Ο στενός συνεργάτης του Θόδωρου Αγγελόπουλου μιλά για τον σκηνοθέτη και για τη σημασία της ανολοκλήρωτης τελευταίας ταινίας του.
Το επιτελείο της ταινίας ήταν στη Δραπετσώνα – στην εργατική πλευρά του λεκανοπεδίου. Το δράμα των προσφύγων ήταν στην καρδιά του σεναρίου. Εκείνοι που περνάνε τη μία θάλασσα, το Αιγαίο, και θέλουν να περάσουν και την άλλη, για να φτάσουν στην Ευρώπη. Μαζί με τους πρόσφυγες, εδώ δεν είχαμε μοναχικούς χαρακτήρες σε διαδικασία αποχώρησης από την πραγματικότητα και τη ζωή, όπως στην «Αιωνιότητα» ή στο «Μετέωρο βήμα του πελαργού». Στο σενάριο της ταινίας έκανε την εμφάνισή της η εργατική τάξη, το εργατικό κίνημα. Ο Αγγελόπουλος, πάντα διορατικός, περιέγραφε αυτά που ζούμε σήμερα ή αυτά που θα μπορούσαμε να ζήσουμε, ενώ πραγματοποιούσε μια συνολική επανατοποθέτηση επιστρέφοντας στον Μπρεχτ. Ξεκινούσε την ταινία του βασισμένος στην πίστη των συντρόφων του, με πάρα πολλά εμπόδια, μέσα στη χειρότερη στιγμή της κρίσης, το 2011-2012, ενώ εγκατέλειπε για πρώτη φορά το φιλμ γυρίζοντας σε βίντεο υψηλής ευκρίνειας.
Ζήτησα από τον Αλέξανδρο Λαμπρίδη να συναντηθούμε να ηχογραφήσουμε μια μικρή συνέντευξη, να μας μιλήσει για τον Θόδωρο Αγγελόπουλο. Πρότεινε να βρεθούμε Κυριακή απομεσήμερο στη Δραπετσώνα, στη θάλασσα. Στο σημείο των γυρισμάτων. Ο ταξιτζής απορεί με το σημείο συνάντησης. Φτάνω λίγο νωρίτερα από τη συμφωνημένη ώρα. Η θερμοκρασία είναι στους 6 βαθμούς, αλλά έχει ήλιο. Λίγα αυτοκίνητα πλησιάζουν σ' αυτή τη μεριά, μπροστά από το κουφάρι του εργοστασίου. Παράνομα ζευγάρια ανταλλάσσουν φιλιά και χάδια κάτω απ' το βολάν, τρεις τύποι με σακίδια βγαίνουν από ένα τζιπ, τρία γυφτάκια σέρνουν ένα καρότσι, πιο πέρα ένας μεγάλος σκύλος με τ' αφεντικό του, μπροστά μου δυο ψαράδες με τα καλάμια τους.
Όταν ξεκινά η συνέντευξη, καταλαβαίνω ότι δεν μπορώ ουσιαστικά ούτε να ρωτήσω ούτε να περιορίσω τα νερά του ποταμού της αφήγησης. Είναι τόσα πολλά αυτά που έχει να πει ένας άνθρωπος που έζησε από κοντά τον Αγγελόπουλο! Ξεκινά από την πρώτη του επαφή με τον κινηματογράφο του Αγγελόπουλου, όταν στο Λύκειο είδε τον «Μεγαλέξανδρο». Αυτή ήταν η ταινία που τον μύησε στον αγγελοπουλικό κόσμο. Είχαν προηγηθεί αφηγήσεις στα μέρη του, στα χωριά της Θεσπρωτίας, για τον σκηνοθέτη που γυρίζει την «Αναπαράσταση». Η τύχη τα φέρνει στα πρώτα του βήματα στο ραδιόφωνο του 902 να κάνει μια εκπληκτική συνέντευξη με έναν άστεγο, πρόσφυγα από το Ιράν, κομμουνιστή, ποιητή, ο οποίος περιγράφει μια απίστευτη σκηνή στον Έβρο, όταν κατά την είσοδό του στην Ελλάδα βρέθηκε εκτεθειμμένος κάτω από το φως του φεγγαριού σε μια νησίδα στη μέση ακριβώς του ποταμού, με τους στρατιώτες και των δύο πλευρών να τον σημαδεύουν με τα αυτόματα.
