Μια απάντηση στην απορία της Μυρτώς
του καθ. Γ. Κοντογιώργη
Μυρτώ: “Από την εμπειρία μου ως απλού, απλούστατου πολίτη, ο οποίος
όμως συμμετέχει ή προσπαθεί να συμμετέχει τα τρία τελευταία χρόνια σε
πάσης φύσεως και μορφής κινητοποιήσεις θέλω να σας πω κύριε Κοντογιώργη
ότι η ιδέα της εναντίωσης στην κομματοκρατία αντιμετωπίζεται:
α) με βαθύτατη εχθρότητα, από όλο το φάσμα -από δεξιούς έως όχι απλά αριστερούς αλλά και αντιεξουσιαστές.
β) με απορία, πως μπορούμε να κυβερνηθούμε χωρίς τα κόμματα να έχουν το πρώτο ρόλο
γ) με καχυποψία, γιατί ο Έλληνας δεν μπορεί να φανταστεί
θεσμούς χωρίς τον κομματικό έλεγχο και νομίζει ότι αυτό είναι παράγωγο
μιας φασιστικής ιδεολογίας κοκ.
Κυρίως όμως η εχθρότητα, πες ότι θες σε μια συγκέντρωση, μη μιλήσεις εναντίον των κομμάτων…”
Γιώργος Κοντογιώργης: Είναι φανερό ότι όλοι αυτοί που
υπερασπίζονται τα κόμματα σκοπίμως παρακάμπτουν το πραγματικό ερώτημα:
ότι δεν ζητείται η κατάργησή τους, αλλά ο μετασχηματισμός τους, στο
πλαίσιο μιας συνολικής μεταβολής του πολιτικού συστήματος σε
αντιπροσωπευτικό και, περαιτέρω, σε δημοκρατία, όπως επιτάσσουν οι
εξελίξεις της εποχής μας.
Άλλωστε, ο φασισμός δεν εναντιώθηκε στα κόμματα. Αντιθέτως,
χρησιμοποίησε το θεσμό για τους ίδιους βασικά λόγους που τα επικαλούνται
οι σημερινοί θιασώτες της κρατικής δεσποτείας. Για τη μεταβολή του σε
θεμελιώδη μηχανισμό ιδιοποίησης του πολιτικού συστήματος, του κράτους
και του δημόσιου αγαθού, δηλαδή σε όχημα καταδυνάστευσης της κοινωνίας.
Και περαιτέρω, για την παρεμπόδιση της μετάβασης των κοινωνιών, από
απλούς επικαρπωτές της απλής και καταφανώς ελεγχόμενης ατομικής
ελευθερίας, σε θιασώτες της καθολικής (της ατομικής, κοινωνικής και
πολιτικής) ελευθερίας.
Είναι τουλάχιστον “άλογο” να βλέπει κανείς τους οπαδούς της
κομματικής πολιτικής κυριαρχίας να ταυτίζουν το αίτημα της δημοκρατίας
με τον φασισμό!…
Πέραν αυτού, απαιτούνται σειρά από διευκρινίσεις που φωτίζουν το
καθόλα συντηρητικό και, μάλιστα, αντιδραστικό επιχείρημα των οπαδών της
κομματοκρατίας. Πρώτον, η κομματοκρατία αναφέρεται στο σημερινό πολιτικό
σύστημα, ιδίως στο ελληνικό σύστημα, όπου τα κόμματα αντί να υπηρετούν
το πολίτευμα, το οικειοποιούνται προς όφελος των ηγετικών τους στελεχών
και των ομάδων που τα στηρίζουν.
Και στην περίπτωση αυτή, το αίτημα, επαναλαμβάνω, δεν εστιάζεται
στην κατάργηση των κομμάτων. Αξιώνουμε να πάψουν να είναι επικαρπωτές
του δημόσιου αγαθού. Να πολιτεύονται προς το συμφέρον της κοινωνίας των
πολιτών -ή έστω μιας κοινωνικής τάξης, όπως έλεγαν παλαιότερα, στο
πλαίσιο, ωστόσο, ενός συνολικού οράματος για την χώρα- και όχι ως
ολιγαρχικές συμμορίες που λυμαίνονται το κράτος και λεηλατούν τον πλούτο
της.
