Του Γιώργου Καραμπελιά
Το παρασιτικό μοντέλο ανάπτυξης και ένταξης στην παγκόσμια οικονομία και κοινωνία που ακολουθούσε η Ελλάδα, την οδήγησε στα βράχια από τη δεκαετία του 2010 μετά την πρώτη μεγάλη κρίση της παγκοσμιοποίησης ενώ και μπροστά στην κρίση του κορωνοϊού κατέδειξε τη γύμνια μιας οικονομίας που στηρίζεται στην τουριστική μονοκαλλιέργεια. Η δε απάντηση σε αυτή τη σαρωτική και εκθεμελειωτική κρίση μιας ολόκληρης δεκαετίας θέτει και πάλι επιτακτικά όχι απλώς ένα ζήτημα μοντέλου ανάπτυξης –με μια περιγραφική και στενά οικονομική έννοια– αλλά αφορά και κινητοποιεί την κατεύθυνση της κοινωνίας μας με μια βαθύτερη και ουσιαστικότερη έννοια.
Όλοι οι λαοί, ιδιαίτερα οι εκτός Δύσεως που κατόρθωσαν να αντιμετωπίσουν θετικά και δημιουργικά το σοκ της παγκοσμιοποίησης, όπως η Κίνα, η Ιαπωνία, η Νότιος Κορέα, στηρίχτηκαν σε αυτό που αποκαλούμε εδώ «εκσυγχρονισμό της παράδοσης». Δηλαδή στήριξαν τον εκσυγχρονισμό τους στη δικιά τους παράδοση, εντάσσοντας τα επείσακτα από τη Δύση στοιχεία, της βιομηχανίας, της τεχνολογίας, της επιστήμης σε αυτήν.
Απαιτείται δηλαδή ένα νέο μοντέλο παραγωγής και κοινωνικής αναπαραγωγής, που αποκαλούμε «εκσυγχρονισμό της παράδοσης», δηλαδή να στηριχθείς στην παράδοσή σου ώστε να έχεις ρεαλιστικές προτάσεις για το σήμερα. … Ο Σολωμός πήρε το δημοτικό τραγούδι και γράφει πως, πρέπει να γράψουμε σήμερα σύμφωνα με τη προσωπική μας άποψη, πατώντας πάνω σε αυτό, και όχι μαϊμουδίζοντάς το:
«Η κλέφτικη ποίησι είναι όμορφη και ενδιαφέρουσα καθώς μ’ αυτήν παράστησαν ανεπιτήδευτα ο Κλέφτες τη ζωή τους, τις ιδέες τους και τα αισθήματά τους. Δεν έχει το ίδιο ενδιαφέρον στο δικό μας στόμα. Το έθνος ζητά από μας το θησαυρό της δικής μας διανοίας, της ατομικής, ντυμένον εθνικά»[1].Ο Σεφέρης, αναφωνεί «γυρίσαμε διψασμένοι από τη Δύση» και «ανακαλύπτει» τον συγγραφέα Μακρυγιάννη και τον ζωγράφο Θεόφιλο. Θα πρέπει να κάνεις σύγχρονη τη δική σου παράδοση, και όχι αυτή να μένει απλώς προσκολλημένη στο παρελθόν, αγκιστρωμένη μόνο στην Εκκλησία και στους λαϊκούς χορούς – πολύ καλά κάνουμε, αλλά δεν αρκούν. Διότι από την άλλη πλευρά, το σύγχρονο έχει καταντήσει να εισάγεις τα πάντα, και προϊόντα και ιδέες.
Και όμως, ό,τι καινούργιο και σπουδαίο παρουσιάσαμε στην ιστορία μας στηριζόταν σε αυτή την αρχή, τον εκσυγχρονισμό της παράδοσης. Εκεί εντάσσεται και το θέμα της σχέσης ατόμου και συλλογικότητας. Οι Αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν ότι η σύνθεση ατόμου και συλλογικότητας είναι ο πολίτης. Ο πολίτης δεν είναι άτομο. Για τον Αριστοτέλη, είναι ο άνθρωπος που βρίσκεται μέσα στην κοινότητα. Και στην ίδια παράδοση συνέχισε αργότερα η Ορθοδοξία με την ανάδειξη του Προσώπου. Αντίθετα, ο άνθρωπος που γίνεται «αποκλειστικά» άτομο παύει να είναι άνθρωπος. Η ανθρωποποίηση προϋποθέτει τη συλλογικότητα, από τη στιγμή που γεννιέται το μικρό παιδί. Η κοινότητα διαμορφώνει τον άνθρωπο ως ατομικότητα και συλλογικότητα ταυτόχρονα. Αυτό αποκαλούμε πρόσωπο στην παράδοσή μας. Όλα αυτά τα στοιχεία, τα έχουν και άλλοι λαοί. Ωστόσο ο κάθε λαός πρέπει να επιλέξει τον δρόμο που τον συνδέει συγκεκριμένα με τη δική του παράδοση. Βεβαίως και θα εισαγάγεις και πράγματα, όμως θα πρέπει να έχουμε δημιουργήσει και κάτι, να μην είμαστε ο «κύριος εισαγόμενος»!
