Δευτέρα 7 Αυγούστου 2017

Το… ελληνικό λόμπι στην τουρκική κυβέρνηση και τα Βαλκάνια της καρδιάς μας

Παντελής Σαββίδης

Όσο και αν φαίνεται παράξενο, στην τουρκική κυβέρνηση, επί Ερντογάν, υπάρχει ένα «ελληνικό λόμπι» το οποίο, βεβαίως, μόνο για τα συμφέροντα της Ελλάδας δεν ενδιαφέρεται.
Αντιθέτως, υπάρχει και εξυπηρετεί τη βαλκανική και μειονοτική πολιτική του Τούρκου προέδρου.
Αρχής γενομένης από τον Μεχμέτ Μουζίνογλου που γεννήθηκε στο χωριό Αρριανά της Ροδόπης και διατέλεσε υπουργός Υγείας σε κυβερνήσεις του Ερντογάν και καταλήγοντας στον Χασάν Τσαβούσογλου, σημερινό αντιπρόεδρο της τουρκικής κυβέρνησης, γεννημένο στα Δειλινά, χωριό επίσης κοντά στην Κομοτηνή, και επιφορτισμένο με την προώθηση των τουρκικών συμφερόντων στα Βαλκάνια, υπάρχουν αρκετοί δυτικοθρακιώτες Έλληνες τουρκικής καταγωγής 
που υπηρετούν σε τουρκικές κυβερνήσεις.
Ο Χαλίτ Ερέν, ο επικεφαλής του «Κέντρου ερευνών ισλαμικής ιστορίας, τέχνης και πολιτισμού» (IRCICA), ενός «Πνευματικού» Κέντρου το οποίο επιχειρεί εδώ και χρόνια με έδρα την Κωνσταντινούπολη να αναδείξει την «οθωμανική παράδοση» των Βαλκανίων (διοργανώνοντας μεταξύ άλλων διασκέψεις στα κατεχόμενα της Κύπρου, στα Σκόπια κ.α.), είναι ένας από αυτούς. Και ο γιος του Ιμπραχίμ Ερέν, νέος γενικός διευθυντής του κρατικού ραδιοτηλεοπτικού δικτύου της Τουρκίας TRT, ένας άλλος.
Ένα ενδιαφέρον σχετικό κείμενο εμφανίστηκε τις τελευταίες ημέρες στην ιστοσελίδα του Μιχάλη Ιγνατίου και δείχνει τον μεθοδικό τρόπο, συνοδευόμενο και από το απαραίτητο οικονομικό δέλεαρ, με το οποίο η Τουρκία ασκεί τη βαλκανική της πολιτική.
Η Τουρκία είναι παρούσα στα Βαλκάνια αλλά οι Βαλκάνιοι την βλέπουν κυρίως ως οικονομική παρουσία.
Ακόμη και στο Σεράγεβο, που βρεθήκαμε πριν μερικά χρόνια για τις ανάγκες της εκπομπής της ΕΡΤ3 «Ανιχνεύσεις», όταν ρωτήσαμε αν και πόσο είναι επιθυμητή η τουρκική παρουσία, θεωρούσαν φυσιολογικό το τουρκικό ενδιαφέρον για οικονομικές επενδύσεις. Από τη συζήτηση προέκυψε πως θεωρούν, επίσης, αδιανόητη την στρατιωτική ή πολιτική επιβολή της.
Σε αντίθεση με την Ελλάδα, που εγκατέλειψε τα πάντα σε ό,τι αφορά τα Βαλκάνια αφού την Αθήνα δεν την ενδιέφερε το «βαλκανικό παιχνίδι», άρα δεν είχε κανέναν λόγο να υποστηρίξει έναν ρόλο της Θεσσαλονίκης, η Τουρκία προσπαθεί να είναι παρούσα, κυρίως οικονομικά. Και η οικονομική της παρουσία, η οποία εντέχνως προβάλλεται και για την πολιτική της επιρροή, και αξιοσημείωτη είναι και αποδεκτή.