Στο περιβάλλον του κρατούντος πολιτικού συστήματος δεν μπορεί να
γίνει λόγος για κατάργηση των κομμάτων γιατί απλούστατα τα θεωρεί
λειτουργούς του. Δεν είναι νοητή η ύπαρξή του χωρίς αυτά. Το κόμμα
διαμεσολαβεί τη συνάντηση κοινωνικών στρωμάτων και συμφερόντων στο
επίπεδο της εξουσίας, και κατά τούτο αποτελεί αυτονόητη “συνθήκη” σε
κάθε πολιτεία.
Ώστε το κόμμα ασκεί μια διαμεσολαβητική και όχι αντιπροσωπευτική λειτουργία στο πολιτικό σύστημα. Η διαφορά είναι θεμελιώδης.
Το ζήτημα, όπως εντοπίζεται, εν προκειμένω, είναι πολύ πιο απλό.
Διότι, μια προοδευτική οπτική του κομματικού συστήματος, στο πλαίσιο του
νεοτερικού κράτους, αξιώνει την επάνοδό του έστω στις πρόνοιες του
δικού του Συντάγματος, έτσι ώστε να παίζει το ρόλο του δημόσιου φορέα,
ανεξαρτήτως του εάν θα υπηρετεί ταξικά ή γενικότερα συμφέροντα. Επάνοδο,
που προϋποθέτει όπως το κόμμα συμπεριφέρεται ως διαμεσολαβητής
ευρύτερων κοινωνικών συμφερόντων και όχι ως προαγωγός της ιδιοποίησης
και ενορχηστρωτής ενός συστήματος ολιγαρχικών συμμοριών που λυμαίνονται
το κράτος.
Επομένως, όποιος υποστηρίζει το παρόν κομματικό σύστημα, που καλά
κρατεί στην Ελλάδα, δεν είναι απλώς ολιγαρχικός. Άθελά του ή και
ηθελημένα, είναι και οργανικό μέρος του λεηλατικού αυτού συστήματος.
Με απλούστερη διατύπωση, υποστηρίζει ή και συμμετέχει ως λειτουργός
σε ένα δυναστικό για την κοινωνία των πολιτών καθεστώς. Δεν έχει
σημασία εάν δηλώνει ότι είναι δεξιός ή αριστερός, ή εάν αποκαλεί το
πολιτικό σύστημα δημοκρατικό, αντιπροσωπευτικό ή κάπως έτσι, προκειμένου
να ρίχνει στάχτη στα μάτια της κοινωνίας.
Βασικός αντίπαλος των οπαδών της κομματοκρατίας, αλλά και
γενικότερα του σημερινού μη αντιπροσωπευτικού και, προφανώς, μη
δημοκρατικού συστήματος, το οποίο μπορεί να ορισθεί ως μια εκλόγιμη
μοναρχία με ολιγαρχική θεμελίωση, είναι η κοινωνία των πολιτών.
Εάν εξαιρέσουμε τους αφελείς ή τους αμαθείς, όλοι όσοι συντάσσονται
ενεργά με το σύστημα αυτό, παρατηρούμε ότι διαγκωνίζονται για να
καταλάβουν μικρές ή μεγάλες θέσεις στον κρατικό μηχανισμό ή να
επωφεληθούν, μέσω των κομμάτων ή της κομματικής εύνοιας, σε βάρος της
κοινωνίας και της χώρας. Σε κάθε περίπτωση, όμως, ο ισχυρισμός ότι
όποιος δεν είναι με τον λεγόμενο κοινοβουλευτισμό, που ταυτίζεται με τα
κόμματα, τα οποία τον διαχειρίζονται κατά τρόπο κυρίαρχο, είναι με το
αυταρχικό πολιτικό σύστημα, φανερώνει μια βαθιά ολιγαρχική ιδεολογία
και, οπωσδήποτε, τον περιορισμένο γνωσιολογικά ορίζοντα της εποχής μας.
Όντως, στις μέρες μας, επικρατεί η αρχή της ενιαίας σκέψης, του
ενός και μοναδικού πολιτικού, οικονομικού και κοινωνικού συστήματος.