Πρόκειται για ένα ζήτημα που συχνά παρανοείται. Και όμως η ίδια η παράδοση χτίζεται πάντοτε μέσα από τον «εκσυγχρονισμό» του ίδιου του παρελθόντος της! Το δημοτικό τραγούδι πάτησε πάνω στο ακριτικό, και το ρεμπέτικο πάνω στο δημοτικό και το λαϊκό. Ο Παπαδιαμάντης, όταν έγραφε τη Φόνισσα ή τους Εμπόρους των Εθνών, ο Σολωμός όταν έγραφε τους «Ελευθέρους Πολιορκημένους», ο Ελύτης όταν έγραφε το « Άξιον Εστί» ο Θεοδωράκης τον «Επιτάφιο», και ο Σκαλκώτας τα έργα του, μάλλον “εκσυγχρόνιζαν” την παράδοση μας, δηλαδή πατούσαν πάνω σε αυτή για να οικοδομήσουν κάτι σύγχρονο. Αν πιστεύεις αντίθετα ότι αρκεί η παράδοσή μας ως έχει τότε είσαι καταδικασμένος να εισαγάγεις τα περισσότερα από έξω και ταυτόχρονα να μουμιοποιείς την παράδοση.
Και αυτό ισχύει για τα πάντα, παραγωγή προϊόντων και ιδεών. “Εκσυγχρονίζω” την παράδοση σε ότι αφορά στην αγροτική παραγωγή π.χ. σημαίνει πως στηρίζομαι στο παραδοσιακό πολυκαλλιεργητικό μοντέλο της χώρας και ταυτόχρονα χρησιμοποιώ, όσο χρειάζεται, σύγχρονα μέσα καλλιέργειας. Δεν καλλιεργώ με το άλογο, ούτε αλωνίζω με τα μουλάρια. Και μάλιστα προσπαθώ να δημιουργήσω αγροτικά μηχανήματα προσαρμοσμένα στο έδαφος και το κλίμα μου. Αν αρνούμαι να εκσυγχρονίσω την αγροτική μου παράδοση, είμαι μάλλον καταδικασμένος να εισάγω λεμόνια από την… Αργεντινή.
Σε ότι αφορά στη βιομηχανική παραγωγή δεν μπορώ να παράγω με το αμόνι και το φυσερό, αλλά χρησιμοποιώντας τα σύγχρονα ηλεκτρονικά μέσα, επαναφέρω την βιομηχανία και τη βιοτεχνία στην περιφέρεια και ανασταίνω την παλιά μαστορική και βιοτεχνική μας παράδοση με την βοήθεια του… κομπιούτερ.
Στο Συνεταιρισμό του Βελβεντού χρησιμοποιούν σύγχρονα μέσα για την τυποποίηση των φρούτων, επικοινωνούν μεταξύ τους με e-mail αλλά διατηρούν την κοινοτιστική παράδοσή μας, με την ισότιμη συμμετοχή όλων, που επιτρέπει στον συνεταιρισμό να λειτουργεί αποδοτικά, προσαρμοσμένος στην πραγματικότητα μιας χώρας με διάσπαρτο αγροτικό κλήρο, κ.λπ. κ.λπ.
Διαφορετικά θα είσαι καταδικασμένος να εισάγεις τα πάντα από το εξωτερικό, όπως κάνει η σύγχρονη Ελλάδα, καθώς και κάποιοι δήθεν οπαδοί της παράδοσης που κάνουν μακριές μετάνοιες στο Άγιον Όρος και επιμένουν στην απαρέγκλιτη “τήρηση της παράδοσης” αλλά κινούνται με 4Χ4 με θερμαινόμενα καθίσματα…!
