Παρακολουθῶ -μὲ ὅση ὑπομονὴ μοῦ ἔχει ἀπομείνει- τὶς δηλώσεις διαφόρων ἀναλυτῶν μὲ ἀφορμὴ τὴν αἰσχρὴ ἐπέτειο τῶν 50 χρόνων τουρκικῆς εἰσβολῆς καὶ κατοχῆς τῆς Κύπρου. Ἐπειδὴ πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ἀναλυτὲς ἦταν νέοι ἐκείνη τὴν ἐποχή, ἀναρωτιέμαι τί ἔκαναν τότε: ἀποθέωναν τόν «σωτῆρα» Καραμανλὴ ἤ τραγουδοῦσαν «τὴν ρωμιοσύνη μὴν τὴν κλαῖς» στὶς συναυλίες τοῦ Θεοδωράκη, τὴν ὥρα ποὺ ἀκριβῶς οἱ Τοῦρκοι καταλάμβαναν τὸ 38% τῆς Κύπρου;
Γιατί σημασία δὲν ἔχουν οἱ ἀναλύσεις τους γιὰ τὴν Κύπρο ποὺ χάνεται, τὴν ἑλλαδίτικη ὑποχωρητικότητα ἔναντι τῆς Τουρκίας καὶ ἄλλα τέτοια (σωστά), τὴν ὥρα ποὺ βρίσκονται σὲ ἡλικία ποὺ ἀνησυχοῦν καὶ γιὰ τὸν προστάτη τους, ἀλλὰ τί ἔκαναν ὅλοι αὐτοί τότε, μαζὶ μὲ ἕναν ὁλόκληρο λαὸ φυσικά. Ἤθελαν πόλεμο ἤ ὄχι;
Ὅλοι ὅμως γνωρίζουμε ὅτι κανένας ἐκείνη τὴν κρίσιμη στιγμή (οὔτε οἱ χουντικοὶ οὔτε οἱ δημοκράτες ὅλων τῶν χρωμάτων) δὲν ἤθελε νὰ πολεμήσει ἡ Ἑλλάδα γιὰ τὴν Κύπρο. Ὅλοι γνωρίζουμε ὅτι καμμία πολιτικὴ ἡγεσία δὲν μίλησε γιὰ πόλεμο καὶ κανένα μαζικὸ λαϊκὸ συλλαλητήριο δὲν ἔγινε μὲ αἴτημα ὑπὲρ τοῦ πολέμου. Εἶναι φανερὸ ὅτι ὅλοι προτίμησαν τὴν ἡσυχία τους καὶ ἄφησαν τὴν Κύπρο στὸ ἔλεος τοῦ Ἀττίλα. Θεμελίωσαν τὴν καλοπέρασή τους πάνω στὰ ἀποκαΐδια τῆς Κυπριακῆς τραγωδίας, ποὺ ἡ Ἑλλάδα μποροῦσε (καὶ ὄφειλε) νὰ μὴν ἀφήσει νὰ συμβεῖ.
Τὸ πόσο οἱ «Νεοέλληνες» (ἤ καλύτερα οἱ Νεοελλαδίτες) χαλάσανε τὴν ζαχαρένια τους γιὰ τὴν Κύπρο τὸ ἀποδεικνύει ἀπερίφραστα τὸ 54% ποὺ ἔδωσαν στὸν Καραμανλή -τὸ ὑψηλότερο ποσοστὸ ποὺ ἔχει σημειωθεῖ σὲ βουλευτικὲς ἐκλογές- μετὰ τὴν νωπὴ προδοσία ποὺ διέπραξε ἀρνούμενος νὰ ἐμπλακεῖ ἡ Ἑλλάδα σὲ πόλεμο, διότι ἡ «Κύπρος κεῖται μακράν». Ἕνας βέρος ἐθνοπροδότης ἀνακηρύχθηκε ἀπὸ τοὺς Νεοέλληνες σέ «ἐθνάρχη».
