ΑΥΓΗ 5-3-2014
Τον Δεκέμβριο του 2013 ο ΟΟΣΑ παρουσίασε έκθεση -μετά από παραγγελία της ελληνικής κυβέρνησης, τα κονδύλια του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου της Ε.Ε. και τις ευλογίες της Task Force- σχετικά με την κατάσταση του ανταγωνισμού στην Ελλάδα σε τέσσερις συγκεκριμένους κλάδους: φάρμακα, κατασκευαστικά υλικά, τρόφιμα και τουρισμό. Σε αυτή την έκθεση περιγράφεται η δομή της αγοράς των τεσσάρων προαναφερθέντων κλάδων της ελληνικής οικονομίας και προτείνεται η αναθεώρηση και η κατάργηση σειράς κανονιστικών διατάξεων και νόμων, με στόχο την άρση των περιορισμών και των στρεβλώσεων των αγορών και, κατ' επέκταση, την ενίσχυση της οικονομικής δραστηριότητας και τη βελτίωση της οικονομικής θέσης των καταναλωτών, μέσω της ενδεχόμενης μείωσης των τιμών.
Μία από αυτές τις στρεβλώσεις, που έχει τύχει και της μεγαλύτερης δημοσιότητας, είναι και το Προεδρικό Διάταγμα 113/1999, με το οποίο ορίζεται ως «φρέσκο γάλα» το γάλα που έχει παστεριωθεί σε χαμηλές θερμοκρασίες, με μέγιστη διάρκεια ζωής τις 5 μέρες. Αντίθετα, κάθε άλλο γάλα που παστεριώνεται σε υψηλές θερμοκρασίες και αντέχει πάνω από 5 μέρες δεν μπορεί να θεωρηθεί «φρέσκο γάλα», αλλά απλώς «γάλα μακράς διάρκειας». Κατά τον ΟΟΣΑ, αυτή η συγκεκριμένη διαφοροποίηση στους ορισμούς του παστεριωμένου γάλακτος αποτελεί καραμπινάτη «στρέβλωση της αγοράς», που αποτελεί πρωτοτυπία σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν έχει καμία επιστημονική βάση και αιτιολόγηση, συντηρεί τους «ακριβούς» Έλληνες παραγωγούς και εγκλωβίζει τους γαλακτοβιομήχανους και διανομείς τροφίμων (σούπερ-μάρκετ) σε ένα «αναποτελεσματικό» και κοστοβόρο σύστημα, που τελικό του αποτέλεσμα είναι οι υψηλές τιμές για τους Έλληνες καταναλωτές.
Συγκεκριμένα, ο ΟΟΣΑ, αναλύοντας τη δομή και τη λειτουργία της ελληνικής αγοράς γάλακτος, διαπιστώνει δύο βασικές αιτίες για τις υψηλές τιμές του φρέσκου γάλακτος στην Ελλάδα, σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη: Πρώτον, το υψηλό κόστος παραγωγής γάλακτος, καθώς επίσης και τα υψηλά επίπεδα περιθωρίου κέρδους για τη βιομηχανία και τα σούπερ μάρκετ. Ωστόσο, ενώ για το κόστος παραγωγής η έρευνα εξηγεί ότι υπάρχουν συγκεκριμένοι «αντικειμενικοί» παράγοντες που το καθιστούν τόσο υψηλό (όπως τα υψηλά κόστη ενέργειας και ζωοτροφών ή οι διάσπαρτες παραγωγικές μονάδες), δεν είναι εξίσου διαφωτιστική για τις αιτίες και τους τρόπους επίτευξης του μεγάλου περιθωρίου κέρδους για τους γαλακτοβιομήχανους και τους ιδιοκτήτες σούπερ μάρκετς, που υπολογίζεται μάλιστα ότι υπερβαίνει τον κοινοτικό μέσο όρο κατά 35%. Δεύτερον, η διαφοροποίηση στους ορισμούς του γάλακτος, που δεν επιτρέπει στους βιομήχανους να εισάγουν φθηνότερο «φρέσκο» γάλα από το εξωτερικό, αναπαράγοντας, ταυτόχρονα, ένα κοστοβόρο σύστημα διανομής και επιστροφών προϊόντων για τους ιδιοκτήτες σούπερ μάρκετ.
