Το ζήτημα της κυβέρνησης στο Πρόγραμμα του ΚΚΕ
Ιανουαρίου 11, 2013 από seisaxthiablog
Στον πρόλογο των θέσεων γίνεται μια γενική αναφορά στην ανάγκη που προέκυψε για την αλλαγή του προγράμματος, η οποία προσπαθεί να συγκαλύψει το γεγονός της γενικής ανατροπής και αναθεώρησης του μαρξιστικού λενινιστικού χαρακτήρα του ισχύοντος προγράμματος. Πιο συγκεκριμένα γράφεται στον πρόλογο:
«…Το σχέδιο Προγράμματος ενσωματώνει τα συμπεράσματα από την οικοδόμηση του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ και γενικότερα στις χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, τα συμπεράσματα από την πορεία του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, που εγκρίθηκαν στο 18ο Συνέδριο, καθώς και τα στρατηγικής σημασίας συμπεράσματα της Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης για το «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, Β΄ τόμος (1949 – 1968)».
Είναι, τελικά, καρπός μιας μακρόχρονης συλλογικής διαδικασίας, που συνεχίστηκε μετά το 15ο Συνέδριο σε όλη την πορεία έως σήμερα, εν μέσω αγώνων και σκληρών ταξικών αναμετρήσεων. Η πείρα του Κόμματος και του εργατικού και λαϊκού κινήματος είναι πολύτιμο ζωντανό υλικό που αξιοποιήθηκε όσο ήταν δυνατό στην επεξεργασία των Θέσεων του απολογισμού και του σχεδίου Προγράμματος. Το σχέδιο Προγράμματος θεμελιώθηκε με στοιχεία και εκτιμήσεις που προκύπτουν από τη μακρόχρονη έρευνα των εξελίξεων στην Ελλάδα και διεθνώς, από τη σκοπιά των εργατικών και λαϊκών συμφερόντων, δηλαδή με γνώμονα τη μαρξιστική -λενινιστική θεωρία, η οποία αποτελεί την ιδεολογία του ΚΚΕ….»
Προς ενίσχυση του παραπάνω η ΚΕ του ΚΚΕ μέσω της ΚΟΜΕΠ, αλλά και αρθρογραφίας στο Ριζοσπάστη, επιχειρεί να δώσει εξηγήσεις. Ειδικότερα η ΣΕ της ΚΟΜΕΠ (Ριζοσπάστης 5-6/1/13) προκειμένου να στηρίξει αυτή την ανάγκη, που ωρίμασε, αναφέρει:
«…Πρόκειται για ανάπτυξη των προγραμματικών θέσεων του ΚΚΕ. Η ανάγκη για αλλαγές στο Πρόγραμμα του Κόμματος ωρίμασε μέσα από τις κοινωνικές – πολιτικές εξελίξεις που μεσολάβησαν μετά το 15ο Συνέδριό του (1996), αλλά και από τη συνεχή ιδεολογική – πολιτική ωρίμανση του Κόμματος, όπως αποτυπώθηκε στα επόμενα συνέδριά του (16ο και 17ο), τη μελέτη της ιστορίας του Κόμματος (με την Πανελλαδική Συνδιάσκεψή του το 2011) και της σοσιαλιστικής οικοδόμησης της ΕΣΣΔ (Απόφαση του 18ου Συνεδρίου για το σοσιαλισμό).
Στο Σχέδιο Προγράμματος διατηρούνται βασικά και θεμελιακά στοιχεία του Προγράμματος που είχε διαμορφωθεί στο 15ο Συνέδριο: Ο χαρακτήρας της εποχής ως εποχής περάσματος από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό, ανεξάρτητα από τον αρνητικό συσχετισμό και τη νίκη της αντεπανάστασης. Η αναγκαιότητα του σοσιαλισμού για την επίλυση των αντιφάσεων στην ελληνική κοινωνία με ανατροπή της καπιταλιστικής εξουσίας, δηλαδή ο προσδιορισμός της επανάστασης στην Ελλάδα ως σοσιαλιστικής, ο απεγκλωβισμός από οποιαδήποτε μορφή ενσωμάτωσης σε αστική διακυβέρνηση, η συνειδητή απόρριψη οποιουδήποτε σκαλοπατιού «ενδιάμεσης» εξουσίας ανάμεσα στην αστική και την εργατική…»
Όλα τα παραπάνω είναι ανακριβή. Για την απόδειξη του ισχυρισμού αυτού μπορούν ν’ αξιοποιηθούν πολλά σημαντικά ζητήματα που θίγει το πρόγραμμα ενός Κομμουνιστικού Κόμματος. Ωστόσο το άρθρο θα περιοριστεί σε ένα απ’ αυτά. Κι’ αυτό είναι η στάση του ΚΚΕ απέναντι στο ενδεχόμενο της κατάκτησης της κυβερνητικής εξουσίας από το λαϊκό μέτωπο, δηλαδή το ζήτημα της εργατικής κυβέρνησης στο πλαίσιο του καπιταλισμού. Εδώ δεν θ’ αναλυθεί θεωρητικά το ζήτημα απλά θα παρατεθούν όσο γίνεται πιο γλαφυρά στοιχεία που επιβεβαιώνουν τον ισχυρισμό ότι γίνεται αναθεώρηση και ανατροπή του ισχύοντος προγράμματος.