Ἀναρωτιέται κανεὶς ἄν ὑπῆρχε τὸ αἴσθημα τῆς στοιχειώδους ἀξιοπρέπειας. Καὶ ἡ πανηγυρικὴ ἔνταξη τῆς Ἑλλάδας στὴν Εὐρωπαϊκὴ Οἰκονομικὴ Κοινότητα τὸ 1979 ἦταν ἡ ἀφετηρία τῆς ἐθνοραστώνης. Τὸ 38% τῆς Κύπρου ἦταν πρὸ πολλοῦ χαμένο. Τώρα ἡ «νέα μεγάλη ἰδέα» ἦταν ἡ «Εὐρώπη». Οἱ «Εὐρωπαῖοι» θὰ μᾶς ἐξασφάλιζαν ἀπὸ τοὺς Τούρκους καὶ θὰ μᾶς τάϊζαν μὲ ἐπιδοτήσεις, ἐπειδή «ἐμεῖς» (στὸ κάτω-κάτω) «τοὺς δώσαμε τὰ φῶτα», κι ἔτσι θὰ μποροῦμε νὰ ἐπιδοθοῦμε στὸ πανηγύρι τῆς κατανάλωσης ἔχοντας τὸ κεφάλι μας ἥσυχο.
Γιὰ νὰ δεῖ κανεὶς ξεκάθαρα τὴν ἐξέλιξη τῆς ἐθνικῆς κατρακύλας καὶ τὸ κατάντημα ἑνὸς λαοῦ ἀρκεῖ νὰ ἀνακαλέσει στὴν μνήμη του τὸ ὅτι ἄν τὸ 1974 ἡ Ἑλλάδα στάθηκε ἀπρόθυμη νὰ ὑπερασπισθεῖ μία μεγαλόνησο, τὸ 1996 στάθηκε ἀπρόθυμη νὰ ὑπερασπισθεῖ μία... βραχονησίδα! Κατόπιν αὐτοῦ ὁ τότε πρωθυπουργὸς Σημίτης ἐξελέγη πανηγυρικῶς ἀπὸ τὸν Ἄϊ Λαό, ποὺ τὸν ἀνέδειξε σὲ μακροβιότερο πρωθυπουργὸ ἀπὸ τὴν Μεταπολίτευση μέχρι σήμερα. Φαίνεται ὅτι οἱ Νεοέλληνες ξέρουν καλὰ νὰ ἀνταμείβουν τοὺς ἄξιους! Καὶ οἱ ἴδιοι ἄλλωστε ἦταν «πράγματι ἄξιοι» ὅταν ἐπὶ χρόνια ὑποθήκευαν ἀλύπητα τὴν χώρα τους γιὰ νὰ καταναλώσουν (ὅλο καί) περισσότερο. Ἡ ἐξέλιξη ἔκτοτε εἶναι γνωστή, κι ὅσο γιὰ τὰ μελλούμενα δὲν χρειάζεται νὰ μιλήσουμε.
Ἄκουσα πρὶν ἀπὸ λίγο ἕναν συνταξιοῦχο πρέσβη (ποὺ ἔλεγε πολὺ σωστὰ πράγματα γιὰ τὰ ἐθνικὰ θέματα) νὰ ἐκφράζει τὴν αἰσιοδοξία του γιὰ μία νέα ἐθνικὴ ἀφύπνιση ἐν ὄψει τοῦ ἐθνικοῦ ξεπουλήματος ποὺ ἑτοιμάζει ἡ κυβέρνηση καὶ ἡ λοῦμπεν πολιτικὴ τάξη τῆς χώρας. Ἀναφέρθηκε σὲ ἕνα βιβλίο τοῦ Χένρυ Μίλλερ («Ὁ κολοσσὸς τοῦ Ἀμαρουσίου»), στὸ ὁποῖο ὁ συγγραφέας γράφει γιὰ τὶς ἀλγεινὲς ἐντυπώσεις ποὺ ἀποκόμισε ἀπὸ τὴν κατάσταση τῶν Ἑλλήνων τοῦ 1930. Ὁ πρέσβης στήριξε τὴν αἰσιοδοξία του λέγοντας ὅτι αὐτὴ ἡ γενιὰ ἔγραψε τὸ ἔπος τοῦ '40-41.
