Και με τη βοήθεια του Φουκώ πώς να ξεχωρίζετε το “φρέσκο γάλα” από το “γάλα υψηλής παστερίωσης”: ένας πρακτικός οδηγός.
Tης Ντίνας Τζουβάλα
Ποιον θα ρωτάγατε για να διαπιστώσετε αν το γάλα που πίνετε είναι φρέσκο; Πολλοί θα μπορούσαν να σας διαφωτίσουν σ’ αυτό το απλούστατο ερώτημα: ένας αγρότης, ένας βιολόγος, ένας χημικός, ακόμα κι ένας παππούς σε κάποιο χωριό. Θα μπορούσατε, ακόμα, επιστρατεύοντας την κοινή λογική σας, να συμπεράνετε ότι προφανώς (πολύ) λίγες ημέρες μετά την παραγωγή του είναι παράλογο να αποκαλούμε οτιδήποτε «φρέσκο». Και θα αποτελούσε μάλλον δείγμα εκκεντρικότητας να απευθυνθείτε στον ΟΟΣΑ ζητώντας του να γνωμοδοτήσει επί του ζητήματος.
Και όμως. Ο ΟΟΣΑ στην τελευταία του έκθεση για την ελληνική οικονομία ασχολείται επισταμένως με το φρέσκο γάλα, καθώς έκρινε ότι οι ισχύουσες διατάξεις αποτελούν εμπόδιο για τον ελεύθερο ανταγωνισμό, με την κριτική να επικεντρώνεται στο ότι η διάρκεια ζωής του παστεριωμένου (φρέσκου) γάλακτος δεν μπορεί να υπερβαίνει τις πέντε ημέρες. Άλλοι τύποι γάλακτος, που έχουν υποστεί τη διαδικασία της «υψηλής παστερίωσης», επιτρέπεται να κυκλοφορούν, αλλά δεν μπορούν να φέρουν τον χαρακτηρισμό «φρέσκο».
Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, η ρύθμιση αυτή ευθύνεται για τις αδιαμφισβήτητα υψηλές τιμές του γάλακτος στην Ελλάδα, τις δεύτερες υψηλότερες στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Όπως εξηγεί, η προθεσμία των πέντε ημερών κάνει τις γαλακτοβιομηχανίες να εξαρτώνται αποκλειστικά από τους ντόπιους παραγωγούς. Με τη σειρά της, η σχετική διασπορά στον χώρο των άμεσων γαλακτοπαραγωγών και το υψηλό κόστος ορισμένων βασικών υποδομών οδηγούν σε υψηλό κόστος και υψηλότερες τιμές στην εγχώρια αγορά. Δεδομένου ότι το όριο των πέντε ημερών αποκλείει, στην πράξη, το γάλα, οι τιμές παραμένουν σχετικά υψηλές λόγω περιορισμένου ανταγωνισμού.
Η έκθεση του ΟΟΣΑ έχει δεχτεί σκληρή κριτική από καθαρά οικονομική σκοπιά (βλ., λ.χ., το άρθρο του Τάκη Ηλιόπουλου ¨Οι αθώες μεταρρυθμίσεις του ΟΟΣΑ”, Η Αυγή, 5.3.2014). Πρώτον, αγνοεί πλήρως τις ισχυρές ενδείξεις ότι οι κυριότερες ελληνικές γαλακτοβιομηχανίες εφαρμόζουν παρανόμως πρακτικές καρτέλ, καθώς το περιθώριο κέρδους τους είναι το υψηλότερο στην Ευρώπη. Θα ήταν εύλογο να αναρωτηθεί κανείς γιατί ξένες εταιρείες δεν άδραξαν την ευκαιρία να δημιουργήσουν στην Ελλάδα μια θυγατρική και ανταγωνιστούν ελεύθερα τις υφιστάμενες γαλακτοβιομηχανίες. Αν αγνοήσουμε τα χαρακτηριστικά καρτέλ που φαίνεται να έχει η ελληνική αγορά γάλακτος, αυτή η αδράνεια μοιάζει ανεξήγητη. Δεύτερον, ας μην ξεχνάμε ότι στην ελληνική αγορά διατίθενται και άλλοι τύποι γάλακτος, σε χαμηλότερες τιμές (δεδομένου ότι ο περιορισμός των πέντε ημερών δεν ισχύει σ’ αυτούς). Αυτό σημαίνει ότι οι καταναλωτές μπορούν να διαλέξουν το γάλα που προτιμούν, «τιμωρώντας» την «παράλογη» πρακτική της αξιοδότησης της φρεσκάδας. Τρίτον, το επιχείρημα του ΟΟΣΑ καταρρίπτεται πλήρως από το απλό γεγονός ότι το γάλα «υψηλής παστερίωσης» έχει την ίδια, ή και ακριβότερη, τιμή με το φρέσκο.