Το σχέδιο του σχεδίου προγράμματος που κατέθεσε η ΚΕ του ΚΚΕ για το 19ο Συνέδριό του αντανακλά τη θέση, που με χαρακτηριστικό και καθαρό τρόπο διατύπωσε το κόμμα μέσω της ΓΓ της ΚΕ Αλέκας Παπαρήγα κατά τη διάρκεια της πρόσφατης διπλής εκλογικής αναμέτρησης και σε συνθήκες όπου κυριάρχησε η πρωτοβουλία του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος έθεσε το θέμα της αριστερής κυβέρνησης. Η απάντηση του ΚΚΕ για άρνηση σε συμμετοχή σε οποιαδήποτε κυβέρνηση στο πλαίσιο του συστήματος γενικά και με απόλυτο τρόπο ξένισε τότε πολλούς ακόμα και από τους πιο πιστούς οπαδούς του. Είναι βέβαιο ότι συνέβαλε αυτή η θέση στη συντριπτική μείωση των δυνάμεών του κόμματος αφού έχασε χιλιάδες παραδοσιακούς οπαδούς του. Παρένθεση. Είναι ενδιαφέρον σ’ αυτό το σημείο να επισημανθεί και η άποψη της ηγεσίας του ΚΚΕ γι’ αυτό το θλιβερό γεγονός όπως αποτυπώνεται στην τρέχουσα ΚΟΜΕΠ στο ίδιο άρθρο όπως παραπάνω της ΣΕ της:
«…Ο οπορτουνισμός ενός ευρέως οργανωτικού και ιδεολογικού φάσματος, μέσα και έξω από το ΣΥΡΙΖΑ, μόλυνε εργατικές και λαϊκές δυνάμεις που προσέγγιζαν το ΚΚΕ και βρίσκονταν σε διαδικασία ριζοσπαστικοποίησης, με το μικρόβιο της έλλειψης πίστης στην ταξική πάλη, του συμβιβασμού στις απαιτήσεις της καπιταλιστικής εξουσίας, της έλλειψης πίστης στη δυνατότητα και ρεαλιστικότητα της εργατικής εξουσίας και της σοσιαλιστικής οικονομίας….»
Είναι αλήθεια ότι εκείνη η απάντηση, η οποία αποτέλεσε σημαία για το ΚΚΕ και στη δεύτερη εκλογική μάχη δεν ανταποκρινόταν στο μέχρι τώρα πρόγραμμα του κόμματος, το οποίο δεν αποκλείει τη συμμετοχή σε μια αντιιμπεριαλιστική αντιμονοπωλιακή κυβέρνηση στο πλαίσιο του καπιταλιστικού συστήματος, με όρους και προϋποθέσεις βέβαια, και η οποία μπορεί να γίνει αφορμή για έναρξη της επαναστατικής διαδικασίας και για πέρασμα στο σοσιαλισμό, χωρίς όμως να αποκλείεται και η ήττα της.
Έρχονται τώρα οι θέσεις να επιβεβαιώσουν την αλλαγή αυτή και όχι το σχέδιο προγράμματος, απ’ το οποίο έχει αφαιρεθεί η οποιαδήποτε αναφορά, γιατί σύμφωνα με την κυρίαρχη άποψη της ηγεσίας δεν αφορούν τα ζητήματα τακτικής το πρόγραμμα του κόμματος. Πιο συγκεκριμένα:
Θεση 28 σημειο Ε: ….Οι κοινοβουλευτικές αυταπάτες και η προσμονή φιλολαϊκής διεξόδου από μια αστική διακυβέρνηση παραμένουν κυρίαρχες στη μεγάλη πλειοψηφία του λαού, ισχυρές ακόμα και σ’ ένα μέρος των ψηφοφόρων του Κόμματος.
Η αστική εξουσία αποτελείται από θεσμούς, μηχανισμούς φανερούς και κρυφούς, που λειτουργούν ανεξάρτητα από το ποιο αστικό κόμμα βρίσκεται στην κυβέρνηση ή το πώς διαμορφώνεται η κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Εάν υπάρχει έστω και μια πιθανότητα να εκφραστούν κοινοβουλευτικά τέτοιες εργατικές – λαϊκές διαθέσεις είναι σίγουρο ότι η αστική εξουσία δε θα ταλαντευτεί καθόλου στο να ακυρώσει με κάθε τρόπο αυτό το ενδεχόμενο.