Η Ελλάδα είχε κάθε λόγο και κάθε δυνατότητα, μετά τη Σύνοδο Κορυφής της Θεσσαλονίκης, και την απόφαση για τα δυτικά Βαλκάνια, να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην περιοχή. Η προσπάθεια όμως εγκαταλείφθηκε διότι το κυρίαρχο δόγμα άσκησης κάθε είδους ελληνικής πολιτικής είναι τα πάντα να ελέγχονται από την Αθήνα. Όταν για κάτι η Αθήνα δεν ενδιαφέρεται ή διαπιστώνει πως μπορεί να αναλάβει κάποιο ρόλο μια άλλη ελληνική πόλη η περιοχή, η προσπάθεια εγκαταλείπεται.
Ακόμη και στην ευαίσθητη περιοχή της Θράκης, το ενδιαφέρον του κέντρου εξαντλείτο στην εξυπηρέτηση οικονομικών παραγόντων της ελληνικής πρωτεύουσας που βρίσκονταν κοντά στις εκάστοτε κυβερνήσεις, έστω και αν αυτοί παραβίαζαν κάθε πρόβλεψη του νόμου.
«Ή εμείς ή τίποτε» είναι το αθηναϊκό δόγμα.
Φθάσαμε έτσι, σήμερα, καμιά από τις διασκέψεις που γίνονται για τα Βαλκάνια να μην περιλαμβάνει την Ελλάδα. Ούτε στην πρωτοβουλία που έχει αναλάβει η Αυστρία και η Γερμανία, ούτε στη «Χάρτα της Αδριατικής», που συνήλθε τις τελευταίες ημέρες παρουσία του αντιπροέδρου των ΗΠΑ, είναι παρούσα η Ελλάδα. Απλώς, δεν καλείται.
Και όμως, τα Βαλκάνια είναι μια περιοχή όπου τα κάθε είδους ελληνικά συμφέροντα, από γεωπολιτικά, πολιτικά, οικονομικά, ασφαλείας κτλ., είναι μείζονα.
Η Ελλάδα, μάλιστα, τη δεκαετία του 1990, με επίκεντρο τη Θεσσαλονίκη, είχε αναλάβει σημαντικές πρωτοβουλίες, με τη βοήθεια και των ΗΠΑ και της ΕΕ για την ομαλή μετάβαση των Βαλκανίων από τη σοβιετική επιρροή στις οικονομίες της αγοράς και τα φιλελεύθερα πολιτικά συστήματα. Μια προσπάθεια που αν συνεχιζόταν με μεθοδικότητα και χωρίς την ολοκληρωτική λογική «όλα στο κέντρο και από το κέντρο», θα είχε δώσει άλλη βαρύτητα στη χώρα.
Η ανάληψη πρωτοβουλιών, τοπικών οικονομικών, κυρίως, παραγόντων της Θεσσαλονίκης, είχε οδηγήσει στην καθιέρωση ενός ετήσιου οικονομικού φόρουμ το οποίο οι αθηναϊκές κυβερνήσεις φρόντισαν να αποδυναμώσουν και να ακυρώσουν. Αν δεν κάνω λάθος, μετέφεραν ή δημιούργησαν κάτι ανάλογο στους Δελφούς.
Αντιθέτως η Τουρκία, στην οποία τόσο απαξιωτικά αναφέρονται οι Έλληνες αρχοντοχωριάτες, έχει δύο τουλάχιστον στοιχεία στη λειτουργία του πολιτικού και αναπτυξιακού της συστήματος στα οποία υπερέχει κατά κράτος της Ελλάδας.
Το ένα είναι η ψήφος των απανταχού Τούρκων. Σε αντίθεση με τους Έλληνες του εξωτερικού, οι απανταχού Τούρκοι ψηφίζουν στις εκλογές.