Η πρόταση του ΟΟΣΑ, μ’ όλο τον παραλογισμό της, στην πραγματικότητα είναι ευεργετική για τους ξένους, και ειδικότερα τους Γερμανούς, γαλακτοπαραγωγούς: η άρση του περιορισμού των πέντε ημερών θα διευκολύνει τις εισαγωγές γάλακτος και, ως εκ τούτου, τον διεθνή ανταγωνισμό που νοείται ως το θαυματουργό μέσο που θα ρίξει αυτομάτως τις τιμές. Ωστόσο, υπάρχουν ορισμένα σημεία στην έκθεση που έχουν ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον από τους άμεσους στόχους της.
Ας σταθούμε σε δυο σημεία της έκθεσης, που αξίζουν προσεκτική μελέτη, πέραν της οικονομικής ανάλυσης. Πρώτον, η λέξη φρέσκο παρατίθεται πάντοτε εντός εισαγωγικών («φρέσκο») σε μια προσπάθεια, όπως φαίνεται, υπονόμευσης, χλευασμού και άρνησης αυτής καθαυτής της έννοιας της «φρεσκάδας». Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, είτε αυτό το γάλα δεν είναι πραγματικά φρέσκο είτε η φρεσκάδα είναι μια ιδέα παράλογη που σε κάθε περίπτωση στρεβλώνει τον ελεύθερο ανταγωνισμό. Δεύτερον, τα επιστημονικά στοιχεία που επιστρατεύονται για να τεκμηριώσουν ότι επιτρέπεται ή ακόμα και επιβάλλεται η αλλαγή του νομικού καθεστώτος είναι, στην καλύτερη περίπτωση, ισχνά και θολά. Το σημείο όπου η έκθεση εγγίζει περισσότερο τον «αντικειμενικό», επιστημονικό λόγο είναι όταν αποφαίνεται ότι το εν λόγω Προεδρικό Διάταγμα «δεν λαμβάνει καθόλου υπ’ όψιν την πρόοδο που έχει επιτευχθεί στην τεχνολογία της παστερίωσης».
Αυτή η απουσία οιασδήποτε ισχυρής απόδειξης που να στηρίζει τις προτάσεις του ΟΟΣΑ είναι, κατά τη γνώμη μου, αξιοσημείωτη. Η ανάλυση του Φουκώ για τον φιλελευθερισμό, τον νεοφιλελευθερισμό, την αγορά και το κράτος, στο κεφαλαιώδες έργο του Η γέννηση της βιοπολιτικής, μπορεί να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε την καινοφανή μεθοδολογία της έκθεσης. Στις εισαγωγικές σελίδες, ο Φουκώ σημειώνει ότι στα μέσα του 18ου αιώνα έχουμε μια ριζική αλλαγή στην κατανόηση της αγοράς. Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, η αγορά θεωρούνταν ένας τόπος της δικαιοσύνης, αλλά και ένας τόπος κινδύνου και απάτης. Ως εκ τούτου, το (μεσαιωνικό) κράτος μπορεί και πρέπει να παρέμβει, προκειμένου να διασφαλίσει δίκαιες τιμές, προλαμβάνοντας την απάτη.
