Σάββατο 11 Φεβρουαρίου 2017

Θησαυρός σε οστράκινα σκεύη

π. Stephen Muse

«Εισπνέουμε Θεό, εκπνέουμε Αγάπη»
«Πρέπει ο Χριστιανός, ακόμη και όταν έχει κάνει πάντα τα διατεταγμένα, πάσαν δικαιοσύνην, να θεωρεί ότι δεν έχει κάνει τίποτε. Ο άνθρωπος που συνέλαβε αυτή την αλήθεια είναι ο όντως ταπεινός. Δεν κρίνει τους άλλους».
(άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος)

 Όταν πρόκειται για την προσευχή, η ταπείνωση είναι η μόνη σίγουρη αφετηρία, και η αγάπη το μόνο σημείο του ώριμου καρπού της. Η προσευχή είναι ουσιαστική για τη ζωή, σχεδόν αναγκαιότητα. Ωστόσο χάνεται εύκολα στην προσπάθειά μας να ανακαλύψουμε κάτι θεαματικό. Ευτυχώς εγείρονται δυσκολίες για να μας ξυπνούν απ’ τις ονειροπολήσεις μας και να μας προσγειώνουν εκεί απ’ όπου ο δρόμος αρχίζει. Στην καρδιά μας μέσα είναι που πρέπει να αντιμετωπίσουμε την τακτοποιημένη ζωή μας και να «ανάψουμε το πυρ μέσα μας με δάκρυα και αγώνα»[1]. Τον αγώνα να παραμένουμε παρόντες ταυτόχρονα στη ζωή μας και ενώπιον του Χριστού, να δεχόμαστε όλους και το κάθε τι σ’ αυτήν, ως μαρτυρία της αόρατης παρουσίας του Θεού, να ποια είναι η παράδοξη ουσία της προσευχής. Θεολόγος είναι αυτός που προσεύχεται και προσεύχεται αληθώς μόνον αν η προσευχή σαρκώνεται σε αγάπη που φανερώνεται στην καθημερινή ζωή.

Κάποτε μια νηπιαγωγός μιλώντας μπροστά σε ένα πλήθος ποιμαντικών συμβούλων είπε: «Εισπνέουμε Θεό και εκπνέουμε αγάπη. Τόσο απλά». Η προσευχή είναι αναπνοή, αλλά δεν το συνειδητοποιούμε. Βαθειά, μέχρι τα κυτταρικά μιτοχόνδρια και τη ζωτική ενέργεια κάθε ζωντανού όντος, είμαστε προσευχή. Είμαστε ζωή που πάλλει από ενέργεια και κίνηση, που αποκτά αυτεπίγνωση. Είμαστε πλάσματα καμωμένα κατ’ εικόνα Θεού, βασίλειον ιεράτευμα, προσκεκλημένοι σε μια αιώνια αναφορά[2] στον βωμό της καρδιάς, ενδεδυμένοι με τη δυνατότητα να αναδεχόμαστε όλη τη δημιουργία στις καρδιές μας, με ευγνωμοσύνη να αντιπροσφέρουμε στον Θεό ό,τι μας έχει δοθεί, πριν το δεχθούμε πίσω πλουτισμένο με το μόνο ουσιαστικό συστατικό που αποδεικνύεται παράγων μεταμόρφωσης∙ με το πιο ανθρώπινο ίσως στοιχείο απ’ όλα, τον άρτο της ύπαρξής μας –την προσωπική μας ευγνωμοσύνη – την Ευχαριστία μας. Γράφει ο Γέρων Αιμιλιανός,


Εντεύθεν η ζωή μας μετετέθη ήδη στον ουρανό και γίναμε ναός εκεί επάνω […]. Από μέσα μας βγαίνει ο Θεός, η ενδοτάτη αυτή ψυχή, ένδον του σώματός μας. Ο Υιός μετά την σάρκωσή του, σύγκειται εν ημίν, είναι μέσα μας – διότι εμείς είμαστε ναός του, εμείς είμαστε το σώμα του – ο δε Πατήρ συμπεριπατεί μετά του Υιού και μεθ’ ημών. […] Γιατί λοιπόν αναρωτιόμαστε εάν βρήκαμε τον Παράδεισο; Εμείς είμαστε ο Παράδεισος! Δεν μας έδωσε κάποιον παράδεισο ο Θεός, ώστε να χρειάζεται να τον βρούμε. Έκανε εμάς παράδεισο![3]