Με τη συστηματική και ολόπλευρη δράση του το ΚΚΕ πρέπει να συμβάλλει ώστε η ψήφος στο ΚΚΕ από τμήματα των εργατών και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων να εκφράζει όχι μόνο τη διάθεση να στηριχτεί η πολιτική δύναμη που με συνέπεια παλεύει για τα λαϊκά προβλήματα, αλλά να εκφράζει ταξική επιλογή, με στόχο το αδυνάτισμα του αστικού πολιτικού συστήματος, της αστικής διακυβέρνησης, ώστε κάθε ρωγμή να ενισχύει την κατεύθυνση της ανατροπής της αστικής εξουσίας και της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας…..
Θέση 29 …. Η ΚΕ δε συγκέντρωσε την προσοχή της στο γεγονός ότι για πρώτη φορά, σε σχέση με όλες τις προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις, μπροστά στο δοκιμαζόμενο λαό έμπαινε ζήτημα να επιλέξει ανάμεσα σε μια κυβέρνηση στη βάση της ΝΔ ή του ΠΑΣΟΚ, από τη μια, ή μια κυβέρνηση της λεγόμενης «αριστερής συνεργασίας»…..
….. Δε σημαίνει, βεβαίως, ότι αν στην πρώτη προεκλογική περίοδο είχε χαραχτεί εύστοχη εκλογική τακτική θα ήταν δυνατό να ανατραπεί το ρεφορμιστικό ρεύμα υπέρ κυβέρνησης διαχείρισης της κρίσης, η ανάπτυξη του οποίου έχει αντικειμενική βάση, πατάει σε ανάγκες της αστικής εξουσίας. Όμως, είναι πιθανό οι διαρροές να ήταν σχετικά πιο περιορισμένες και κυρίως να αποτρεπόταν ένα πνεύμα απογοήτευσης, ιδιαίτερα στο χώρο των οπαδών και φίλων του Κόμματος, που δικαίως προκάλεσε το εκλογικό αποτέλεσμα.
…Η άρνηση συμμετοχής του Κόμματος σε κυβέρνηση αστικής διαχείρισης της κρίσης αποτελεί σημαντική παρακαταθήκη για το εργατικό και λαϊκό κίνημα…..
Θέση 53 …..Η ΚΕ ως ανώτερο καθοδηγητικό όργανο στις πιο δύσκολες στιγμές της τετράχρονης πορείας, όπως ήταν οι δύο τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις, παρά τις ελλείψεις και επιμέρους αδυναμίες, ανταποκρίθηκε στο κύριο, που ήταν η σθεναρή αντίσταση στην πίεση να ενδώσει το Κόμμα και να κάνει θεμελιακό λάθος ανοχής ή συμμετοχής σε κυβέρνηση συνεργασίας…..
Θέση 65 …. Στα καθήκοντα του Κόμματος είναι η πρόβλεψη της εξέλιξης του συσχετισμού δυνάμεων, με στόχο πρώτ’ απ’ όλα το εργατικό κίνημα και κατά συνέπεια και η Λαϊκή Συμμαχία να μη χάσουν το στόχο της εξουσίας, να μην εγκλωβιστούν σε κυβερνήσεις στο έδαφος του καπιταλισμού…..
Θέση 67 …. Το ΚΚΕ διατηρεί την αυτοτέλειά του και στις αστικές εκλογές, όμως στα ψηφοδέλτιά του είναι δυνατό να συμμετέχουν και συνεργαζόμενοι. Η Λαϊκή Συμμαχία ως συμμαχία των πιο ριζοσπαστικών πολιτικοποιημένων τμημάτων του εργατικού – συνδικαλιστικού κινήματος και των συμμάχων του, των οργανώσεων της νεολαίας και των γυναικών, ως συμμαχία που δρα στις γραμμές του κινήματος, με στόχο να προσελκύσει την ευρύτερη συσπείρωση νέων μαζών, δεν παίρνει μέρος στις εθνικές και τοπικές εκλογές, στις ευρωεκλογές, σε δημοψηφίσματα….
Η θέση του ΚΚΕ με βάση το ισχύον πρόγραμμα
Είναι φανερό για όσους γνωρίζουν το πρόγραμμα του ΚΚΕ τα παραπάνω δεν έχουν καμία σχέση. Για όσους δεν το γνωρίζουν ας δούμε πως διατυπώνεται η λύση του συγκεκριμένου ζητήματος στο ισχύον πρόγραμμα:
«…Στις γραμμές του Μετώπου εντάσσονται δυνάμεις ανομοιογενείς από άποψη κοινωνικής θέσης και ιδεολογικοπολιτικής στάσης. Αντανακλώνται διαφορετικές τάσεις, σε ό,τι αφορά την προοπτική και το σκοπό της αντιιμπεριαλιστικής, αντιμονοπωλιακής πάλης.