Αν και δεν είμαι χημικός μηχανικός ή βιολόγος τροφίμων για να γνωρίζω σε πόσες μέρες το «φρέσκο γάλα» παύει να είναι «φρέσκο» και γίνεται απλό επεξεργασμένο γάλα, με παραξένεψε πολύ που ένας διεθνής οικονομικός οργανισμός, όπως ο ΟΟΣΑ, διατυπώνει επίσημη θέση για το τι πρέπει και τι δεν πρέπει να θεωρείται «φρέσκο» στην Ελλάδα. Και μάλιστα επικαλούμενος οικονομικά επιχειρήματα. Η αλήθεια είναι ότι οι τοποθετήσεις του ΟΟΣΑ για διάφορα οικονομικά θέματα συνήθως εξυπηρετούν άλλες σκοπιμότητες. Επίσης, τα επιχειρήματα που χρησιμοποιεί δεν είναι ποτέ επιστημονικά ουδέτερα ή πολιτικά αθώα. Με την πρότασή του, όμως, για αλλαγή του ορισμού του «φρέσκου γάλακτος», μάλλον, ξεπέρασε ακόμα και τον νεοφιλελεύθερο εαυτό του, προτείνοντας, όχι την άρση μιας «στρέβλωσης» σε μια αγορά, αλλά την ίδια την κατάργηση της αγοράς «φρέσκου γάλακτος».
Ωστόσο, ο διεθνής, «έγκριτος» οικονομικός θεσμός λησμονεί να ακολουθήσει τους θεωρητικούς συλλογισμούς που συνήθως ανακύπτουν όταν κάποιος υιοθετεί το νεοφιλελεύθερο οικονομικό μοντέλο της απόλυτης ελευθερίας κίνησης κεφαλαίων, προϊόντων και... καταναλωτών!
Πρώτον, λησμονεί να πει ότι δεν υπάρχει κανένας νόμος ή διοικητική διάταξη που εμποδίζει οποιαδήποτε επιχείρηση ή βιομηχανία ή ακόμα και παραγωγό, να έρθει στην Ελλάδα και να παράγει-τυποποιήσει-διανείμει στον Έλληνα καταναλωτή φρέσκο γάλα σε χαμηλότερες τιμές από αυτές που ισχύουν σήμερα. Ελεύθερη αγορά έχουμε, συνταγματικά κατοχυρωμένη, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Και μάλιστα με τα υψηλότερα περιθώρια κέρδους στην Ευρώπη, η ελληνική αγορά γάλακτος θα έπρεπε να αποτελεί την καλύτερη ευκαιρία για επενδύσεις από το εξωτερικό.
Δεύτερον, λησμονεί να μας πει τι εμποδίζει τους καταναλωτές στην Ελλάδα να κουνήσουν λίγα εκατοστά τα χέρια τους στο διπλανό ράφι του σούπερ μάρκετ και να αγοράσουν ένα μπουκάλι γάλα μεγαλύτερης διάρκειας, που απλά δεν θα γράφει τη λέξη «φρέσκο». Τι εμποδίζει τον έλληνα καταναλωτή να «τιμωρήσει» τα ακριβά φρέσκα γάλατα και να εμπιστευτεί τα γάλατα μακράς διάρκειας, ειδικά αν αναλογιστούμε ότι αυτά τα δύο προϊόντα είναι σχεδόν τέλεια υποκατάστατα μεταξύ τους;
Τρίτον, λησμονεί να μας πει γιατί το «γάλα μακράς διάρκειας», στο οποίο δεν υπάρχει ο χρονικός περιορισμός του φρέσκου και οι βιομηχανίες και οι αλυσίδες τροφίμων έχουν τη δυνατότητα να εισάγουν πρώτες ύλες και προϊόντα από το εξωτερικό και επομένως να ρίξουν τις τιμές, παραμένει αρκετά υψηλότερο των ευρωπαϊκών, αλλά και του ίδιου του «φρέσκου»;
Τέταρτον, λησμονεί να μας πει για ποιους λόγους, εκτός από «ακριβούς» παραγωγούς γάλακτος, έχουμε και από τα μεγαλύτερα περιθώρια κέρδους στη βιομηχανία και την αλυσίδα διανομής, ενδείξεις που συνήθως χτυπούν καμπανάκια στις «ανεξάρτητες» αρχές ανταγωνισμού σε όλο τον κόσμο για την ύπαρξη «μονοπωλιακής δύναμης». Λησμονεί να μας πει, επίσης, για ποιους λόγους έχουμε από τις υψηλότερες τιμές σε μια σειρά από προϊόντα και υπηρεσίες που χρησιμοποιούνται στην ελληνική παραγωγή, όπως καύσιμα, ζωοτροφές, λιπάσματα, διόδια δρόμων κ.ά.
