Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι τα πουλιά έχουν μια αρχετυπική σημασία για τον άνθρωπο. Με το πέταγμά τους στέκουν ανάμεσα στη δική του χοϊκή υπόσταση από τη μια και την ουράνια προέλευση και στόχευση της ύπαρξης από την άλλη: εικόνα ελευθερίας και ταυτόχρονα πρόκληση ανόδου. Έτσι, τόσο η μυθολογία, η γραμματεία, η λαϊκή παράδοση, όσο και η γλώσσα με τις μεταφορικές της χρήσεις και σημασίες είναι γεμάτη με εικόνες, λέξεις, σύμβολα αντλημένα από τον κόσμο των πουλιών.
Κείμενο – φωτογραφίες: Βασίλης Μαλισιόβας* ΕΡΑΝΙΣΤΗΣ – 15/10/2024
Η διαχρονική τους παρουσία στην ελληνική παράδοση
Πριν δούμε πώς παρουσιάζονται στη γλώσσα, αξίζει να πούμε ότι η παρουσία τους είναι διαχρονική μέσα στην παράδοσή μας. Θα σταθούμε ενδεικτικά λίγο μόνο στη μήτρα του πολιτισμού μας, την αρχαιότητα. Στην Ιλιάδα τα πουλιά εμφανίζονται στις πιο καθοριστικές στιγμές της μάχης ως απεσταλμένοι του θεού ή και ως μεταμορφώσεις του και αλλάζουν τη ροή της. Από το πέταγμα ενός πουλιού μπορούσαν οι πολεμιστές να καταλάβουν την έκβαση της μάχης. Ο «οιωνός» είναι ακριβώς αυτό, ένα πουλί, από το πέταγμα του οποίου μπορεί κανείς να διακρίνει τα σημεία, θετικά ή αρνητικά. Έτσι επικράτησε και η σημερινή σημασία «καλός / κακός οιωνός». Δεν είναι τυχαίο που οι αρχαίοι θεοί συνδέονται ποικιλοτρόπως με τα πουλιά. Ας θυμηθούμε τον γύπα ως εκτελεστή του Δία και την «γλαυκώπιδα» Αθηνά, που έχει την όψη της κουκουβάγιας (πβ. τη φράση «κομίζει γλαύκα εις Αθήνας» για κάτι που δεν διεκδικεί δάφνες πρωτοτυπίας).
Και η μυθολογία βρίθει από εικόνες πουλιών: από τον Δία που έσμιξε με την Ήρα με τη μορφή κούκου, τον αετό που έτρωγε το συκώτι του Προμηθέα, τον Ηρακλή που καταδίωξε τις Στυμφαλίδες όρνιθες. Μέχρι τη λυπητερή ιστορία της Αλκυόνης που κλωσσάει τα αυγά της τον χειμώνα, και την γεμάτη ποίηση ιστορία του Πλάτωνα για το τελευταίο άσμα του κύκνου.
Και η μυθολογία βρίθει από εικόνες πουλιών: από τον Δία που έσμιξε με την Ήρα με τη μορφή κούκου, τον αετό που έτρωγε το συκώτι του Προμηθέα, τον Ηρακλή που καταδίωξε τις Στυμφαλίδες όρνιθες. Μέχρι τη λυπητερή ιστορία της Αλκυόνης που κλωσσάει τα αυγά της τον χειμώνα, και την γεμάτη ποίηση ιστορία του Πλάτωνα για το τελευταίο άσμα του κύκνου.
παγώνι: καμαρώνει/φουσκώνει σαν παγώνι (για υπέρμετρα εγωιστή). –Είδα και την Τόνια, καμάρωνε σαν παγώνι δίπλα στον αρραβωνιαστικό της, που είναι αγγειοχειρουργός.
Είναι τόσες οι ονομασίες των πουλιών στην αρχαία γλώσσα, που οι περισσότερες από αυτές έχουν εκλείψει σήμερα (ίσως και τα αντίστοιχα είδη). Ποιος θα αναγνώριζε, σήμερα, λέξεις όπως: άρπυια, βρένθος, βύσσα, ιδαλίς, ικτίνος, κηρύλος, κρεξ, κύμβη, κύχραμος, λάρος, ορχίλος, ούραξ, πάππος, τροχύλος…. Είναι όλα ονόματα πουλιών. Αλλά και λέξεις με διαφορετική σήμερα σημασία, αναφέρονται σε είδη πουλιών. Έτσι π.χ. ο Φοίνιξ (από το «φοινός» = πορφυρός, βαθυκόκκινος) είναι ένα μυθολογικό πτηνό που ξαναγεννιέται απ’ τις στάχτες του. Και ο κίναιδος (<κινώ + αιδοίο) δηλώνει ένα είδος θαλάσσιου πτηνού – που ίσως πήρε το όνομα αυτό από τις χορευτικές του κινήσεις, διότι η λέξη κίναιδος στην αρχαιότητα ήταν και μια (μάλλον μειωτική) λέξη για τον χορευτή.
Υπάρχουν βέβαια και άλλες λέξεις για τα πουλιά, που μπορεί να μην έχουν επιβιώσει αλλά είναι τουλάχιστον κατανοητές, ή χρησιμοποιούνται στην επίσημη ορολογία, π.χ. βύας (μπούφος), ταώς (παγώνι), ψιττακός (παπαγάλος), όρνιθα (κότα), στρουθίον (σπουργίτι), κορώνη (κουρούνα), γλαύκα (κουκουβάγια), φοινικόπτερο (φλαμίνγκο), σεισοπυγίς (σουσουράδα) κ.ά.
Στη νεότερη παράδοση δεν θα σταθούμε, καθότι αυτό θα χρειαζόταν μια ολόκληρη σειρά από άρθρα. Θα αρκεστούμε μόνο να πούμε ότι τα πουλιά εμφανίζονται συνέχεια στις λαϊκές δημιουργίες: «Ένας αϊτός καθότανε στον ήλιο και λιαζότανε», «Το παπάκι πάει στην ποταμιά», «Ένα πουλί, μάνα μου, μαντζουράνα μου», «Αδέλφια μου, αλήτες πουλιά», «Σα χελιδονάκι στο μπαλκόνι σου», «Σουσουράδα, σουσουράδα, ψέματα μού λες αράδα», «Θα ζήσω ελεύθερο πουλί», «Γέλα, πουλί μου, γέλα, είν’ η ζωή μια τρέλα», «Είμ’ αϊτός χωρίς φτερά», «Τα πουλιά τα βρίσκει ο Χάρος στο φτερό», «Είμαι της Γερακίνας γιος» κ.ά.π.
Τα πουλιά, κυρίως μέσω του ανθρωπομορφισμού, έχουν συνδεθεί με πληθώρα παραμυθιών, παροιμιών και παροιμιωδών φράσεων, κάτι που έχει οδηγήσει σε ισχυρές προκαταλήψεις και στερεοτυπικές αντιλήψεις: ο ατρόμητος αϊτός, η φοβισμένη και ηττοπαθής κότα, τα γρουσούζικα κοράκια, τα ερωτευμένα πιτσουνάκια…
Και βέβαια, τα πουλιά πάντα φέρνουν τις λυπητερές ειδήσεις, όταν ο άνθρωπος αδυνατεί να το κάνει…
Έναν πουλίν, καλόν πουλίν εβγαίν’ από την Πόλην·
ουδέ στ’ αμπέλια κόνεψεν (σταμάτησε, στάθηκε) ουδέ στα περιβόλια,
επήγεν και-ν εκόνεψεν και σου Ηλί’ τον κάστρον. […]
Όπως πάντα, θα εστιάσουμε στο γλωσσικό κομμάτι, ειδικότερα στη μεταφορική/μετωνυμική χρήση λέξεων για τα πουλιά (αναφέροντας, όπου το κρίνουμε απαραίτητο, και την κυριολεκτική σημασία).
Είναι τόσες οι ονομασίες των πουλιών στην αρχαία γλώσσα, που οι περισσότερες από αυτές έχουν εκλείψει σήμερα (ίσως και τα αντίστοιχα είδη). Ποιος θα αναγνώριζε, σήμερα, λέξεις όπως: άρπυια, βρένθος, βύσσα, ιδαλίς, ικτίνος, κηρύλος, κρεξ, κύμβη, κύχραμος, λάρος, ορχίλος, ούραξ, πάππος, τροχύλος…. Είναι όλα ονόματα πουλιών. Αλλά και λέξεις με διαφορετική σήμερα σημασία, αναφέρονται σε είδη πουλιών. Έτσι π.χ. ο Φοίνιξ (από το «φοινός» = πορφυρός, βαθυκόκκινος) είναι ένα μυθολογικό πτηνό που ξαναγεννιέται απ’ τις στάχτες του. Και ο κίναιδος (<κινώ + αιδοίο) δηλώνει ένα είδος θαλάσσιου πτηνού – που ίσως πήρε το όνομα αυτό από τις χορευτικές του κινήσεις, διότι η λέξη κίναιδος στην αρχαιότητα ήταν και μια (μάλλον μειωτική) λέξη για τον χορευτή.
