Σάββατο 12 Ιανουαρίου 2013

Απόσπασμα από το βιβλίο «Επαναστατικά και απελευθερωτικά κινήματα»


Απόσπασμα από το βιβλίο «Επαναστατικά και απελευθερωτικά κινήματα»


FREE photo hosting by Fih.gr









Βασίλης Ραφαηλίδης
Απόσπασμα από το βιβλίο «Επαναστατικά και απελευθερωτικά κινήματα» (Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 1997) του δημοσιογράφου Βασίλη Ραφαηλίδη (1934-2000). Ο Ερνέστο Τσε Γκεβάρα ντε λα Σέρνα γεννήθηκε στο Ροζάριο της Αργεντινής το 1928. Ήταν δυο χρόνια νεότερος του Φιντέλ Κάστρο. Και δυο αιώνες μεγαλύτερος όσον αφορά τον επαναστατικό μύθο που συνοδεύει και τους δυο. Στην ιστορία των επαναστάσεων είναι δύσκολο να βρεις πρόσωπο που να λατρεύτηκε, με μια έννοια καθαρά μεταφυσική, περισσότερο απ’ τον Γκεβάρα. Ο Τσε είναι κάτι σαν ημίθεος, αν τον δεις απ’τη μεριά της μυθολογίας των αρχαίων λαών, και κάτι σαν άγιος, αν τον δεις απ’ τη μεριά της μυθολογίας των χριστιανών. Αν τον δεις απ’τη μεριά της μυθολογίας των κομμουνιστών, οφείλεις να παραδεχτείς πως ο μόνος χώρος που μπορεί να παράγει στις μέρες μας ήρωες και άγιους μαζί ειναι ο δικός τους, κι ας είναι γεμάτος αίμα. Ίσως γιατί, όπως λέει και ο Γκαμπριέλ Μαρσέλ, οι κομμουνιστές ειναι οι μόνοι στις μέρες μας που μπορούν και πεθαίνουν για συμφέροντα που δεν είναι προσωπικά τους. Κάποτε παλιά, πολύ παλιά, το προνόμιο της υπέρτατης θυσίας υπέρ της ομάδας το είχαν οι ομηρικοί ήρωες. Αργότερα, το ίδιο προνόμιο πέρασε στους χριστιανούς μάρτυρες των πρώτων χριστιανικών αιώνων. Μόνο που αυτοί πίστευαν στη «μετά θάνατον ζωή» και η θυσία τους μοιάζει ιδιοτελής.

Πως, λοιπόν, οι κομμουνιστές μπορούν να πεθαίνουν με τέτοια ευκολία για συμφέροντα που δεν είναι τα προσωπικά τους; Την απάντηση θα την βρείτε στην Ιλιάδα, όχι στα Ευαγγέλια. Ο Τσε είναι ένας ξεχασμένος απ’ την προσωκρατική αρχαιότητα ομηρικός ήρωας, που αρνήθηκε να υπακούσει στις υποδείξεις του σωκρατικού «δαιμονίου» για μια στροφή της συνείδησης προς τα μέσα, προκειμένου να συναντήσει εκεί το παραμύθι για τον «μοναδικό και αναντικατάστατο άνθρωπο». Που αν τον βρει πρέπει να βρει και το συμπληρωματικό μύθο για τη σωτηρία του μοναδικού και αναντικατάστατου ανθρώπου.
 
Με τη βοήθεια τη προσευχής και χωρίς πολύ κόπο ο καλός χριστιανός εύκολα κάνει τα δέοντα προκειμένου το πρόσωπο του να διαιωνίζεται στους αιώνες. Η μνήμη του θα είναι αιώνια γιατί ο Θεός θα τον θυμάται για πάντα, ακόμα κι όταν οι άλλοι θα τον έχουν ξεχάσει την επόμενη κιόλας του θανάτου του. Τέτοιο χοντρό παραμύθι είναι αδύνατο πλέον να γεννήσει μύθους ανθρώπινους, σαν τους ομηρικούς. Ο Γκεβάρα, όμως, ξέφυγε απ’ την κοινόχρηστη χριστιανική μυθοποιία και έγινε ήρωας, πρότυπο και σύμβολο υπερχριστιανικό, υπερκομμουνιστικό, υπερεθνικό – πανανθρώπινο. Ο Γκεβάρα είναι ο μόνος κοινής αποδοχής «κλασικός» ήρωας του καιρού μας. (Κλασικό λέμε το υπερχρονικό και υπερχωρικό: ‘O,τι κέρδισε τη μάχη με το χρόνο και το χώρο, για να γίνει αιώνιο και παγκόσμιο).
 