Σε πολιτειακό επίπεδο, “σταδιοδρομεί” αποκλειστικά το λεγόμενο
κοινοβουλευτικό πολίτευμα και η αυταρχική του παρέκκλιση. Αυτό δεν
σημαίνει, όμως, ότι δεν υπήρξαν ή ότι δεν θα υπάρξουν στο μέλλον άλλα
πολιτεύματα. Δηλώνει απλώς ότι η εποχή μας, επειδή είναι πρώιμη
ανθρωποκεντρικά, δηλαδή βρεφική ως προς τον χρόνο της σύνολης ζωής της,
δεν έχει ακόμη διαφοροποιηθεί εξελικτικά, γνωρίζει μόνο αυτά τα
πολιτεύματα. Τα οποία, βεβαίως όσο και αν προσποιούνται ή από άγνοια δεν
το γνωρίζουν, έχουν μορφολογικές όχι όμως και τυπολογικές διαφορές
μεταξύ τους.
Θα έλεγα, κυριολεκτώντας, ότι το αυταρχικό αποτελεί απλή παρέκβαση
του κοινοβουλευτικού καθεστώτος. Οι διαφορές τους είναι ελάχιστες διότι η
θεμέλια φιλοσοφία τους είναι ίδια. Ένα πολίτευμα που διαφέρει από ένα
άλλο μόνο μορφολογικά, έχει αδελφική συγγένεια με το πρώτο. Για
παράδειγμα, μορφολογικά διαφέρουν μεταξύ τους το προεδρικό, το
βασιλευόμενο και το κοινοβουλευτικό πολίτευμα. Διαφέρουν ως προς την
κατανομή της πολιτικής εξουσίας μεταξύ των διαφόρων φορέων του κράτους.
Ομοίως, μεταξύ του κοινοβουλευτικού και του αυταρχικού καθεστώτος,
διαπιστώνουμε ότι συντρέχει μόνο μορφολογική διαφοροποίηση, που γίνεται
ουσιώδης μόνον επειδή επηρεάζει το εύρος της ατομικής ελευθερίας. Εξ
επόψεως τυπολογίας όμως είναι ίδια.
Μια διαφορά μεταξύ δικτατορίας και κοινοβουλευτισμού, σε επίπεδο
πολιτεύματος, είναι η ύπαρξη (περισσοτέρων) κομμάτων. Ομοιάζουν
εντούτοις στο ότι και τα δύο εδράζονται στην αρχή της πολιτικής
κυριαρχίας του κράτους. Υπό την έννοια αυτή, διαφέρουν ως προς την
ποσόστωση, δηλαδή ως προς τα ποιοτικά στοιχεία του αυταρχικού συμβάντος.
Στους μεν, η καταστολή είναι άμεση, στους δε “αιτιολογημένη”. Η μεν
απαγορεύει ρητώς την εξωθεσμική πολιτική παρέμβαση των πολιτών, το δε
απλώς την καταστέλλει. Η κοινωνία και στις δυο περιπτώσεις είναι
ιδιώτης. Και στις δύο περιπτώσεις είναι ελεύθερη εάν ασχολείται με τα
ιδιωτικά της ζητήματα και δεν ενοχλεί την κυρίαρχη, σε κάθε περίπτωση,
εξουσία.
Η συγγένεια του κοινοβουλευτισμού και της αυταρχικής της
παρέκκλισης, γίνεται εμφανέστερη σε περιόδους που η αμφισβήτηση αποκτά
τον χαρακτήρα της απειλής για το σύστημα. Απόλλυται τότε η διαφοροποιός
αντίληψη της πολιτικής λειτουργίας: η ανοχή στη διαμαρτυρία και η
εκφυλιστική διαχείριση της εναντίωσης που απαντάται στον
κοινοβουλευτισμό. Η κοινωνία των πολιτών όχι μόνο δεν μετέχει της
πολιτείας, αλλά και δεν της αναγνωρίζεται το δικαίωμα να αξιώσει τη
μεταβολή του. Δεν δικαιούται, για παράδειγμα, ούτε προβλέπεται η
δυνατότητα να αποφασίσει την ανάκληση της εκχώρησης της πολιτικής
κυριαρχίας (και κυριολεκτικά της πολιτείας) στο κράτος, προκειμένου να
αναλάβει η ίδια αμέσως την άσκησή της.
Για να επανέλθουμε: Διαφέρουν τυπολογικά δύο πολιτείες όταν αλλάζει
η ουσία τους. Η ουσία αυτή έγκειται στη σχέση που ενυπάρχει μεταξύ
κοινωνίας και πολιτικής και, κυριολεκτικά, στη θέση που επιφυλάσσεται
στην κοινωνία των πολιτών μέσα στην πολιτεία.