Υπάρχουν βέβαια και άλλες λέξεις για τα πουλιά, που μπορεί να μην έχουν επιβιώσει αλλά είναι τουλάχιστον κατανοητές, ή χρησιμοποιούνται στην επίσημη ορολογία, π.χ. βύας (μπούφος), ταώς (παγώνι), ψιττακός (παπαγάλος), όρνιθα (κότα), στρουθίον (σπουργίτι), κορώνη (κουρούνα), γλαύκα (κουκουβάγια), φοινικόπτερο (φλαμίνγκο), σεισοπυγίς (σουσουράδα) κ.ά.
Στη νεότερη παράδοση δεν θα σταθούμε, καθότι αυτό θα χρειαζόταν μια ολόκληρη σειρά από άρθρα. Θα αρκεστούμε μόνο να πούμε ότι τα πουλιά εμφανίζονται συνέχεια στις λαϊκές δημιουργίες: «Ένας αϊτός καθότανε στον ήλιο και λιαζότανε», «Το παπάκι πάει στην ποταμιά», «Ένα πουλί, μάνα μου, μαντζουράνα μου», «Αδέλφια μου, αλήτες πουλιά», «Σα χελιδονάκι στο μπαλκόνι σου», «Σουσουράδα, σουσουράδα, ψέματα μού λες αράδα», «Θα ζήσω ελεύθερο πουλί», «Γέλα, πουλί μου, γέλα, είν’ η ζωή μια τρέλα», «Είμ’ αϊτός χωρίς φτερά», «Τα πουλιά τα βρίσκει ο Χάρος στο φτερό», «Είμαι της Γερακίνας γιος» κ.ά.π.
Τα πουλιά, κυρίως μέσω του ανθρωπομορφισμού, έχουν συνδεθεί με πληθώρα παραμυθιών, παροιμιών και παροιμιωδών φράσεων, κάτι που έχει οδηγήσει σε ισχυρές προκαταλήψεις και στερεοτυπικές αντιλήψεις: ο ατρόμητος αϊτός, η φοβισμένη και ηττοπαθής κότα, τα γρουσούζικα κοράκια, τα ερωτευμένα πιτσουνάκια…
Και βέβαια, τα πουλιά πάντα φέρνουν τις λυπητερές ειδήσεις, όταν ο άνθρωπος αδυνατεί να το κάνει…
Έναν πουλίν, καλόν πουλίν εβγαίν’ από την Πόλην·
ουδέ στ’ αμπέλια κόνεψεν (σταμάτησε, στάθηκε) ουδέ στα περιβόλια,
επήγεν και-ν εκόνεψεν και σου Ηλί’ τον κάστρον. […]
Όπως πάντα, θα εστιάσουμε στο γλωσσικό κομμάτι, ειδικότερα στη μεταφορική/μετωνυμική χρήση λέξεων για τα πουλιά (αναφέροντας, όπου το κρίνουμε απαραίτητο, και την κυριολεκτική σημασία).
Τα πουλιά έχουν μια αρχετυπική σημασία για τον άνθρωπο. Με το πέταγμά τους στέκουν ανάμεσα στη δική του χοϊκή υπόσταση από τη μια και την ουράνια προέλευση και στόχευση της ύπαρξης από την άλλη: εικόνα ελευθερίας και ταυτόχρονα πρόκληση ανόδου.
αετός/αϊτός: πανέξυπνος, οξυδερκής. –Ο Γιώργος είναι αϊτός στα μαθηματικά!
αετίσιος: οξύς, διαπεραστικός. –Ο πολυσέβαστος καθηγητής μας δεν μπορεί βέβαια να περπατήσει με ευκολία, όμως διατηρεί εκείνο το αετίσιο βλέμμα με το οποίο καθήλωνε εμάς τους φοιτητές όταν δίδασκε.
αετομάτης: αυτός που δεν του ξεφεύγει τίποτα, τετραπέρατος. –Μη διανοηθείς να χρεώσεις δικά σου ψώνια στον κατάλογο με τα έξοδα της εταιρείας… Ο διευθυντής του λογιστηρίου είναι αετομάτης!
αετονύχης: αυτός που υπεξαιρεί περιουσιακά στοιχεία των άλλων. –Δυστυχώς η θεία είχε εμπιστευτεί κάποια ανίψια της για να διαχειριστούν την περιουσία της, αλλά αποδείχθηκε ότι αυτοί ήταν αετονύχηδες.
ξεφτέρι: (κυριολεκτικά: γερακόμορφο πτηνό) πολύ έξυπνος, εύστροφος. –Φέτος είμαι πολύ τυχερός, γιατί όλα τα παιδιά στο σχολείο είναι ξεφτέρια! Χαίρομαι να διδάσκω!
σαΐνι: (κυριολεκτικά: είδος γερακιού) ευφυέστατος, πάρα πολύ ικανός και επιδέξιος: –Ο μάστορας τώρα κάθεται και δίνει οδηγίες, γιατί έχει δυο βοηθούς σαΐνια!
τσίφτης: (κυριολεκτικά: αρπακτικό πτηνό) πολύ ικανός, αυτός που μαθαίνει πολύ εύκολα: –Δεν χρειάζεται να του πεις δεύτερη κουβέντα για τη δουλειά! Είναι τσίφτης το παιδί! Συχνά και ως τιμητική/φιλική προσφώνηση: –Γεια σου, ρε τσίφτη!
Εξυπνάδα (ή και πονηριά)
Η δυνατότητά των πουλιών να ξεφεύγουν από τις παγίδες, να ελίσσονται, να πετάνε ψηλά αποφεύγοντας τους κινδύνους, αλλά και το ίδιο το αγέρωχο ύφος τους, καθώς ίπτανται πάνω από τον κόσμο, ανθρώπους και ζώα, τα κάνουν συχνά πηγή χαρακτηρισμών εξυπνάδας.αετός/αϊτός: πανέξυπνος, οξυδερκής. –Ο Γιώργος είναι αϊτός στα μαθηματικά!
αετίσιος: οξύς, διαπεραστικός. –Ο πολυσέβαστος καθηγητής μας δεν μπορεί βέβαια να περπατήσει με ευκολία, όμως διατηρεί εκείνο το αετίσιο βλέμμα με το οποίο καθήλωνε εμάς τους φοιτητές όταν δίδασκε.
αετομάτης: αυτός που δεν του ξεφεύγει τίποτα, τετραπέρατος. –Μη διανοηθείς να χρεώσεις δικά σου ψώνια στον κατάλογο με τα έξοδα της εταιρείας… Ο διευθυντής του λογιστηρίου είναι αετομάτης!
αετονύχης: αυτός που υπεξαιρεί περιουσιακά στοιχεία των άλλων. –Δυστυχώς η θεία είχε εμπιστευτεί κάποια ανίψια της για να διαχειριστούν την περιουσία της, αλλά αποδείχθηκε ότι αυτοί ήταν αετονύχηδες.
ξεφτέρι: (κυριολεκτικά: γερακόμορφο πτηνό) πολύ έξυπνος, εύστροφος. –Φέτος είμαι πολύ τυχερός, γιατί όλα τα παιδιά στο σχολείο είναι ξεφτέρια! Χαίρομαι να διδάσκω!
σαΐνι: (κυριολεκτικά: είδος γερακιού) ευφυέστατος, πάρα πολύ ικανός και επιδέξιος: –Ο μάστορας τώρα κάθεται και δίνει οδηγίες, γιατί έχει δυο βοηθούς σαΐνια!
τσίφτης: (κυριολεκτικά: αρπακτικό πτηνό) πολύ ικανός, αυτός που μαθαίνει πολύ εύκολα: –Δεν χρειάζεται να του πεις δεύτερη κουβέντα για τη δουλειά! Είναι τσίφτης το παιδί! Συχνά και ως τιμητική/φιλική προσφώνηση: –Γεια σου, ρε τσίφτη!
