Σταμάτης Ν. Παπασταματέλος
«Τώρα που παντρεύεσαι σου το λέω, άλλη μια, πως σ’ αγαπώ».
(Χειμερινοί κολυμβητές)
Το θέμα στην ημερήσια διάταξη. Το παιχνίδι «κλέφτες και αστυνόμοι», συνεχίζεται. Η κοινωνία παρακολουθεί αμέτοχη την πάλη στο ρινγκ της εξουσίας, χειροκροτώντας πότε τους μεν, πότε τους δε. Το σκηνικό μοιάζει χολυγουντιανό, ψεύτικο σ’ ένα κράτος που τα σόγια των γιάπις made in Greece –οξύμωρο, αλλά κιτς– κυβερνούν τα όνειρά μας. Ο νέος νόμος «για την προστασία της κοινωνίας από το οργανωμένο έγκλημα» ήρθε έγκαιρα, για να δέσει ο χυλός.
Τα πράγματα θα ήταν απλά αν επρόκειτο για μια κατά μέτωπον σύγκρουση δύο ηγεμονικών τάσεων, της νεοφιλελεύθερης με την σοσιαλιστική, στο πεδίο της νομής της κρατικής μηχανής. Πρόκειται, όμως, απλούστερα για μια απόπειρα της εξουσίας ως αυτοσκοπού να δηλώσει και τους τελευταίους θύλακες ελευθερίας, τις τελευταίες εστίες του πνεύματος μέσα σ’ ένα σύμπαν όπου αυτό αλλοτριώνεται σε πράγμα. Σ’ αυτή την απόπειρα μετέχει σύνολο το φάσμα του κομματικοκρατικού πολιτικού μας συστήματος, απ’ την μια πλευρά και η γρηγορούσα συνείδηση της ελληνικής κοινωνίας από την άλλη. Όσο κι αν το παραπάνω φαίνεται θεωρητικό δάνειο απ’ την προβληματική της σχολής της Φρανκφούρτης, διασκευασμένο στα καθ’ ημάς, είναι, κατά την αίσθησή μου, μόνο η αλήθεια.
Στεκόμενοι αντιμέτωποι με τον εξευρωπαϊσμό, απογυμνωμένο απ’ όλα τα προσωπεία και τους διαμεσολαβητικούς προς τους πολίτες μηχανισμούς του, μένοντας μόνοι απέναντι στην συναίνεση δυτικοευρωπαϊκού τύπου για την μετατροπή του κοινωνικού ιστού σε καταναλωτική και καταναλώσιμη μάζα κινδυνεύοντας να κλειστούμε σε γκέτο και νησίδες αυτοβαυκαλισμού, παρακολουθούμε το νέο «κυνήγι μαγισών». Οι αρχοντοχωριάτες της τεχνοκρατικής αφασίας προστρέχουν για να επιβάλλουν το στρατωνιστικό τους Το θέμα στην ημερήσια διάταξη. Το παιχνίδι «κλέφτες και αστυνόμοι», συνεχίζεται. Η κοινωνία παρακολουθεί αμέτοχη την πάλη στο ρινγκ της εξουσίας, χειροκροτώντας πότε τους μεν, πότε τους δε. Το σκηνικό μοιάζει χολυγουντιανό, ψεύτικο σ’ ένα κράτος που τα σόγια των γιάπις made in Greece –οξύμωρο, αλλά κιτς– κυβερνούν τα όνειρά μας. Ο νέος νόμος «για την προστασία της κοινωνίας από το οργανωμένο έγκλημα» ήρθε έγκαιρα, για να δέσει ο χυλός. Τα πράγματα θα ήταν απλά αν επρόκειτο για μια κατά μέτωπον σύγκρουση δύο ηγεμονικών τάσεων, της νεοφιλελεύθερης με την σοσιαλιστική, στο πεδίο της νομής της κρατικής μηχανής. Πρόκειται, όμως, απλούστερα για μια απόπειρα της εξουσίας ως αυτοσκοπού να δηλώσει και τους τελευταίους θύλακες ελευθερίας, τις τελευταίες εστίες του πνεύματος μέσα σ’ ένα σύμπαν όπου αυτό αλλοτριώνεται σε πράγμα. Σ’ αυτή την απόπειρα μετέχει σύνολο το φάσμα του κομματικοκρατικού πολιτικού μας συστήματος, απ’ την μια πλευρά και η γρηγορούσα συνείδηση της ελληνικής κοινωνίας από την άλλη. Όσο κι αν το παραπάνω φαίνεται θεωρητικό δάνειο απ’ την προβληματική της σχολής της Φρανκφούρτης, διασκευασμένο στα καθ’ ημάς, είναι, κατά την αίσθησή μου, μόνο η αλήθεια.