Το σημερινό πολιτικό σύστημα -το κοινοβουλευτικό, το μόνο που
γνωρίζει ο σύγχρονος κόσμος- και η αυταρχική του παρέκκλιση,
διαπιστώνουμε δια γυμνού οφθαλμού ότι εδράζονται στην αρχή ότι την
πολιτεία την ενσαρκώνει το κράτος. Όταν μιλάμε για πολιτικό σύστημα
εννοούμε το κράτος. Και το αντίθετο, όταν μιλάμε για κράτος, εννοούμε
αδιαίρετα το πολιτικό σύστημα. Όταν αναφερόμαστε σε δημόσιες πολιτικές
εννοούμε, επίσης, τις πολιτικές του κράτους. Κράτος και πολιτεία
θεωρούνται ότι ταυτίζονται, εκ φύσεως, ότι ενώνονται μεταξύ τους σε
σάρκα μια, και ότι, επομένως, είναι αυτονόητο πως έτσι ήταν και έτσι θα
είναι για πάντα.
Εξού και, μας λένε, ότι το κράτος είναι η πολιτική κοινωνία
(Γκράμσι κ.ά.), το δημόσιο (δηλαδή ο δήμος), η πολιτεία, τα πάντα. Και
τότε η κοινωνία τι είναι; Προφανώς, αφού το κράτος είναι όλα αυτά, τα
πάντα, η κοινωνία των πολιτών δεν είναι τίποτε. Είναι απλώς εστεγασμένη
στον ιδιωτικό της χώρο. Η κοινωνία είναι ιδιώτης, δεν υπάρχει ως
πολιτική κατηγορία. Ο πολίτης στο σύστημα αυτό, ανήκει στο κράτος, όπως
άλλοτε στον φεουδαλικό δεσπότη, είναι υπήκοός του όχι εταίρος της
πολιτείας.
Για να κατανοήσουμε το μέγεθος της πολιτειακής απάτης, που
επεξεργάσθηκε και μετέβαλε σε βεβαιότητα, ο συνδυασμός άγνοιας και
ιδεολογικής επιλογής των διανοητών του δυτικο-ευρωπαϊκού διαφωτισμού,
αρκεί να αποκωδικοποιήσουμε το σύστημά του, σε ό,τι αφορά στη σχέση
κοινωνίας και πολιτικής.
Όντως, το λεγόμενο κράτος (έθνος) και κυριολεκτικά το κράτος της
νεοτερικότητας, αποτελεί νομική κατασκευή, που ήρθε να υποκαταστήσει την
ένσαρκη, δηλαδή προσωποποιημένη πολιτική εξουσία του μονάρχη. Για να
αποκτήσει βούληση το κράτος αυτό πρέπει να στελεχώσουν τις αρχές του
κάποια πρόσωπα. Το ερώτημα είναι εάν τα πρόσωπα αυτά θα μεταβάλουν την
βούλησή τους σε βούληση του κράτους, όπως στην περίπτωση του μονάρχη, ή
θα λειτουργήσουν ως εντεταλμένοι της βούλησης κάποιων άλλων, εν
προκειμένω της σύνολης κοινωνίας των πολιτών.
Πρώτα πρώτα, είναι αναγκαίο να διευκρινίσουμε εξαρχής ότι τον ρόλο
αυτόν της προμήθειας πολιτικού προσωπικού στο κράτος τον ανέλαβαν τα
κόμματα. Τα κόμματα, στο πλαίσιο αυτό, λειτουργούν ως μηχανισμοί
αναπαραγωγής του πολιτικού προσωπικού και, υπό μια έννοια, υποκαθιστούν
ουσιαστικά την ρητή συνταγματική επιταγή ότι κάθε πολίτης έχει το
δικαίωμα του εκλέγεσθαι. Το έχει υπό τον όρο ότι θα τον υιοθετήσει το
κόμμα.
Να υποθέσουμε άραγε ότι, παρόλ’αυτά, το πολιτικό προσωπικό, δηλαδή
το κόμμα, λειτουργεί ως εντεταλμένο της κοινωνίας των πολιτών;
Προφανέστατα όχι. Με κατηγορηματικό τρόπο το σύγχρονο πολιτικό σύστημα
προνοεί ότι η λεγόμενη “πολιτική κυριαρχία”, και συγκεκριμένα η απόλυτη
αρμοδιότητα για τη διακυβέρνηση της χώρας, που ρητορικώ τω τρόπω ανήκει
στην κοινωνία, ασκείται από το πολιτικό προσωπικό, δηλαδή από τα
κόμματα.