Με τα λόγια του Φουκώ, «η αγορά ήταν ένας τόπος δικαιοδοσίας». Τον 18ο αιώνα, το μοντέλο αυτό υφίσταται έναν μείζονα μετασχηματισμό: η αγορά θεωρείται πλέον ένας χώρος φυσικός, που γεννάει αυθορμήτως τους νόμους της• δεν είναι πια τόπος της δικαιοσύνης, αλλά της αλήθειας. Μια καλή κυβέρνηση πρέπει να σεβαστεί αυτή την αλήθεια, και να κυβερνήσει σύμφωνα με αυτήν. Σ’ αυτό ακριβώς το πλαίσιο, η πολιτική οικονομία αποκτά πρωτοφανή σημασία, καθώς είναι η επιστήμη που πληροφορεί την κυβέρνηση πού πρέπει να στρέψει το βλέμμα της, προκειμένου να ανακαλύψει την αλήθεια. Εν ολίγοις, η αγορά αναγορεύεται σε έναν «τόπο Aληθείας», ένα καθεστώς που καθορίζει την αλήθεια. Αντίστοιχα, το δημόσιο δίκαιο μετατρέπεται σε μηχανισμό που βάζει όρια στην κυβερνητική εξουσία, εξασφαλίζοντας τη συμμόρφωσή της με την αλήθεια της αγοράς. Ωστόσο, η κατανόηση της αλήθειας της αγοράς είναι ένα περίπλοκο καθήκον, που απαιτεί λεπτομερή γνώση της κοινωνικής πραγματικότητας. Στο πλαίσιο αυτό, βασικό ελάττωμα του νόμου δεν θα ήταν η αψήφηση της ηθικής, αλλά η άγνοια. Ως εκ τούτου, ο νομοθέτης εκτιμά και χρησιμοποιεί συστηματικά την επιστημονική γνώση (είτε πρόκειται για τις «κοινωνικές» είτε για τις «φυσικές» επιστήμες), προκειμένου να συλλάβει την αλήθεια της αγοράς και να κυβερνήσει χωρίς να την παραβιάζει.
Αυτή η μορφή της διακυβέρνησης δεν περιορίστηκε εντός των συνόρων. Γρήγορα, το διεθνές δίκαιο και οι διεθνείς οργανισμοί μετακινήθηκαν από το μοντέλο της «δικαιοσύνης» στο «επιστημονικό» μοντέλο. Τουλάχιστον από την εποχή της Κοινωνίας των Εθνών, ιδρύονται συστηματικά επιστημονικές επιτροπές με ρόλο πληροφοριακό και υποστηρικτικό για τη διεθνή διακυβέρνηση.
Έτσι, στην έκθεση του ΟΟΣΑ, είναι αξιοσημείωτη η απουσία οιασδήποτε αναφοράς στη βιολογία ή τη χημεία για ένα θέμα που ο νομοθέτης του 20ού αιώνα θα το αντιμετώπιζε ως πρόβλημα «δημόσιας υγείας». Όπως έχει επισημανθεί, μετά την άνοδο και την πτώση της κεϋνσιανής κυβερνησιμότητας, το νεοφιλελεύθερο μοντέλο διακυβέρνησης και νομιμότητας φτάνει στο απόγειό του στον απόηχο της κρίσης του 2008. Διαβάζοντας προσεκτικά την έκθεση, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι, στις μέρες μας, η αγορά δεν είναι μόνο ένας τόπος αλήθειας. Αποτελεί, πλέον, τον μοναδικό χώρο της αλήθειας.