Εντάξει, έχει ξεχάσει πολλά να μας πει ο ΟΟΣΑ για την κατάσταση στις ελληνικές αγορές. Έχει ξεχάσει να μας πει για τα ενδεχόμενα καρτέλ που υπάρχουν σε μια σειρά από αγορές και κλάδους της ελληνικής οικονομίας, όπως στο πετρέλαιο, στις χημικές βιομηχανίες, στις γαλακτοβιομηχανίες, στα σούπερ-μάρκετ και αλλού. Έχει ξεχάσει να μας πει για την Επιτροπή Ανταγωνισμού και τον πολύ «αποτελεσματικό» ρόλο που παίζει, σε μια περίοδο όπου οι τιμές πέφτουν (αποπληθωρισμός) και ταυτόχρονα τα βασικά αγαθά παραμένουν πολύ ακριβά. Έχει ξεχάσει να μας πει ποιους ακριβώς εξυπηρετεί η πρόταση για την κατάργηση της ελληνικής αγοράς φρέσκου γάλακτος και, κατ' επέκταση, την κατάρρευση της ελληνικής παραγωγής.
Ωστόσο, δεν ξέχασε να ευχαριστήσει για τη συνεργασία τους στην πραγματοποίηση της συγκεκριμένης έρευνας σχεδόν όλους τους εργοδοτικούς φορείς και οργανώσεις, όπως, ο Σύνδεσμος Ελλήνων Βιομηχάνων (ΣΕΒ), ο Σύνδεσμος Ελληνικών Βιομηχανιών Τροφίμων (ΣΕΒΤ), ο Σύνδεσμος Ελληνικών Χημικών Βιομηχανιών (ΣΕΧΒ), η Ένωση Βιομηχανιών Χάλυβα, η Ελληνική Ένωση Αλουμινίου, ο Ελληνικός Σύνδεσμος Βιομηχανιών Επώνυμων Προϊόντων, ο Σύνδεσμος Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων, ο Σύνδεσμος Εταιρειών Εμπορίας Πετρελαιοειδών Ελλάδος, η Ένωση Εταιριών Διαφήμισης και Επικοινωνίας Ελλάδος κ.ά.
* Ο Τάκης Ηλιόπουλους είναι οικονομολόγος, μέλος της Νεολαίας ΣΥΡΙΖΑ Ο.Μ. Πετραλώνων - Κεραμεικού
Τον Δεκέμβριο του 2013 ο ΟΟΣΑ παρουσίασε έκθεση -μετά από παραγγελία της ελληνικής κυβέρνησης, τα κονδύλια του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου της Ε.Ε. και τις ευλογίες της Task Force- σχετικά με την κατάσταση του ανταγωνισμού στην Ελλάδα σε τέσσερις συγκεκριμένους κλάδους: φάρμακα, κατασκευαστικά υλικά, τρόφιμα και τουρισμό. Σε αυτή την έκθεση περιγράφεται η δομή της αγοράς των τεσσάρων προαναφερθέντων κλάδων της ελληνικής οικονομίας και προτείνεται η αναθεώρηση και η κατάργηση σειράς κανονιστικών διατάξεων και νόμων, με στόχο την άρση των περιορισμών και των στρεβλώσεων των αγορών και, κατ' επέκταση, την ενίσχυση της οικονομικής δραστηριότητας και τη βελτίωση της οικονομικής θέσης των καταναλωτών, μέσω της ενδεχόμενης μείωσης των τιμών.
Μία από αυτές τις στρεβλώσεις, που έχει τύχει και της μεγαλύτερης δημοσιότητας, είναι και το Προεδρικό Διάταγμα 113/1999, με το οποίο ορίζεται ως «φρέσκο γάλα» το γάλα που έχει παστεριωθεί σε χαμηλές θερμοκρασίες, με μέγιστη διάρκεια ζωής τις 5 μέρες. Αντίθετα, κάθε άλλο γάλα που παστεριώνεται σε υψηλές θερμοκρασίες και αντέχει πάνω από 5 μέρες δεν μπορεί να θεωρηθεί «φρέσκο γάλα», αλλά απλώς «γάλα μακράς διάρκειας». Κατά τον ΟΟΣΑ, αυτή η συγκεκριμένη διαφοροποίηση στους ορισμούς του παστεριωμένου γάλακτος αποτελεί καραμπινάτη «στρέβλωση της αγοράς», που αποτελεί πρωτοτυπία σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν έχει καμία επιστημονική βάση και αιτιολόγηση, συντηρεί τους «ακριβούς» Έλληνες παραγωγούς και εγκλωβίζει τους γαλακτοβιομήχανους και διανομείς τροφίμων (σούπερ-μάρκετ) σε ένα «αναποτελεσματικό» και κοστοβόρο σύστημα, που τελικό του αποτέλεσμα είναι οι υψηλές τιμές για τους Έλληνες καταναλωτές.