πάπια: αμίλητος. –Τον ρώτησα πότε θα μου επιστρέψει τα δανεικά κι αυτός έκανε την πάπια. | με ασταθές βάδισμα, με το βάρος του σώματος πότε προς τη δεξιά και πότε προς την αριστερή πλευρά. –Κυρία Νίκη, πώς είστε; –Δε με βλέπεις, παιδί μου; Σαν την πάπια πάω…
Οι ακόλουθες λέξεις χρησιμοποιούνται για ανθρώπους μειωμένης αντιληπτικής ικανότητας. (Αξίζει να σημειωθεί ότι παλαιότερα χρησιμοποιούνταν σε καθημερινή βάση από τους δασκάλους ως μειωτικοί χαρακτηρισμοί μαθητών που ήταν ανεπίδεκτοι μαθήσεως).
κοτόπουλο: εξαντλημένος και ζαλισμένος. –Φτιάξε μου ένα καφεδάκι… Δώδεκα ώρες στο αεροπλάνο! Είμαι κοτόπουλο! | μαδάω σαν κοτόπουλο: απομυζώ οικονομικά. –Βρήκε μια πιτσιρίκα, που τον μαδάει σαν κοτόπουλο.
κουτορνίθι: πανηλίθιος. –Είχαμε ένα συμμαθητή… κουτορνίθι! Αυτόν τον έκαναν Γενικό Γραμματέα υπουργείου! –Ε, θα ήταν καλός αφισοκολλητής…
μπούφος: (μεγαλόσωμο νυκτόβιο αρπακτικό) απολύτως χαζός. –Είναι στην έκτη δημοτικού και δεν ξέρει τίποτα από προπαίδεια! –Εντελώς μπούφος δηλαδή…
όρνιο: (είδος πτωματοφάγου γύπα) ανόητος: –Βρε όρνιο, έδωσες τηλεφωνικά το ΡΙΝ της κάρτας σου επειδή ο άλλος σού είπε ότι τηλεφωνεί απ’ την τράπεζα;
χαζοπούλι: αφελέστατος, αυτός που πέφτει θύμα εξαπάτησης. –Η γυναίκα του είναι καπάτσα, αλλά αυτός… χαζοπούλι!
αρπακτικό: ο αδίστακτος άνθρωπος, που υφαρπάζει ξένα περιουσιακά στοιχεία. –Υποτίθεται ότι ήταν εθελοντές σε μια φιλανθρωπική οργάνωση, αλλά εκ των υστέρων αποδείχθηκε ότι ήταν αρπακτικά, που τσέπωναν όλα τα λεφτά!
γεράκι: ο πολεμοχαρής. Τα γεράκια του πολέμου καταστρώνουν ήδη σχέδια για γενικευμένη στρατιωτική επέμβαση στην πολύπαθη Μέση Ανατολή. | (εύσημο) ο πιλότος πολεμικού αεροσκάφους. –Στις οθόνες μας βλέπουμε τα γεράκια της Πολεμικής μας Αεροπορίας να διασχίζουν τον αττικό ουρανό!
γύπας: ο άντρας που ερωτοτροπεί συστηματικά («την πέφτει»), συνήθως με μικρότερες σε ηλικία γυναίκες. –Μην τον βλέπεις που κάνει τον σεμνό… Είναι γύπας!
κόρακας: η λέξη χρησιμοποιείται σε διάφορες παροιμίες (π.χ. «Κόρακας κοράκου μάτι δεν βγάζει»), αλλά και στη φράση «Άει στον κόρακα» (διάβολο), που χρησιμοποιείται με δύο σημασίες: α) ως κατάρα. –Άει στον κόρακα, ηλίθιε! Κόντεψες να μας σκοτώσεις! β) χαϊδευτικά-φιλικά. –Στο Γραφείο Προσωπικού ήρθε νέος διευθυντής… ο Νίκος ο Αλεξίου, ο συμμαθητής μας! –Άει στον κόρακα… (είναι απίστευτο αυτό που μου λες).
κοράκι: ο υπάλληλος γραφείου τελετών, ο νεκροπομπός. –Είναι τρομερό αυτό που συμβαίνει πλέον στα νεκροταφεία! Κουμάντο κάνουν τα κοράκια, κανείς άλλος! Επίσης, ο καιροσκόπος, ο αδίστακτος. –Καταστράφηκα στο Χρηματιστήριο! –Ρε Σπύρο, πήγες να αγοράσεις μετοχές χωρίς να έχεις ιδέα, παρά μόνο αυτά που σου έλεγαν τα κοράκια των εταιρειών;
κορακί (ως χρώμα): κατάμαυρος. –Μιλάμε για πολύ γέλιο! Να βλέπεις τώρα τον στρατηγό με βαμμένο κορακί μαλλί… Αξίζει να σημειωθεί ότι ανάλογη παρομοίωση ήταν διαδεδομένη και πολύ παλιότερα, πβ. το ιστορικό τραγούδι «του Καλιακούδα»: […] Πώς κλαίει, πώς μοιριολογά, πώς μαύρα δάκρυα χύνει. / Σαν περδικούλα θλίβεται, ωσάν παπί μαδιέται, / Σαν των κοράκων τα φτερά έχει την φορεσιάν της.
κορακιάζω: διψάω υπερβολικά. –Είχαμε εγκλωβιστεί στην εθνική οδό για δέκα ώρες και κορακιάσαμε για νερό!
αηδόνι: ο καλλίφωνος. Ο Αλέκος Κιτσάκης, το αηδόνι της Ηπείρου, απεβίωσε το 2015.
παγώνι: καμαρώνει/φουσκώνει σαν παγώνι (για υπέρμετρα εγωιστή). –Είδα και την Τόνια, καμάρωνε σαν παγώνι δίπλα στον αρραβωνιαστικό της, που είναι αγγειοχειρουργός.
πέρδικα: πανέμορφη, εντυπωσιακή γυναίκα. «Πού ’σουν πέρδικα γραμμένη (όμορφη) κι ήρθες το πρωί βρεγμένη» (δημοτικό τραγούδι) | περδικούλα: η ψυχή, η καρδιά, το σθένος, η ακμαιότητα. Φράση Το λέει η περδικούλα του/της. –Η θεία μου είναι 103 χρονών, αλλά το λέει η περδικούλα της! | περδίκι: απολύτως υγιής. –Είχα περάσει μια τρομερή ίωση, αλλά τώρα είμαι περδίκι! Αξιοσημείωτη η λέξη περδικόστηθη ως χαρακτηρισμός καμαρωτής, ευθυτενούς γυναίκας: Περδικόστηθη Tσιγγάνα, / ω μαγεύτρα, που μιλείς / τα μεσάνυχτα προς τ’ άστρα γλώσσα προσταγής! (Κωστής Παλαμάς, Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου, Λόγος Γ΄ Αγάπη, 1η στροφή).
περιστερά: το περιστέρι. –Μην τη βλέπεις τώρα που πέρασαν τα χρόνια της και κάνει την αθώα περιστερά… Στα νιάτα της δεν άφησε άντρα για άντρα…
σουσουράδα: ελαφρόμυαλη, επιπόλαιη και ωραιοπαθής γυναίκα. –Κυρία Ευτέρπη, έμαθα παντρεύεται κι ο γιος σας… Με το καλό! –Τι γάμος… Βρήκε μια σουσουράδα!
καρακάξα: κακάσχημη και φλύαρη, αθυρόστομη γυναίκα. –Φύγε από ’δώ, μωρή καρακάξα! Δεν φτάνει που πέρασες με κόκκινο, βγάζεις και γλώσσα!
κλώσσα: απεριποίητη και άσχημη γυναίκα. –Τσακώθηκα πρωί πρωί με μια κλὠσσα!
λελέκι: (κυριολεκτικά) ο πελαργός, πτηνό με χαρακτηριστικἀ μεγάλα πόδια | (μεταφορικά) πανύψηλος. –Αυτό το λελέκι είναι ο ανιψιός μου, παίζει μπάσκετ στην πρώτη εθνική! Η λέξη εμφανίζεται και σε σύνθετο: ψηλολέλεκας.
ξυλόκοτα: (κυριολεκτικά) η μπεκάτσα | (μεταφορικἀ) άχαρη γυναίκα με πολύ ψηλά πόδια. –Ο γαμπρός ήταν πανέμορφος, αλλά η νύφη… ξυλόκοτα!