Ἀπὸ συναισθηματικῆς ἀπόψεως δὲν θὰ ἤθελα τίποτε ἄλλο στὸν κόσμο ἀπὸ τὸ νὰ τὸ ζήσω. Ἀπὸ ἐμπειρικῆς καὶ λογικῆς ἀπόψεως δὲν μπορῶ παρὰ νὰ εἶμαι ἄκρως ἐπιφυλακτικός. Στὴν σημερινὴ Ἑλλάδα ἀπουσιάζουν παντελῶς ὅλες οἱ συνθῆκες ποὺ ἀποτέλεσαν τὴν βάση γιὰ ἐκεῖνο τὸ ἔπος. Τὸ 1930 τὸ ποσοστὸ γονιμότητας ἦταν 4,19. Ὑπενθυμίζω ὅτι ὁ δείκτης γονιμότητας ἀντικαταστάσεως εἶναι 2,21. Σήμερα ὁ ἴδιος δείκτης εἶναι στὸ 1,33 -ἀριθμὸς ποὺ ἐγγυᾶται τὴν βέβαιη συρρίκνωση ἑνὸς λαοῦ- καὶ οἱ θάνατοι δὲν εἶναι ἁπλῶς περισσότεροι ἀλλὰ διπλάσιοι ἀπὸ τὶς γεννήσεις. Οὔτε λόγος βέβαια γιὰ τὰ πολιτισμικὰ χαρακτηριστικὰ τῶν Ἑλλήνων ἐκείνης τῆς ἐποχῆς.
Ἐλάχιστα χρόνια ἦταν τὸ 1930 ἀφότου ἡ Ἑλλάδα εἶχε βγεῖ ἀπὸ μία δεκαετία συνεχῶν πολέμων (1912-1922) καὶ εἶχε διατηρηθεῖ ἄσβεστο τὸ βαθύρριζο μῖσος τοῦ Ἕλληνα γιὰ τὸν Τοῦρκο. Ἐπιπλέον, μόλις 18 χρόνια χώριζαν τὸ 1940 ἀπὸ τοὺς προηγούμενους πολέμους.
Ὁ ἐθνικισμὸς τότε ἦταν ἐπίσης κάτι τὸ αὐτονόητο. Δὲν χρειαζόταν νὰ δηλώσει κάποιος Ἕλληνας ἐθνικιστής. Ἦταν ἁπλὰ πρόδηλο ἀκριβῶς λόγῳ τοῦ γεγονότος ὅτι εἶναι Ἕλληνας. Δὲν εἶναι καθόλου περίεργο ὅτι ὁ ἐθνικισμός (ἀνεξαρτήτως τῆς ὕποπτης πολυσημίας του ἤ τῆς ἐκμεταλλεύσεως ποὺ τυγχάνει) ἐμφανίζεται ὡς διακριτὸ ἰδεολογικὸ ρεῦμα ἀπὸ τὴν Μεταπολίτευση καὶ δῶθε, δηλαδὴ ἀπὸ τὴν ἀφετηρία τῆς ἐθνικῆς κατρακύλας.
Γεγονὸς πάντως εἶναι ὅτι ἡ συνείδηση τῆς ἐξωτερικῆς ἀπειλῆς κρατάει ἕναν λαὸ ζωντανὸ καὶ εὔρωστο. Ἡ ἰσχυρὴ ἐθνικὴ συνείδηση διαμορφώνεται ἀπὸ τὸ αἴσθημα τῆς συνεχοῦς ἀπειλῆς ἑνὸς ἐχθροῦ. Καὶ ἡ σημερινὴ πρωτοφανὴς σύγχρονη ἐθνική μας παρακμὴ ἐκκινεῖ καὶ συμπίπτει ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ χάσαμε τὴν ἀπώλεια τῆς συνείδησης τῆς ἐξωτερικῆς ἀπειλῆς βυθιζόμενη στὸν καταναλωτισμὸ καὶ τὴν μαλθακότητα. Ὁ κανόνας αὐτὸς ἰσχύει γιὰ ὅλες τὶς περιόδους τῆς ἱστορίας καὶ ὅλους τους λαούς. Κάθε φορὰ ποὺ ἕνας λαὸς χάνει τὴν συνείδηση τῆς ἀπειλῆς ἀπὸ ἕναν ἐξωτερικὸ ἐχθρό, χάνει τὴν ἀρχική του συνοχή, βυθίζεται στὸν ἠδονισμὸ ποὺ τοῦ παράσχει ἡ ὑλικὴ εὐμάρεια καὶ ἀρχίζει νὰ παρακμάζει. Ἡ παρακμὴ αὐτὴ ἐκδηλώνεται μὲ ἕναν χαρακτηριστικὸ τρόπο στὸν δείκτη γονιμότητας, ποὺ ἀποτελεῖ καὶ τὸν δείκτη τῆς διάθεσης ἑνὸς λαοῦ νὰ ζήσει ἤ νὰ ἐξαφανισθεῖ.