Το ίδιο ισχύει προφανώς και στο επίπεδο των ιδεών, της κοινωνίας, της καλλιτεχνικής παραγωγής. Σήμερα δεν μπορούμε να βλέπουμε μόνο θέατρο σκιών και κουκλοθέατρο αλλά και κινηματογράφο. Το πρόβλημα είναι πως θα δημιουργήσουμε έναν κινηματογράφο που συνδέεται με τον… καραγκιόζη μας, όπως έκανε ο Θανάσης Βέγγος στην εποχή του. Προφανώς λοιπόν και δεν αρκεί σήμερα ο Παπαδιαμάντης. Χρειαζόμαστε κάποιον που να συνεχίζει την παράδοση του, σήμερα, διαφορετικά είμαστε καταδικασμένοι να διαβάζουμε ξένες μεταφράσεις ή ακόμα χειρότερα ψευδο-ελληνικά έργα που δεν έχουν καμία σχέση με την παράδοσή μας. Ως προς το πολιτικό μοντέλο διακυβέρνησης όπου θα πρέπει να συνδυάσουμε την Αθηναϊκή παράδοση της άμεσης δημοκρατίας με τον κοινοτισμό μας, με τις συνθήκες ύπαρξης μεγαπόλεων όπως ή Αθήνα και ενός παγκοσμιοποιημένου σύμπαντος.
Δεν υπάρχουν πολλές επιλογές είναι μόνον δύο. Είτε μαϊμουδίζεις τους ξένους και εισάγεις τα πάντα, προϊόντα και ιδέες, όπως κάνει η σύγχρονη Ελλάδα, ή προσπαθείς να κτίσεις τον σύγχρονο κόσμο σου, ενσωματώνοντας το οθνείο στην παράδοσή σου. Προφανώς λοιπόν δεν ζητούμε να «εκσυγχρονίσουμε» τον Παπαδιαμάντη μέσα από «μεταφράσεις», όπως δυστυχώς έκαναν και δόκιμοι συγγραφείς μας, αλλά γεννώντας σήμερα συγγραφείς που συνεχίζουν την παράδοση και το έργο του. Διαφορετικά παραμένουμε απλώς ηττημένοι νοσταλγοί της παράδοσής μας και δεν παλεύουμε να την αναγεννήσουμε. Και ένας μόνο τρόπος υπάρχει γι’ αυτό, να καταστεί εκ νέου σύγχρονη πρόταση ζωής και κοινωνίας. Για να αναβιώσουμε την κοινοτική παράδοση θα πρέπει να σπάσουμε τον Αθηνοκεντρισμό, να δημιουργήσουμε νέα εργαλεία αυτοδιοίκησης κ.λπ. κ.λπ.
Υ.Γ Αξίζει να υπενθυμίσουμε σε όλους τους φίλους που δικαίως θεωρούν τη γενιά του ’30 ως στη σημαντικότερη γενιά που προσπάθησε να συνδυάσει παράδοση και εκσυγχρονισμό, πως αυτή δεν ήταν συνδεδεμένη μόνο με εκείνον τον μεγάλο ελληνισμό που έλαβε τέλος το 1922 αλλά και με μία εσωτερικοποίηση της παραγωγικής διαδικασίας. Εσωτερικοποίηση που επιταχύνθηκε ιδιαίτερα μετά την κρίση του 1929 όταν η ελληνική οικονομία και κοινωνία στρέφονται προς τα μέσα για να αντέξουν και τη Μεγάλη Καταστροφή του ’22 αλλά και την κρίση και τη διάλυση ενός οικονομικού μοντέλου στηριγμένου στις εισαγωγές που επέφερε το ’29. Τότε θα διπλασιαστεί σχεδόν η καλλιεργήσιμη γη της χώρας και θα αποξηρανθούν τα έλη, τότε θα χτιστεί η μηχανουργία, η αμυντική βιομηχανία, τα πρώτα ναυπηγεία. Ο «ελληνοκεντρισμος» της γενιάς του 30, που τόσο ενοχλεί τους εθνομηδενιστές, συμβάδιζε και με ένα αντίστοιχο παραγωγικό μοντέλο. Παράλληλα με τον Σεφέρη η… αποξήρανση της Κωπαΐδας, δίπλα στον Τσαρούχη το… μηχανουργείο του Μαλκότση και όλος ο βιομηχανικός Πειραιάς.
[1] Διονύσιος Σολωμός, «Επιστολή προς Γεώργιο Τερτσέτη», 1 Ιουνίου 1833, από τα Άπαντα, τ. 3 (Αλληλογραφία), επιμ. Λίνου Πολίτη, Ίκαρος 1991, σ. 254.
Διαβάστε επίσης:
ΣΧΟΛΙΟ:
Το σοφό αυτό κείμενο πρέπει να διαβαστεί με σοφία=αγάπη. Να μη το διαβάσουμε στα πεταχτά όπως κάνουμε με τα ‘δημοσιογραφικά’ κείμενα. Αν το αφήσουμε να μπει μέσα μας, θα τιμήσουμε την Παράδοσή μας, που διακρίνει τη Γνώση-Αλήθεια του Νου από τη γνώση-πληροφορία της σκέψης.
