:
Νίκος Παναγιωτόπουλος
Οι αντιδράσεις στις αναφορές του υπουργού Παιδείας σχετικά με τις διαδικασίες αριστείας θύμισαν πως η καθημερινή φλυαρία του σχολιασμού των επίσημων προβληματικών, μέσω της οποίας συχνά διαχέονται ιδέες δίχως σκέψη και σκέψεις δίχως ιδέες, δομείται, σε μεγάλο βαθμό, από όλους αυτούς οι οποίοι, όπως έλεγε ο Κ. Κράους, «άλλοτε γράφουν επειδή δεν έχουν τίποτε να πουν κι άλλοτε έχουν να πουν επειδή γράφουν».
Οι αντιδράσεις αυτές, όμως, σε ένα περιβάλλον όπου η κοινωνικά θεμελιωμένη τεχνοκρατικο-οικονομιστική ψευδαίσθηση νεοφιλελεύθερης έμπνευσης αντέστρεψε τη «φυσική ροή του κόσμου», θεωρώντας τα άτομα μέσα παραγωγής, τον κοινωνικό κόσμο εργαλείο συσσώρευσης και την εργασία εργαλείο κατασκευής εργαλείων, φτάνοντας στο σημείο, μάλιστα, να επιτύχει τη γενικευμένη παραγνώριση του γεγονότος πως ο ορισμός των οικονομικών σκοπών αποτελεί πάντα το αποτέλεσμα μιας πάλης μεταξύ ομάδων εμπλεκομένων μέσα σε συγκρούσεις για σκοπούς οι οποίοι αποτελούν επίσης συγκρούσεις συμφερόντων, δεν εκπλήσσουν κανέναν∙ αποτελούν απλώς άλλη μια ευκαιρία να μετρηθεί ο βαθμός της «σύνεσης», της καρτερικής παραίτησης στην τάξη πραγμάτων, ο βαθμός γήρανσης, με άλλα λόγια, με την οποία εξακολουθούν να διαποτίζουν την ελληνική κοινωνία διάφοροι, ελληνικής εκδοχής, ευαγγελιστές της αγοράς, υποστηριζόμενοι από τους ιερομνήμονες και λαμπαδάριούς τους.
Επιπλέον, αποτελούν και δείκτες για το τι πρόκειται να αντιμετωπίσει ένας πραγματικά συλλογικός εκπαιδευτικός σχεδιασμός ο οποίος, αντίθετα με τις προηγούμενες αλλεπάλληλες μεταρρυθμίσεις, θα ξέρει και τι είδους ανθρώπινη ύπαρξη στοχεύει να δημιουργήσει και για τι είδους κοινωνία την προορίζει. Σε αυτή την προοπτική κινείται, νομίζω, ο προβληματισμός του υπουργού Παιδείας.
Σε κάθε περίπτωση, οι πρώτες τοποθετήσεις του πείθουν πως βασίζεται στα θεμελιώδη κεκτημένα της κοινωνικής επιστήμης της εκπαίδευσης και, μεταξύ άλλων, στη γνώση του γεγονότος ότι μία από τις σημαντικές λειτουργίες των εκπαιδευτικών συστημάτων είναι η συμβολή τους στην αναπαραγωγή της δομής των ταξικών σχέσεων και η νομιμοποίηση ή απόκρυψη αυτής της αναπαραγωγής∙ και πως αν κάποιος θέλει να ασχοληθεί με τεχνικά ζητήματα της εκπαιδευτικής οργάνωσης, οφείλει να γνωρίζει πως η πιο ιδιαίτερη συμβολή του σχολικού συστήματος στην αναπαραγωγή των διαφορών μεταξύ των τάξεων είναι, κατ’ αρχάς, ιδεολογική και έχει να κάνει με τη νομιμοποίηση των διαφορών μεταξύ των θέσεων μέσα στην κοινωνική ιεραρχία μέσω της ιδεολογίας της σχολικής αξιοκρατίας που παράγει, των φαινομενικά ουδέτερων κριτηρίων επιλογής που ενεργοποιεί.