γαλιάντρα: (κυριολεκτικά) στρουθιόμορφο πτηνό, δηλ. μοιάζει με σπουργίτι | (μεταφορικά) πολυλογάς, ο φλύαρος (κυρίως ως χαρακτηρισμός γυναικών). –Θα έρθει και η Χριστίνα στην εκδρομή… –Αν είναι κι αυτή η γαλιάντρα, δεν πρόκειται να έρθω εγώ!
κελαηδάω: μιλάω συνεχώς. –Μιλάει ο μπέμπης; –Κελαηδάει! | (αργκό) ομολογώ. –Κρατάει κλειστό το στόμα του ο δολοφόνος! –Μην ανησυχείς, θα τον κάνουν στην Ασφάλεια να κελαηδήσει…
κοκορεύομαι: επαίρομαι, κομπάζω, καυχησιολογώ. –Οι περισσότεροι άντρες καυχιούνται για τις ερωτικές κατακτήσεις τους, αλλά αυτός κοκορεύεται ότι πήγε με 3 χιλιάδες γυναίκες!
κορακίστικα: ακαταλαβίστικα. –Καλός ο Σάκης, αλλά αυτά που λέει είναι κορακίστικα! Η λέξη χρησιμοποιείται με μειωτική διάθεση για κάτι που δεν μποροὐμε να κατανοήσουμε, είτε λόγω αντικειμενικής αδυναμίας (π.χ. έλλειψη επιστημονικής γνώσης και σχετικών σπουδών), είτε λόγω απουσίας ενδιαφέροντος. Η ίδια λέξη χρησιμοποιήθηκε σε παλαιότερες περιόδους από τους δημοτικιστές με σκωπτική διάθεση προς τους θιασώτες της καθαρεύουσας.
κράζω: επιπλήττω έντονα. –Μ’ έκραξε άσχημα ο πατέρας μου γιατί γύρισα τα ξημερώματα στο σπίτι.
παπαγαλάκι: αυτός που διαδίδει ανυπόστατες φήμες προς ίδιον όφελος. –Εγώ απ’ τα παπαγαλάκια του Χρηματιστηρίου έχασα όλη μου την περιουσία! | –Τα παπαγαλάκια της δημοσιογραφίας προσπαθούν να μας πείσουν ότι έχουμε τις καλύτερες τιμές σούπερ μάρκετ πανευρωπαϊκά!
παπαγαλίζω: αποστηθίζω, απομνημονεύω και επαναλαμβάνω μηχανικά, χωρίς να μαθαίνω. Παρά τις εξαγγελίες της κυβέρνησης για αλλαγή του τρόπου εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, και το νέο σύστημα αναγκάζει τους μαθητές να παπαγαλίζουν την ύλη.
Ανοησία / Ολιγόνοια
Πολλές φορές όμως, υπάρχει και η αντίστροφη οπτική. Πουλιά σχετικά αργοκίνητα, με δυσκολία στο πέταγμα ή με μειωμένη όραση, άρα και αντίληψη, δίνουν έναυσμα για σημασίες σχετικές με διανοητική νωθρότητα.Οι ακόλουθες λέξεις χρησιμοποιούνται για ανθρώπους μειωμένης αντιληπτικής ικανότητας. (Αξίζει να σημειωθεί ότι παλαιότερα χρησιμοποιούνταν σε καθημερινή βάση από τους δασκάλους ως μειωτικοί χαρακτηρισμοί μαθητών που ήταν ανεπίδεκτοι μαθήσεως).
κοτόπουλο: εξαντλημένος και ζαλισμένος. –Φτιάξε μου ένα καφεδάκι… Δώδεκα ώρες στο αεροπλάνο! Είμαι κοτόπουλο! | μαδάω σαν κοτόπουλο: απομυζώ οικονομικά. –Βρήκε μια πιτσιρίκα, που τον μαδάει σαν κοτόπουλο.
κουτορνίθι: πανηλίθιος. –Είχαμε ένα συμμαθητή… κουτορνίθι! Αυτόν τον έκαναν Γενικό Γραμματέα υπουργείου! –Ε, θα ήταν καλός αφισοκολλητής…
μπούφος: (μεγαλόσωμο νυκτόβιο αρπακτικό) απολύτως χαζός. –Είναι στην έκτη δημοτικού και δεν ξέρει τίποτα από προπαίδεια! –Εντελώς μπούφος δηλαδή…
όρνιο: (είδος πτωματοφάγου γύπα) ανόητος: –Βρε όρνιο, έδωσες τηλεφωνικά το ΡΙΝ της κάρτας σου επειδή ο άλλος σού είπε ότι τηλεφωνεί απ’ την τράπεζα;
χαζοπούλι: αφελέστατος, αυτός που πέφτει θύμα εξαπάτησης. –Η γυναίκα του είναι καπάτσα, αλλά αυτός… χαζοπούλι!
Αρπακτική διάθεση
Ισχυρή είναι και η εκπροσώπηση αρπακτικών πτηνών:αρπακτικό: ο αδίστακτος άνθρωπος, που υφαρπάζει ξένα περιουσιακά στοιχεία. –Υποτίθεται ότι ήταν εθελοντές σε μια φιλανθρωπική οργάνωση, αλλά εκ των υστέρων αποδείχθηκε ότι ήταν αρπακτικά, που τσέπωναν όλα τα λεφτά!
γεράκι: ο πολεμοχαρής. Τα γεράκια του πολέμου καταστρώνουν ήδη σχέδια για γενικευμένη στρατιωτική επέμβαση στην πολύπαθη Μέση Ανατολή. | (εύσημο) ο πιλότος πολεμικού αεροσκάφους. –Στις οθόνες μας βλέπουμε τα γεράκια της Πολεμικής μας Αεροπορίας να διασχίζουν τον αττικό ουρανό!
γύπας: ο άντρας που ερωτοτροπεί συστηματικά («την πέφτει»), συνήθως με μικρότερες σε ηλικία γυναίκες. –Μην τον βλέπεις που κάνει τον σεμνό… Είναι γύπας!
κόρακας: η λέξη χρησιμοποιείται σε διάφορες παροιμίες (π.χ. «Κόρακας κοράκου μάτι δεν βγάζει»), αλλά και στη φράση «Άει στον κόρακα» (διάβολο), που χρησιμοποιείται με δύο σημασίες: α) ως κατάρα. –Άει στον κόρακα, ηλίθιε! Κόντεψες να μας σκοτώσεις! β) χαϊδευτικά-φιλικά. –Στο Γραφείο Προσωπικού ήρθε νέος διευθυντής… ο Νίκος ο Αλεξίου, ο συμμαθητής μας! –Άει στον κόρακα… (είναι απίστευτο αυτό που μου λες).
κοράκι: ο υπάλληλος γραφείου τελετών, ο νεκροπομπός. –Είναι τρομερό αυτό που συμβαίνει πλέον στα νεκροταφεία! Κουμάντο κάνουν τα κοράκια, κανείς άλλος! Επίσης, ο καιροσκόπος, ο αδίστακτος. –Καταστράφηκα στο Χρηματιστήριο! –Ρε Σπύρο, πήγες να αγοράσεις μετοχές χωρίς να έχεις ιδέα, παρά μόνο αυτά που σου έλεγαν τα κοράκια των εταιρειών;
κορακί (ως χρώμα): κατάμαυρος. –Μιλάμε για πολύ γέλιο! Να βλέπεις τώρα τον στρατηγό με βαμμένο κορακί μαλλί… Αξίζει να σημειωθεί ότι ανάλογη παρομοίωση ήταν διαδεδομένη και πολύ παλιότερα, πβ. το ιστορικό τραγούδι «του Καλιακούδα»: […] Πώς κλαίει, πώς μοιριολογά, πώς μαύρα δάκρυα χύνει. / Σαν περδικούλα θλίβεται, ωσάν παπί μαδιέται, / Σαν των κοράκων τα φτερά έχει την φορεσιάν της.
κορακιάζω: διψάω υπερβολικά. –Είχαμε εγκλωβιστεί στην εθνική οδό για δέκα ώρες και κορακιάσαμε για νερό!
Ομορφιά
Υπάρχουν όμως και τα πουλιά που συγκινούν με την ομορφιά της θωριάς τους και τη γλυκύτητα του κελαηδίσματος. Αλλά κι εκεί, συχνά η σημασία αξιοποιείται ειρωνικά.αηδόνι: ο καλλίφωνος. Ο Αλέκος Κιτσάκης, το αηδόνι της Ηπείρου, απεβίωσε το 2015.
παγώνι: καμαρώνει/φουσκώνει σαν παγώνι (για υπέρμετρα εγωιστή). –Είδα και την Τόνια, καμάρωνε σαν παγώνι δίπλα στον αρραβωνιαστικό της, που είναι αγγειοχειρουργός.
