«Καθόμουνα και δούλευα σε μιαν άκερδη δουλειά, στεναχωρημένος από κάθε στέρηση, σε καιρό που οι άλλοι κοιτάζανε μέρα- νύχτα να μαζέψουνε χρυσάφι, να καλοπεράσουνε… Καθόμουνα μέσα σ’ εκκλησιές παμπάλαιες, σε καιρό που φυσούσε η ογρή νοτιά και πέφτανε ασβέστες από τις αρχαίες ζωγραφιές. Σε κοιμητήρια παρατημένα, μολυντήρια περπατούσανε απάνω στους άγιους, τρίζανε οι νεκρόκασσες από τη ζέστη. Ωστόσο, εκεί μέσα εγώ αναπαυόμουν, καθόμουν μακρυά από την κακία κι από τη δόξα, παρηγοριά εύρισκε το πνεύμα μου. Συλλογιζόμουνα: γιατί τάχα ο ήλιος λαμποκοπά ακόμα στον ουρανό και δεν μουρκίζεται, σαν ένας βώλος καρβουνιασμένος, αφού η λάμψη του που κάνει παράδεισο τούτον τον κόσμο, στάθηκε ανήμπορη να αλλάξει τον τυφλοπόντικα σε πλάσμα καλό κι ευτυχισμένο, ν’ ανοίξει τα μάτια του τα σφαλισμένα, ώστε να ζήσει μακάριος, περιζωσμένος από τόσες χαρές αμέτρητες;»
ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ
Έφυγε σαν σήμερα το 1965, δυο μέρες πριν ο Τόπος μπει σε μια καταστροφική περιδίνηση από την οποία δεν βγήκε ποτέ. Σε μια περιδίνηση που όλα τα ανέτρεψε εκτός από την ξιπασμένη μίμηση σαν διαβατήριο σταδιοδρομίας. Διαβατήριο που σφραγίζουν πάντα οι «ενωμένοι σαν τις κάμπιες πνευματικοί σαλταδόροι», για να θυμηθούμε την έξοχη παρομοίωση του μακαριστού.
ΠΗΓΗ: f/b Kostas Hatziantoniou
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.