Ο Ερνέστο ήταν ασθματικός από πολύ μικρός. Το άσθμα δεν τον εμπόδισε να πάρει το πτυχίο ιατρικής σε χρόνο ρεκόρ, πηδώντας τα εξάμηνα σπουδών του δύο δύο, σαν «εξαιρετική ιδιοφυία». Ούτε στάθηκε εμπόδιο στις άκρως εντυπωσιακές επιδόσεις του στον αθλητισμό και αργότερα στον επαναστατικό «αθλητισμό», όπου θα αναδειχτεί παγκόσμιος πρωταθλητής. Μισός Ιρλανδός και μισός Ισπανός εξ’ αίματος, διδάχτηκε απ’ τον πλούσιο και καλλιεργημένο ισπανό πατέρα του και την όμορφη και μορφωμένη ιρλανδέζα μητέρα του πως η φτώχεια, εκτός από κοινωνικό και ηθικό πρόβλημα είναι και πρόβλημα αισθητικής. Ασχημαίνει τον κόσμο και τον γεμίζει αρρώστιες. Όλες οι επιδημίες έχουν «λαϊκή βάση». Φοιτητής ακόμα, με τα χρήματα του πατέρα του, ο Ερνέστο περιοδεύει με κάθε ευκαιρία σε ολόκληρη τη Λατινική Αμερική. Προσπαθεί να καταλάβει πως γίνεται και μια αμερικάνικη εταιρεία εμπορίας φρούτων, η Γιουνάιτεντ Φρουτ (σε μας εδώ είναι γνωστή απ’ τις μπανάνες Τσικίτα) ελέγχει τόσο αποτελεσματικά την πολιτική ζωή σε ολόκληρη τη Λατινική Αμερική.
 
Οι δημοκρατίες της μπανάνας, οι μπανανίες, δεν είναι παρά το ειδικό καθεστώς που επέβαλε σχεδόν σε ολόκληρη τη Λατινική Αμερική μια εταιρεία που εμπορεύεται μπανάνες! Αν είναι δυνατό να ορίζουν τη μοίρα σου οι μπανάνες! Εντάξει, οι πίθηκοι αγαπούν τις μπανάνες, αλλά οι Λατινοαμερικάνοι, πρώτον δεν τις αγαπούν, τις έχουν σιχαθεί, και δεύτερον δεν είναι πίθηκοι, όπως θέλουν να πιστεύουν οι Βορειοαμερικάνοι, που μποϋκοτάρουν συστηματικά τη βιομηχανική ανάπτυξη της Λατινικής Αμερικής, για να συντηρείται η πλούσια γεωργική της παραγωγή, που χρειάζεται για το δικό τους φαγοπότι. Να λοιπόν ο τεράστιος πολιτικός ρόλος μιας μεγάλης εταιρείας εμπορίας προϊόντων γης: Κρατεί σταθερά υπανάπτυχτη τη Λατινική Αμερική ελέγχοντας τη γεωργική της παραγωγή, ώστε να αποκλειστεί «η πρωταρχική συσσώρευση του κεφαλαίου», δηλαδή η κεφαλαιοποίηση και βιομηχανική αξιοποίηση των κερδών που προέρχονται από την πώληση των αγροτικών προϊόντων.
 