πέρδικα: πανέμορφη, εντυπωσιακή γυναίκα. «Πού ’σουν πέρδικα γραμμένη (όμορφη) κι ήρθες το πρωί βρεγμένη» (δημοτικό τραγούδι) | περδικούλα: η ψυχή, η καρδιά, το σθένος, η ακμαιότητα. Φράση Το λέει η περδικούλα του/της. –Η θεία μου είναι 103 χρονών, αλλά το λέει η περδικούλα της! | περδίκι: απολύτως υγιής. –Είχα περάσει μια τρομερή ίωση, αλλά τώρα είμαι περδίκι! Αξιοσημείωτη η λέξη περδικόστηθη ως χαρακτηρισμός καμαρωτής, ευθυτενούς γυναίκας: Περδικόστηθη Tσιγγάνα, / ω μαγεύτρα, που μιλείς / τα μεσάνυχτα προς τ’ άστρα γλώσσα προσταγής! (Κωστής Παλαμάς, Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου, Λόγος Γ΄ Αγάπη, 1η στροφή).
περιστερά: το περιστέρι. –Μην τη βλέπεις τώρα που πέρασαν τα χρόνια της και κάνει την αθώα περιστερά… Στα νιάτα της δεν άφησε άντρα για άντρα…
σουσουράδα: ελαφρόμυαλη, επιπόλαιη και ωραιοπαθής γυναίκα. –Κυρία Ευτέρπη, έμαθα παντρεύεται κι ο γιος σας… Με το καλό! –Τι γάμος… Βρήκε μια σουσουράδα!
Ασχήμια
Άλλες φορές, η πηγή της μεταφορικής σημασίας είναι η η δυσμορφία.καρακάξα: κακάσχημη και φλύαρη, αθυρόστομη γυναίκα. –Φύγε από ’δώ, μωρή καρακάξα! Δεν φτάνει που πέρασες με κόκκινο, βγάζεις και γλώσσα!
κλώσσα: απεριποίητη και άσχημη γυναίκα. –Τσακώθηκα πρωί πρωί με μια κλὠσσα!
λελέκι: (κυριολεκτικά) ο πελαργός, πτηνό με χαρακτηριστικἀ μεγάλα πόδια | (μεταφορικά) πανύψηλος. –Αυτό το λελέκι είναι ο ανιψιός μου, παίζει μπάσκετ στην πρώτη εθνική! Η λέξη εμφανίζεται και σε σύνθετο: ψηλολέλεκας.
ξυλόκοτα: (κυριολεκτικά) η μπεκάτσα | (μεταφορικἀ) άχαρη γυναίκα με πολύ ψηλά πόδια. –Ο γαμπρός ήταν πανέμορφος, αλλά η νύφη… ξυλόκοτα!
Φωνές
βραχνοκόκορας: αυτός που έχει βραχνή φωνή. –Μα γιατί δεν έρχεσαι στη συναυλία; -Σιγά μη δώσω 30 ευρώ για ν’ ακούσω τον βραχνοκόκορα!γαλιάντρα: (κυριολεκτικά) στρουθιόμορφο πτηνό, δηλ. μοιάζει με σπουργίτι | (μεταφορικά) πολυλογάς, ο φλύαρος (κυρίως ως χαρακτηρισμός γυναικών). –Θα έρθει και η Χριστίνα στην εκδρομή… –Αν είναι κι αυτή η γαλιάντρα, δεν πρόκειται να έρθω εγώ!
κελαηδάω: μιλάω συνεχώς. –Μιλάει ο μπέμπης; –Κελαηδάει! | (αργκό) ομολογώ. –Κρατάει κλειστό το στόμα του ο δολοφόνος! –Μην ανησυχείς, θα τον κάνουν στην Ασφάλεια να κελαηδήσει…
κοκορεύομαι: επαίρομαι, κομπάζω, καυχησιολογώ. –Οι περισσότεροι άντρες καυχιούνται για τις ερωτικές κατακτήσεις τους, αλλά αυτός κοκορεύεται ότι πήγε με 3 χιλιάδες γυναίκες!
κορακίστικα: ακαταλαβίστικα. –Καλός ο Σάκης, αλλά αυτά που λέει είναι κορακίστικα! Η λέξη χρησιμοποιείται με μειωτική διάθεση για κάτι που δεν μποροὐμε να κατανοήσουμε, είτε λόγω αντικειμενικής αδυναμίας (π.χ. έλλειψη επιστημονικής γνώσης και σχετικών σπουδών), είτε λόγω απουσίας ενδιαφέροντος. Η ίδια λέξη χρησιμοποιήθηκε σε παλαιότερες περιόδους από τους δημοτικιστές με σκωπτική διάθεση προς τους θιασώτες της καθαρεύουσας.
κράζω: επιπλήττω έντονα. –Μ’ έκραξε άσχημα ο πατέρας μου γιατί γύρισα τα ξημερώματα στο σπίτι.
παπαγαλάκι: αυτός που διαδίδει ανυπόστατες φήμες προς ίδιον όφελος. –Εγώ απ’ τα παπαγαλάκια του Χρηματιστηρίου έχασα όλη μου την περιουσία! | –Τα παπαγαλάκια της δημοσιογραφίας προσπαθούν να μας πείσουν ότι έχουμε τις καλύτερες τιμές σούπερ μάρκετ πανευρωπαϊκά!
παπαγαλίζω: αποστηθίζω, απομνημονεύω και επαναλαμβάνω μηχανικά, χωρίς να μαθαίνω. Παρά τις εξαγγελίες της κυβέρνησης για αλλαγή του τρόπου εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, και το νέο σύστημα αναγκάζει τους μαθητές να παπαγαλίζουν την ύλη.
όρνιο: (είδος πτωματοφάγου γύπα) ανόητος: –Βρε όρνιο, έδωσες τηλεφωνικά το ΡΙΝ της κάρτας σου επειδή ο άλλος σού είπε ότι τηλεφωνεί απ’ την τράπεζα;
Ηλικία / χρόνος
κορακοζώητος: αυτός που ζει πολλά χρόνια. –Ο πεθερός μου πέθανε σχετικά νέος, ενώ η πεθερά μου είναι κορακοζώητη, κοντεύει τα 100!
κύκνειος: αυτός που σχετίζεται με τον κύκνο. Κύκνειο άσμα: το τελευταίο έργο (επειδή λέγεται ότι ο κύκνος κελαηδάει μόνο λίγο πριν τον θάνατό του). Κύκνειο άσμα του διακεκριμένου καθηγητή υπήρξε το βιβλίο του για την «Οδύσσεια» του Ομήρου.
νεοσσός: μικρό παιδί. Συχνά η λέξη χρησιμοποιείται με υποτιμητική διάθεση για νεαρά πρόσωπα: –Διδάσκω τριάντα χρόνια, δεν θα έρθει τώρα ο νεοσσός να μου κάνει υποδείξεις για το μάθημα!
πιτσούνια: (κυριολεκτικά: τα μικρά περιστέρια) οι ερωτευμένοι, ιδίως νεαρής ηλικίας. –Τα πιτσουνάκια θα πάνε ταξίδι στην Πράγα την άλλη βδομάδα.
πελαργός: ο τοκετός, η γέννηση. Ο πελαργός ήρθε για τρίτη φορά στην οικογένεια του γνωστού ηθοποιού.
τρία πουλάκια κάθονταν: σχολιαστική φράση που δηλώνει ασυνεννοησία ή αδιαφορία από αυτούς που κάποιος τούς μιλάει. Προέρχεται από διάφορα δημοτικά τραγούδια που αρχίζουν με αυτό τον στίχο, π.χ. το κλέφτικο τραγούδι του
τα πετεινά του ουρανού: γενικά τα πτηνά (προέρχεται από φράση του Ευαγγελίου). –Φοβάμαι ότι θα πεινάσουμε! –Ο καλός Θεός, που φροντίζει τα πετεινά του ουρανού, θα φροντίσει και για μας τους φτωχούς…
φωλιά: σπίτι. –Όποτε έρθεις στη Θεσσαλονίκη, έλα να σου δείξουμε τη φωλιά μας. | χώρος για παράνομο ζευγἀρι. –Κατάλαβες; Εγώ να καθαρίζω σκάλες όλη μέρα κι ο άντρας μου να πηγαίνει στην ερωτική φωλίτσα του με την κουμπάρα μου! | πυροσβεστική φωλιά (και φωλεά): σημείο όπου υπάρχει εγκατάσταση πυρόσβεσης.