Στεκόμενοι αντιμέτωποι με τον εξευρωπαϊσμό, απογυμνωμένο απ’ όλα τα προσωπεία και τους διαμεσολαβητικούς προς τους πολίτες μηχανισμούς του, μένοντας μόνοι απέναντι στην συναίνεση δυτικοευρωπαϊκού τύπου για την μετατροπή του κοινωνικού ιστού σε καταναλωτική και καταναλώσιμη μάζα κινδυνεύοντας να κλειστούμε σε γκέτο και νησίδες αυτοβαυκαλισμού, παρακολουθούμε το νέο «κυνήγι μαγισών». Οι αρχοντοχωριάτες της τεχνοκρατικής αφασίας προστρέχουν για να επιβάλλουν το στρατωνιστικό τους όραμα, θέτοντας εκ ποδών τ’ ανθρώπινα δικαιώματα. Κι οι άλλοι: ανασηκώνοντας έναν παλαιολιθικό αντικαπιταλισμό, αναζητώντας στους φονιάδες του ελληνικού «αντάρτικου πόλης» Ρομπέν των δασών, γραφικοί στην προσδοκία της επανάστασης, μας αφηνουν παγερά αδιάφορους στα προγραμματικά τους γκουλάγκ. Με ποιους απ’ τους δύο είμαστε; Με κανέναν.
Όταν ζεις την ομορφιά δεν ψάχνεις για όμορφες και όμορφους. Όταν καθρεφτίζεσαι στη γνησιότητα δεν σε ξεγελούν οι imitation προοδευτικοί ή συντηρητικοί. Όταν σε φουρτουνιάζει ο έρωτας δεν εκβράζεσαι στα ρηχά νερά των ξύλινων ιδεολογικών συστημάτων με τους σιδερένιους λόγους. Οι τρομοκράτες, ερμηνεύοντας μονοδιάστατα τον άνθρωπο και την ιστορία, αναζητούν την επαλήθευση της μελλοντολογούσης νεότητός τους στην ηθική του ρεβόλβερ. Αυτοαναγορευμένοι σωτήρες της κοινωνίας επιδιώκουν ως «φωτισμένη πρωτοπορεία», να αυτοδικαιωθούν αποκαθαίροντας και τους άλλους. Γι’ αυτό και αδυνατούν να νοιώσουν τους τελώνες και τις πόρνες.
Η αυτοκριτική μας δεν μπορεί, ασφαλώς να είναι ό,τι υστερήσαμε σε προοδευτισμό και ανατρεπτικότητα, αλλά ταυτίζεται με την διερώτηση αν υπήρξαμε αρκετά ηλίθιοι, με την ντοστογιεφσκική νοηματοδότηση της λέξης. Ας αφήσουμε την καθαρσιολογία για τους μπετοναρισμένους ιδεολόγους. Η τρομοκρατία των κρατιστών και των ακρατών «αντικρατιστών» μας οργώνει και μας πονά. Οι συντάκτες τρομο-νόμων παραμένουν ανυποψίαστοι για τον αναστάσιμο, ήτοι όντως επαναστατικό χαρακτήρα που έχει ένα δάκρυ, ένα χτυποκάρδι, ένα ψιθυρισμένο «σ’ αγαπώ».
Ως ν’ αλλάξουν οι δομές ας κρατήσουμε την ανθρωπιά μας. Είναι η μόνη που δεν παράγει τρόμο.
Από το περιοδικό ῾Εξοδος῾, Χειμώνας 1990-91, τχ 4(8), σελ. 3.
Ευχαριστίες πολλές στον Ανδρέα Αργυρόπουλο για την παραχώρηση του περιοδικού και τον Βασίλη Μούσκουρη για την πληκτρογράφηση.
