοῦνται μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων ποὺ τὰ συγκροτοῦν.
Τὸ σημασιακὸ πεδίο εἶναι πεδίο αὐτοθεμελιούμενο, δηλαδὴ δὲν ἔχει ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτό του τὸν λόγο τῆς εἰδικῆς ὀργάνωσής του. Στὴν ἄνιση κατανομὴ τῆς σημασιακῆς «μάζας» ἀρθρώνονται δυνάμεις συνοχῆς, σημασιακὲς «ἁλυσώσεις», οἱ ὁποῖες ἑνοποιοῦν, μέσῳ μιᾶς εἰδικῆς αἰτιότητας, τὸ σημασιακὸ σύνολο γύρω ἀπὸ τὶς «κεντρικὲς σημασίες», τὶς ἔσχατες καὶ μὴ ἀναγώγιμες. Ἐνῶ τὰ πάντα ἀντλοῦν τὸ νόημά τους ἀπὸ τὸ νόημα τῶν κεντρικῶν σημασιῶν, αὐτὲς τὸ ἀντλοῦν ἀπὸ τὸν ἑαυτό τους. Στέκουν ἐκεῖ ἀπροϋπόθετες, τελικὰ ἔξω ἀπὸ τὸν κόσμο τοῦ νοήματος, ὡς «αἰτία» του καὶ συγχρόνως «αἰτία» τοῦ ἑαυτοῦ τους, ὡς θεσμίζουσες σημασίες.
Μιὰ πρώτη ἔνδειξη γιὰ τὴ φύση τοῦ σημασιακοῦ πεδίου ἐπισημάναμε βάνοντας τὴ διάκριση μεταξὺ σημασίας καὶ νοήματος, ὡς «μέσου» γιὰ τὴ μετατροπὴ τῆς σημασίας σὲ κοινωνούμενη πραγματικότητα: Εἶναι ὁ κοινωνικὸς χαρακτήρας, ἡ ἐκστατικότητα τῆς ἀνθρώπινης φύσης. Τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ φορέας τοῦ σημασιακοῦ πεδίου, τὸ ὑποκείμενο, εἶναι δυναμικὸ σχέσεων καὶ ὄχι ἄτομο - βλῆμα τῆς Μηχανικῆς. Μιλήσαμε ἐπίσης γιὰ ἕνα δεύτερο γνώρισμα τῆς ἀνθρώπινης φύσης: τὸ ὑποκείμενο θέλει νὰ εἶναι ἐλεύθερο καὶ συχνὰ τὸ κατορθώνει. Σὲ ἀντίθεση μὲ τὰ ὑλικὰ πεδία, ὅπου ἡ μάζα κινεῖται ὑποχρεωτικὰ κατὰ τὴ συνισταμένη τῶν ἐπ’ αὐτῆς ἀσκουμένων δυνάμεων, δηλαδὴ κατὰ μία μόνο διεύθυνση, ὑπακούοντας γιὰ τοῦτο τυφλὰ στὸν νόμο τῆς ἀνάγκης (ἢ πρὸς ἀπροσδιόριστη διεύθυνση − στὸ κβαντικὸ ἐπίπεδο), τὸ σημασιακὸ πεδίο εἶναι πεδίο ἐλευθερίας. Δοθείσης μιᾶς κατευθύνσεως, ὁ φορέας του (τὸ ὑποκείμενο) ἐννοεῖ αὐτομάτως καὶ τὴν ἀντίθετη κατεύθυνση. «Ἐξουσίαν καὶ δύναμιν ἔχει ὁ νοῦς ᾧ θέλει εἴτε ἔπεσθαι εἴτε ἀντιστῆναι», κατά. τὸν Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή. (Τοῦτο δὲν σημαίνει ἁπλῶς ἐλευθερία ἐπιλογῆς μεταξὺ δεδομένων κατευθύνσεων. Τὸ «ᾧ θέλει» δηλώνει κατὰ βάθος ροπὴ πρὸς τὴν ἀπόλυτη, ἂν καὶ ἀνέφικτη, ἐλευθερία.) Τὸ σημασιακὸ πεδίο διέπεται ἀπὸ τὸν «ἀρχαῖο νόμο τῆς ἐλευθερίας». Ἔχουμε, ἑπομένως, ὡς «ἰδιώματα» τοῦ σημασιακοῦ πεδίου, τὴν ὀργανικὴ ροπὴ πρὸς σχέση μὲ τὸν ἄλλο καὶ τὴν ὀργανικὴ ροπὴ πρὸς τὴν ἐλευθερία.