Ο Γκεβάρα θα κηρύξει τον πόλεμο κατά της Γιουνάιτεντ Φρουτ από πολύ νέος, από τότε που περιοδεύει συστηματικά, στην αρχή ως ευκατάστατος τουρίστας, στη συνέχεια σαν μελετητής γιατρός και στο τέλος σαν επαναστάτης, για να δείξει με την υποδειγματική επαναστατική του συμπεριφορά πως μόνο οι «αποστάτες της τάξης τους» μπορούν να απομακρύνουν αποτελεσματικά από κοντά τους τον «επαναστατικό» πειρασμό της μάσας. Να πάρουμε, λένε οι πεινασμένοι, την εξουσία για να διώξουμε τα παλιά αφεντικά ώστε να μπορέσουμε επιτέλους να φάμε και εμείς. Δημιουργώντας με τη σειρά μας, τώρα που γίναμε αφεντικά, άλλους πεινασμένους. Όχι να πάρουμε την εξουσία για να καταργήσουμε το μηχανισμό που αναπαράγει αδιάκοπα τη φτώχεια. Τόσο απλός είναι ο μαρξισμός: Μια πρόταση, συζητήσιμη ίσως αλλά πάντως συναρπαστική, για την κατάργηση του μηχανισμού που αναπαράγει αδιάκοπα τη φτώχεια και όχι τρόπος για την πρόσκαιρη ανακούφιση των φτωχών. Αυτό λέγεται φιλανθρωπία, όχι ανθρωπισμός. Η φιλανθρωπία ενδιαφέρεται για τους φτωχούς, ο ανθρωπισμός για τους ανθρώπους, όλους τους ανθρώπους, φτωχούς και πλούσιους. Δεν είναι και τόσο δύσκολο ο πλούσιος να γίνει φτωχός και ο φτωχός πλούσιος. Δύσκολο είναι να καταργήσεις τον μηχανισμό που αναπαράγει και ανανεώνει αδιάκοπα τη φτώχεια, γελοιοποιώντας τη φιλανθρωπία. Αυτός είναι ο μαρξισμός. Μια πρόταση για την κατάργηση του μηχανισμού που ανανεώνει αδιάκοπα τη φτώχεια, και όχι φροντίδα για τους φτωχούς. Αναμφίβολα η χριστιανική φιλανθρωπία είναι χρήσιμη, αλλά με την έννοια που είναι χρήσιμη η ασπιρίνη. Ανακουφίζει προσωρινά, αλλά δεν θεραπεύει.
 
Ο ποβερισμός (φτωχεϊσμός) δεν είναι ιδανικό για κομμουνιστές, αλλά για καλόγερους. ‘Οχι να πεινούν όλοι, να τρων όλοι. Να ταξιδεύουν όλοι πρώτη θέση στο τραίνο, όπως είπε ο Λένιν όταν τον ρώτησαν γιατί ταξιδεύει πρώτη θέση στο τραίνο. Όχι εξίσωση προς τα κάτω, αλλά προς τα πάνω. Όχι εξιδανίκευση της φτώχειας (αυτό είναι ποβερισμός) αλλά μιας άνεσης για όλους. Όχι μόνο για τους κομματικούς γραφειοκράτες που εξευτέλισαν τον μαρξισμό. Ο «υπαρχτός σοσιαλισμός» αφού πέρασε απ’ το λαϊκιστικό στάδιο του ποβερισμού έγινε τελικά αντιμαρξιστικός. Με την κατάρρευση του υπαρχτού σοσιαλισμού, δεν κατέρρευσε ο μαρξισμός, κατέρρευσε ο αντιμαρξισμός. Και έκανε πολύ καλά που κατέρρευσε. Αν και θα μπορούσε να επανέλθει «στη μαρξιστική τάξη» αν υπήρχαν ακόμα μαρξιστές ανάμεσα στους γραφειοκράτες. Αυτά τα απλά τα καταλαβαίνει καλύτερα ένας χορτάτος πλην τίμιος, παρά ένας πεινασμένος, έτοιμος να παλουκώσει τους πάντες προκειμένου να φάει. Αρκεί η βουλιμία του να μη δημιουργεί νέους πεινασμένους όπως στη Σοβ. Ένωση. Την οποία ο επαναστάτης Γκεβάρα μισεί. Αλλά όσο βρίσκεται στην Κούβα και συνεργάζεται με το στενό του φίλο, τον Κάστρο, δεν το διακηρύσσει. Για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας, που ταυτίζονται με την επιβίωση της, η Κούβα πρέπει να συνεργαστεί με τη γραφειοκρατική ΕΣΣΔ. Επειδή οι Ρώσοι γνωρίζουν πως οι επαναστατικές απόψεις του Γκεβάρα βρίσκονται πολύ κοντά σε αυτές του Μαο, του κάνουν τη ζωή δύσκολη. Ο Κάστρο προσπαθεί να τον πείσει να μη βιάζεται να εξαγάγει την επανάσταση στη Λατινική Αμερική. Επιθυμεί και ο Κάστρο την εξαγωγή, όμως ξέρει καλύτερα απ’ τον Γκεβάρα πως άλλο είναι να θέλεις και άλλο να μπορείς. Ο Γκεβάρα ωστόσο είναι φανατικά κολλημένος στη θριαμβεύουσα την εποχή εκείνη μαοϊκη βουλησιαρχία : Θέλω σημαίνει μπορώ, λέει ο Μαο.
 