Το κοινωνείν «αξίως»[4] περιλαμβάνει πολύ περισσότερα από απλή κατάποση άρτου και οίνου. Η ωρίμανση του ανθρώπου, μακράν του να είναι απλώς βιολογική εκδίπλωση και ψυχολογική διαδικασία κοινωνικοποίησης, ικανοποίησης των ορέξεων, ψυχαγωγίας και ανακάλυψης, έχει να κάνει με την επίγνωση του Δημιουργού και Ποιητού της ζωής - όχι μόνο διανοητικά, αλλά οντολογικά μέσα στην καρδιά «άνωθεν» - και με την υπαρξιακή βίωση του κόσμου. Καταμεσής στην πάλη ανάμεσα στον κτιστό αυτό κόσμο και στις νύξεις του ακτίστου, κάνουμε τις επιλογές μας. «Τήν ζωήν καί τόν θάνατον δέδωκα πρό προσώπου ἡμῶν, τήν εὐλογίαν καί τήν κατάραν∙ ἔκλεξαι τήν ζωήν σύ, ἵνα ζήσης σύ καί τό σπέρμα σου»[5]. Μπορεί να επιζητούμε το «γεννηθήτω τό θέλημά σου» μπορεί και όχι. Όπως και να ‘χει, αληθεύει ότι Εγώ είμαι επειδή Συ είσαι. Αλίμονο στον άνδρα ή στη γυναίκα που δεν το συνειδητοποιεί. Ο Πειραστής αρνείται στους ανθρώπους τη δυνατότητα να ζουν συνειδητά ανάμεσα στους δύο κόσμους και να είναι κληρονόμοι της αιώνιας βασιλείας. Αντιθέτως προτείνει, όπως έκανε και με τον Αδάμ και την Εύα στον Κήπο, να βρίσκουν οι άνθρωποι το πλήρωμα και τον θείον προορισμό τους να γίνουν «ὠσεί θεοί», δια του ιδίου θελήματος.  Αυτό οδηγεί στην τυφλότητα του να θεωρούμε ότι αυτό που μας καθορίζει πλήρως είναι απλώς οι ορέξεις, η βιολογική πείνα και ο λόγος –«άνθρωποι χωρίς στήθη», όπως τόσο περιγραφικά απέδωσε ο C.S. Lewisτην χωρίς καρδιά, πεσμένη συνθήκη μας. OΙησούς ανταποκρίθηκε στην προτροπή αυτή με τον λόγο, «Οὐκ ἐπ’ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται άνθρωπος»[6] αλλά μόνον από τη ζωή που πηγάζει δια της Κοινωνίας με τον Άγιο Άλλον.

Η ανταπόκριση που ο Θεός ζητά από την ανθρωπότητα δεν είναι απλώς μια απάντηση προκαθορισμένη από το γεγονός ότι έχουμε δημιουργηθεί, αλλά όπως ο π. Νικόλαος Λουδοβίκος εξηγεί, σχολιάζοντας τη θεολογία του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, ο Θεός ζητά «έναν αποκριτικό διά-λογο, που από την πλευρά του κτίσματος εκφράζεται ως φυσικό θέλημα, το οποίο δεν είναι τίποτε άλλο παρά η απάντηση του κτίσματος στην προσκαλούσα έλξη που ο Θεός ασκεί επάνω του δια του λόγου/θελήματός του»[7]. Με άλλα λόγια, η προσωπική μας ανταπόκριση στην άκτιστη θεία ζωή στη διάρκεια της ζωής μας, είναι αυτό που ολοκληρώνει την καθ’ ομοίωσιν του Θεού διαμόρφωσή μας. Με τον τρόπο αυτό, το θείο θέλημα εκφράζεται δια της ίδιας της κτίσεως από την καρδιά του ανθρώπου, φωτίζοντας και μεταμορφώνοντας στην πορεία και τους δύο. Ο π. Δημήτριος Στανιλοάε υποδεικνύει την αμοιβαιότητα αυτής της ανταλλαγής η οποία όντως πνευματοποιεί τον κόσμο αντί να τον από-ιεροποιεί ως εμπόρευμα.

Ο Θεός δημιουργεί ελεύθερα τον κόσμο για να τον κάνει πνευματικό και διαφανή για τον εαυτό του … δια της μεσολαβήσεως του ανθρώπου, στο βαθμό που ακριβώς δια του ανθρώπου εισήγαγε ο Θεός το ελεύθερο πνεύμα μέσα στον κόσμο. Δια του ανθρωπίνου πνεύματος που εισήχθη στον κόσμο, το θείο Πνεύμα το ίδιο εργἀζεται για να επιφέρει την πνευματικοποίηση του κόσμου δια της ενεργείας του μέσα στην ψυχή του ανθρώπου, και κατά έναν συγκεκριμένο τρόπο, δια της σαρκώσεώς του ως ανθρώπου[8].

