«Ενα πρωί μάς παίρνουν καμιά εξηνταριά σκλάβους για μικρή αγγαρειά. Είναι λίγο όξω απ’ την Μαγνησά. Δίπλα στις ράγες του σιδηρόδρομου τελειώνει μια μεγάλη χαράδρα, ανάμεσα στο Σίπυλο. Την λέν «Κηρτίκ-ντερέ». Μες σ’ αυτήν την χαράδρα λογαριάζαν πως θα σκοτωθήκαν ίσαμε σαράντα χιλιάδες Χριστιανοί απ’ την Σμύρνη και την Μαγνησά, αρσενικοί και θηλυκοί.
Τις πρώτες μέρες της καταστροφής. Τα κορμιά λιώσανε τον χειμώνα και το νερό της χαράδρας που κατέβαινε από ψηλά έσπρωξε τα κουφάρια προς τα κάτω… Λοιπόν η δουλειά όλη την μέρα ήταν να σπρώξουμε τα κουφάρια που ατάχτησαν, προς την μέσα, να μην φαίνουνται.
Στην αρχή μας έκανε κακό να τα πιάνουμε με τα χέρια μας, αγκαλιές αγκαλιές και να τα κουβαλούμε. Μα σε λίγες ώρες οι πρώτες εντυπώσεις είχαν περάσει. Οι σκλάβοι κάναν και αστεία… Σε κάμποσα καλάμια χεριών, βρίσκαμε διατηρημένο ένα ψιλό σύρμα. Ο Χριστιανός θα ‘ταν δέμενος με κάποιον άλλο -μα, με το κατρακύλισμα στην χαράδρα, αυτός ο σύντροφος σκελετός είχε ξεκόψει! Ενας από μας στάθηκε τυχερός. Βρήκε τέσσερα κόκαλα χεριών δεμένα μαζί μαζί. Ετσι μαζί μαζί τα σήκωσε και τα κουβάλησε παραμέσα.
Μεσημέρι. Βαρεμένοι απ’ αυτό το πάνε-έλα. Περπατούμε αργά, ναρκωμένοι από τον φρέσκο ήλιο. Κ οι κουβέντες, τ’ άγαρμπα αστεία έχουν σταματήσει. Κανένας δε βγάζει μιλιά. Μοναχά όταν ένας βρήκε ένα μικρό κρανίο το έδειξε στους αλλουνούς.
– Για δέστε, είπε. Ήταν παιδάκι.
– Αλλάχ!… Αλλάχ!… μουρμουρίζει ταραγμένος ο μαφαζάς.
Καθίσαμε να φάμε ψωμί. Κανείς δεν έχει όρεξη.
Ένας λέει:
– Πόσω χρονώ να ‘ταν;
– Για το παιδάκι λες;
– Ναι.
Σαν πέσαμε στο δρόμο να γυρίσουμε στο στρατόπεδο ο νους μας δεν μπορούσε να φύγει απ’ τον τόπο που αφήσαμε. Η χαράδρα με τους σκελετούς βάραινε κυριαρχικά… κάτι κουνιόταν, μας παρακολουθούσε βήμα με βήμα.
Σε μια πηγή σταθήκαμε. Πλύναμε τα χέρια μας, τα πρόσωπά μας. Σα ν’ αλαφρώσαμε.
– Τι θα γίνουν τόσα κόκαλα; Αναρωτιέται μια στιγμή ένας.
Ο Μίλτος τον κοιτάζει ήρεμα.
– Δεν ξέρεις τι γίνεται με τα κόκαλα;
– Όχι.
– Κοπριά, σύντροφε.
– Τι έκανε, λέει;
– Κοπριά, σύντροφε. Θα δεις μια μέρα που θα μοσκοπουληθούν. Θα δεις…
Ήταν ταξιδεμένος ο Μίλτος. Ήξερε…».
(Από το βιβλίο του Ηλία Βενέζη, «Το νούμερο 31328. Το βιβλίο της σκλαβιάς», εκδ. Εστία, Αθήνα, 1931, σελ. 217-218).
:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.