Εκτός απ’ τις αρχές τις κινέζικης επανάστασης, που χρωστάει πολλά στον βολονταρισμό, ο Γκεβάρα χρησιμοποιεί συχνά σαν επιχείρημα την εντυπωσιακή επιτυχία της κουβανικής επανάστασης, που την άρχισαν μια χούφτα άνθρωποι στη Σιέρρα Μαέστρα. Σίγουρα η επαναστατική βούληση παίζει αποφασιστικό ρόλο στην έκβαση της επανάστασης. Αρκεί οι αντικειμενικές συνθήκες να μην εξουδετερώνουν την επαναστατική βούληση. Και δεν την εξουδετερώνουν μόνο στην περίπτωση που στον αγώνα ρίχνονται οι ντεσπεράδος (οι απελπισμένοι) για το μόνο λόγο πως είναι ντεσπεράδος και όχι κομμουνιστές, ή ότι άλλο. Όμως, η απελπισία, λέει ο Λένιν, ο μεγαλύτερος επαναστάτης όλων των εποχών, δεν οδηγεί κατ’ ανάγκην στην εξέγερση, πολύ συχνά οδηγεί στην πλήρη υποταγή. Αυτός που έχει λίγα φοβάται, εξίσου πολύ με αυτόν που έχει πολλά, πως θα χάσει και τα λίγα. Οι βολιβιανοί στους οποίους αποτείνεται ο επαναστάτης Γκεβάρα, είχαν πάρα πολύ λίγα για να τα διακινδυνεύσουν. Άλλωστε, για να κρατήσεις στα χέρια σου όπλο, πρέπει να στέκεις στα πόδια σου. Και για να στέκεις στα πόδια σου, πρέπει να τρως, έστω στοιχειωδώς. Οι βολιβιανοί στους οποίους αποτείνεται ο Γκεβάρα είναι τροφοσυλλέκτες. Η Γιουνάιτεντ Φρουτ τους έχει ρημάξει. Ξέχασε ο Ερνέστο πως την κουβανική επανάσταση την άρχισαν και τη συντήρησαν, με τη βοήθεια των πεινασμένων, φυσικά οι κουβανοί προοδευτικοί αστοί και οι διανοούμενοι. Η επανάσταση της Κούβας δεν ήταν ούτε προλεταριακή ούτε μόνο αγροτική. Ήταν κατ’ αρχήν αστική και απελευθερωτική και έγινε μαρξιστική στο τέλος και όχι στην αρχή της.
 