Η πνοή του Θεού δημιουργεί τον άνθρωπο, αλλά είναι ο Ιησούς Χριστός, ο Λόγος που γίνεται Ευχαριστία, Εκείνος που αληθινά τρέφει την ανθρώπινη ύπαρξη.  Η γνώση που απορρέει από την συνάντηση μαζί Του μας μεταμορφώνει. Χωρίς αυτή την τροφή δεν είμαστε ακόμη εντελώς ζωντανοί, αλλά κουφοί, βουβοί, τυφλοί, παράλυτοι και δαιμονοκρατούμενοι, όπως φαίνεται στα Ευαγγέλια, ενώ, μέσα στην αφέλεια και υπερηφάνειά μας, νομίζουμε ότι έχουμε φωτιστεί και είμαστε ελεύθεροι να κάνουμε ό,τι θέλουμε. Η στάση αυτή οφείλεται στο ότι δεν έχουμε βάλει ούτε καν αρχή μετανοίας. Ο φωτισμός του σκοτισμένου νου μας και η αντικατάσταση της πέτρινης καρδιάς μας με καρδιά σάρκινη δεν έχει ακόμη αρχίσει. Κάτι ακόμη χρειάζεται από μέρους μας εκτός από την διανοητική αυτή συγκατάθεση ή έστω τον συναισθηματικό ζήλο, και αυτό είναι η Κοινωνία με το Άγιο. Αυτό δεν μπορούμε να το βρούμε απλώς συγκεντρώνοντας πληροφορίες από τη μελέτη βιβλίων ή μόνο με τους ασκητικούς σωματικούς κόπους. Η κοινωνία περιλαμβάνει τη διακινδύνευση της προσωπικής συνάντησης και όλα όσα συνεπάγεται μια αυθεντική δεκτική συνάντηση με έναν «άλλον».

Ο πιστός, ο οποίος κινείται μέσα στο πεδίο της υπερφυσικής γνώσης, της «γνώσης» του Ακτίστου, δεν καλείται να μάθει κάτι μεταφυσικά ή να το αποδεχθεί λογικά, αλλά να «υποστεί» κάτι, κοινωνώντας με αυτό [η έμφαση δική μου][9].