Η ανάπτυξη των κοινωνικοπολιτικών αναμετρήσεων, των ταξικών συγκρούσεων, θα φέρνει στην ημερήσια διάταξη το πρόβλημα της εξουσίας. To KKE κατευθύνει τη δράση του, ώστε η αντιιμπεριαλιστική, αντιμονοπωλιακή πάλη να αναπτύσσεται και να βαθαίνει η αντικαπιταλιστική συνείδηση της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων. Το ΚΚΕ σταθερά προσπαθεί να πείθει ότι δεν αρκεί να φύγουν τα αστικά κόμματα και οι σύμμαχοί τους από το τιμόνι της διακυβέρνησης. Πρέπει να ανατραπεί το αστικό κράτος και οι μηχανισμοί του. Να δημιουργηθεί μια νέα λαϊκή εξουσία, που δεν είναι άλλη από τη σοσιαλιστική.
Σε συνθήκες κορύφωσης της ταξικής πάλης, επαναστατικής ανόδου του λαϊκού κινήματος, όταν η επαναστατική διαδικασία έχει ξεκινήσει, μπορεί να προκύψει κυβέρνηση, ως όργανο λαϊκής εξουσίας, που έχει την έγκριση και τη συγκατάθεση του αγωνιζόμενου λαού, χωρίς γενικές εκλογές και κοινοβουλευτικές διαδικασίες. Αυτή η κυβέρνηση θα ταυτίζεται, ή θα τη χωρίζει τυπική απόσταση από την εξουσία της εργατικής τάξης και των συμμάχων της.
Σε συνθήκες ταξικών αναμετρήσεων και μεγάλης φθοράς στην επιρροή των αστικών κομμάτων και των συμμάχων τους, μπορεί να προκύψει κυβέρνηση αντιιμπεριαλιστικών αντιμονοπωλιακών δυνάμεων με βάση το κοινοβούλιο χωρίς να έχουν διαμορφωθεί ακόμα οι όροι για το επαναστατικό πέρασμα.
Η δρομολόγηση κυβερνητικών μέτρων που στοχεύουν στην ανακούφιση του λαού, ενάντια στο πολυεθνικό κεφάλαιο, στην εξάρτηση και τη συμμετοχή της χώρας στις ιμπεριαλιστικές ενώσεις, είναι δυνατόν να συσπειρώνει και να πείθει για την ανάγκη γενικότερης ρήξης.
Το ΚΚΕ επιδιώκει μια τέτοια κυβέρνηση, με τη δράση της και τη γενικότερη λαϊκή παρέμβαση, να συμβάλει στην έναρξη της επαναστατικής διαδικασίας. Το διάστημα μέσα στο οποίο θα κριθεί αν η κυβέρνηση θα προχωρήσει προς τα εμπρός δε θα είναι μακρόχρονο. Η πείρα δείχνει ότι θα είναι βραχύχρονο. Αν οι εξελίξεις δεν πάρουν θετική πορεία, τότε η κυβέρνηση θα ανατραπεί, κάτω από την αντίδραση της κυρίαρχης τάξης και την ιμπεριαλιστική παρέμβαση. Η ανατροπή της δε σημαίνει υποχρεωτικά συνολικό πισωγύρισμα. Μπορεί να γίνει παράγοντας για να κατανοηθεί βαθύτερα η ανάγκη ριζικής ανατροπής του καπιταλιστικού συστήματος.
Σε κάθε περίπτωση ο αποφασιστικός παράγοντας θα είναι η ενότητα της εργατικής τάξης, η κατάκτηση του ηγετικού καθοδηγητικού ρόλου της, καθώς και του Κόμματός της, του ΚΚΕ, στο Μέτωπο…».
Αν ανατρέξουμε σε εκείνη την περίοδο στις σελίδες του Ριζοσπάστη και στα ντοκουμέντα του 15ου Συνεδρίου θα διαπιστώσουμε ότι η συγκεκριμένη διατύπωση στο πρόγραμμα ήταν αποτέλεσμα της όλης συζήτησης που αναπτύχθηκε και μ’ αυτή ξεκαθαρίστηκαν οι αντιπαραθέσεις, που υπήρξαν δημόσια στον προσυνεδριακό διάλογο, στις οποίες συμμετείχαν και μέλη της ΚΕ, και οι οποίες προέκυψαν από τη σχετική με το θέμα διατύπωση του σχεδίου του προγράμματος.