Εξού και εφεξής, το πολιτικό προσωπικό, από τη στιγμή που
εκλέγεται, λειτουργεί “κατά συνείδηση”, αποδεσμεύεται πλήρως από την
βούληση του κοινωνικού σώματος. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι το “κατά
συνείδηση” δεν συνδέεται με την κοινωνική βούληση -με το κοινό συμφέρον-
αλλά με γενικές διατυπώσεις όπως το γενικό συμφέρον, το δημόσιο
(κρατικό) συμφέρον κλπ.
Και πάλι όμως, η επισήμανση ότι το πολιτικό/κομματικό προσωπικό δεν
πολιτεύεται ιδίω συμφέροντι αλλά για λογαριασμό τρίτου τινός, δεν
υποδηλώνει ότι αντιπροσωπεύει τον άλλον αυτόν. Διότι λαμβάνεται πρόνοια
ώστε η βούληση του κυβερνώντος πολιτικού να μην προκύπτει από μια σχέση
με τον “άλλον” (τον πολίτη). Τι είναι εθνικό, γενικό, δημόσιο το ορίζει
αποκλειστικά το πολιτικό προσωπικό. Ώστε εντολέας και εντολοδόχος
συμπίπτουν στο ίδιο πρόσωπο.
Με απλή διατύπωση, το πολιτικό σύστημα που διαχειρίζονται τα
κόμματα δεν είναι αντιπροσωπευτικό. Δεν συγκεντρώνει καμία από τις
ιδιότητες της αντιπροσώπευσης. Τα κόμματα δεν κατέχουν θέση
αντιπροσώπου/ εντολοδόχου, είναι, όπως ήδη διαπιστώσαμε, διαμεσολαβητές
συμφερόντων, που μένει να αποδειχθεί εάν συμπίπτουν με εκείνα της
κοινωνίας.
Κατά τούτο και η ψήφος του πολίτη δεν έχει αντιπροσωπευτικό
περιεχόμενο. Ο πολίτης είναι ατελής, η συμμετοχή του έχει αποκλειστικά
νομιμοποιητικό περιεχόμενο για το πολιτικό προσωπικό που θα διαχειρισθεί
την πολιτική εξουσία. Δεν εγγράφεται ούτε κατά μικρόν σε μια προοπτική
αντιπροσώπευσης.
Στο σημείο αυτό, σημειώνεται η διαφοροποίηση μεταξύ του ελληνικού
πολιτικού συστήματος και εκείνου της Δύσεως. Εκεί το πολιτικό προσωπικό
λειτούργησε ταξικά, κατά την φύση των κοινωνιών που εξήρχοντο από την
φεουδαρχία. Εδώ, για πολλούς λόγους, που έχω εξηγήσει αλλού, το πολιτικό
προσωπικό υπερέβη τους διαχωρισμούς αυτούς και ιδιοποιήθηκε το κράτος.
Στην μια περίπτωση λειτούργησε ως διαμεσολαβητής τάξεων ή επιμέρους
συμφερόντων. Στην άλλη, συγκρότησε ολιγαρχικές συμμορίες για να νεμηθούν
δια του κράτους ένα ολόκληρο έθνος: και το μέρος του, αυτό είχε
περιέλθει στην επικράτειά του, και το μείζον τμήμα του, που βίωνε ακόμη
την προσδοκία της εθνικής ολοκλήρωσης.
‘Εχω εξηγήσει αλλού γιατί, για πρώτη φορά σήμερα, κατά τους
νεότερους χρόνους οι βηματισμοί του ελληνικού κράτους και εκείνοι της
Δύσεως συναντώνται, μολονότι έρχονται από διαφορετικούς δρόμους. Διότι η
σχετική ισορροπία που επιτεύχθηκε στη Δύση μεταξύ κοινωνίας, κράτους
και αγοράς, έχει διαρραγεί και επομένως τίθεται το ερώτημα πώς θα
αποτραπεί η περαιτέρω μονοσήμαντη κυριαρχία των αγορών στο κράτος και
δι’αυτού η απώλεια για τις κοινωνίες των κεκτημένων που πέτυχαν τις
προηγούμενες δεκαετίες.