Κανείς δεν μπορεί να δει τον Θεό και να ζήσει. Ενώπιος ενωπίω με την συγκατάβαση του Θεού εν τω προσώπω του Αναστημένου Χριστού, αρχίζω να αντιλαμβάνομαι ότι δεν είμαι απλώς ένας αμαρτωλός, αλλά, χωρισμένος από Αυτόν,  έχω γίνει ο ίδιος ο θάνατος. Αν δεν με καλέσει ο Θεός στη ζωή, είμαι μη-ύπαρξη. «Αρχή σοφίας φόβος Κυρίου»[10]. Με τη μετάνοια ανατέλλει η αναγνώριση του απερινόητου χάσματος που χωρίζει τον Θεό από τον άνθρωπο. Ή, κατά τον άγιο Ισαάκ τον Σύρο, «όποιος γνώρισε τον εαυτό του», κατ’ αυτόν τον τρόπο, «είναι ανώτερος από εκείνον που ανασταίνει νεκρούς». Μιλώντας με παραβολές, ο Ιησούς είπε το ίδιο πράγμα με διαφορετικό τρόπο. «Ὅταν ποιήσητε πάντα τά διαταχθέντα ὑμῖν», όταν φθάσετε στη στιγμή που θα αντικρίσετε τον ζωντανό Θεό, «λέγετε ὄτι δοῦλοι ἀχρεῖοί ἐσμεν»[11]. Η απλή αυτή δήλωση προκαλεί σύγχυση στον υπερήφανο. Μπερδεύει,  απογοητεύει και καταθλίβει την αυθάδεια του πλάσματος κατά τρόπο ανάλογο με την αυτοδυναμία που προκύπτει από την αποτυχία μας να πλησιάσουμε τον Θεό στο μεθόριο της ανθρώπινης αυτάρκειας. «Ο άνθρωπος που αυτοπροσδιορίζεται, ανεξαρτήτως της σχέσης του με τον Θεό η οποία είναι εγγεγραμμένη στην ίδια τη φύση του, είναι ένας μη-άνθρωπος. Δεν υπάρχει αυτό που λέμε αμιγής ανθρώπινη φύση∙ ο άνθρωπος ή είναι ανθρωπο-θεός ή αλλιώς δεν υπάρχει»[12]. Hταπείνωση στην πιο ακραία της έκφραση είναι ο μόνος δυνατός δρόμος δια του οποίου πλησιάζεται ο Θεός και πάλι, αυτό είναι δυνατόν μόνον εν Χριστώ, ο Οποίος είναι η άκρα ταπείνωση και συγκατάβαση του Θεού. Ο Χριστός αδειάζει τον εαυτό Του για να γεμίσει εμάς με την ζωή Του. Ο πατήρ Αρσένιος Papacioc, ένας από τους πιο σεβαστούς Ρουμάνους γέροντες, υπέδειξε ότι η ταπείνωση είναι γνήσια μόνον όταν είναι παρών ο Χριστός[13]. Αυτό ισχύει για όλες τις αρετές, επειδή ο Χριστός είναι η ζωή ημών. Γι’ αυτό και ο απόστολος Παύλος μπορεί να πει, «Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῆ δ’ἐν ἐμοί Χριστός»[14]. Όταν το επίχρισμα της υπερηφάνειας και ο εφησυχασμός του αυτό-χορτασμού απομακρυνθούν από τον οφθαλμό της καρδιάς μου, ξέρω ότι δεν είμαι παρά σποδός που κλήθηκα στη ζωή από τη θεία πνοή. Επειδή πλάστηκα κατ’ εικόνα Θεού, υπάρχει μέσα μου η δυνατότητα να γεννηθώ «ἄνωθεν»[15] και να εισέλθω στην αιώνια ζωή. Η αιώνια ζωή αποτελεί μια δυνατότητα, δεν είναι εγγυημένη. Ο Θεός είναι πάντα πρόθυμος, προσφέρει τον Εαυτό Του με την ελπίδα ότι θα θελήσουμε να ανταποκριθούμε στις δυνατότητες που μας ανοίγονται δια της Κοινωνίας μαζί Του. Εν Χριστώ, πρότεινε γάμο στην ανθρωπότητα, από καθαρή αγάπη, και περιμένει την απάντησή μας. Είμαστε πλάσματα μοναδικά κεκλημένα να γευθούμε την αιώνια Ευχαριστιακή χαρά του να μην είμαστε ποτέ πλήρεις αφ’ εαυτών και μόνο, αλλά μόνο όταν εισπνέουμε τη θεία Χάρη και εκπνέουμε ευγνωμοσύνη και ζωή. Είμαστε καμωμένοι για την αγάπη και την κοινωνία.

Ο δρόμος για να γίνουμε ο εαυτός μας, για να γίνουμε πρόσωπα καθ’ ομοίωσιν Ιησού Χριστού, είναι το πολυτιμότερο απ’ όλα τα δώρα∙ η ελευθερία να αγαπώμαστε και να αγαπούμε. Hθεολογία είναι αγάπη που πηγάζει από την προσευχή και προσκαλεί σε περισσότερη προσευχή. Η θεία πνοή σαρκώνεται στη ζωή μας με την ελεύθερη υπακοή μας και αυτό οδηγεί σε ακόμη περισσότερη αγάπη. Σ’ εκείνους που δέχονται αυτό που τους δόθηκε και το ζουν υπαρξιακά εν υπακοή, δίδονται ακόμη περισσότερα. Τοταξίδιείναιπράγματιπολύαπλό, καθόλου, όμως, εύκολο.