Ας δούμε κατ’ αρχήν πως έθετε το ζήτημα το σχέδιο προγράμματος στη θέση 31:
« 31. Το αντιιμπεριαλιστικό αντιμονοπωλιακό λαϊκό μέτωπο πάλης θα κτίζεται μέσα στον αγώνα με την επίδραση και την πρόοδο των κοινωνικών, καθώς και των πολιτικών συμμαχιών. Αποφασιστική ώθηση στη δύναμη και την εμβέλεια του μετώπου, ανάλογα με τη συγκυρία και το επίπεδο της ταξικής πάλης, μπορεί να δόσει σε συγκεκριμένη φάση η πάλη από “τα πάνω” ή από “τα κάτω”. Η ιστορία του εργατικού και λαϊκού κινήματος έχει αποδείξει ότι η δράση των λαϊκών μαζών αποτελεί καθοριστικό στοιχείο, ανεξάρτητα αν το μέτωπο δρα ως αντιπολίτευση ή ως κυβερνητική δύναμη. Η δράση από τα κάτω βασίζεται στον πρωταγωνιστικό κοινωνικοπολιτικό ρόλο της εργατικής τάξης και του κόμματός της σε συμμαχία με τα άλλα λαϊκά στρώματα.
Το αντιιμπεριαλιστικό αντιμονοπωλιακό δημοκρατικό μέτωπο αγωνίζεται για την ανατροπή του πολιτικού συσχετισμού δύναμης σε βάρος της συντηρητικής και συμβιβαστικής πολιτικής δυνάμεων, που στηρίζουν την εξουσία των πολυεθνικών και το καθεστώς της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης και κυριαρχίας. Παλεύει για να κερδίσει την εμπιστοσύνη της λαϊκής πλειοψηφίας, να αποσπάσει την κυβερνητική εξουσία. Μια τέτοια δυνατότητα προϋποθέτει σημαντική στροφή στην άνοδο της λαϊκής συνείδησης, βαθιά ριζοσπαστικοποίηση των μαζών, με επικεφαλής την εργατική τάξη και αποφασιστική ενίσχυση της επιρροής και της δύναμης του ΚΚΕ.
Η κυβέρνηση των αντιιμπεριαλιστικών αντιμονοπωλιακών δυνάμεων θα ανταποκρίνεται στις λαϊκές προσδοκίες στο βαθμό που παραμένει συνεπής στους προσανατολισμούς της, κλιμακώνει την εφαρμογή των προγραμματικών κατευθύνσεων και στόχων της, στηριγμένη στην κινητοποίηση των εργατικών λαϊκών δυνάμεων του μετώπου, των μαζικών οργανώσεων και κινημάτων των εργαζομένων.
Οι συνθήκες μέσα στις οποίες το αντιιμπεριαλιστικό αντιμονοπωλιακό μέτωπο πάλης κατακτά την κυβερνητική εξουσία, οι μορφές και οι μέθοδοι πάλης που έχουν χρησιμοποιηθεί, το βάθος των κοινωνικών αντιπαραθέσεων θα ασκήσουν επίδραση στην κυβέρνησή του και στα βασικά της χαρακτηριστικά.
Στις συνθήκες της Ελλάδας η δρομολόγηση κυβερνητικών μέτρων εναντίον του πολυεθνικού κεφαλαίου, της εξάρτησης και της συμμετοχής της χώρας στις ιμπεριαλιστικές ενώσεις θα πείθει το λαό για την ανάγκη γενικότερης ρήξης, θα ανεβάζει την πολιτική του πείρα. Αν θα δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για το επαναστατικό άλμα προς το σοσιαλισμό, με την επίλυση του προβλήματος της εξουσίας, πόσο θα διαρκέσει η διαδικασία αυτή, αν θα εκδηλωθούν υποχωρητικές κινήσεις και τάσεις θα εξαρτηθεί από μια σειρά εσωτερικούς και εξωτερικούς παράγοντες. Ανάμεσά τους σημαντικοί είναι: Ο βαθμός συνέπειας της αντιιμπεριαλιστικής, αντιμονοπωλιακής γραμμής της κυβέρνησης και του μετώπου. Ο συγκεκριμένος συσχετισμός δύναμης στο εσωτερικό της χώρας, αλλά και στο διεθνή περίγυρο. Ο ρόλος και η συσπειρωτική ικανότητα της εργατικής τάξης και του Κόμματος. Το ΚΚΕ επιδιώκει αυτή να συμβάλει στην έναρξη της επαναστατικής διαδικασίας». Οι υπογραμμίσεις δικές μας.