πηγή: Αντίφωνο
«Τώρα που παντρεύεσαι σου το λέω, άλλη μια, πως σ’ αγαπώ».
(Χειμερινοί κολυμβητές)
Το θέμα στην ημερήσια διάταξη. Το παιχνίδι «κλέφτες και αστυνόμοι», συνεχίζεται. Η κοινωνία παρακολουθεί αμέτοχη την πάλη στο ρινγκ της εξουσίας, χειροκροτώντας πότε τους μεν, πότε τους δε. Το σκηνικό μοιάζει χολυγουντιανό, ψεύτικο σ’ ένα κράτος που τα σόγια των γιάπις made in Greece –οξύμωρο, αλλά κιτς– κυβερνούν τα όνειρά μας. Ο νέος νόμος «για την προστασία της κοινωνίας από το οργανωμένο έγκλημα» ήρθε έγκαιρα, για να δέσει ο χυλός.
Τα πράγματα θα ήταν απλά αν επρόκειτο για μια κατά μέτωπον σύγκρουση δύο ηγεμονικών τάσεων, της νεοφιλελεύθερης με την σοσιαλιστική, στο πεδίο της νομής της κρατικής μηχανής. Πρόκειται, όμως, απλούστερα για μια απόπειρα της εξουσίας ως αυτοσκοπού να δηλώσει και τους τελευταίους θύλακες ελευθερίας, τις τελευταίες εστίες του πνεύματος μέσα σ’ ένα σύμπαν όπου αυτό αλλοτριώνεται σε πράγμα. Σ’ αυτή την απόπειρα μετέχει σύνολο το φάσμα του κομματικοκρατικού πολιτικού μας συστήματος, απ’ την μια πλευρά και η γρηγορούσα συνείδηση της ελληνικής κοινωνίας από την άλλη. Όσο κι αν το παραπάνω φαίνεται θεωρητικό δάνειο απ’ την προβληματική της σχολής της Φρανκφούρτης, διασκευασμένο στα καθ’ ημάς, είναι, κατά την αίσθησή μου, μόνο η αλήθεια.
Στεκόμενοι αντιμέτωποι με τον εξευρωπαϊσμό, απογυμνωμένο απ’ όλα τα προσωπεία και τους διαμεσολαβητικούς προς τους πολίτες μηχανισμούς του, μένοντας μόνοι απέναντι στην συναίνεση δυτικοευρωπαϊκού τύπου για την μετατροπή του κοινωνικού ιστού σε καταναλωτική και καταναλώσιμη μάζα κινδυνεύοντας να κλειστούμε σε γκέτο και νησίδες αυτοβαυκαλισμού, παρακολουθούμε το νέο «κυνήγι μαγισών». Οι αρχοντοχωριάτες της τεχνοκρατικής αφασίας προστρέχουν για να επιβάλλουν το στρατωνιστικό τους Το θέμα στην ημερήσια διάταξη. Το παιχνίδι «κλέφτες και αστυνόμοι», συνεχίζεται. Η κοινωνία παρακολουθεί αμέτοχη την πάλη στο ρινγκ της εξουσίας, χειροκροτώντας πότε τους μεν, πότε τους δε. Το σκηνικό μοιάζει χολυγουντιανό, ψεύτικο σ’ ένα κράτος που τα σόγια των γιάπις made in Greece –οξύμωρο, αλλά κιτς– κυβερνούν τα όνειρά μας. Ο νέος νόμος «για την προστασία της κοινωνίας από το οργανωμένο έγκλημα» ήρθε έγκαιρα, για να δέσει ο χυλός. Τα πράγματα θα ήταν απλά αν επρόκειτο για μια κατά μέτωπον σύγκρουση δύο ηγεμονικών τάσεων, της νεοφιλελεύθερης με την σοσιαλιστική, στο πεδίο της νομής της κρατικής μηχανής. Πρόκειται, όμως, απλούστερα για μια απόπειρα της εξουσίας ως αυτοσκοπού να δηλώσει και τους τελευταίους θύλακες ελευθερίας, τις τελευταίες εστίες του πνεύματος μέσα σ’ ένα σύμπαν όπου αυτό αλλοτριώνεται σε πράγμα. Σ’ αυτή την απόπειρα μετέχει σύνολο το φάσμα του κομματικοκρατικού πολιτικού μας συστήματος, απ’ την μια πλευρά και η γρηγορούσα συνείδηση της ελληνικής κοινωνίας από την άλλη. Όσο κι αν το παραπάνω φαίνεται θεωρητικό δάνειο απ’ την προβληματική της σχολής της Φρανκφούρτης, διασκευασμένο στα καθ’ ημάς, είναι, κατά την αίσθησή μου, μόνο η αλήθεια.
