του Σπύρου Κουτρούλη
Από την εποχή του Πελοποννησιακού πολέμου, των εμφυλίων της Επανάστασης του 1821 και τον τελευταίο εμφύλιο 1946-1949 δεν υπήρξε ωμότητα που να μην είχε διαπράξει η μια πλευρά εναντίον της άλλης. Οι εμφύλιοι της αρχαίας Ελλάδας κατέλυσαν πολιτικά και ηθικά το πρώτο πείραμα, ιστορικά, Δημοκρατίας και έστειλε πολλούς χαρισματικούς Έλληνες στην αγκαλιά των Περσών. Οι εμφύλιοι της Επανάστασης του 1821 παραλίγο να οδηγήσουν στην ήττα της αν δεν είχε μεσολαβήσει το Ναυαρίνο.
Ο τελευταίος εμφύλιος άφησε πίσω του ερείπια, αποδυνάμωσε την θέση της Ελλάδας, μας άφησε ως κληρονομιά ένα καθεστώς έκτακτης ανάγκης, που θα τερματιστεί μόνο το 1974 με την εθνική τραγωδία της Κύπρου, χιλιάδες Έλληνες μετανάστευσαν σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης ως πολιτικοί ή οικονομικοί μετανάστες. Δίπλα από κάθε νεκρό αντάρτη, υπήρχε ένας νεκρός φαντάρος ή χωροφύλακας που μπορεί όλοι να κατάγονταν από το ίδιο χωριό και να ήταν παιδιά που μοιράζονταν τις ίδιες εμπειρίες. Κάτω από τα ηρωικά εμβατήρια ή αντάρτικα υπήρχε η μιζέρια και η χαμένη ζωή τουλάχιστον δυο γενεών.
Εκτός από την Μακρόνησο, όποιος διαβάσει τα απομνημονεύματα του καπετάνιου του ΕΛΑΣ Περικλή θα διαπιστώσει ότι υπήρχε το στρατόπεδο Μπούλκες όπου ο ίδιος ο κομματικός μηχανισμός βασάνιζε τους παλαιούς αντάρτες και καπετάνιους του ΕΛΑΣ με τέτοια σκληρότητα που στο τέλος το ίδιο αναγκάστηκε να ξεφορτωθεί τον επικεφαλής, πνίγοντας τον στον Δούναβη.
Κάθε παράταξη είχε τους μάρτυρες της, τους ήρωες της , καθεμιά προσπαθεί να εξιδανικεύσει τον ρόλο της, αλλά η αλήθεια είναι ότι ο πόνος που σκόρπισαν είναι ανείπωτος. Όποιος ήταν νικητής φρόντιζε να ταπεινώσει και να εξευτελίσει τον αντίπαλο όχι απλώς να τον σκοτώσει. Να κόψει κεφάλια, να τα περιφέρει από χωριό σε χωριό ή να συλλαμβάνει όμηρους και να τους βασανίζει με ειδεχθή τρόπο. Οι νικητές γύρισαν στα κατεστραμμένα χωριά τους και προσπαθούσαν να μαζεύσουν την ριμαγμένη τους ζωή. Και όμως αντί να πενθούμε ως κοινωνία πολλοί ακόμα σηκώνουν υπερήφανα κηρύγματα εμφύλιου μίσους.
Από τα έργα που γράφτηκαν μετά τον εμφύλιο ξεχωρίζω το «Κιβώτιο» του Άρη Αλεξάνδρου και την «Πυραμίδα 67» του Ρένου Αποστολίδη, από την οποία παραθέτω ένα κομμάτι:
«Στους νυχτερινούς δρόμους των πόλεων, μεθυσμένοι στις ταβέρνες και στα καφενεία, στις παράγκες και στα βουνά, στ’ αμπριά των υψωμάτων και στα φυλάκια των γεφυρών, μια τριετία ολάκερη τούτη η σπαραγμένη χώρα, η ματωμένη, σε φριχτό βυθό πεσμένη, στην απόγνωση φτασμένη, δίχως ένα φέγγος από πουθενά, μητ’ ελπίδα –παντού όπου υπήρχε στρατός, παντού όπου υπήρχε αντάρτικο, παντού όπου καπνός, χαλασμός κ’ ερείπια!– η χώρα τούτη ολάκερη, μια ολάκερη τριετία, τραγούδησε ένα τραγούδι, το ίδιο και πάλι το ίδιο, μ’ επιμονή, με άφατο πόνο, με σπαραγμό και δάκρυα σ’ όλα τα μάτια: Κάποιο απλό, λαικό, σερέτικο… Στρατιώτες κλαίγαν, κλαίγαν αντάρτες, εξόριστοι, άμαχοι, άνθρωποι των πόλεων! Κλαίγαν χωριάτες , κλαίγαν γυναίκες, κλαίγαν παιδιά –όλοι έκλαιγαν!.. Κι όταν στις ταβέρνες σηκωνόταν άξαφνα κάποιος να το χορέψη, δέος τους κάτεχε όλους – εξομολόγηση ομαδική !.. Το απαγόρεψαν, το κυνήγησαν – διατάξαν πια να μην πάιζεται, να μην ακούεται πια, στόμα που φοράει χακί να μην το τραγουδήση, στόμα κανένα να μην το ξαναπή!.. Μα εκείνο ανίκητο! Σ’ όλα τα στόματα είχε κολλήσει, σ΄ όλα τ’ αφτιά είχε βιδωθή, μ’ όλους τους ήχους είχε δεθή – μ’ όλους τους χτύπους, μ ‘όλες τις καρδιές! Το κλάμα του είχε ριζώσει – σαν κισσός είχε απλώσει κ’ είχε όλους τους πόνους σφιχταγκαλιάσει! Μια ολάκερη χώρα, με δαύτο τάλεγε όλα: την κούρασή της, την οδύνη, την απόγνωσή της!… Πάνω στα υψώματα, απ’ τα μεγάφωνα των Μονάδων, που ήταν στημένα για την προπαγάνδα, κι απ΄τα χωνιά τ’ αντάρτικα, που ήταν για τη «διαφώτιση», τρία ολάκερα χρόνια, σαν τελειώναν τα διαταγμένα λόγια τους, οι ‘επίτροποι’ και οι ‘Α2’ τραγουδούσαν οι άλλοι το ίδιο τραγούδι: ‘Κάποια μάνα αναστενάζει, μέρα νύχτα ανησυχεί’»
ΠΗΓΗ: http://ardin-rixi.gr
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.