Είναι σημαντικό να τονισθεί, ωστόσο, ότι η ισορροπία αυτή
επιτεύχθηκε με μάχες που δόθηκαν στους δρόμους ανάμεσα στις δυνάμεις της
εργασίας και στις δυνάμεις που κατέχουν το σύστημα. Όχι μέσα στην
πολιτεία.
Στο πλαίσιο αυτό, το κομματικό σύστημα έπαιξε έναν εξισορροπητικό
ρόλο, που κατέτεινε στην εκλογική οικειοποίηση της κοινωνίας και συνάμα
στην συννομή του κράτους με τις δυνάμεις της οικονομίας. Η διαπίστωση
ότι στις μέρες μας το κόμμα δεν δύναται και προφανώς δεν θέλει, για
λόγους που δεν είναι του παρόντος, να παίξει τον εξισορροπητικό αυτό
ρόλο, επιβάλλει να ξαναδούμε πώς η κοινωνία των πολιτών θα αποκαταστήσει
την συσχετισμική ισορροπία, ώστε η βαρύτητα της βούλησής της να
επανέλθει στην πολιτική.
Είναι προφανές ότι τον ρόλο αυτόν δεν μπορούν να τον παίξουν τα
κόμματα, ως έχουν σήμερα, διότι τον έχουν αποποιηθεί και παραδοθεί
αύτανδρα στις αγορές. Από τότε που οι ιστορικές ιδεολογίες της μετάβασης
(οι φιλελευθερισμός και σοσιαλισμός) εξεπλήρωσαν τον ρόλο τους και οι
πολιτικές δυνάμεις που τις διακινούσαν ολοκλήρωσαν την αποστολή τους, η
διελκυστίνδα μεταξύ τους εστιάσθηκε στη νομή της εξουσίας.
Εφεξής, η διαχείριση της κοινωνικής συναίνεσης ορίζεται δυνάμει των
ανοχών της κοινωνίας κατέναντι στο συμφέρον των αγορών, που ανέλαβαν να
υπηρετήσουν τα κόμματα, όλων των αποχρώσεων, και όχι με μέτρο την
ευημερία και την ελευθερία της. Και το πολιτικό κόστος μετριέται με
γνώμονα τις αντιδράσεις των συγκατανευσφάγων της εξουσίας και όχι την
ευαρέσκεια ή την απαρέσκεια της κοινωνίας των πολιτών. Το γεγονός αυτό
εξηγεί την πύκνωση των σημείων που επιμαρτυρούν την καταχρηστική άσκηση
της εξουσίας, με πρόσημο την αναντιστοιχία πολιτικού λόγου και πολιτικής
πράξης.
Η ευκολία με την οποία προβάλλουν πολιτικά προγράμματα στο εκλογικό
σώμα προκειμένου να υφαρπάσουν την ψήφο του, εν επιγνώσει ότι την
επομένη των εκλογών θα πράξουν το ακριβώς αντίθετο, επιμαρτυρεί πρόθεση
προφανούς εξαπάτησης. Επιβεβαιώνει όμως και το πραγματικό πρόβλημα στις
μέρες μας. Το πολιτικό σύστημα κατακυρώνει στην πολιτική τάξη/στο κόμμα
που το νέμεται/ την απόλυτη αυτονομία έναντι της κοινωνίας, την οποία
δεν αποκρύπτει ότι εν συνειδήσει την εξαπατά και αντιστρατεύεται το
συμφέρον της. Διότι η απεμπόληση των υπεσχημένων δεν ελέγχεται, η
πολιτική τάξη δεν υπόκειται στη δικαιοσύνη, δεν ανακαλείται ούτε αυτή
ούτε οι πολιτικές της, ακόμη και αν το σύνολο της κοινωνίας των πολιτών
εναντιώνεται σ’αυτές.
Τα ανωτέρω συνομολογούν ότι το κόμμα της κομματοκρατίας έχει
μεταβληθεί σε αντικοινωνικό λειτουργό της πολιτικής και νομέα του
κράτους, δηλαδή σε τυπικό αντιδραστικό μόρφωμα.