Στεκόμενοι αντιμέτωποι με τον εξευρωπαϊσμό, απογυμνωμένο απ’ όλα τα προσωπεία και τους διαμεσολαβητικούς προς τους πολίτες μηχανισμούς του, μένοντας μόνοι απέναντι στην συναίνεση δυτικοευρωπαϊκού τύπου για την μετατροπή του κοινωνικού ιστού σε καταναλωτική και καταναλώσιμη μάζα κινδυνεύοντας να κλειστούμε σε γκέτο και νησίδες αυτοβαυκαλισμού, παρακολουθούμε το νέο «κυνήγι μαγισών». Οι αρχοντοχωριάτες της τεχνοκρατικής αφασίας προστρέχουν για να επιβάλλουν το στρατωνιστικό τους όραμα, θέτοντας εκ ποδών τ’ ανθρώπινα δικαιώματα. Κι οι άλλοι: ανασηκώνοντας έναν παλαιολιθικό αντικαπιταλισμό, αναζητώντας στους φονιάδες του ελληνικού «αντάρτικου πόλης» Ρομπέν των δασών, γραφικοί στην προσδοκία της επανάστασης, μας αφηνουν παγερά αδιάφορους στα προγραμματικά τους γκουλάγκ. Με ποιους απ’ τους δύο είμαστε; Με κανέναν.
Όταν ζεις την ομορφιά δεν ψάχνεις για όμορφες και όμορφους. Όταν καθρεφτίζεσαι στη γνησιότητα δεν σε ξεγελούν οι imitation προοδευτικοί ή συντηρητικοί. Όταν σε φουρτουνιάζει ο έρωτας δεν εκβράζεσαι στα ρηχά νερά των ξύλινων ιδεολογικών συστημάτων με τους σιδερένιους λόγους. Οι τρομοκράτες, ερμηνεύοντας μονοδιάστατα τον άνθρωπο και την ιστορία, αναζητούν την επαλήθευση της μελλοντολογούσης νεότητός τους στην ηθική του ρεβόλβερ. Αυτοαναγορευμένοι σωτήρες της κοινωνίας επιδιώκουν ως «φωτισμένη πρωτοπορεία», να αυτοδικαιωθούν αποκαθαίροντας και τους άλλους. Γι’ αυτό και αδυνατούν να νοιώσουν τους τελώνες και τις πόρνες.
Η αυτοκριτική μας δεν μπορεί, ασφαλώς να είναι ό,τι υστερήσαμε σε προοδευτισμό και ανατρεπτικότητα, αλλά ταυτίζεται με την διερώτηση αν υπήρξαμε αρκετά ηλίθιοι, με την ντοστογιεφσκική νοηματοδότηση της λέξης. Ας αφήσουμε την καθαρσιολογία για τους μπετοναρισμένους ιδεολόγους. Η τρομοκρατία των κρατιστών και των ακρατών «αντικρατιστών» μας οργώνει και μας πονά. Οι συντάκτες τρομο-νόμων παραμένουν ανυποψίαστοι για τον αναστάσιμο, ήτοι όντως επαναστατικό χαρακτήρα που έχει ένα δάκρυ, ένα χτυποκάρδι, ένα ψιθυρισμένο «σ’ αγαπώ».
Ως ν’ αλλάξουν οι δομές ας κρατήσουμε την ανθρωπιά μας. Είναι η μόνη που δεν παράγει τρόμο.
Από το περιοδικό ῾Εξοδος῾, Χειμώνας 1990-91, τχ 4(8), σελ. 3.
Ευχαριστίες πολλές στον Ανδρέα Αργυρόπουλο για την παραχώρηση του περιοδικού και τον Βασίλη Μούσκουρη για την πληκτρογράφηση.
πηγή: Αντίφωνο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.