Ο Προτεστάντης μεταρρυθμιστής Μαρτίνος Λούθηρος απηχούσε την νοοτροπία των αγίων μαρτύρων όταν παρατηρούσε ότι, «Εκείνος που ζει, ή μάλλον πεθαίνει γινόμενος κατάρα, εκείνος είναι θεολόγος, όχι όποιος κατανοεί, μελετά ή διατυπώνει θεωρίες»[16]. Η Χριστιανική πίστη δεν είναι φιλοσοφία της πολυθρόνας. Η αγάπη είναι σχολείο έμπονης προσευχής και η προσευχή είναι σχολείο αγάπης. Από τον αγώνα να προσευχηθούμε και να αγαπήσουμε προχωρούμε όλο και βαθύτερα στα ενδότερα της μετανοίας, δεχόμαστε το συγκλονιστικό, επαναλαμβανόμενο δώρο της συγχώρησης και το έλαιο του ελέους αρχίζει να ρέει από μια συντριμμένη και ταπεινωμένη καρδιά που προσφέρεται για να ζήσει ο κόσμος, ακριβώς όπως κάνει και ο Χριστός. Πέρα απ’ αυτό το θεραπευτικό μύρο που ρέει από τη συντριβή της καρδιάς που αγωνίζεται και μετανοεί και που σιγά σιγά αντικαθιστά την λίθινη καρδιά με «καρδίαν σαρκίνην» που είναι ο ίδιος ο Χριστός, όλα τα λόγια περί προσευχής ή οι οδηγίες για Χριστιανική ζωή είναι απλώς άστοχα. Είμαστε σωματικά όντα. Είμαστε όμως και ο σαρκωμένος  Λόγος του Θεού. Καλούμαστε να ζήσουμε εν σαρκί και αυτή η σάρκα μας βιώνει τον αγώνα που μας μεταμορφώνει στο καθ’ ομοίωσιν με τον Χριστό, ο οποίος είναι ο Νυμφίος των ψυχών και των σωμάτων μας.

Με αυτά κατά νουν, και καθώς το θέμα μας είναι η προσευχή, θα ήθελα να πω προληπτικά δύο πράγματα. Το πρώτο είναι μια απόκρυφη ιστορία που έτυχε να διαβάσω πριν από πολλά χρόνια: Πορεύεται ένας γέροντας στην έρημο, πηγαίνοντας από τη μια σκήτη στην άλλη, όταν βλέπει ένα γέρο αγρότη να χύνει έναν κάδο με γάλα στη σχισμή ενός βράχου στην άκρη της ερήμου. Παραξενεμένος, ρωτά τον γέρο γιατί σπαταλά έτσι το γάλα του.

«Μπα, όχι», του απαντά ο αγρότης, «καθόλου δεν το σπαταλώ. Αυτό το κάνω δεκάδες χρόνια τώρα και είναι χαρά μου να φέρνω το πρωτόγαλα απ’τα ζώα μου και να το προσφέρω στον Κύριο. Το χύνω στη μικρή σχισμή του βράχου και μέχρι το βράδυ που έρχομαι και πάλι εδώ να προσευχηθώ έχει εξαφανιστεί. Χρόνια τώρα έτσι κάνω».

Ο μοναχός χαμογέλασε, κούνησε λυπημένος το κεφάλι και είπε στο γερο βοσκό, «Ο Θεός είναι Πνεύμα. Δεν πίνει γάλα. Τον λατρεύουμε εν πνεύματι και αληθεία».

Ο γέρος, που δεν ήξερε να διαβάζει, είχε όμως μεγάλο σεβασμό για τους μοναχούς και για τις Γραφές, άκουσε με προσοχή και αποφάσισε να πάει ο ίδιος να δει. Την άλλη μέρα το πρωί, αφού πρώτα έχυσε το γάλα, ο αγρότης στάθηκε παράμερα, πίσω από ένα δέντρο και είδε τρία μικρά αλεπουδάκια πίσω απ’ τη μάνα τους να βγαίνουν απ’ την κουφάλα του βράχου και να ρουφούν το γάλα. Ταπεινωμένος απ’ αυτό που είδε, και απογοητευμένος, ο γέρο αγρότης πήρε το δοχείο του και γύρισε στο σπίτι του σκεπτικός.
Εν τω μεταξύ, ο μοναχός συνέχισε το δρόμο του, προσευχόμενος νοερά∙  πότε πότε  έκανε μια στάση,  για να διαβάζει κάτι πνευματικό. Πέρασαν μέρες και μέσα στην ησυχία, άκουσε μια γνώριμη φωνή. «Ναι, Κύριε, σε ακούω».

«Έχειςδίκιο,πάτερ. Είμαι Πνεύμα και δεν πίνω γάλα. Αλλά κάνεις τόσο μα τόσο λάθος. Τώρα όλες οι μικρές μου αλεπούδες πεθαίνουν της πείνας και ο γέρο βοσκός τα ‘χει χαμένα, γιατί δεν ξέρει πια πώς να με λατρεύσει με απλότητα και χαρά, όπως κάνει χρόνια τώρα». Αναλαμβάνοντας να διδάξουμε και να κρίνουμε τους άλλους σε θέματα καρδιάς, χωρίς πρώτα να γνωρίσουμε καλά τις μοναδικές συνθήκες του καθενός, εξασφαλίζουμε την καταστροφή. Το να αφουγκραζόμαστε προσεκτικά και να επιφυλάσσουμε συμπάθεια και ενδιαφέρον για κάποιον είναι καρπός ταπείνωσης που προκύπτει από τη μετάνοια για τις δικές μας επανειλημμένες αποτυχίες και ανθρώπινες αδυναμίες. Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον το έδειξε Εκείνος που σήκωσε μέχρι θανάτου όλο τον πόνο και την ανημποριά του ανθρώπου. Μόνον Εκείνος καταλαβαίνει αρκετά τον άνθρωπο ώστε να τον διδάξει και να τον κρίνει και το έλεός Του μένει εις τον αιώνα. 