Κοντολογίς, ο σχολικός θεσμός συνιστά ένα κλιμάκιο κοινωνικής πιστοποίησης, του οποίου ο τρόπος λειτουργίας αναπαράγει αθέατα, μέσω της αντιστοίχησης σχολικών τίτλων και θέσεων, τις διαφορές ευκαιριών με τις οποίες τα άτομα εφοδιάζονται ουσιαστικά από την κοινωνική τους καταγωγή.
Η σχολική ταξινόμηση αποτελεί μια τόσο αποτελεσματική ευφημισμένη κοινωνική ταξινόμηση, άρα φυσιοποιημένη, απολυτοποιημένη, που θα τη ζήλευαν και οι θρησκείες, μία ταξινόμηση η οποία, έχοντας υποστεί ένα είδος αλχημείας, τείνει να μετασχηματίσει τις ταξικές διαφορές, και κυρίως τις διαφορές σε «πολιτισμικό κεφάλαιο» –αυτού του κληρονομημένου κεφαλαίου που έχει την ιδιότητα να είναι ενσωματωμένο κεφάλαιο, άρα φαινομενικά φυσικό– σε διαφορές «ευφυΐας», άρα «χαρίσματος», δηλαδή, διαφορές «φύσης». Μία από τις παιδαγωγικές διαδικασίες που θεμελιώνει και οργανώνει τη σχολική ταξινόμηση είναι αυτή της σχολικής ετυμηγορίας, η οποία φυλακίζει τους μαθητές σε μια ουσία, σε μια φύση.
Αν θέλουμε να μετατρέψουμε το σχολείο από ένα χώρο αποτυχίας και στιγματισμού των λιγότερο κοινωνικά προνομιούχων σε ένα χώρο όπου όλοι θα μπορούν και θα πρέπει να βρουν τον δικό τους τρόπο επιτυχίας οφείλουμε, όπως το πρότεινε ο Μπουρντιέ, να αναχαιτίσουμε την τάση να αποκτούν οι επιτυχίες και οι αποτυχίες ένα αποτέλεσμα μόνιμης θετικής και αρνητικής, αντίστοιχα, καθιέρωσης, να εμποδίσουμε τις σχολικές ετυμηγορίες να λειτουργούν ως αυτοεκπληρούμενες προφητείες και κυρίως να κάνουμε το παν ώστε να ακυρωθεί ο στιγματισμός-αποκλεισμός που εγκλείει τα κοινωνικά προσδιορισμένα θύματα των σχολικών ετυμηγοριών στον φαύλο κύκλο της αποτυχίας, το παν ώστε «η δίκη τους» να μην είναι «χαμένη πριν καλά καλά να αρχίσει», για να παραφράσουμε τον Κάφκα.
Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι πρέπει να ακυρωθεί ο σχολικός ανταγωνισμός, γιατί κάτι τέτοιο θα είχε καταστροφικές συνέπειες τόσο για τα άτομα όσο και για τον σχολικό θεσμό. Αντίθετα, σημαίνει πως και σε αυτή την περίπτωση πρέπει να διασφαλίσουμε όλα εκείνα τα μέτρα που θα επιτρέψουν σε όλους να εισέρχονται, όσο είναι δυνατόν, στον ανταγωνισμό σε ισότιμη βάση, αλλά και την αναζήτηση νέων μορφών ανταγωνισμού.
Κεντρικό στοίχημα για την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση που μένει να γίνει στη χώρα μας αποτελεί η αναζήτηση συμφωνίας ανάμεσα στις τεχνικές αναγκαιότητες που διασφαλίζουν τις προόδους της επιστήμης και στις ηθικές αρχές μιας δημοκρατικής κοινωνίας. Αυτό, όμως, προϋποθέτει μια πολιτική ανεπηρέαστη από βραχυπρόθεσμα διακυβεύματα και βραχυπρόθεσμους στόχους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.