Ὁ δείκτης γονιμότητας εἶναι πεσμένος κάτω ἀπὸ τὴν βάση ἀντικατάστασης σὲ ὅλες τὶς δυτικὲς χῶρες. Ἑλλάδα καὶ Κύπρος ἐδῶ βρίσκονται μεταξὺ τῶν πρωταγωνιστῶν ποὺ εἶναι ὑποψήφιοι πρὸς μελλοντικὴ ἐξαφάνιση. Ὑπάρχει ὅμως μία μοναδικὴ ἐξαίρεση στόν δυτικὸ κόσμο. Καὶ αὐτὴ εἶναι τὸ Ἰσραήλ, ὅπου ὁ δείκτης γονιμότητας βρίσκεται στὸ 3,00, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἐκεῖ ὑφίστανται ὅλοι οἱ κοινωνικοὶ παράγοντες ποὺ κάνουν μία ὁποιαδήποτε ἄλλη χώρα νὰ βρίσκεται ὑπὸ καθεστὼς ὑπογεννητικότητας (οἰκονομικὴ ἀνάπτυξη, καλὸ βιοτικὸ ἐπίπεδο, ἀστεοποίηση, ἐκπαίδευση τῶν γυναικῶν, δυτικὰ ἤθη κ.λπ.). Καὶ δὲν εἶναι δύσκολο νὰ καταλάβει κανείς γιατί. Τὸ Ἰσραὴλ ἀντιμετωπίζει ἀπὸ τὴν στιγμὴ τῆς δημιουργίας του κίνδυνο ἀφανισμοῦ ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς του.
Ἡ Ἑλλάδα αὐτὸ τὸ ἔχει ξεχάσει, σὲ σημεῖο ὥστε νὰ ἔχει μετατραπεῖ σὲ καρπαζοεισπράκτορα τῶν Ἀλβανῶν καὶ τῶν Σκοπιανῶν. Ἕνας πόλεμος τὸ 1974 θὰ ἦταν ὅ,τι χρειαζόταν. Θὰ ἀφύπνιζε τὴν ἐθνικὴ συνείδηση, θὰ τόνωνε τὸ μῖσος τῶν Ἑλλήνων γιὰ τοὺς Τούρκους καὶ θὰ προκαλοῦσε τὴν ἐθνικὴ συνοχή, ὥστε νὰ ξεπερασθοῦν τὰ μίση καὶ οἱ διχασμοὶ τοῦ Ἐμφυλίου (πεῖτε τον ὅπως θέλετε). Καὶ αὐτὸ θὰ συνέβαινε ἀκόμη κι ἄν χάναμε, καθότι θὰ καλλιεργοῦσε τὸν πόθο γιὰ ἐκδίκηση.
Ἡ ἀπώλεια τῆς αἴσθησης τῆς ἐχθρικῆς ἀπειλῆς, ἡ ἡσυχία, ἡ καλοπέραση -καὶ ὁ εἰρηνισμὸς ποὺ τὶς θεωρητικοποιεῖ- εἶναι ἡ συνταγὴ τῆς καταστροφῆς, ἀκόμη κι «πονάει γλυκά» τὸ μαχαίρι τῆς εὐμάρειας. Τὸ ὑπαρξιακὸ ἐρώτημα τῆς Ἑλλάδας εἶναι ἄν θέλει νὰ ζήσει ἤ νὰ πεθάνει. Τὸ 1,33 (μαζὶ μὲ τὶς χιλιάδες ἐτήσιες δολοφονίες ἀγέννητων Ἑλληνόπουλων) μᾶλλον μᾶς δίνει τὴν ἀπάντηση.
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.