Στον ρόλο του αυτόν συνάδει η οικοδόμηση πλήθους από αναχώματα
προστασίας του πολιτικού προσωπικού από κάθε δυνατότητα ελέγχου των
πολιτικών του ή της πολιτικής του συμπεριφοράς από τη δικαιοσύνη. Ο
πολιτικός κηρύσσεται ανεξέλεγκτος αλλά και ανεύθυνος απέναντι στην
κοινωνία των πολιτών, ενώ η περιένδυσή του με δικαστικές και άλλες
αρμοδιότητες, νομιμοποιούν τον λεηλατικό του προορισμό και τη μεταβολή
του κράτους (ως πολιτικού συστήματος, ως διοίκησης κλπ) σε εκτροφείο
ολιγαρχικών συμμοριών που ενορχηστρώνουν κυβέρνηση και βουλή στο όνομα
της διαπλοκής και της διαφθοράς.
Εφεξής, ο αποκλεισμός της δικαιοσύνης από τα δρώμενα της πολιτικής
γίνεται στο όνομα της μη ποινικοποίησής της ενώ η κακή πολιτική τάξη
αιτιολογείται από την κακή κοινωνία που την εκλέγει!..
Η ενοχοποίηση της κοινωνίας για τα πεπραγμένα και την ποιότητα της
πολιτικής τάξης αποτελεί την αναγκαία συνθήκη για την ύπαρξή της.
Προφανώς, η θέση της διανόησης, ιδίως της εκείνης που καταγίνεται με τα
κοινωνικο-πολιτικά και ιστορικά δρώμενα, αποδείχνεται καταλύτης, σε
συνδυασμό με το σύνολο των συνταγματικών και πολιτικών μέτρων που
οδηγούν στη χειραγώγηση της σκέψης και της πράξης του πολίτη.
Μάλιστα, από τη στιγμή που οι φορείς της κομματοκρατίας όρισαν τη
δημοκρατία ως ταυτολογία του κομματικού συστήματος εννοούν να εγκαλούν
την αμφισβήτηση της “πολιτείας” τους ως αντιδημοκρατική συμπεριφορά.
Όποιος δεν αποδέχεται, όχι τα κόμματα, αλλά μετάλλαξή τους που
συνεπάγεται την ιδιοποίηση της πολιτικής και την αποξένωσή τους από την
κοινωνία των πολιτών, ανακηρύσσεται εχθρός της δημοκρατίας. Η προβολή
του επιχειρήματος της αντιπροσώπευση ή της δημοκρατίας καταγράφεται,
στην καλύτερη περίπτωση, ως λαϊκισμός.
Φθάνουν, μάλιστα, στο σημείο να προβάλλουν θεωρίες που στοχοποιούν
την πλειοψηφία, δηλαδή την κοινωνία ως εχθρό των δικαιωμάτων, δηλώνοντας
με περισσή θρασύτητα ότι το δικαίωμα είναι ανώτερο της ελευθερίας.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η αντιδραστική μετάλλαξη του κομματικού
συστήματος συνάδει με μια προφανή ταξινόμηση της κοινωνίας των πολιτών
στην κατηγορία του μεγίστου εχθρού του κράτους. Όχι την κοινωνία ιδιώτη,
αλλά την κοινωνία των πολιτών που αντιτείνει την συμμετοχή της στα
πολιτικά πράγματα. Σ’αυτήν που μπορεί δυνάμει να θέσει σε αμφισβήτηση
την μονοσήμαντη πολιτική κυριαρχία της πολιτικής τάξης, που ενδέχεται να
αξιώσει θεσμικό ρόλο στην πολιτεία.
Το γεγονός αυτό μαρτυρεί γιατί η έννοια της κοινωνίας των πολιτών
εξορκίζεται, υπέρ ασαφών και δη μη θεσμικών πολιτικά εννοιών, όπως του
λαού, ή και παραπλανητικών ευφημισμών όπως η “κοινωνία πολιτών” που
μεταφράζει το “civil society”, δηλαδή τις ομαδώσεις συμφερόντων που
εξέχουν της κοινωνίας.
Τα παραπάνω κάνουν ολοφάνερο, νομίζω, ότι όποιος συντάσσεται με την
παρούσα λειτουργία των κομμάτων είναι βαθιά ολιγαρχικός διότι αρνείται
την αντιπροσώπευση και προφανώς τη δημοκρατία, υπέρ ενός προ-πολιτικού
(“τριτοκοσμικού”) πολιτεύματος, που το αποκαλέσαμε επιεικώς εκλόγιμη
μοναρχία.