Συγκεκριμένα, ο ΟΟΣΑ, αναλύοντας τη δομή και τη λειτουργία της ελληνικής αγοράς γάλακτος, διαπιστώνει δύο βασικές αιτίες για τις υψηλές τιμές του φρέσκου γάλακτος στην Ελλάδα, σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη: Πρώτον, το υψηλό κόστος παραγωγής γάλακτος, καθώς επίσης και τα υψηλά επίπεδα περιθωρίου κέρδους για τη βιομηχανία και τα σούπερ μάρκετ. Ωστόσο, ενώ για το κόστος παραγωγής η έρευνα εξηγεί ότι υπάρχουν συγκεκριμένοι «αντικειμενικοί» παράγοντες που το καθιστούν τόσο υψηλό (όπως τα υψηλά κόστη ενέργειας και ζωοτροφών ή οι διάσπαρτες παραγωγικές μονάδες), δεν είναι εξίσου διαφωτιστική για τις αιτίες και τους τρόπους επίτευξης του μεγάλου περιθωρίου κέρδους για τους γαλακτοβιομήχανους και τους ιδιοκτήτες σούπερ μάρκετς, που υπολογίζεται μάλιστα ότι υπερβαίνει τον κοινοτικό μέσο όρο κατά 35%. Δεύτερον, η διαφοροποίηση στους ορισμούς του γάλακτος, που δεν επιτρέπει στους βιομήχανους να εισάγουν φθηνότερο «φρέσκο» γάλα από το εξωτερικό, αναπαράγοντας, ταυτόχρονα, ένα κοστοβόρο σύστημα διανομής και επιστροφών προϊόντων για τους ιδιοκτήτες σούπερ μάρκετ.
Αν και δεν είμαι χημικός μηχανικός ή βιολόγος τροφίμων για να γνωρίζω σε πόσες μέρες το «φρέσκο γάλα» παύει να είναι «φρέσκο» και γίνεται απλό επεξεργασμένο γάλα, με παραξένεψε πολύ που ένας διεθνής οικονομικός οργανισμός, όπως ο ΟΟΣΑ, διατυπώνει επίσημη θέση για το τι πρέπει και τι δεν πρέπει να θεωρείται «φρέσκο» στην Ελλάδα. Και μάλιστα επικαλούμενος οικονομικά επιχειρήματα. Η αλήθεια είναι ότι οι τοποθετήσεις του ΟΟΣΑ για διάφορα οικονομικά θέματα συνήθως εξυπηρετούν άλλες σκοπιμότητες. Επίσης, τα επιχειρήματα που χρησιμοποιεί δεν είναι ποτέ επιστημονικά ουδέτερα ή πολιτικά αθώα. Με την πρότασή του, όμως, για αλλαγή του ορισμού του «φρέσκου γάλακτος», μάλλον, ξεπέρασε ακόμα και τον νεοφιλελεύθερο εαυτό του, προτείνοντας, όχι την άρση μιας «στρέβλωσης» σε μια αγορά, αλλά την ίδια την κατάργηση της αγοράς «φρέσκου γάλακτος».
Ωστόσο, ο διεθνής, «έγκριτος» οικονομικός θεσμός λησμονεί να ακολουθήσει τους θεωρητικούς συλλογισμούς που συνήθως ανακύπτουν όταν κάποιος υιοθετεί το νεοφιλελεύθερο οικονομικό μοντέλο της απόλυτης ελευθερίας κίνησης κεφαλαίων, προϊόντων και... καταναλωτών!
Πρώτον, λησμονεί να πει ότι δεν υπάρχει κανένας νόμος ή διοικητική διάταξη που εμποδίζει οποιαδήποτε επιχείρηση ή βιομηχανία ή ακόμα και παραγωγό, να έρθει στην Ελλάδα και να παράγει-τυποποιήσει-διανείμει στον Έλληνα καταναλωτή φρέσκο γάλα σε χαμηλότερες τιμές από αυτές που ισχύουν σήμερα. Ελεύθερη αγορά έχουμε, συνταγματικά κατοχυρωμένη, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Και μάλιστα με τα υψηλότερα περιθώρια κέρδους στην Ευρώπη, η ελληνική αγορά γάλακτος θα έπρεπε να αποτελεί την καλύτερη ευκαιρία για επενδύσεις από το εξωτερικό.