Αυτό ήταν. Την επόμενη μέρα τον αναζητά στο τηλέφωνο ο ίδιος ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, ο οποίος άκουσε την εκπομπή, και του λέει: «Με άφησες άγρυπνο!» Όταν τον συναντά, του ζητά συνεργασία στη γραφή του σεναρίου της ταινίας που ετοιμάζει, το «Μετέωρο βήμα του πελαργού», συνεισφέροντας συνεντεύξεις με πρόσφυγες. Από αυτή τη στιγμή ουσιαστικά ξεκινά η μεγάλη περιπέτεια.
Ο Αλέξανδρος Λαμπρίδης περιγράφει στιγμές αυτής της στενής συνεργασίας, τον τρόπο που ο Αγγελόπουλος δούλευε. Εξαντλητικά, μένοντας άυπνος και νηστικός όλη μέρα, κάνοντας χιλιόμετρα για να βρει το σημείο εκείνο που είχε στο μυαλό του για τη σκηνή που θέλει να γυρίσει. Είχε φοβερές απαιτήσεις από τον εαυτό του και οι συνθήκες εργασίας ήταν σκληρές. Μέσα στο κρύο δουλειά όλη μέρα για να στηθεί το σκηνικό, να γίνει το γύρισμα.
Διορατικά ποιητικός
Μιλάμε για τη διορατικότητα του Αγγελόπουλου. Την ικανότητά του να μας δείχνει στις ταινίες του εικόνες της αυριανής κατάστασης. Θέματα που ακόμα δεν είχαν καταγραφεί στην επικαιρότητα. Και αυτό αποδίδεται στη βαθιά μελέτη και στη γνώση της πραγματικότητας.
Ο Λαμπρίδης υπογραμμίζει ότι στο «Μετέωρο βήμα» το πρώτο πλάνο έχει γυριστεί σε αυτήν εδώ τη θάλασσα, στον Αργοσαρωνικό. «Ελικόπτερα ερευνούν και περισυλλέγουν πτώματα μεταναστών στο Αιγαίο. Ο Θόδωρος είχε αυτή την ικανότητα πάντα. Να σηματοδοτεί ό,τι έπεται στο πολιτικό κοινωνικό πεδίο και όχι μόνο σε εθνικό αλλά σε παγκόσμιο επίπεδο. Είχε μια διορατική σχέση με την πραγματικότητα και είχε αυτό το ταλέντο να μπορεί να βλέπει λίγο παραπέρα από τους υπόλοιπους, στα προσεχώς. Ήταν εντυπωσιακό. Δεν ήταν προφήτης, αλλά έδινε τη δυναμική που έχει ένα φαινόμενο και πώς θα γενικευόταν στα επόμενα χρόνια. Το έκανε με βαθιά γνώση της πραγματικότητας και με έναν τρόπο ποιητικό. Αυτό ήταν που τον έκανε διαφορετικό, ειδάλλως θα έκανε ντοκιμαντέρ».
Η Άλλη θάλασσα
Γι' αυτό είχαμε ανάγκη αυτή την ταινία. Πάνω στην πιο δύσκολη ώρα. Θέλαμε να δούμε τι βλέπει εκείνος. Ποια προοπτική και ποια εξέλιξη της πραγματικότητας. Ο Λαμπρίδης υποστηρίζει ότι το σενάριο της «Άλλης θάλασσας» ήταν μια εξαιρετική κατάθεση. «Η άλλη θάλασσα που γυρίσαμε πάλι εδώ, είναι εντυπωσιακό, το σενάριο ήταν εκείνο που με καθήλωσε παραπάνω απ' όλα. Ο τρόπος που συνομιλούσε με την πραγματικότητα ήταν τρομερός. Ήταν τρομακτικά καίρια η θέση του σεναρίου. Μιλάει για πράγματα, τρία χρόνια πριν, τα οποία είναι αυτά ακριβώς που ζούμε σήμερα».