Αν το σύνθημα του φιλελευθερισμού του 18ου αιώνα ήταν ότι την αγορά την κυβερνούν η αλήθεια και ο φυσικός νόμος, και σκοπός του μεσοπολεμικού και μεταπολεμικού κεϋνσιανισμού ήταν να μετριάσει τις πιο ακραίες κοινωνικές συνέπειες αυτού του –κατά τα λοιπά– καθεστώτος αληθείας, ο σύγχρονος νεοφιλελευθερισμός υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει καμία αλήθεια έξω από την αγορά. Η πολιτική οικονομία –ή, ακριβέστερα, μια συγκεκριμένη εκδοχή της– φιλοδοξεί να αναχθεί σε μοναδικό καθεστώς, που μόνο αυτό μπορεί καθορίσει την αλήθεια. Κατά συνέπεια, το δίκαιο δεν μπορεί να είναι παρά η αντανάκλαση αυτής της αναμφισβήτητης αλήθειας. Αν, σύμφωνα με τον Φουκώ, η μεταπολεμική Δυτική Γερμανία ήταν μοναδική, με την έννοια ότι ήταν ένα κράτος που «το απέρριψε η ιστορία» και (επανα)νομιμοποιήθηκε μέσα από την αγορά, σήμερα μπορεί να ζήσουμε την οικουμενικοποίηση αυτού του μοντέλου. Η πολιτική οικονομία αναγορεύεται στη δύναμη που νομιμοποιεί όχι μόνο το κράτος, αλλά όλα τα άλλα επίδοξα καθεστώτα αληθείας.
Επιστρέφω στην Ελλάδα, τον ΟΟΣΑ και το γάλα. Αν τελικά η ονομασία «φρέσκο» εγκαταλειφθεί ή αν επιμηκυνθεί σοβαρά η διάρκεια ζωής του γάλακτος, τότε πλέον δεν μοιάζει άτοπο να συγκρίνουμε τη σύγχρονη νεοφιλελεύθερη οικονομική με τη μεσαιωνική θεολογία. Και οι δυο τους αποτελούν την αποκλειστική πηγή επικύρωσης κάθε είδους γνώσης και νομοθεσίας — καμία αλήθεια είναι νοητή έξω απ’ αυτές. Οι συνέπειες μιας τέτοιας αλλαγής Παραδείγματος –για τον νόμο και τη νομιμότητα, αλλά και την αντίληψή μας για τον δημόσιο χώρο, την πολιτική ακόμη και την επιστήμη– είναι ριζικές και, κατά τη γνώμη μου, ολέθριες.
Πηγή: Ενθέματα
Tης Ντίνας Τζουβάλα
Ποιον θα ρωτάγατε για να διαπιστώσετε αν το γάλα που πίνετε είναι φρέσκο; Πολλοί θα μπορούσαν να σας διαφωτίσουν σ’ αυτό το απλούστατο ερώτημα: ένας αγρότης, ένας βιολόγος, ένας χημικός, ακόμα κι ένας παππούς σε κάποιο χωριό. Θα μπορούσατε, ακόμα, επιστρατεύοντας την κοινή λογική σας, να συμπεράνετε ότι προφανώς (πολύ) λίγες ημέρες μετά την παραγωγή του είναι παράλογο να αποκαλούμε οτιδήποτε «φρέσκο». Και θα αποτελούσε μάλλον δείγμα εκκεντρικότητας να απευθυνθείτε στον ΟΟΣΑ ζητώντας του να γνωμοδοτήσει επί του ζητήματος.
Και όμως. Ο ΟΟΣΑ στην τελευταία του έκθεση για την ελληνική οικονομία ασχολείται επισταμένως με το φρέσκο γάλα, καθώς έκρινε ότι οι ισχύουσες διατάξεις αποτελούν εμπόδιο για τον ελεύθερο ανταγωνισμό, με την κριτική να επικεντρώνεται στο ότι η διάρκεια ζωής του παστεριωμένου (φρέσκου) γάλακτος δεν μπορεί να υπερβαίνει τις πέντε ημέρες. Άλλοι τύποι γάλακτος, που έχουν υποστεί τη διαδικασία της «υψηλής παστερίωσης», επιτρέπεται να κυκλοφορούν, αλλά δεν μπορούν να φέρουν τον χαρακτηρισμό «φρέσκο».
Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, η ρύθμιση αυτή ευθύνεται για τις αδιαμφισβήτητα υψηλές τιμές του γάλακτος στην Ελλάδα, τις δεύτερες υψηλότερες στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Όπως εξηγεί, η προθεσμία των πέντε ημερών κάνει τις γαλακτοβιομηχανίες να εξαρτώνται αποκλειστικά από τους ντόπιους παραγωγούς. Με τη σειρά της, η σχετική διασπορά στον χώρο των άμεσων γαλακτοπαραγωγών και το υψηλό κόστος ορισμένων βασικών υποδομών οδηγούν σε υψηλό κόστος και υψηλότερες τιμές στην εγχώρια αγορά. Δεδομένου ότι το όριο των πέντε ημερών αποκλείει, στην πράξη, το γάλα, οι τιμές παραμένουν σχετικά υψηλές λόγω περιορισμένου ανταγωνισμού.
Η έκθεση του ΟΟΣΑ έχει δεχτεί σκληρή κριτική από καθαρά οικονομική σκοπιά (βλ., λ.χ., το άρθρο του Τάκη Ηλιόπουλου ¨Οι αθώες μεταρρυθμίσεις του ΟΟΣΑ”, Η Αυγή, 5.3.2014). Πρώτον, αγνοεί πλήρως τις ισχυρές ενδείξεις ότι οι κυριότερες ελληνικές γαλακτοβιομηχανίες εφαρμόζουν παρανόμως πρακτικές καρτέλ, καθώς το περιθώριο κέρδους τους είναι το υψηλότερο στην Ευρώπη. Θα ήταν εύλογο να αναρωτηθεί κανείς γιατί ξένες εταιρείες δεν άδραξαν την ευκαιρία να δημιουργήσουν στην Ελλάδα μια θυγατρική και ανταγωνιστούν ελεύθερα τις υφιστάμενες γαλακτοβιομηχανίες. Αν αγνοήσουμε τα χαρακτηριστικά καρτέλ που φαίνεται να έχει η ελληνική αγορά γάλακτος, αυτή η αδράνεια μοιάζει ανεξήγητη. Δεύτερον, ας μην ξεχνάμε ότι στην ελληνική αγορά διατίθενται και άλλοι τύποι γάλακτος, σε χαμηλότερες τιμές (δεδομένου ότι ο περιορισμός των πέντε ημερών δεν ισχύει σ’ αυτούς). Αυτό σημαίνει ότι οι καταναλωτές μπορούν να διαλέξουν το γάλα που προτιμούν, «τιμωρώντας» την «παράλογη» πρακτική της αξιοδότησης της φρεσκάδας. Τρίτον, το επιχείρημα του ΟΟΣΑ καταρρίπτεται πλήρως από το απλό γεγονός ότι το γάλα «υψηλής παστερίωσης» έχει την ίδια, ή και ακριβότερη, τιμή με το φρέσκο.
Η πρόταση του ΟΟΣΑ, μ’ όλο τον παραλογισμό της, στην πραγματικότητα είναι ευεργετική για τους ξένους, και ειδικότερα τους Γερμανούς, γαλακτοπαραγωγούς: η άρση του περιορισμού των πέντε ημερών θα διευκολύνει τις εισαγωγές γάλακτος και, ως εκ τούτου, τον διεθνή ανταγωνισμό που νοείται ως το θαυματουργό μέσο που θα ρίξει αυτομάτως τις τιμές. Ωστόσο, υπάρχουν ορισμένα σημεία στην έκθεση που έχουν ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον από τους άμεσους στόχους της.