Δεύτερον, λησμονεί να μας πει τι εμποδίζει τους καταναλωτές στην Ελλάδα να κουνήσουν λίγα εκατοστά τα χέρια τους στο διπλανό ράφι του σούπερ μάρκετ και να αγοράσουν ένα μπουκάλι γάλα μεγαλύτερης διάρκειας, που απλά δεν θα γράφει τη λέξη «φρέσκο». Τι εμποδίζει τον έλληνα καταναλωτή να «τιμωρήσει» τα ακριβά φρέσκα γάλατα και να εμπιστευτεί τα γάλατα μακράς διάρκειας, ειδικά αν αναλογιστούμε ότι αυτά τα δύο προϊόντα είναι σχεδόν τέλεια υποκατάστατα μεταξύ τους;
Τρίτον, λησμονεί να μας πει γιατί το «γάλα μακράς διάρκειας», στο οποίο δεν υπάρχει ο χρονικός περιορισμός του φρέσκου και οι βιομηχανίες και οι αλυσίδες τροφίμων έχουν τη δυνατότητα να εισάγουν πρώτες ύλες και προϊόντα από το εξωτερικό και επομένως να ρίξουν τις τιμές, παραμένει αρκετά υψηλότερο των ευρωπαϊκών, αλλά και του ίδιου του «φρέσκου»;
Τέταρτον, λησμονεί να μας πει για ποιους λόγους, εκτός από «ακριβούς» παραγωγούς γάλακτος, έχουμε και από τα μεγαλύτερα περιθώρια κέρδους στη βιομηχανία και την αλυσίδα διανομής, ενδείξεις που συνήθως χτυπούν καμπανάκια στις «ανεξάρτητες» αρχές ανταγωνισμού σε όλο τον κόσμο για την ύπαρξη «μονοπωλιακής δύναμης». Λησμονεί να μας πει, επίσης, για ποιους λόγους έχουμε από τις υψηλότερες τιμές σε μια σειρά από προϊόντα και υπηρεσίες που χρησιμοποιούνται στην ελληνική παραγωγή, όπως καύσιμα, ζωοτροφές, λιπάσματα, διόδια δρόμων κ.ά.
Εντάξει, έχει ξεχάσει πολλά να μας πει ο ΟΟΣΑ για την κατάσταση στις ελληνικές αγορές. Έχει ξεχάσει να μας πει για τα ενδεχόμενα καρτέλ που υπάρχουν σε μια σειρά από αγορές και κλάδους της ελληνικής οικονομίας, όπως στο πετρέλαιο, στις χημικές βιομηχανίες, στις γαλακτοβιομηχανίες, στα σούπερ-μάρκετ και αλλού. Έχει ξεχάσει να μας πει για την Επιτροπή Ανταγωνισμού και τον πολύ «αποτελεσματικό» ρόλο που παίζει, σε μια περίοδο όπου οι τιμές πέφτουν (αποπληθωρισμός) και ταυτόχρονα τα βασικά αγαθά παραμένουν πολύ ακριβά. Έχει ξεχάσει να μας πει ποιους ακριβώς εξυπηρετεί η πρόταση για την κατάργηση της ελληνικής αγοράς φρέσκου γάλακτος και, κατ' επέκταση, την κατάρρευση της ελληνικής παραγωγής.
Ωστόσο, δεν ξέχασε να ευχαριστήσει για τη συνεργασία τους στην πραγματοποίηση της συγκεκριμένης έρευνας σχεδόν όλους τους εργοδοτικούς φορείς και οργανώσεις, όπως, ο Σύνδεσμος Ελλήνων Βιομηχάνων (ΣΕΒ), ο Σύνδεσμος Ελληνικών Βιομηχανιών Τροφίμων (ΣΕΒΤ), ο Σύνδεσμος Ελληνικών Χημικών Βιομηχανιών (ΣΕΧΒ), η Ένωση Βιομηχανιών Χάλυβα, η Ελληνική Ένωση Αλουμινίου, ο Ελληνικός Σύνδεσμος Βιομηχανιών Επώνυμων Προϊόντων, ο Σύνδεσμος Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων, ο Σύνδεσμος Εταιρειών Εμπορίας Πετρελαιοειδών Ελλάδος, η Ένωση Εταιριών Διαφήμισης και Επικοινωνίας Ελλάδος κ.ά.
* Ο Τάκης Ηλιόπουλους είναι οικονομολόγος, μέλος της Νεολαίας ΣΥΡΙΖΑ Ο.Μ. Πετραλώνων - Κεραμεικού
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.