Η σχέση αντικειμένου – υποκειμένου είναι βασική αρχή της διαλεκτικής. Εγώ, το υποκείμενο που θέλω, είμαι ένα υποκείμενο στενά συναρτημένο με τα αντικείμενα. Όλοι οι άνθρωποι είναι αντικείμενα για μένα το υποκείμενο, ενώ εγώ το υποκείμενο είμαι αντικείμενο για όλους τους ανθρώπους, που ο καθένας είναι υποκείμενο μόνο για τον εαυτό του. Διαλεκτική ονομάζεται η σχέση που δημιουργείται ανάμεσα στο υποκείμενο και το αντικείμενο. Η κόλαση είναι οι ‘Αλλοι, λέει ο Σαρτρ. Και εννοεί πως το κακό, σε μένα το υποκείμενο, έρχεται απ’ έξω, από το αντικείμενο. Δυστυχώς, απ’ όλες τις αριστερίστικες και ανομολόγητα ψυχολογίστικες πολιτικές συμπεριφορές, συνεπώς και αυτή του Τσε, εκείνο που κυρίως λείπει είναι η διαλεκτική. Από’ δω και η εύκολη απογοήτευση των αριστεριστών. Κατά κανόνα οι αριστεριστές είναι «αποστάτες της τάξης τους».
 
Ο Γκεβάρα πέθανε νωρίς. Τον σκότωσαν στις 9 Οκτωβρίου 1967. Είναι αδύνατο να μην ήξερε πως το διάβημά του στη Χώρα του Μπολίβαρ είχε ελάχιστες πιθανότητες επιτυχίας. Κι ωστόσο πόνταρε σ’ αυτές τις ελάχιστες πιθανότητες. Γιατί ήταν πράγματι επαναστάτης, έξω και πέρα από κάθε επιθετικό προσδιορισμό. Ούτε κομμουνιστής ούτε αστός επαναστάτης. Επαναστάτης σκέτα. Αποστάτης της τάξης του, στην οποία δεν είχε καμία διάθεση να επιστρέψει. Ο Γκεβάρα υποδεικνύει με τη συμπεριφορά του περισσότερο ένα ήθος, παρά μια πολιτική. Και γι’ αυτό θα γίνει το μεγάλο σύμβολο εκείνης της ψυχικής ποιότητας που λείπει περισσότερο στους αντιηρωικούς καιρούς μας: Της γενναιότητας και της ικανότητας να πεθάνεις για συμφέροντα που δεν είναι τα προσωπικά σου. Ο Γκεβάρα είναι ο σύγχρονος Αχιλλέας μιας μυθολογίας που δεν έγινε ακόμα έπος.
 
Ο Τσε θα εγκαινιάσει την επαναστατική του δραστηριότητα στη Γουατεμάλα το 1953. Βρίσκεται εκεί το 1954 που η CIA θα ανατρέψει το αριστερό καθεστώς του Χάκοβο Άρμπενς Γκουσμάν. Στην αγαπημένη του Γουατεμάλα, τη χώρα που αγάπησε περισσότερο κι απ’την Κούβα, θα του κολλήσουν το παρατσούκλι “Τσε”. Που δεν είναι επαναστατικό ψευδώνυμο, είναι εμφατικό ισπανικό επιφώνημα. “Τσε” λεν οι ισπανοί πριν από κάθε κουβέντα όταν πιστεύουν πως αυτή είναι τόσο σοβαρή, που, αν δεν προσέξει ο ακροατής, δεν θα καταλάβει το πολύ σοβαρό νόημα όσων πρόκειται ν’ ακούσει στη συνέχεια. Στη Γουατεμάλα ήταν που οι σύντροφοι πρόσεξαν πως ο κοντόσωμος Αργεντινός ασθματικός γιατρός, μ’ εκείνα τα φοβερά μαύρα μάτια που σε κάρφωναν και σε διαπερνούσαν σαν σπαθιά, έλεγε συνέχεια «τσε» πριν από κάθε κουβέντα. Κάποτε οι σύντροφοι κατάλαβαν πως το «τσε» και «τσε» που έλεγε συνεχώς ο Ερνέστο δεν ήταν γλωσσικό τικ. Ήταν η έκφραση αγωνιάς του μήπως ο άλλος δεν καταλάβει πως το κάθε τι που λέει είναι πολύ σοβαρό.
 