Ας σταθούμε σε δυο σημεία της έκθεσης, που αξίζουν προσεκτική μελέτη, πέραν της οικονομικής ανάλυσης. Πρώτον, η λέξη φρέσκο παρατίθεται πάντοτε εντός εισαγωγικών («φρέσκο») σε μια προσπάθεια, όπως φαίνεται, υπονόμευσης, χλευασμού και άρνησης αυτής καθαυτής της έννοιας της «φρεσκάδας». Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, είτε αυτό το γάλα δεν είναι πραγματικά φρέσκο είτε η φρεσκάδα είναι μια ιδέα παράλογη που σε κάθε περίπτωση στρεβλώνει τον ελεύθερο ανταγωνισμό. Δεύτερον, τα επιστημονικά στοιχεία που επιστρατεύονται για να τεκμηριώσουν ότι επιτρέπεται ή ακόμα και επιβάλλεται η αλλαγή του νομικού καθεστώτος είναι, στην καλύτερη περίπτωση, ισχνά και θολά. Το σημείο όπου η έκθεση εγγίζει περισσότερο τον «αντικειμενικό», επιστημονικό λόγο είναι όταν αποφαίνεται ότι το εν λόγω Προεδρικό Διάταγμα «δεν λαμβάνει καθόλου υπ’ όψιν την πρόοδο που έχει επιτευχθεί στην τεχνολογία της παστερίωσης».
Αυτή η απουσία οιασδήποτε ισχυρής απόδειξης που να στηρίζει τις προτάσεις του ΟΟΣΑ είναι, κατά τη γνώμη μου, αξιοσημείωτη. Η ανάλυση του Φουκώ για τον φιλελευθερισμό, τον νεοφιλελευθερισμό, την αγορά και το κράτος, στο κεφαλαιώδες έργο του Η γέννηση της βιοπολιτικής, μπορεί να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε την καινοφανή μεθοδολογία της έκθεσης. Στις εισαγωγικές σελίδες, ο Φουκώ σημειώνει ότι στα μέσα του 18ου αιώνα έχουμε μια ριζική αλλαγή στην κατανόηση της αγοράς. Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, η αγορά θεωρούνταν ένας τόπος της δικαιοσύνης, αλλά και ένας τόπος κινδύνου και απάτης. Ως εκ τούτου, το (μεσαιωνικό) κράτος μπορεί και πρέπει να παρέμβει, προκειμένου να διασφαλίσει δίκαιες τιμές, προλαμβάνοντας την απάτη.
Με τα λόγια του Φουκώ, «η αγορά ήταν ένας τόπος δικαιοδοσίας». Τον 18ο αιώνα, το μοντέλο αυτό υφίσταται έναν μείζονα μετασχηματισμό: η αγορά θεωρείται πλέον ένας χώρος φυσικός, που γεννάει αυθορμήτως τους νόμους της• δεν είναι πια τόπος της δικαιοσύνης, αλλά της αλήθειας. Μια καλή κυβέρνηση πρέπει να σεβαστεί αυτή την αλήθεια, και να κυβερνήσει σύμφωνα με αυτήν. Σ’ αυτό ακριβώς το πλαίσιο, η πολιτική οικονομία αποκτά πρωτοφανή σημασία, καθώς είναι η επιστήμη που πληροφορεί την κυβέρνηση πού πρέπει να στρέψει το βλέμμα της, προκειμένου να ανακαλύψει την αλήθεια. Εν ολίγοις, η αγορά αναγορεύεται σε έναν «τόπο Aληθείας», ένα καθεστώς που καθορίζει την αλήθεια. Αντίστοιχα, το δημόσιο δίκαιο μετατρέπεται σε μηχανισμό που βάζει όρια στην κυβερνητική εξουσία, εξασφαλίζοντας τη συμμόρφωσή της με την αλήθεια της αγοράς. Ωστόσο, η κατανόηση της αλήθειας της αγοράς είναι ένα περίπλοκο καθήκον, που απαιτεί λεπτομερή γνώση της κοινωνικής πραγματικότητας. Στο πλαίσιο αυτό, βασικό ελάττωμα του νόμου δεν θα ήταν η αψήφηση της ηθικής, αλλά η άγνοια. Ως εκ τούτου, ο νομοθέτης εκτιμά και χρησιμοποιεί συστηματικά την επιστημονική γνώση (είτε πρόκειται για τις «κοινωνικές» είτε για τις «φυσικές» επιστήμες), προκειμένου να συλλάβει την αλήθεια της αγοράς και να κυβερνήσει χωρίς να την παραβιάζει.