Η Αλήθεια είναι πως οι Λαοί είναι υπαρκτά συλλογικά όντα. Είναι μαϊμουδισμός το να πιστεύουμε όπως οι Δυτικοί ότι δεν υπάρχει το όν Κοινωνία.
Ο ελληνικός πολιτισμός ξεχωρίζει από τους άλλους επειδή στηρίζεται πάνω στην Συλλογική Ύπαρξη, στο Καθολικό Όν του Εμείς.
Η Αλήθεια για τη σημασία της Οικογένειας και της Πατρίδας στην παράδοσή μας έχει να κάνει με το θεμέλιο του ελληνικού πολιτισμού: Το κοινωνείν.
Η Σοφία των Ελλήνων έγκειται στην αντίληψη για τον άνθρωπο: στο ότι διαθέτει Νου/Λόγο εκτός από σκέψη/λογική. Αλλά τον διαθέτει μόνον όταν αυτή η ψυχική του ενέργεια είναι ενωμένη με άλλα έλΛογα όντα σε μια Κοινωνία Λόγου, σε μια καθολική ύπαρξη = πολιτική Κοινωνία.
Η Αλήθεια είναι πως ο πολίτης είναι ένα καθολικό όν, που θα πει ολοκληρωμένος-τέλειος Άνθρωπος.
Η Παράδοσή μας καταστράφηκε στην αρχαία εποχή από τον ατομικισμό-υποκειμενισμό-σχετικισμό των σοφιστών-κυνικών-στωικών. Στη σύγχρονη εποχή υιοθετήσαμε πάλι τον τρόπο ύπαρξης που μας εξοντώνει.
Η Παράδοση μας είναι η Αλήθεια της Ύπαρξης: ότι το Είναι είναι Γίγνεσθαι. Η ίδια η φύση του ανθρώπου είναι Γίγνεσθαι. Το ξέρει η ψυχή του ελληνικού λαού ότι «Άνθρωπος γίνεσαι». Και γίνεσαι μόνο με τον τρόπο της Συλλογικής Ύπαρξης, τον τρόπο της Ανιδιοτέλειας, του Φιλότιμου.
Η επαναδημιουργία της Παράδοσής μας έχει μόνο μια προϋπόθεση: να την αγαπήσουμε. Αλλά η Αγάπη γεννιέται από μια Γνώση-Θαυμασμό. Πράγμα που σημαίνει ότι πρέπει πρώτα να ξεμάθουμε τις στρεβλές γνώσεις των Δυτικών για το ποιοι πραγματικά είμαστε.
Ο Γ. Καραμπελιάς τονίζει το γεγονός ότι διατήρηση-αναπαραγωγή μιας Δημιουργίας είναι και αυτή Δημιουργία: δεν γίνεται να την ανασταίνεις πεθαίνοντάς την σαν μούμια.
Χρειάζεται επίσης και προσοχή στα Νοήματα που δανειζόμαστε από τη Δύση, με τα οποία καταστρέφουμε αυτό που πάμε να δημιουργήσουμε.
Η ίδια ή έννοια εκσυγχρονισμός είναι πολύ επικίνδυνη γιατί δεν ακουμπάει στην Παράδοσή μας και σημαίνει τη κόλλημα των Δυτικών στη Μοντερνικότητα. Αυτό που έχει στον νου του ο συγγραφέας είναι η επικαιροποίηση, η επανοικειοποίηση, η ελληνική «μοντερνικότητα» της γενιάς του ’30.
Να είμαστε προσεκτικοί γιατί στην κυρίαρχη σκέψη, εκσυγχρονισμός σημαίνει μονομανία για «πρόοδο» με μανία καταδίωξης του παρελθόντος». Συνεπώς, εκσυγχρονισμός της Παράδοσης στα μυαλά που επικρατούν έχει το νόημα της αντικατάστασής της, ως εξ ορισμού «οπισθοδρομικής», με κάτι ριζικά διαφορετικό.
Η Παράδοσή μας θα είναι πάλι ζωντανή όταν εμείς, οι φορείς της, πάψουμε να ζούμε μισοπεθαμένοι, χωρίς το μισό της ψυχής μας, το καλό μας κομμάτι. Όταν δηλαδή αγαπήσουμε πάλι την Πατρίδα μας, χάρη στην οποία και μόνο μπορούμε να υπάρχουμε Ολόκληροι.
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com