Ο Ερνέστο, ο «Τσε», ήταν η προσωποποίηση της σοβαρότητας. Το επιφώνημα «τσε» στην ονοματοποιημένη του μορφή Τσε θα εγγράψει στην ιστορία το υπέρτατο επαναστατικό πάθος ενός ανθρώπου που εγκατέλειψε την Αργεντινή, τη βόλη του και τα καλά του για να γίνει ο Επαναστάτης Απόστολος των Εθνών της Λατινικής Αμερικής και του κόσμου όλου. Ο Τσε θα δείξει με τη ζωή του και τον σχεδόν σταυρικό θάνατό του, πως η αγάπη για τον πάσχοντα αποκλείεται να είναι χριστιανική στο μέλλον. Διότι οι χριστιανοί είναι πλέον παντελώς ανίκανοι να πεθάνουν για συμφέροντα που δεν είναι τα προσωπικά τους. ‘Ασε που ούτε καν το ύψιστο προσωπικό τους συμφέρον, το αιώνιο κέρδος του παραδείσου, δεν είναι πλέον σε θέση να πεθάνουν με άνεση. Απ’ το Σωτήρα τους δεν ζητούν παρά την προσωπική τους σωτηρία, πρώτα σ’ αυτόν και ύστερα στον άλλο κόσμο. Η ιδιοτέλεια του αναξιοπρεπούς εις διπλουν: γήινη και υπεργήινη. Οι ‘Αγιοι του μέλλοντος θα είναι της ποιότητας του Ερνέστο του Μεγαλομάρτυρα. Οι δολοφόνοι του στη Βολιβία ούτε καν υποψιάστηκαν, μοιράζοντας στον κόσμο τη φωτογραφία του νεκρού Τσε, που τον εικονίζει στην κλασική στάση της Αποκαθήλωσης της χριστιανικής εικονογραφίας, τι θα μπορούσε να σημαίνει για τους πιστούς της Επανάστασης του Μέλλοντος μια τυπικά χριστιανική εικόνα. Ο δικός μας Θόδωρος Αγγελόπουλος στην ταινία του ‘Οι κυνηγοί’ θα είναι ο πρώτος «εικονογράφος», σε διεθνές επίπεδο, που θα καταλάβει πως οι ‘Αγιοι της επανάστασης είναι συνεχώς ανάμεσα μας. Τους συντηρεί το χιόνι και ο πάγος της Ιστορίας. Ο ‘Αρης Βελουχιώτης, ο δικός μας επαναστατικός μύθος, είναι η ελληνική εκδοχή του Τσε Γκεβάρα. ‘Ετσι περίπου τον βλέπει και ο Διονύσης Χαριτόπουλος στο τεράστιο έργο του για τον ‘Αρη Βελουχιώτη, τον ‘Ηρωα και ‘Αγιο της ελληνικής αντίστασης.
 
Στην ταινία του Αγγελόπουλου, το παγωμένο φάντασμα της επανάστασης δεν έχει όνομα. ‘Ομως, εμείς οι χωρίς Θεό καλοί χριστιανοί ξέρουμε πως το όνομα του είναι Ερνέστο, Άρης, Μπολίβαρ, Ζαπάτα, Βίλα, Λένιν, Σπάρτακος – είναι όλοι όσοι προσπάθησαν να σώσουν τον άνθρωπο απ’ το προπατορικό αμάρτημα της φτώχειας και της δυστυχίας. Κι αν το εγχείρημά τους να εγκαταστήσουν στη γη τον Παράδεισο φαίνεται ουτοπικό, σίγουρα είναι λιγότερο ουτοπικό από τη φαντασιακή εγκατάσταση του άλλου παραδείσου στην περιοχή της Μεγάλης Ουτοπίας του ‘Αλλου Κόσμου. Στο κάτω κάτω, υπάρχει και στην ουτοπία ποιότητα και λογική. ‘Αγιε Ερνέστο, σε προσκυνώ. Κι ας τολμήσουν να μου πουν πως προσκυνώ είδωλα οι ψοφοδεείς που προσκυνούν θεούς και δαίμονες εναλλάξ, ή μόνο θεούς, ή μόνο δαίμονες κατά πώς τους βολεύει εκάστοτε.
 
(Πρώτη δημοσίευση στο blog ‘Sierra Maestra).
Πολιτικό Καφενείο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.