φωλιάζω: εγκαθίσταμαι. –Η Νίκη φώλιασε με τον σύντροφό της σ’ ένα πολύ ωραίο διαμἐρισμα που έχει θέα στη λίμνη της Καστοριάς. | παραμένει (ως συναίσθημα). –Ανταλλάξαμε πολύ βαριές κουβέντες, οπότε η αντιπάθεια φώλιασε στις καρδιές όλων μας στο γραφείο.
πίτουρο: Η λέξη συναντάται σε διάφορες παροιμίες και παροιμιώδεις φράσεις, π.χ. Όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα θα τον φάν’ οι κότες (όποιος αναμειγνύεται σε ξένες υποθέσεις, θα μπλέξει κι ο ίδιος), Ακριβός στα πίτουρα και φτηνός στ’ αλεύρι (για όποιον τσιγκουνεύεται να ξοδέψει κάποιο μικροποσό, ενώ είναι γαλαντόμος σε ασήμαντες περιπτώσεις), δεν τρώμε πίτουρο (δεν είμαστε αφελείς).
πιτουρόμαγκας: αυτός που παριστάνει τον μάγκα ενώ δεν είναι, ο ψευτόμαγκας, το παλικάρι της φακής. –Τον έκοψα απ’ την πρώτη στιγμή ότι είναι πιτουρόμαγκας!
πετάω: ταξιδεύω αεροπορικώς. –Αύριο πρωί πετάω για Ουζμπεκιστάν. | πετάγομαι: πηγαίνω σε κοντινό μέρος. –Θα πεταχτώ να πάρω δυο καφεδάκια κι έρχομαι να τα πούμε με την ησυχία μας. | είμαι απολύτως υγιής και χαρούμενος, νιώθω ευεξία. –Τι έγινε με τις πέτρες στο νεφρό σου; –Πετάω τώρα που έκανα τη λιθοτριψία! | έχω πάρα πολλές δουλειές. –Να σε απασχολήσω μισό λεπτό; –Νίκο, απ’ το πρωί πετάω! Αν θες, τα λέμε μετά το μεσημέρι.
πούπουλο: το φτερό πτηνού. Στα πούπουλα: με κάθε περιποίηση. –Κατάλαβες, κυρία Σπυριδούλα μου; Τα παιδιά μου μια ζωή τα είχα στα πούπουλα και τώρα θέλουν να με βάλουν στο γηροκομείο! (πίσσα και πούπουλα, επί τιμωρίας παρανόμων στο Φαρ Ουέστ)
φτερά: προσωπικές δυνάμεις, αξιοσύνη. –Κοντεύει τριάντα χρονών ο γιος τους και δεν έχει ανοίξει ακόμη τα φτερά του (δεν έχει αυτονομηθεί). | Η μητέρα μου ήθελε να μάθει γράμματα, όμως ο παππούς μου της έκοψε τα φτερά (ήταν κάθετα αντίθετος) | πτερύγιο αεροσκάφους. –Εμένα μου αρέσει να κάθομαι πάντα σε θέση δίπλα στο φτερό. | φύλλο και φτερό: εξονυχιστικός έλεγχος..
φτερουγίζει: ταξιδεύει, μεταφέρεται νοερά. –Κάθε φορά που βλέπω αυτή τη φωτογραφία, το μυαλό μου φτερουγίζει στο χωριό μου.
κούκος: ο μοναχικός άνθρωπος. –Δύσκολη υπόθεση η οικογένεια, γι’ αυτό βλέπεις πολλοί ζουν μόνοι τους, σαν τον κούκο. Φράσεις: Ένας κούκος δεν φέρνει την άνοιξη (απαιτείται συντονισμένη και μαζική προσπάθεια για ένα αξιοπρεπές αποτέλεσμα), Τρεις κι ο κούκος (ελάχιστοι άνθρωποι). | μάλλινος σκοὐφος (παλαιότερα): Αγόρασα κι ἐναν κούκο σήμερα, γιατἰ μπήκε για τα καλά ο χειμώνας.
κότα: δειλός άνθρωπος. –Αυτός είναι κότα! Δυο μέτρα άντρας και φοβάται τη γυναίκα του! Συχνά με επίθετο για επίταση εννοίας: κότα λειράτη. | μωροφιλόδοξη και ελαφρόμυαλη γυναίκα. –Άντε, μωρή κότα, που θες να βγάλεις και περιοδικό! Πάμπολλες οι παροιμίες και παροιμιώδεις φράσεις: –Μήπως έχετε κάνα κουλουράκι; –Έχουμε να φάν’ κι οι κότες! (πάρα πολλά). | Αυτός κοιμάται με τις κότες (πάρα πολύ νωρίς) | Βρήκα την κότα με τα χρυσά αυγά (ο γνωστός μύθος με τη χρυσοτόκο όρνιθα) | – Εδώ κι ένα μήνα έχω μετακομίσει στο νησί! Περνάω ζωή και κότα! (υπέροχα)
Αντικείμενα
παπάκι: η μοτοσικλέτα μικρού κυβισμού. –Το μόνο περιουσιακό στοιχείο μου είναι ένα παπάκι.
πάπια: η σκωραμίδα, πλαστικό δοχείο για σωματικές απεκκρίσεις ανθρώπων με κινητικά προβλήματα. –Η πεθερά μου πλέον δεν σηκώνεται, της φέρνουμε πάπια. | αμίλητος. –Τον ρώτησα πότε θα μου επιστρέψει τα δανεικά κι αυτός έκανε την πάπια. | με ασταθές βάδισμα, με το βάρος του σώματος πότε προς τη δεξιά και πότε προς την αριστερή πλευρά. –Κυρία Νίκη, πώς είστε; –Δε με βλέπεις, παιδί μου; Σαν την πάπια πάω…
πουλάδα: (κυριολεκτικά) νεαρή κότα | (μεταφορικά – στρατιωτική αργκό) το διακριτικό σήμα που έχουν στη στολή τους οι αλεξιπτωτιστές. –Τι είναι η ζωή… Αυτός εκεί που είναι καθηλωμένος στο αναπηρικό καροτσάκι φορούσε πουλάδα πριν από μερικά χρόνια!
χήνα (παλαιότερα): χαρτονόμισμα 1.000 δραχμών (περίπου 3 ευρώ). –Θυμάμαι είχα σκάσει 50 χήνες εκείνη την εποχή για ν’ αγοράσω αυτό το ποδήλατο. | βάδισμα της χήνας: τρόπος βαδίσματος στρατιωτών που παρελαύνουν έχοντας εντελώς αλύγιστα τα πόδια ὀταν τα σηκώνουν από το έδαφος | πόδι χήνας: λεπτές ρυτίδες που εμφανίζονται ακτινωτά στα μάτια, περίπου στην τἐταρτη δεκαετία της ζωής. –Ξένια μου, αγὀρασα μια φοβερή κρέμα για το πόδι της χήνας!
Τέλος, ας αναφέρουμε ότι η βασική λέξη του άρθρου μας, η λέξη πουλί, χρησιμοποιείται ως προσφώνηση, συχνά με συγκεκαλυμμένη δυσφορία σχετικά με την εξέλιξη της συζήτησης: –Βρε πουλάκι μου, άλλο σού λέω εγώ! | (με όχι απολύτως φιλική διάθεση): –Α, πουλάκια μου, εδώ είστε…
Αλλά και για την αντίστροφη φορά της προσφοράς, δηλαδή την προσφορά των γονέων προς τα παιδιά, η παράδοση έχει άλλη μια υπέροχη εικόνα. Τη θυσία του πελεκάνου, που όταν γυρνάει στη φωλιά του και βλέπει τα μικρά του ετοιμοθάνατα από το τσίμπημα κάποιου φιδιού, σκίζει το στήθος του και με το αίμα που βγαίνει τα ποτίζει και έτσι ζωντανεύουν. Αυτή την υπέροχη εικόνα αυτοθυσίας δεν θα μπορούσε να μην αξιοποιήσει η εκκλησιαστική ποίηση, που μεταφέρει την εικόνα αυτή σε ένα από τα εγκώμια του Επιταφίου (β΄ στάση):
«Ὥσπερ πελεκὰν τετρωμένος τὴν πλευράν Σου, Λόγε,
Σοὺς θανόντας παῖδας ἐζώωσας,
ἐπιστάξας ζωτικοὺς αὐτοῖς κρουνούς»
Η ανθρωπιά, και ως έννοια και ως λέξη, είναι γνώρισμα του ανθρώπου. Αλλά μερικές φορές τα ζώα, και εν προκειμένω τα πουλιά, μας τη διδάσκουν πιο εύγλωττα.