Ό,τι κι αν πω για την προσευχή, δεν θέλω να έχει το αποτέλεσμα των λόγων του Μωυσή στον γεροβοσκό. Πρέπει να θυμόμαστε ότι το Άγιο Πνεύμα μας οδηγεί να λατρεύουμε με τρόπους που προκαλούν έκπληξη και ότι ο διαχωρισμός των ζιζανίων από τα στάχυα είναι δουλειά διακριτικού πνευματικού πατέρα. Αυτό δεν αποτελεί δικαιολογία για να κάνουμε «ό,τι μας κατέβει», αλλά μάλλον μια επισήμανση για να θυμόμαστε ότι μόνο το Άγιο Πνεύμα σε μια καθαρή πιστεύουσα καρδιά μπορεί να δείξει πώς να προσεύχεται. Το Πνεύμα είναι και αγάπη και όπου η αγάπη συνοδεύει την πίστη, ο δρόμος είναι εύκολος. Είναι αλήθεια ότι υπάρχουν πολλές και χρήσιμες οδηγίες για το πώς να προετοιμάζουμε την οδό της προσευχής. Είναι η ψαλμωδία, οι παραδοσιακές προσευχές της Εκκλησίας, οι μετάνοιες, η νηστεία, η ησυχία, η συγκέντρωση της προσευχής και πολλά άλλα. Αν δοκιμάσουμε όλα τα παραπάνω με μιας, θα εξαντληθούμε και θα οδηγηθούμε σε πνευματική δυσπεψία. Αν δεν υπάρχει πνευματικός πατέρας ή μητέρα για να μας οδηγήσει, τότε ο καθένας μας πρέπει να κάνει την προσπάθειά του, χωρίς ποτέ να ξεχνά ότι η ουσία όλων αυτών παραμένει η αγάπη και όχι με την έννοια ότι εμείς αγαπούμε τον Θεό, αλλά ως πεποίθηση ότι «αυτός πρώτος ηγάπησεν ημάς»[17]. Αυτό μας συμβουλεύει και ο άγιος Πορφύριος όταν λέει, «Σημασία στην προσευχή έχει όχι η χρονική διάρκεια αλλά η ένταση. Να προσεύχεστε έστω και πέντε λεπτά, αλλά δοσμένα στον Θεό με θέρμη και λαχτάρα. Μπορεί ένας μία νύχτα ολόκληρη να προσεύχεται κι ο άλλος μονάχα πέντε λεπτά κι αυτή η προσευχή των πέντε λεπτών να είναι ανώτερη». Μυστήριο είναι αυτό βέβαια, αλλά έτσι είναι»[18].

Η δεύτερη ιστορία που θέλω να έχουμε κατά νουν καθώς αρχίζουμε τον λόγο περί προσευχής, συνέβη όταν ήμουν στην Ελλάδα και επισκέφθηκα την Ιερά Μονή Καρέα, ένα γυναικείο μοναστήρι στην Αθήνα. Είχα την ευκαιρία να συνομιλήσω με την Μητέρα Φιλοθέη και κάποια στιγμή τη ρώτησα: «Ποια είναι η πράξη για την οποία είμαστε υπεύθυνοι ως άνθρωποι κατά την προσευχή;» Πιέζοντάς την διακριτικά από κάθε πλευρά, προσπαθούσα να εκμαιεύσω μια πολύ συγκεκριμένη και πρακτική απάντηση. Είπε κάτι που είχα ακούσει πάμπολλες φορές, αλλά τούτη τη φορά γλίστρησε μέσα στην καρδιά μου και μού έφερε δάκρυα στα μάτια. «Εκείνος έρχεται σ’ εμάς», είπε. Μα βέβαια! Εκείνος έρχεται σ’ εμάς… Τι αποκάλυψη και τι αντιστροφή στόχου, να δίνουμε σημασία στις δικές μας ενέργειες αντί να Τον ευγνωμονούμε για τις δικές Του! Η απάντησή της ήταν σαν ένα ποτήρι κρύο νερό που έχυσαν σε κάποιο κουρασμένο μέρος της καρδιάς μου, η οποία το δέχθηκε αμέσως κάτω από την διανοητική επίγνωση κι ενώ συνέχιζα να πιέζω.