Η ανολοκλήρωτη τελευταία ταινία επιστρέφει στο θέμα των προσφύγων. «Ήταν μια ταινία για αυτούς που έρχονται από το Αιγαίο αναζητώντας την άλλη θάλασσα, για να περάσουν στην υπόλοιπη Ευρώπη. Το σενάριο της ταινίας είναι κατάστικτο απ' τα πτώματα των προσφύγων». Ωστόσο, «δεν μιλάει μόνο για τους πρόσφυγες που φτάνουν στη χώρα μας. Μιλά και για όσους είναι πρόσφυγες στον ίδιο τους τον τόπο. Φαντάσου, μία από τις υψικάμινους και μάλιστα εκείνη στην οποία κοντά σκοτώθηκε ο Αγγελόπουλος τελικά, σκαρφαλώνει ένας άνεργος ο οποίος δίνει τέλος στη ζωή του. Μετά, η σορός του στα χέρια των διαδηλωτών περιδιαβαίνει την πόλη και φτάνουν στο χώρο που είναι συγκεντρωμένοι οι πρόσφυγες. Πώς δηλαδή το εργατικό κίνημα μιας τέτοιας εποχής της κρίσης συναντά τους άλλους καταφρονεμένους κι αντλούν οι μεν από τους δε δύναμη, αλληλοστήριξη και αλληλεγγύη».
«Για όλα αυτά η "Άλλη θάλασσα", ως εκεί που γυρίστηκε, γυρίστηκε με όρους, μπορεί να σου φανεί υπερβολικό, ενός κινηματογραφικού αντάρτικου. Αυτή τη φορά ο ίδιος έλεγε ότι ξαναγύρισε στον τρόπο με τον οποίο έκανε ταινίες στην αρχή. Όμως, όλη η ταινία είχε το διαφορετικό. Ήταν η ταινία που γύριζε με βίντεο. Ποιος; Ο Αγγελόπουλος που ήταν ταυτισμένος με το φιλμ. Για μας ήταν σοκαριστικό που αποφάσισε για πρώτη φορά να δουλέψει με βίντεο υψηλής ευκρίνειας και όχι με φιλμ».
Την ώρα του γυρίσματος
Είναι πάρα πολλές οι ιστορίες από τα γυρίσματα που αξίζει να οργανώσουμε μια εκδήλωση και με άλλους συνεργάτες του Αγγελόπουλου και να ακούσουμε μερικές από αυτές. Συγκρατώ από τα λόγια του Λαμπρίδη:
«Την ώρα της λήψης πολλές φορές δεν κοίταζε καν τη δράση, μπορούσε να κοιτάει κείνη την ώρα τον μακενίστα που κινούσε τη μηχανή πάνω στις ράγες και είχε απόλυτη αίσθηση ότι η λήψη ήταν καλή από αυτό. Μπορούσε να 'ταν σίγουρος απ' αυτό. Είναι εντυπωσιακό να βλέπεις την κορυφαία λήψη και να μην έχει ντε και καλά μέσα στο κάδρο του τους ηθοποιούς του. Να βλέπει όλα τα άλλα, και από τη χορογραφία των ανθρώπων να καταλαβαίνει ότι όλα πάνε καλά».