*Ο Βασίλης Μαλισιόβας είναι φιλόλογος – επιμελητής εκδόσεων και συγγραφέας.
ΠΗΓΗ:https://cognoscoteam.gr/archives/46039
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Ηλικία / χρόνος
κορακοζώητος: αυτός που ζει πολλά χρόνια. –Ο πεθερός μου πέθανε σχετικά νέος, ενώ η πεθερά μου είναι κορακοζώητη, κοντεύει τα 100!
κύκνειος: αυτός που σχετίζεται με τον κύκνο. Κύκνειο άσμα: το τελευταίο έργο (επειδή λέγεται ότι ο κύκνος κελαηδάει μόνο λίγο πριν τον θάνατό του). Κύκνειο άσμα του διακεκριμένου καθηγητή υπήρξε το βιβλίο του για την «Οδύσσεια» του Ομήρου.
νεοσσός: μικρό παιδί. Συχνά η λέξη χρησιμοποιείται με υποτιμητική διάθεση για νεαρά πρόσωπα: –Διδάσκω τριάντα χρόνια, δεν θα έρθει τώρα ο νεοσσός να μου κάνει υποδείξεις για το μάθημα!
πιτσούνια: (κυριολεκτικά: τα μικρά περιστέρια) οι ερωτευμένοι, ιδίως νεαρής ηλικίας. –Τα πιτσουνάκια θα πάνε ταξίδι στην Πράγα την άλλη βδομάδα.
Διάφορα πουλιά
μπεκάτσα: (φράση) στέλνω για μπεκάτσες: κυριολεκτικά, για κυνηγούς μπεκατσών | μεταφορικά για πολύ άστοχο σουτ στο ποδόσφαιρο που φεύγει μακριά από την εστία και ψηλά: –Ακόμα θυμάμαι εκείνον τον Τάκη, που κάθε φορά που χτυπούσε πέναλτι, την έστελνε για μπεκάτσες τη μπάλα!πελαργός: ο τοκετός, η γέννηση. Ο πελαργός ήρθε για τρίτη φορά στην οικογένεια του γνωστού ηθοποιού.
τρία πουλάκια κάθονταν: σχολιαστική φράση που δηλώνει ασυνεννοησία ή αδιαφορία από αυτούς που κάποιος τούς μιλάει. Προέρχεται από διάφορα δημοτικά τραγούδια που αρχίζουν με αυτό τον στίχο, π.χ. το κλέφτικο τραγούδι του
Χρήστου Μηλιώνη:
Τρία πουλάκια κάθονταν στην ράχην στο λημέρι· / Ένα τηράει τον Αρμυρόν, κι άλλο κατά τον Βάλτον / Το τρίτον, το καλύτερον μοιριολογάει και λέγει.τα πετεινά του ουρανού: γενικά τα πτηνά (προέρχεται από φράση του Ευαγγελίου). –Φοβάμαι ότι θα πεινάσουμε! –Ο καλός Θεός, που φροντίζει τα πετεινά του ουρανού, θα φροντίσει και για μας τους φτωχούς…
Φωλιά
κουρνιάζω: (κυριολεκτικά, για πτηνά: πηγαίνω στο σημείο όπου θα κοιμηθώ) ακουμπάω τρυφερά στην αγκαλιά του αγαπημένου μου προσώπου. –Μ’ έκανε έξω φρενών με την κουβέντα που μου είπε, αλλά σε λίγο ήρθε και κούρνιασε στην αγκαλιά μου, οπότε ξεχάστηκαν όλα…φωλιά: σπίτι. –Όποτε έρθεις στη Θεσσαλονίκη, έλα να σου δείξουμε τη φωλιά μας. | χώρος για παράνομο ζευγἀρι. –Κατάλαβες; Εγώ να καθαρίζω σκάλες όλη μέρα κι ο άντρας μου να πηγαίνει στην ερωτική φωλίτσα του με την κουμπάρα μου! | πυροσβεστική φωλιά (και φωλεά): σημείο όπου υπάρχει εγκατάσταση πυρόσβεσης.
φωλιάζω: εγκαθίσταμαι. –Η Νίκη φώλιασε με τον σύντροφό της σ’ ένα πολύ ωραίο διαμἐρισμα που έχει θέα στη λίμνη της Καστοριάς. | παραμένει (ως συναίσθημα). –Ανταλλάξαμε πολύ βαριές κουβέντες, οπότε η αντιπάθεια φώλιασε στις καρδιές όλων μας στο γραφείο.
Τροφή για πουλιά
κανναβουριά (αργκό): το φυτό από το οποίο προέρχεται το κανναβούρι (ευρύτατα διαδεδομένη πτηνοτροφή για ωδικά πτηνά) «και το πουλί για να τραφεί πρέπει ν’ αλλάζει τη τροφή / κι όχι σκέτο κανναβούρι κανναβούρι» (λαϊκό τραγούδι) | η κάνναβη, γνωστή και ως χασισόδεντρο. «Βάλτε μου δυο κανναβουριές, τον ίσκιο τους να ρίχνουν, όταν φυσάει ο άνεμος, γλυκά να με δροσίζουν» (ρεμπέτικο τραγούδι, στο οποίο ο τραγουδιστής μιλάει για την επιθυμία του όταν πεθάνει).πίτουρο: Η λέξη συναντάται σε διάφορες παροιμίες και παροιμιώδεις φράσεις, π.χ. Όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα θα τον φάν’ οι κότες (όποιος αναμειγνύεται σε ξένες υποθέσεις, θα μπλέξει κι ο ίδιος), Ακριβός στα πίτουρα και φτηνός στ’ αλεύρι (για όποιον τσιγκουνεύεται να ξοδέψει κάποιο μικροποσό, ενώ είναι γαλαντόμος σε ασήμαντες περιπτώσεις), δεν τρώμε πίτουρο (δεν είμαστε αφελείς).
πιτουρόμαγκας: αυτός που παριστάνει τον μάγκα ενώ δεν είναι, ο ψευτόμαγκας, το παλικάρι της φακής. –Τον έκοψα απ’ την πρώτη στιγμή ότι είναι πιτουρόμαγκας!
Πέταγμα
ξεπουπουλιάζω: υποβάλλω σε μεγάλα έξοδα. –Να ’ναι καλά τα παιδιά μου, αλλά με ξεπουπούλιασαν σήμερα με τα ψώνια τους! (και επί απάτης)πετάω: ταξιδεύω αεροπορικώς. –Αύριο πρωί πετάω για Ουζμπεκιστάν. | πετάγομαι: πηγαίνω σε κοντινό μέρος. –Θα πεταχτώ να πάρω δυο καφεδάκια κι έρχομαι να τα πούμε με την ησυχία μας. | είμαι απολύτως υγιής και χαρούμενος, νιώθω ευεξία. –Τι έγινε με τις πέτρες στο νεφρό σου; –Πετάω τώρα που έκανα τη λιθοτριψία! | έχω πάρα πολλές δουλειές. –Να σε απασχολήσω μισό λεπτό; –Νίκο, απ’ το πρωί πετάω! Αν θες, τα λέμε μετά το μεσημέρι.
πούπουλο: το φτερό πτηνού. Στα πούπουλα: με κάθε περιποίηση. –Κατάλαβες, κυρία Σπυριδούλα μου; Τα παιδιά μου μια ζωή τα είχα στα πούπουλα και τώρα θέλουν να με βάλουν στο γηροκομείο! (πίσσα και πούπουλα, επί τιμωρίας παρανόμων στο Φαρ Ουέστ)
φτερά: προσωπικές δυνάμεις, αξιοσύνη. –Κοντεύει τριάντα χρονών ο γιος τους και δεν έχει ανοίξει ακόμη τα φτερά του (δεν έχει αυτονομηθεί). | Η μητέρα μου ήθελε να μάθει γράμματα, όμως ο παππούς μου της έκοψε τα φτερά (ήταν κάθετα αντίθετος) | πτερύγιο αεροσκάφους. –Εμένα μου αρέσει να κάθομαι πάντα σε θέση δίπλα στο φτερό. | φύλλο και φτερό: εξονυχιστικός έλεγχος..
φτερουγίζει: ταξιδεύει, μεταφέρεται νοερά. –Κάθε φορά που βλέπω αυτή τη φωτογραφία, το μυαλό μου φτερουγίζει στο χωριό μου.