Αυτή η τοποθέτηση του ζητήματος ερμηνευόταν με διάφορους τρόπους στο διάλογο γεγονός που άναψε την αντιπαράθεση και δέχτηκε την κριτική από διάφορα μέλη και στελέχη του κόμματος τόσο σε κατεύθυνση ανάδειξης του σε κυρίαρχο στόχο όσο και με την σοβαρή του υποτίμηση. Εδώ θα παραθέσουμε κυρίως τις τοποθετήσεις που «υποτιμούσαν» αυτό το στόχο, από τότε μέλη της ΚΕ και άλλα μέλη και στελέχη, τα οποία σήμερα είναι μέλη της ΚΕ και του ΠΓ.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η τότε τοποθέτησή τους γίνεται σήμερα αποδεκτή ολοκληρωτικά στις θέσεις και στο σχέδιο προγράμματος για το 19ο Συνέδριο, ενώ ως αντίληψη προωθείται τα τελευταία χρόνια στην πολιτική που εφαρμόζει το ΚΚΕ και η οποία οδήγησε στην αντίστοιχη προεκλογική τοποθέτηση, η οποία όμως βρισκόταν σε διάσταση από το ισχύον πρόγραμμα, όσο κι αν αυτό προσπαθούσε η ηγετική ομάδα να το κρύψει ή να το υποβαθμίσει σαν θέμα.
Επειδή λοιπόν τίποτα δεν μένει κρυφό ας παρακολουθήσουμε ένα μπαράζ τοποθετήσεων στον προσυνεδριακό διάλογο από τις σελίδες του Ριζοσπάστη στελεχών σήμερα της ηγετικής ομάδας και ο καθένας μπορεί να συγκρίνει μόνος του αντίστοιχα τι λέγεται και πολύ περισσότερο τι πράττεται σήμερα.
Κατ’ αρχήν ο Παναγιώτης Ηλιόπουλος μέλος τότε της ΚΕ που δεν εκλέχτηκε ξανά στο 15οΣυνέδριο και επανήλθε στην ΚΕ στο 16ο (‘Ρ’ 4/4/96)
«…Η ΚΕ, παρακάμπτοντας τα προηγούμενα, καθορίζει και μάλιστα σαν ένα είδος νομοτέλειας, δρόμο προσέγγισης και περάσματος στο σοσιαλισμό το α.α.δ. μέτωπο και την κυβερνητική του προέκταση, διαχωρίζοντας ουσιαστικά την α.α. πάλη και το κοινωνικό μέτωπο από τη σοσιαλιστική επαναστατική φυσική του προέκταση.
Στη θέση της επαναστατικής μπαίνει η κυβερνητική εξέλιξη σε καπιταλιστικό έδαφος.
Αυτός ο τρόπος, έχω τη γνώμη, ότι μας βάζει σε ένα δαιδαλώδη δρόμο, όπου ο κίνδυνος να ξεστρατίσουμε είναι πολύ πιθανός και αυτός είναι, νομίζω, λόγος σοβαρής ανησυχίας.
Κοινωνικό και πολιτικό μέτωπο με κριτήριο όχι το σοσιαλισμό, αλλά την αντιιμπεριαλιστική πάλη, κυβέρνηση του μετώπου με το ίδιο κριτήριο, ουσιαστικά θέτουν εκτός ημερήσιας διάταξης την ιδεολογικοπολιτική πάλη της συγκέντρωσης των δυνάμεων της σοσιαλιστικής επανάστασης, βάζοντας στη θέση της κυβερνητικές μεταρρυθμίσεις και αλλαγές…..
….Είμαστε υποχρεωμένοι να απορρίψουμε τη λογική του πολιτικού μετώπου που θα παλεύει για να κερδίσει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία για να αποσπάσει την κυβερνητική εξουσία.(Είναι ένα ερώτημα τι άλλαξε στο σημερινό κράτος και γενικό εκλογικό δικαίωμα, αυτό το όργανο κυριαρχίας της αστικής τάξης, όπως το ονόμαζε ο Ένγκελς, μπορεί να εκφράσει τη θέληση της πλειοψηφίας των εργαζομένων και να κατοχυρώσει την εφαρμογή της). Γιατί μια τέτοια κυβέρνηση, αν ποτέ υπάρξει, θα στηρίζεται σε ασταθείς, ταλαντευόμενους πολιτικούς συμμάχους και συνυπάρχοντας με το αστικό κράτος ούτε τον ιμπεριαλισμό θα μπορέσει να παλέψει, ούτε την πίεση, τους ελιγμούς και τα χτυπήματα της αστικής τάξης θα αντέξει.
