Από Κωνσταντίνο Κωνσταντόπουλο
Σαν σήμερα, σαν τώρα στις 2.00 π.μ., ξημερώνοντας η 3η Ιανουαρίου, κοιμήθηκε ο ταπεινός και αξεπέραστος Άγιος των Νεοελλενικών Γραμμάτων, το "Έαρ και το Πάσχα της Ελληνικής Λογοτεχνίας"...
"Μάνα μου, εγώ ’μαι τ’ άμοιρο, το σκοτεινό τρυγόνι"
(ένα νεανικό ποίημά του προς την μητέρα του)
Μάνα μου, εγώ ’μαι τ’ άμοιρο, το σκοτεινό τρυγόνι,
όπου το δέρνει ο άνεμος, βροχή που το πληγώνει.
Το δόλιο! όπου κι αν στραφή κι απ’ όπου κι αν περάση,
δε βρίσκει πέτρα να σταθή, κλωνάρια να πλαγιάση.
Εγώ βαρκούλα μοναχή, βαρκούλ’ αποδαρμένη,
μέσα σε πέλαγο ανοιχτό, σε θάλασσ’ αφρισμένη,
παλαίβω με τα κύματα χωρίς πανί, τιμόνι,
κι άλλη δεν έχω άγκουρα πλην την ευχή σου μόνη.
Στην αγκαλιά σου τη γλυκειά, μανούλα μου, ν’ αράξω,
μεσ’ στο βαθύ το πέλαγο αυτό πριχού βουλιάξω.
Μανούλα μου, ήθελα να πάω, να φύγω, να μισέψω,
του ριζικού μου από μακρυά τη θύρα ν’ αγναντέψω.
Στο θλιβερό βασίλειο της Μοίρας να πατήσω,
κι εκεί να βρω τη μοίρα μου και να την ερωτήσω.
Να της ειπώ: είναι πολλά, σκληρά τα βάσανά μου,
ωσάν το δίχτυ που σφαλνά θάλασσα, φύκια κι άμμο.
Είναι κι η τύχη μου σκληρή, σαν την ψυχή τη μαύρη,
π’ αρνήθηκε την Παναγιά κι οπόλεος δεν θαύρη.
Κι εκείνη μ’ αποκρίθηκε κι εκείνη απελογήθη:
«Ήτον ανήλιαστη, άτυχε, η μέρα που ’γεννήθης΄
άλλοι επήραν τον ανθό και συ τη ρίζα πήρες΄
όντας σε έπλασ’ ο Θεός δεν είχε άλλες μοίρες».
ΠΗΓΗ:Κωνσταντίνος Κωνσταντόπουλος
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.