Συμπεριφορά
στρουθοκαμηλίζω: αρνούμαι να δω την πραγματικότητα. «Δυστυχώς παραμένετε αμετανόητος και εξακολουθείτε να στρουθοκαμηλίζετε στο θέμα της εγκληματικότητας», τόνισε από το βήμα της Βουλής ο πρόεδρος του κόμματος απευθυνόμενος στον πρωθυπουργό.κούκος: ο μοναχικός άνθρωπος. –Δύσκολη υπόθεση η οικογένεια, γι’ αυτό βλέπεις πολλοί ζουν μόνοι τους, σαν τον κούκο. Φράσεις: Ένας κούκος δεν φέρνει την άνοιξη (απαιτείται συντονισμένη και μαζική προσπάθεια για ένα αξιοπρεπές αποτέλεσμα), Τρεις κι ο κούκος (ελάχιστοι άνθρωποι). | μάλλινος σκοὐφος (παλαιότερα): Αγόρασα κι ἐναν κούκο σήμερα, γιατἰ μπήκε για τα καλά ο χειμώνας.
κότα: δειλός άνθρωπος. –Αυτός είναι κότα! Δυο μέτρα άντρας και φοβάται τη γυναίκα του! Συχνά με επίθετο για επίταση εννοίας: κότα λειράτη. | μωροφιλόδοξη και ελαφρόμυαλη γυναίκα. –Άντε, μωρή κότα, που θες να βγάλεις και περιοδικό! Πάμπολλες οι παροιμίες και παροιμιώδεις φράσεις: –Μήπως έχετε κάνα κουλουράκι; –Έχουμε να φάν’ κι οι κότες! (πάρα πολλά). | Αυτός κοιμάται με τις κότες (πάρα πολύ νωρίς) | Βρήκα την κότα με τα χρυσά αυγά (ο γνωστός μύθος με τη χρυσοτόκο όρνιθα) | – Εδώ κι ένα μήνα έχω μετακομίσει στο νησί! Περνάω ζωή και κότα! (υπέροχα)
Αντικείμενα
παπάκι: η μοτοσικλέτα μικρού κυβισμού. –Το μόνο περιουσιακό στοιχείο μου είναι ένα παπάκι.
πάπια: η σκωραμίδα, πλαστικό δοχείο για σωματικές απεκκρίσεις ανθρώπων με κινητικά προβλήματα. –Η πεθερά μου πλέον δεν σηκώνεται, της φέρνουμε πάπια. | αμίλητος. –Τον ρώτησα πότε θα μου επιστρέψει τα δανεικά κι αυτός έκανε την πάπια. | με ασταθές βάδισμα, με το βάρος του σώματος πότε προς τη δεξιά και πότε προς την αριστερή πλευρά. –Κυρία Νίκη, πώς είστε; –Δε με βλέπεις, παιδί μου; Σαν την πάπια πάω…
πουλάδα: (κυριολεκτικά) νεαρή κότα | (μεταφορικά – στρατιωτική αργκό) το διακριτικό σήμα που έχουν στη στολή τους οι αλεξιπτωτιστές. –Τι είναι η ζωή… Αυτός εκεί που είναι καθηλωμένος στο αναπηρικό καροτσάκι φορούσε πουλάδα πριν από μερικά χρόνια!
χήνα (παλαιότερα): χαρτονόμισμα 1.000 δραχμών (περίπου 3 ευρώ). –Θυμάμαι είχα σκάσει 50 χήνες εκείνη την εποχή για ν’ αγοράσω αυτό το ποδήλατο. | βάδισμα της χήνας: τρόπος βαδίσματος στρατιωτών που παρελαύνουν έχοντας εντελώς αλύγιστα τα πόδια ὀταν τα σηκώνουν από το έδαφος | πόδι χήνας: λεπτές ρυτίδες που εμφανίζονται ακτινωτά στα μάτια, περίπου στην τἐταρτη δεκαετία της ζωής. –Ξένια μου, αγὀρασα μια φοβερή κρέμα για το πόδι της χήνας!
Τέλος, ας αναφέρουμε ότι η βασική λέξη του άρθρου μας, η λέξη πουλί, χρησιμοποιείται ως προσφώνηση, συχνά με συγκεκαλυμμένη δυσφορία σχετικά με την εξέλιξη της συζήτησης: –Βρε πουλάκι μου, άλλο σού λέω εγώ! | (με όχι απολύτως φιλική διάθεση): –Α, πουλάκια μου, εδώ είστε…
παπαγαλάκι: αυτός που διαδίδει ανυπόστατες φήμες προς ίδιον όφελος. –Εγώ απ’ τα παπαγαλάκια του Χρηματιστηρίου έχασα όλη μου την περιουσία! | –Τα παπαγαλάκια της δημοσιογραφίας προσπαθούν να μας πείσουν ότι έχουμε τις καλύτερες τιμές σούπερ μάρκετ πανευρωπαϊκά!
Ονόματα σχετικά με πουλιά
Σχετικά με το εξεταζόμενο θέμα, υπάρχουν λίγα ονόματα (διαλεκτικά, γυναικεία και σπανίως απαντώμενα: Γερακίνα, Παγώνα, Περιστέρα – επίσης υπάρχει το σπανιότατο ανδρικό όνομα άγαμων κληρικών Αέτιος), αλλά πάρα πολλά επώνυμα [Αηδονίδης, Γερακάρης (εκπαιδευτής γερακιών), Γκιωνάκης, Κηλαηδόνης, Κίσσας, Κοκορίκος, Κόκοτας, Κορακάκης, Κοτοπούλης, Λελέκης (πελαργός), Μάινας, Μπουφίδης, Περδίκης, Πετεινάρης, Πουλάδας, Ράμφος, Σπίνος, Φασιανός κ.ά.], όπως επίσης και τοπωνύμια (Αετός Αιτωλοακαρνανίας / Τρικάλων / Μεσσηνίας, Αργυροπούλι Λάρισας, Άνω και Κάτω Κορακιάνα Κέρκυρας, Γεράκι Λακωνίας, Κορακοχώρι Ηλείας, Πέρδικα Θεσπρωτίας, Περιστέρι Αττικής κ.ά.).Η «αντιπελάργηση»
Και κλείνουμε το άρθρο με μια λέξη γεμάτη ευαισθησία. Την αντιπελάργηση, δηλαδή την ανταπόδοση προς τον γηραιό γονιό της ευεργεσίας που δέχθηκε ο άνθρωπος όταν ήταν παιδί. Η λέξη προέρχεται από την παλιά παράδοση ότι, όταν οι πελαργοί γονείς γεράσουν και είναι πλέον ανήμποροι να βρουν τροφή, να ζεσταθούν και να πετάξουν, τότε τα παιδιά τους αναλαμβάνουν να τα κάνουν όλα αυτά – ακόμα και να τους βοηθούν να μετακινηθούν, εκπληρώνοντας έτσι το χρέος τους για όσα τους πρόσφεραν εκείνοι μέχρι να μεγαλώσουν.Αλλά και για την αντίστροφη φορά της προσφοράς, δηλαδή την προσφορά των γονέων προς τα παιδιά, η παράδοση έχει άλλη μια υπέροχη εικόνα. Τη θυσία του πελεκάνου, που όταν γυρνάει στη φωλιά του και βλέπει τα μικρά του ετοιμοθάνατα από το τσίμπημα κάποιου φιδιού, σκίζει το στήθος του και με το αίμα που βγαίνει τα ποτίζει και έτσι ζωντανεύουν. Αυτή την υπέροχη εικόνα αυτοθυσίας δεν θα μπορούσε να μην αξιοποιήσει η εκκλησιαστική ποίηση, που μεταφέρει την εικόνα αυτή σε ένα από τα εγκώμια του Επιταφίου (β΄ στάση):
«Ὥσπερ πελεκὰν τετρωμένος τὴν πλευράν Σου, Λόγε,
Σοὺς θανόντας παῖδας ἐζώωσας,
ἐπιστάξας ζωτικοὺς αὐτοῖς κρουνούς»
Η ανθρωπιά, και ως έννοια και ως λέξη, είναι γνώρισμα του ανθρώπου. Αλλά μερικές φορές τα ζώα, και εν προκειμένω τα πουλιά, μας τη διδάσκουν πιο εύγλωττα.
*Ο Βασίλης Μαλισιόβας είναι φιλόλογος – επιμελητής εκδόσεων και συγγραφέας.
ΠΗΓΗ:https://cognoscoteam.gr/archives/46039
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.