Ήθελε συνενόχους
Μου μιλά για την αγάπη με την οποία πλησίαζε τους λαϊκούς ανθρώπους. Έναν άστεγο που είχε πάρει μέρος στο γύρισμα. Για την προσοχή που έδινε, ένα ασύλληπτο νοιάξιμο για όλους τους συνεργάτες, για τη γνώμη, για το βλέμμα τους. «Δεν ήθελε συνεργάτες αλλά συνενόχους» τονίζει ο Λαμπρίδης. «Και όχι συνενόχους, τον καθένα σε αυτό το οποίο ήξερε να κάνει καλά. Τον ήθελε καθολικά συνένοχο. Δεν θα ξεχάσω τη στιγμή που επέμενε να πάρει τη γνώμη, για παράδειγμα, στο φινάλε της "Αιωνιότητας" απ' τον μακενίστα, τον στενό του συνεργάτη, τον Σαμιώτη, να επιμένει με τη λαϊκότητα του Σαμιώτη να είναι σε διαρκή συνομιλία. Ηθελε τον καθένα μας συνολικά συνένοχο, όχι συνεργάτη επαγγελματικό στενά στο αντικείμενό του. Και ακριβώς γι' αυτό είχε τον τρόπο να βγάζει πράγματα που ο καθένας μας στην ειδικότητά του ίσως να μη φανταζόταν ότι μπορούσε να τα βγάλει επάνω στο γύρισμα».
Κοντά στους νέους
«Ο Αγγελόπουλος ήταν αλληλέγγυος με τον κόσμο του ελληνικού σινεμά, παρότι αυτός παγκόσμιος. Και κυρίως ήταν υποστηρικτικός στους νεότερους. Μου είχε ζητήσει και είχα φωνάξει να έρθει στο γύρισμα ο Γιάννης Οικονομίδης, την ταινία του οποίου "Μαχαιροβγάλτης" είχε αγαπήσει πολύ ο Αγγελόπουλος, και θυμάμαι τη χαρά με την οποία τον υποδέχτηκε στο γύρισμα και φυσικά το θαυμασμό του Γιάννη για τον Θόδωρο, έβλεπες εκεί τη σχέση του με τις επόμενες γενιές, τους νεότερους δημιουργούς, τους ενθάρρυνε, τους στήριζε πρακτικά. Δεν ήταν ένας απρόσιτος, μοναχικός μεγάλος σκηνοθέτης».
Rex
Όταν γυρίζει η κουβέντα και η σκέψη στις τελευταίες μέρες, στα τελευταία γυρίσματα, επικρατεί η αίσθηση του γυρίσματος στο θέατρο REX τη Δευτέρα 23 Γενάρη. Ο νέος θίασος της «Άλλης θάλασσας», μια ομάδα αλληλέγγυων στους πρόσφυγες, ανέβαζε Μπρεχτ, την «Όπερα της πεντάρας». Εκεί, στο γύρισμα της Δευτέρας, ο Αγγελόπουλος ήταν στα καλύτερά του. «Ήταν ο Αγγελόπουλος που ξέραμε». Σε μια καμπή μεγάλων δυσκολιών για την ολοκλήρωση της ταινίας, εκείνη η ημέρα είχε δώσει μεγάλη χαρά. Το χειροκρότημα στο τέλος ήταν δυνατό απ' όλο το συνεργείο. Η μέρα είχε κλείσει σε γενικό ενθουσιασμό για τη λήψη. Την επόμενη μέρα ζήτησε από τους συνεργάτες του να πάνε στον αυτοκινητόδρομο.
Τέλος
Ο Αλέξανδρος θυμάται λεπτομέρειες από τις τραγικές στιγμές του τέλους, όταν έφτασαν στον τόπο του δυστυχήματος, αλλ' άργησαν να συνειδητοποιήσουν ότι αυτός που είχε χτυπηθεί ήταν εκείνος. Για τον τρόπο των ανθρώπων της ταινίας να τον αποχαιρετήσουν και για εκείνο το δελφίνι που εμφανίστηκε χαράματα δυο μέρες μετά τη μαύρη μέρα της 24ης Γενάρη 2012 μπροστά στα μάτια των συνεργατών που είχαν σταθεί εκεί στη θάλασσα, σε αυτή τη θάλασσα την οποία κοιτάμε τώρα κι εμείς, λίγο πριν του ζητήσω να σταθεί για να τον φωτογραφίσω για να κλείσει σωστά αυτή η ανάρτηση.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΦΡΑΝΤΖΗΣ
Δείτε επίσης την έκθεση φωτογραφίας του Ηλία Μπουργιώτη «Το βλέμμα της αιωνιότητας»
http://kommon.gr/
ΠΗΓΗ:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.