Αυτή η μορφή της διακυβέρνησης δεν περιορίστηκε εντός των συνόρων. Γρήγορα, το διεθνές δίκαιο και οι διεθνείς οργανισμοί μετακινήθηκαν από το μοντέλο της «δικαιοσύνης» στο «επιστημονικό» μοντέλο. Τουλάχιστον από την εποχή της Κοινωνίας των Εθνών, ιδρύονται συστηματικά επιστημονικές επιτροπές με ρόλο πληροφοριακό και υποστηρικτικό για τη διεθνή διακυβέρνηση.
Έτσι, στην έκθεση του ΟΟΣΑ, είναι αξιοσημείωτη η απουσία οιασδήποτε αναφοράς στη βιολογία ή τη χημεία για ένα θέμα που ο νομοθέτης του 20ού αιώνα θα το αντιμετώπιζε ως πρόβλημα «δημόσιας υγείας». Όπως έχει επισημανθεί, μετά την άνοδο και την πτώση της κεϋνσιανής κυβερνησιμότητας, το νεοφιλελεύθερο μοντέλο διακυβέρνησης και νομιμότητας φτάνει στο απόγειό του στον απόηχο της κρίσης του 2008. Διαβάζοντας προσεκτικά την έκθεση, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι, στις μέρες μας, η αγορά δεν είναι μόνο ένας τόπος αλήθειας. Αποτελεί, πλέον, τον μοναδικό χώρο της αλήθειας.
Αν το σύνθημα του φιλελευθερισμού του 18ου αιώνα ήταν ότι την αγορά την κυβερνούν η αλήθεια και ο φυσικός νόμος, και σκοπός του μεσοπολεμικού και μεταπολεμικού κεϋνσιανισμού ήταν να μετριάσει τις πιο ακραίες κοινωνικές συνέπειες αυτού του –κατά τα λοιπά– καθεστώτος αληθείας, ο σύγχρονος νεοφιλελευθερισμός υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει καμία αλήθεια έξω από την αγορά. Η πολιτική οικονομία –ή, ακριβέστερα, μια συγκεκριμένη εκδοχή της– φιλοδοξεί να αναχθεί σε μοναδικό καθεστώς, που μόνο αυτό μπορεί καθορίσει την αλήθεια. Κατά συνέπεια, το δίκαιο δεν μπορεί να είναι παρά η αντανάκλαση αυτής της αναμφισβήτητης αλήθειας. Αν, σύμφωνα με τον Φουκώ, η μεταπολεμική Δυτική Γερμανία ήταν μοναδική, με την έννοια ότι ήταν ένα κράτος που «το απέρριψε η ιστορία» και (επανα)νομιμοποιήθηκε μέσα από την αγορά, σήμερα μπορεί να ζήσουμε την οικουμενικοποίηση αυτού του μοντέλου. Η πολιτική οικονομία αναγορεύεται στη δύναμη που νομιμοποιεί όχι μόνο το κράτος, αλλά όλα τα άλλα επίδοξα καθεστώτα αληθείας.
Επιστρέφω στην Ελλάδα, τον ΟΟΣΑ και το γάλα. Αν τελικά η ονομασία «φρέσκο» εγκαταλειφθεί ή αν επιμηκυνθεί σοβαρά η διάρκεια ζωής του γάλακτος, τότε πλέον δεν μοιάζει άτοπο να συγκρίνουμε τη σύγχρονη νεοφιλελεύθερη οικονομική με τη μεσαιωνική θεολογία. Και οι δυο τους αποτελούν την αποκλειστική πηγή επικύρωσης κάθε είδους γνώσης και νομοθεσίας — καμία αλήθεια είναι νοητή έξω απ’ αυτές. Οι συνέπειες μιας τέτοιας αλλαγής Παραδείγματος –για τον νόμο και τη νομιμότητα, αλλά και την αντίληψή μας για τον δημόσιο χώρο, την πολιτική ακόμη και την επιστήμη– είναι ριζικές και, κατά τη γνώμη μου, ολέθριες.
Πηγή: Ενθέματα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.