Το άλλο είναι η βασισμένη στην αποκέντρωση ανάπτυξή της. Η Άγκυρα είναι η πρωτεύουσα αλλά η οικονομική πρωτεύουσα της χώρας είναι η Κωνσταντινούπολη. Για τις τουρκικές κυβερνήσεις είναι αδιανόητο να μη βασιστούν, επίσης, στη Σμύρνη, την Αττάλεια (η τουρκική Σίλικον Βάλεϊ), το Ικόνιο, την Αδριανούπολη και άλλες σημαντικές πόλεις. Μάλιστα, σε επίσκεψή μας, πριν μερικά χρόνια, σε διάφορες περιοχές της Τουρκίας, διαπιστώσαμε πόσο ισχυρές είναι οι τοπικές πολιτικές και οικονομικές δυνάμεις και πόσο πολύ ενδιαφέρονται οι Τούρκοι πολίτες για τη βιωσιμότητα των τοπικών αναπτυξιακών θεσμών. Κάτι αδιανόητο για την Ελλάδα.
Όπως επισημάναμε και άλλη φορά από τις στήλες αυτές, η Τουρκία κατόρθωσε να διαμορφώσει και να αναδείξει μια πολιτική, οικονομική και πνευματική ελίτ που της έδωσε τη δυνατότητα να «ανοίξει» όλα τα μέτωπα στην προσπάθεια εκσυγχρονισμού της. Και να τα διαχειριστεί. Αντιθέτως, στην Ελλάδα, παρακολουθούμε με αγωνία μια υποβαθμισμένη ποιοτικά και μορφωτικά πολιτική τάξη να συνωστίζεται να υλοποιήσει τις επιταγές των δανειστών της χωρίς να μπορεί να διαμορφώσει πολιτική εξόδου από την κρίση. Όσο για την αστική ή πνευματική τάξη, απλώς, δεν υπάρχουν.
Η Τουρκία δεν αφήνει τίποτε να πέσει κάτω. Όπου βρίσκει ευκαιρία, την εκμεταλλεύεται και προσπαθεί να την οικειοποιηθεί.
Ένα παράδειγμα: τα τελευταία χρόνια είχε αναπτυχθεί μια Ένωση Βαλκανικών Πανεπιστημίων. Ατόνησε. Πήρε την πρωτοβουλία η Τουρκία, εξασφάλισε για τον εαυτό της μόνιμη έδρα της Γραμματείας στην Αδριανούπολη και την ενεργοποίησε. Το Πανεπιστήμιο Αθηνών δεν έδειξε ενδιαφέρον. Ο κλήρος της συμμετοχής έπεσε στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Τον επόμενο χρόνο, το 2018, ο πρύτανης του πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Περικλής Μήτκας θα είναι πρόεδρος αυτής της Ένωσης Βαλκανικών Πανεπιστημίων.
Μήπως το γεγονός αυτό είναι ευκαιρία για την αναβίωση, κάθε χρόνο, στη Θεσσαλονίκη ενός φόρουμ είτε πνευματικού είτε ερευνητικού, ή ακόμη και οικονομικού;
Είναι ευκαιρία. Αν τα διεθνή ισχυρά κέντρα δεν επιδίωκαν τον περιορισμό των τουρκικών φιλοδοξιών, όπως διατυπώθηκαν από τον Αχμέτ Νταβούτογλου σε συνεργασία με τον Ερντογάν, η δυναμική της Τουρκίας στα Βαλκάνια θα ήταν καταλυτική.
Σήμερα τα Βαλκάνια, όπως έδειξε και η συνάντηση της «Χάρτας της Αδριατικής» στο Μαυροβούνιο πριν από μερικές ημέρες, έχουν περάσει κυρίως υπό αμερικανική επιρροή. Οπότε, τα σύνορα της τουρκικής καρδιάς περιορίζονται. Από την ομιλία του Αμερικανού αντιπροέδρου, που παρέστη στις συνεδριάσεις της Χάρτας, προκύπτει πως βούληση της Ουάσινγκτον είναι η ένταξη των χωρών των δυτικών Βαλκανίων στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ. Οπότε, ας έχει στραμμένη την προσοχή της η Αθήνα στις εξελίξεις προς αυτήν την κατεύθυνση. Και κυρίως, ας αναπτύξει μια βαλκανική πολιτική με επίκεντρο τη Θεσσαλονίκη. Οι επιδείξεις των πρωθυπουργικών διασκέψεων στην πόλη δεν επαρκούν.


 Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.