«Αλλά, μητέρα, ακόμη κι αν Εκείνος έρχεται σ’εμάς και χτυπά την πόρτα της καρδιάς, ποια είναι η πράξη για την οποία είμαι εγώ υπεύθυνος για να ανοίξω την πόρτα;» Με απλότητα και ευγενή γλυκύτητα, είπε κάτι ακόμη πιο όμορφο και συναρπαστικό για μένα∙ κάτι που για άλλη μια φορά με έστρεψε προς μια αναγκαία, ωστόσο φευγαλέα, κατεύθυνση κατά την αναζήτηση της άσκησης και της προσευχής. Είπε, «Πρέπει να γίνουμε σαν τον ληστή στον Σταυρό, έτσι ώστε αφού κλείσουν οι θύρες του ουρανού, να μπούμε από κάτω, από τη χαραμάδα, μαζί με τη σκόνη». Ταπείνωση και πάλι. Η καρδιά μου άνοιξε στη Χάρη και με τα ήρεμα λόγια της καινούργια δάκρυα ανάβλυσαν. Η ευγνωμοσύνη και η ειρήνη, για μια στιγμή, απάλυναν το βάρος της φιλαυτίας και του ναρκισσισμού που για άλλη μια φορά αποκάλυψαν στα μάτια μου τα λόγια της γερόντισσας.

Ας κρατήσουμε τη σοφία των δύο αυτών ιστοριών ως πλαίσιο, το οποίο στερεώνει τον πολύτιμο λίθο της προσευχής στο κέντρο ενός κοσμήματος καμωμένου από ταπείνωση και αγάπη. Η ταπείνωση είναι σημείο παρουσίας του Χριστού. Το ίδιο και η αγάπη και οι άλλες αρετές. Μόνοι μας δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε, έχουμε όμως το προνόμιο να μπαίνουμε στη ζωή δια του Χριστού και όταν το κάνουμε, μπορούμε να γλιστρήσουμε κάτω απ’ την πόρτα, απογυμνωμένοι από όλα τα αποκτήματα που συσσωρεύσαμε προσπαθώντας χρόνια και χρόνια να βρούμε το δρόμο μόνοι μας. Σαν τον πλούσιο νεανίσκο, παλέψαμε να ανοίξουμε δρόμο για την αιωνιότητα τηρώντας με τις δικές μας δυνάμεις τις εντολές και τώρα που ρωτάμε τι ακόμη μας απομένει να κάνουμε, ο Χριστός μας κοιτάζει με αγάπη και με την ελπίδα ότι θα κάνουμε το άλμα της πίστεως που τα αλλάζει όλα. «Εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, (δηλαδή να γίνεις ο εαυτός σου), ὕπαγε πώλησόν σου τά ὑπάρχοντα … καί δεῦρο ἀκολούθει μοι»[19]. Με άλλα λόγια, άφησε όλη την αυτάρκειά σου, τη ματαιοδοξία και τα προσωπικά επιτεύγματα και ζήσε ελεύθερα, όπως εγώ, δεχόμενος ό,τι ο Θεός δίνει την κάθε στιγμή, με ευγνωμοσύνη, χωρίς να ζητάς περισσότερα. Μπορεί ακόμη και να χύνουμε γάλα στο βράχο, και από άγνοια να προσφέρουμε και να λατρεύουμε με τρόπους που δεν απορρέουν από την ορθότητα της ιερής Παράδοσης, αλλά και πάλι να γλιστρήσουμε κάτω απ’την πόρτα, εξαιτίας του ελέους και της αγαθότητας του Κυρίου που αναζητεί τους χαμένους, που δέχεται τα πιο απίθανα δώρα απ’ τα παιδιά Του και που προσκαλεί τους πιο ανήμπορους και στερημένους αυτού του κόσμου να πάρουν θέση στο τραπέζι της καρδιάς Του.

