Μέρος 5ο: Ελληνισμός και χριστιανισμός
Συνεχίζοντας το αφιέρωμα στην Ελληνική Ιστορία, ο Γιώργος Καραμπελιάς αναλύει σήμερα σε αυτό το 5ο μέρος, το κεφάλαιο «Ελληνισμός και Χριστιανισμός»
Το ελληνικό έθνος, στην οικουμενική του φάση, όταν η ταυτότητα ήταν περισσότερο πολιτισμική, γλωσσική και εν μέρει θρησκευτική, έκανε αποδεκτό τον αυτοπροσδιορισμό Ρωμαίοι –που επί πέντε αιώνες είχε καταστεί συνώνυμος της Αυτοκρατορίας– μόνο όταν έκανε αυτή την αυτοκρατορία δική του! Γι’ αυτό και θα ταυτιστεί σε τέτοιο βαθμό με τον χριστιανισμό και την Ορθοδοξία, ως συστατικό στοιχείο της νέας αυτεξούσιας ταυτότητάς του. Η Ορθοδοξία θα μεταβληθεί στο πνευματικό όχημα αυτού του νέου οικουμενικού ρόλου του ελληνισμού κατά τη βυζαντινή περίοδο. Εξάλλου, ο ίδιος ο χριστιανισμός «ήτο μία καθαρώς ελληνική υπόθεσις», όπως σημειώνει ο καθηγητής της Ιστορίας του κολλεγίου του Στόκτον, Δ.Ι. Κωνσταντέλος:
«Ο Χριστιανισμός γεννήθηκε στα σπλάχνα του εξελληνισμένου Ιουδαϊσμού, αλλά διαδόθηκε από ελληνόφωνους ευαγγελιστές και αποστόλους διά της ελληνικής γλώσσας και ελληνικής φιλοσοφικής ορολογίας, με αφετηρία ελληνικές πόλεις (Αντιόχεια, Έφεσο, Φιλίππους, Θεσσαλονίκη, Κόρινθο), και οριοθετήθηκε δια τοπικών και οικουμενικών συνόδων. Ποιος μπορεί να αμφισβητήσει ότι, για τους πρώτους τέσσερις αιώνες, ο Χριστιανισμός ήτο μία καθαρώς ελληνική υπόθεσις, τόσο στην Ελληνόφωνη Ανατολή όσο και στην Λατινική Δύση;»
Καθόλου τυχαία, πιστεύω, δώδεκα θεούς είχαμε στην αρχαία Ελλάδα, δώδεκα αποστόλους έχουμε στη χριστιανική παράδοση, η δε Παναγία είναι μήτηρ θεού. Το τρισυπόστατο της χριστιανικής θρησκείας δεν έχει καμία σχέση με την ιουδαϊκή παράδοση, ενώ συνδέεται στενά με την τριμερή παράδοση των Αρίων λαών[2] και τον ελληνικό πολιτισμό. Έχει γράψει ένα σημαντικό βιβλίο επί του θέματος ο μακαριστός αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, το οποίο διερευνά τις συνάφειες ανάμεσα στον αρχαίο Ελληνισμό και την Ορθοδοξία, «Ελληνισμός προσήλυτος»[3]. Η χριστιανική σύνθεση έχει μια ιουδαϊκή αφετηρία αλλά κυριαρχείται αποφασιστικά από την ελληνική οικουμενικότητα, η οποία προσδίδει την ιδιαίτερη χροιά της χριστιανικής παράδοσης σε όλη την Ευρώπη, και όχι μόνο στην Ορθοδοξία. Εξ ου και τα οικουμενικά χαρακτηριστικά της νέας θρησκείας, σε αντίθεση με την ιουδαϊκή αποκλειστικότητα – οικουμενικότητα που οδήγησε σύντομα τους Εβραίους σε απομάκρυνση από τον χριστιανισμό.
Επί πλέον, στην ορθόδοξη χριστιανική παράδοση, αυτή η συνάφεια είναι ακόμα μεγαλύτερη και σφραγίζεται από τα ιδιαίτερα στοιχεία της ελληνικής ιδιοπροσωπίας, π.χ. την έλλειψη ιεραρχικής δομής στην Εκκλησία. Έτσι, στην καθολική Εκκλησία έχουμε μια ρωμαϊκή, λατινική, πυραμίδα, μία ιεραρχία από την κορυφή μέχρι το τελευταίο επίπεδο, από τον Πάπα μέχρι τον τελευταίο ιερέα των Φιλιππίνων. Σε μας δεν υπάρχει κάτι ανάλογο. Τα Πατριαρχεία είναι περισσότερα και ισότιμα, η Εκκλησία διέπεται από το συνοδικό σύστημα που προσφέρει τεράστια αυτονομία στους επί μέρους επισκόπους – ακόμα και η εκλογή Πατριάρχη, επί Τουρκοκρατίας, γινόταν με τη συμμετοχή και των λαϊκών, οι οποίοι σε μεγάλο βαθμό αποφάσιζαν για την εκλογή του προκαθήμενου του Οικουμενικού θρόνου. Στη δε Κύπρο, ισχύει ακόμα κάτι ανάλογο για την εκλογή του αρχιεπισκόπου. Πρόκειται για μία παράδοση συνδεδεμένη στενά με την πολυκεντρική ελληνική ιδιοπροσωπία, δοθέντος ότι ο χριστιανισμός διαμορφώθηκε και αναπτύχθηκε στα πλαίσια του ελληνικού κόσμου, από την Αλεξάνδρεια και την Αντιόχεια μέχρι την Αθήνα και τους Έλληνες ή ελληνόφωνους της Ρώμης· τα Ευαγγέλια γράφτηκαν στα ελληνικά, και ο σημαντικότερος απόστολος του νέου μηνύματος, ο Παύλος, όχι μόνον ήταν «ελληνιστής», αλλά γνώριζε σε βάθος τον κλασικό ελληνικό πολιτισμό.
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.