Εμπρός στις δυσκολίες μια τέτοια κυβέρνηση μόνο μικροβελτιώσεις θα μπορεί ίσως να πραγματοποιεί, που όμως σε καμιά περίπτωση δε θα βάζουν σε αμφισβήτηση τον καπιταλισμό. Θα είναι ανήμπορη να κάνει το βήμα μπροστά και έτσι σύντομα θα επέλθει η συντριβή της.
…..Το κίνημά μας εδώ και αρκετές δεκαετίες βάδισε τον ίδιο δρόμο, των μετώπων και της κοινής πάλης με τη σοσιαλδημοκρατία. Δρόμος, που παρά τον ηρωικό αγώνα του ΚΚΕ και των μελών του δεν οδήγησε σε νίκη.
Όλη αυτή η λογική του μετώπου και της κυβέρνησης οδηγεί στο χάσιμο του δρόμου. Ο σοσιαλισμός γίνεται μ’ αυτό τον τρόπο ένα μακρινό όραμα, κάτι σαν όνειρο. Βεβαίως η σοσιαλιστική επανάσταση δεν είναι μία διαδικασία που θα ξεκινήσει αύριο το πρωί και μάλιστα χωρίς πανίσχυρο Κόμμα και χωρίς συγκέντρωση δυνάμεων».
Η Ελένη Κατροδαύλη μέλος και τότε και στη συνέχεια της ΚΕ και σταθερά μέλος και της ιδεολογικής της επιτροπής (‘Ρ’ 10/4/96):
«….Η θέση του Σχεδίου Προγράμματος ότι το μέτωπο πάλης διεκδικεί την κυβερνητική εξουσία είναι φανερό πως δεν αφορά επαναστατική κατάσταση, για να εκληφθεί σαν κάτι ανάλογο του συνθήματος “όλη η εξουσία στα σοβιέτ”. Ο στόχος της κυβέρνησης στενεύει την έννοια του μετώπου, του προσδίδει το χαρακτήρα μιας συμμαχίας πολιτικών δυνάμεων και εισάγει, αντικειμενικά, ένα είδος σταδίου, όπου θα αρχίσουν να λύνονται τα αιτήματα του μετώπου, για να οδηγηθούμε, κάτω από προϋποθέσεις, στη σοσιαλιστική επανάσταση. Αν και η κυβέρνηση δε θεωρείται νομοτέλεια, πολιτικά οδηγεί, άσχετα από αγαθές προθέσεις, στην αυτονόμηση της αντιμονοπωλιακής πάλης από το σοσιαλιστικό σκοπό, στην εισαγωγή ουτοπικών απόψεων για μια, κατά κάποιο τρόπο, “επιστροφή” σε έναν μη μονοπωλιακό καπιταλισμό
Η πολιτική διαπαιδαγώγηση των μαζών, η ανάπτυξη της ταξικής συνείδησης και της ταξικής πάλης εξαρτώνται, όσον αφορά το υποκειμενικό στοιχείο, σε καθοριστικό βαθμό από την πολιτική γραμμή και πρακτική του επαναστατικού κόμματος, δεν είναι μόνο θέμα διακήρυξης του σοσιαλιστικού σκοπού. Το στένεμα της ιδέας του μετώπου σε μια συμμαχία πολιτικών δυνάμεων και η διεκδίκηση κυβερνητικής εξουσίας, που αντιστοιχεί σε αυτήν την αντίληψη του μετώπου, είναι αρνητικά στοιχεία του Σχεδίου Προγράμματος και πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να αφαιρεθούν…».
Στο ίδιο μοτίβο και η Ελένη Μπέλλου τότε μέλος της ΚΕ και σημερινό μέλος του ΠΓ από το 17ο Συνέδριο (‘Ρ’ 13/4/96):
«…Το ζήτημα, λοιπόν, δεν είναι αν κανείς δέχεται ή αρνείται το α – α μέτωπο πάλης, σαν άμεσο πολιτικό στόχο του ΚΚΕ. Το ζήτημα είναι τι περιεχόμενο του δίνει κανείς και αν, από το Σχέδιο Προγράμματος της ΚΕ, αφήνονται περιθώρια διαφορετικών προσεγγίσεων. Και ήδη έχουν εκφραστεί, περισσότερο ή λιγότερο καθαρά, απόψεις περί του α – α μετώπου, που διαχωρίζουν σε κομμάτια ασύνδετα την πολιτική του ΚΚΕ. Δηλαδή, από τη μια η άμεση, η αντιιμπεριαλιστική – αντιμονοπωλιακή πολιτική, από την άλλη ο στρατηγικός στόχος, ο σοσιαλισμός.
Σε αυτό το έδαφος ανατρέπεται το ταξικό κοινωνικό – πολιτικό περιεχόμενο του α – α μετώπου, γιατί: Αποσυνδέεται από την πάλη για την επαναστατικοποίησή του. Και ακόμα, πιο άμεσα δίνεται προβάδισμα στην πολιτική συμφωνία κορυφών για τη συγκρότησή του.Σταδιοποιούνται οι στόχοι του μέσα από την αυτόνομη προβολή διεκδίκησης μιας ανάλογης κυβέρνησης.