Μποροῦμε νὰ παρατηρήσουμε, τώρα, ὅτι ἡ ἐλευθερία συνδέεται μὲ τὴν ὕπαρξη προτύπων. Τὰ πρότυπα εἶναι προϋπόθεση τῆς ροπῆς μας πρὸς τὴν ἐλευθερία, τόσο τὴ σχετικὴ ὅσο καὶ τὴν ἀπόλυτη. Πράγματι, ἡ σχετικὴ ἐλευθερία, ἡ ἐλευθερία ἐπιλογῆς μεταξὺ δεδομένων δυνατοτήτων, ρυθμίζεται ἀπὸ κάποια πρότυπα, χωρὶς τὰ ὁποῖα ἡ ἐπιλογὴ δὲν ἔχει νόημα. Ἡ ροπή μας δὲ πρὸς τὴν ἀπόλυτη ἐλευθερία ρυθμίζεται ἐπίσης ἀπὸ πρότυπα, γιατὶ συνδέεται μὲ τὸν ὑπερβατικὸ χαρακτήρα τῶν ὑψηλῶν προτύπων, μὲ τὸ γεγονὸς ὅτι ἀποτελοῦν σύμβολα (καὶ ὄχι προδιαγραφή) ἑνὸς πάντοτε ἀσύλληπτου ἰδανικοῦ. Τὰ πρότυπα καλύπτουν ὅλο τὸ φάσμα τῆς ἀνθρώπινης δράσης, ὡς κριτήρια «τοῦ καλοῦ, τοῦ ὡραίου καὶ τοῦ ἀληθινοῦ». Ἕνα σύστημα ἀναγκῶν διέπεται πάντα ἀπὸ ἕνα σύστημα «ἀξιῶν» (προτύπων). Κάθε ἔργο διέπεται ἀπὸ πρότυπα. Τὰ πρότυπα προϋποτίθενται πάντα, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι μέσα στὸ πραγματικὰ δημιουργικὸ ἔργο συχνὰ μεταβάλλονται καὶ ἀναδιαμορφώνονται. Ἡ ἀνθρώπινη δράση εἶναι πάντοτε τελεολογικὴ καὶ σ’ αὐτὸ εἶχε δίκιο ὁ Σωκράτης ποὺ δίδασκε ὅτι ὁ ἄνθρωπος κινεῖται ἀπὸ τὴν ἐπιδίωξη τοῦ βελτίστου.
Ὑπάρχει, λοιπόν, μιὰ εἰδικὴ κατηγορία σημασιῶν ποὺ κατέχουν θέση προτύπων καὶ παίζουν γιὰ τοῦτο ἕναν κεντρικὸ ρόλο. «Φύσει καὶ θέσει». Ἕνα ρόλο θεμελιώδη, ὀργανωτικό, προκλητικὸ συνοχῆς.
Συμπίπτουν τὰ πρότυπα μὲ τὶς κεντρικὲς σημασίες πάνω στὶς ὁποῖες θεμελιώνεται ἡ κοινωνικὴ θέσμιση τῆς σημασίας; Ἡ ἀπάντησή μας πρέπει νὰ εἶναι κατ’ ἀρχὴν θετική. Ἂν αὐτὴ ἰσχύει, τότε ἡ κοινωνικὴ ὀντολογία ἐμφανίζεται ὡς λόγος γιὰ τὰ πρότυπα καὶ μάλιστα τὰ πιὸ σημαντικὰ ἀνάμεσά τους.
Ὁ προσδιορισμός, τώρα, τῶν κεντρικῶν σημασιῶν, ὡς σημαινόμενος ἀπὸ διάφορες κατηγορίες προτύπων, ποικίλων καὶ κατὰ κανόνα ἀντιθετικῶν, ἀπαντᾶ σὲ παρανοήσεις μονιστικοῦ χαρακτήρα: μονότροπη σημασιακὴ θεμελίωση σὲ ὁρισμένα μόνο, ἢ ἑνὸς μόνο εἴδους πρότυπα, κ.λπ. Δυναμικὴ ὄψη τῆς σημασιακῆς θέσμισης, μὲ κέντρο τὰ πρότυπα μᾶς δίνει ἡ θεώρηση τοῦ Κοινοῦ Λόγου ὡς σχηματισμοῦ παραδόσεων. Καὶ τοῦτο γιατὶ ἡ κοινωνικὴ θεμελίωση τῆς ὁποιασδήποτε δραστηριότητας σὲ κάποια πρότυπα, πραγματοποιεῖται πάντα μὲ τὴ μεσολάβηση τῆς παράδοσης ποὺ τὰ διαχειρίζεται. Ἡ ἑνότητα τοῦ σημασιακοῦ κόσμου μιᾶς κοινωνίας, θεωρούμενη ἀπὸ τὴ δυναμικὴ αὐτὴ σκοπιά, ἐμφανίζεται ὡς ρυθμιζόμενη ἀπὸ σχέσεις μεταξὺ παραδόσεων. Εἶναι μ’ αὐτὴ τὴν ἔννοια ποὺ ἀληθεύει ἡ πρόταση ὅτι ἡ κυρίαρχη ὀντολογικὴ παράδοση παίζει βασικὸ ρόλο στὴ συνοχὴ ἑνὸς πολιτισμοῦ.
Ἀπὸ τὴν μελέτη «Ἡ ἔκλειψη τοῦ Ὑποκειμένου», ἐκδ. Ἁρμὸς 1996.
Ο ζωγραφικός πίνακας ("Ωά") που πλαισιώνει τη σελίδα είναι έργο του Χρήστου Μποκόρου.
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.