Στο μέτρο δε που το πολίτευμα αυτό έχει βαθιά μεταλλαχθεί σε
λεηλατικό και δεσποτικό έναντι του κράτους και της κοινωνίας,
ταξινομείται επίσης ως οπισθοδρομικό. Είναι τέλος και αντιδραστικό,
επειδή έρχεται αντιμέτωπο με τη λογική της εξέλιξης, η οποία
επαγγέλλεται ήδη κατά τρόπο αδήριτο τη μετάβαση στην αντιπροσωπευτική
και, στο βάθος του χρόνου, στη δημοκρατική πολιτεία.
Οι φορείς της κομματοκρατίας και όχι οι κριτικοί της έκαμαν
δυσδιάκριτη τη διαφορά μεταξύ νομιμότητας και ανομίας, μεταξύ
κοινοβουλευτικών και αυταρχικής αναφοράς κομμάτων, μεταξύ ιδίου και
δημοσίου συμφέροντος.
Αυτοί εμμένουν να αντιστρατεύονται το κοινό συμφέρον υπέρ εκείνου
των αγορών και να αντιμετωπίζουν την κοινωνία των πολιτών, ιδίως δε την
προοπτική της εισόδου της στην πολιτεία και του ελέγχου από αυτήν της
πολιτικής τάξης ως το μέγιστο και πλέον αποκρουστικό διακύβευμα του 21ου
αιώνα.
Συμπέρασμα: η ιδέα της εναντίωσης στη κομματοκρατία αντιμετωπίζεται
με βαθύτατη εχθρότητα από όλο το πολιτικό φάσμα, από τη δεξιά έως την
αριστερά και τους αντιεξουσιαστές, διότι όλοι τους είναι, συνειδητά ή
μη, ιδεολογικά ολιγαρχικοί και, συχνά, αντιδραστικοί.
Αντιμετωπίζεται επίσης με απορία, αφού εκτός από την βαθιά τους
άγνοια, που αποδίδει την άγνοια του συνόλου της νεοτερικότητας για το τι
είναι δημοκρατία και, έστω, αντιπροσώπευση, δυσπιστούν κατέναντι της
κοινωνίας, μη θεωρώντας την ικανή να διοικήσει τα του οίκου της.
Οι θεσμοί της αντιπροσώπευσης και της δημοκρατίας δεν αποκλείουν τα
κόμματα/παρατάξεις. Τα προορίζουν όμως για ρόλους θεράποντος της
πολιτείας, την οποία ενόλω ή ενμέρει ενσαρκώνει η κοινωνία, συγκροτημένη
σε δήμο.
Όσοι δεν μπορούν να “φαντασθούν θεσμούς χωρίς τον κομματικό
έλεγχο”, δεν έχουν παρά να αποσυρθούν στην ιδιωτεία τους, δεν είναι
αναγκαίο να παρακωλύουν την πρόοδο, προσποιούμενοι τους παραστάτες του
λαού στην πολιτική εξουσία. Εκεί, στην ιδιωτεία, θα έχουν τον
απαιτούμενο χρόνο να διαβάσουν για να ενημερωθούν και κυρίως να αποβούν
ενδεχομένως παραγωγικοί συντελεστές του βίου τους.
Σε κάθε περίπτωση, οφείλουν να γνωρίζουν ότι το αυταρχικό φαινόμενο
(ενοίς και ο φασισμός) είναι δομικά ετεροθαλές αδελφάκι του σημερινού
πολιτικού συστήματος.Αποτελεί, ως εκ τούτου, παράγωγο του κράτους που
ενσαρκώνει το πολιτικό σύστημα (όπως αυτό της νεοτρικότητας) και
ασυζητητί μορφολογική του παρέκκλιση.
Η αντιπροσώπευση και, περαιτέρω, η δημοκρατία, τοποθετούνται στον
αντίποδά τους. Θα ήταν οξύμωρο να εγκαλείται για τις φασιστικές του
ρίζες όποιος εναντιώνεται στο προ-αντιπροσωπευτικό σύστημα της
νεοτερικότητας στο όνομα της αντιπροσώπευσης και, μάλιστα, της
δημοκρατίας, και όχι ο δυνάμει θιασώτης του πολιτικά κυρίαρχου κράτους
από το οποίο αναδύθηκε το αυταρχικό φαινόμενο σε όλες του τις εκδοχές
(το ολοκληρωτικό, το χουντικό κ.ά.).
από το ιστολόγιο του καθ. Γ. Κοντογιώργη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.