Μας αναπαύει το γεγονός ότι η ταπείνωση του Χριστού είναι τόσο μεγάλη ώστε έρχεται όπου κι αν είμαστε και παίρνει ό,τι κι αν προσφέρουμε, τα πέντε ψωμιά και τα δύο ψάρια μας, και τα μετατρέπει σε δείπνο σωτηρίας. Ετοιμάζει τράπεζα εξεναντίας των θλιβόντων ημάς και λιπαίνει την κεφαλήν[20] μας μέχρι οι καρδιές μας να ξεχειλίσουν. Ανεξαρτήτως του πού βρισκόμαστε ή με τι ασχολούμαστε, το μόνο που χρειάζεται είναι να στραφούμε προς Αυτόν και θα ανταποκριθεί. «Ο Θεός κρίνει την μετάνοια ανάλογα με το μέγεθος της ταπεινώσεως, όχι των καμάτων»[21].

Έτσι, αγαπητέ αναγνώστη, με αυτά τα εισαγωγικά κατά νουν, συγχώρησέ με που ανέλαβα να μιλήσω για την προσευχή και είθε ο Θεός να σε προστατέψει από του να κάνεις την προσευχή ο,τιδήποτε άλλο από εκ βαθέων στεναγμό με πίστη, ελπίδα και αγάπη που οδηγούν σε μετάνοια τόσο βαθειά ώστε ο απόστολος Παύλος να μπορεί να πει: «Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῆ δ’ ἐν ἐμοί Χριστός» και «Πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντι με Χριστῷ»[22]. Γιατί ο Χριστός είναι η ζωή μας και δίνει προσοχή και στον μικρότερο στεναγμό των καρδιών μας που παρακινείται από αγάπη γι’ Αυτόν.

Σημειώσεις

1] Αμμά Συγκλητική.
[2] Αναφορά :Η πράξη αυτή και η στιγμή βρίσκονται στην καρδιά της Θείας Λειτουργίας, όταν ο ιερουργός επικαλείται το Άγιο Πνεύμα να μετουσιώσει τον άρτο και τον οίνο σε Σώμα και Αίμα Χριστού.
[3] Αρχιμανδρίτου Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτου, Ζωή εν Πνεύματι, σελ. 313
[4] Πρβλ. Α΄ Κορ. 11:27-30.
[5] Δευτερονόμιον 30:19.
[6] Ματθ. 4:4.
[7] Loudovikos, N, Hell and Heaven, Nature and Person. C. Yannaras, D. Stăniloae and Maximus the Confessor on Holiness: The Sacrament of Surprise, International Journal of Orthodox Theology 5:1 (2014) 0276-2014-1027, p. 17.
[8] Staniloae, D. The Experience of God: Orthodox Dogmatic Theology, Vol. II. The World: Creation and Deification, Brookline, MA: Holy Cross Orthodox Press,p. 81.
[9] Metallinos, G. The Way: An Introduction to the Christian Faith. From Chapter 11 “Faith and Science as a Theological Problem, http://impantokratoros.gr/6072C7D8.en.aspx, downloaded 1-18-2016.
[10] Παροιμίαι 9:10.
[11] Λουκ. 17:10
[12] Jean Claude Larchet, Therapy of Spiritual Illnesses: An Introduction to the Ascetic Tradition of the Orthodox Church. (Kilian Spencer, trans.) Vol. 1, Alexander Press: Montreal, 2012. p. 26
[13] «Όπου δεν είναι παρών ο Χριστός, υπάρχει ψευδο-ταπείνωση» -Αρχιμανδρίτης Αρσένιος (Papacioc)
[14] Γαλάτ. 2:20.
[15] Πρβλ. Ιω. 3:3, «’Αμήν ἀμήν λέγω σοι, ἐάν μή τις γεννηθῇ ἄνωθεν, οὐ δύναται ἰδεῖν τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ», όπου το «ἄνωθεν» έχει την έννοια ότι ο άνθρωπος γεννάται από μια νοερή συνάντηση με τις άκτιστες θείες ενέργειες του προσώπου του Θεού, το οποίο είναι πέραν του ανθρώπινου λόγου.
[16] Martin Luthers Werke. Kritische Gesamtausgabe (Weimarer Ausgaber 5:163.28-9).Weimar: Herman Bohlaus Nachfolger.1883-(Η σειρά δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί), LW 42:11) παράθεμα μεταφρασμένο από τον Ben Moravitz.
[17] Α΄ Ιωάννου, 4:10.
[18] Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος και Λόγοι, σελ. 277.
[19] Ματθ. 19:21.
[20] Από τον 22ο ψαλμό.
[21] Αγίου Ιωάννου Κλιμακος, 27,9.
[22] Φιλ. 4:13.

πηγή: Aντίφωνο

Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.