Εννοείται η ανάδειξη μιας κυβέρνησης με κυριαρχία μικροαστικών – ρεφορμιστικών κομμάτων, που θα έχει αναδειχτεί από αστικές κοινοβουλευτικές διαδικασίες (στις οποίες δεν μπορεί να κυριαρχεί το ΚΚΕ), αντικειμενικά δε θα έχει ούτε το στόχο, ούτε τη θέληση, ούτε τη δυνατότητα να εκφράζει την ανατροπή της εξουσίας του μεγάλου κεφαλαίου. Εάν μια φορά είναι ουτοπική η υιοθέτηση του επαναστατικού αντιιμπεριαλιστικού, αντιμονοπωλιακού σταδίου και του ανάλογου ενδιάμεσου κράτους (ενδιάμεσο στο καπιταλιστικό και στο επαναστατικό εργατικό),η αυτονόμηση της αντιιμπεριαλιστικής πολιτικής του μετώπου και της διεκδίκησης ανάλογης κυβέρνησης έξω από τις διαδικασίες επαναστατικοποίησης του μετώπου, για κατάκτηση – λύση του προβλήματος της εξουσίας, είναι θέση ρεφορμιστική και επικίνδυνη.
Το ανάλογο κεφάλαιο του νέου προγράμματος πρέπει ν’ απαλλαγεί από μονοπάτια που θα στήριζαν κάτι τέτοιο.
Εξάλλου δεν είναι ζήτημα του Προγράμματος να καθορίζεται η στάση του ΚΚΕ απέναντι σε κυβερνήσεις στα πλαίσια του συστήματος».
Και φυσικά με τις ίδιες και απαράλλακτες θέσεις ο Στέφανος Λουκάς τότε μέλος της ΚΕ και σήμερα μέλος του ΠΓ από το 17ο κι αυτός (‘Ρ’ 20/4/96):
«…Ο στόχος για κυβερνητική εξουσία καλλιεργεί συγχύσεις για την ίδια την αντιιμπεριαλιστική, αντιμονοπωλιακή πάλη, γιατί δεν αναδείχνει την ταξική ουσία της εξουσίας των μονοπωλίων, δεν ξεκαθαρίζει με σαφήνεια ότι μια κυβέρνηση του μετώπου δεν μπορεί να υλοποιεί το πρόγραμμά της, όταν την πραγματική εξουσία τη διατηρούν τα μονοπώλια.
Επομένως, δε διαπαιδαγωγεί, δεν ωριμάζει την εργατική τάξη και τους συμμάχους της, δεν προετοιμάζει για σκληρές ταξικές συγκρούσεις ως την τελική σύγκρουση που θα κρίνει “το ποιος ποιον”.
Η ανατροπή του πολιτικού συσχετισμού των δυνάμεων στη βάση των στόχων πάλης και του προγραμματικού πλαισίου του μετώπου, πρέπει να δένεται διαλεκτικά με την ωρίμανση της ταξικής συνείδησης για ανατροπή της εξουσίας των μονοπωλίων.
Μία κυβέρνηση του μετώπου, σαν θεωρητικά πιθανό ενδεχόμενο, θα ‘ναι αναγκασμένη ή να κάνει συμβιβασμούς με την εξουσία και να διολισθαίνει στη διαχείριση του συστήματος ή θα ανατραπεί. Ο ίδιος ο περιορισμός της “ανατροπής του πολιτικού συσχετισμού” στο στόχο “κατάκτησης της κυβερνητικής εξουσίας” θα βρει ανέτοιμη την εργατική τάξη και τους συμμάχους της να συγκρουστούν με την εξουσία των μονοπωλίων, ακόμη και στην περίπτωση που η κυβέρνηση παραμένει συνεπής στο πρόγραμμά της…».
Από κοντά και ο νεότερος της… παρέας Μάκης Παπαδόπουλος στέλεχος τότε της ΚΝΕ και σημερινό μέλος της ΚΕ, υπεύθυνος του Οικονομικού τμήματος με καθοδηγήτρια την Ελένη Μπέλλου (‘Ρ’ 23/4/96):
«…Τη μετατροπή του α/α μετώπου, από μέτωπο κοινής πάλης, που θα κατευθύνεται προς την κατάληψη της εξουσίας, σε μια προσπάθεια πολιτικής συνεργασίας κορυφών με στόχο την εφαρμογή ενός ελάχιστου κυβερνητικού προγράμματος, το οποίο θα διαφοροποιείται απλά σε επιμέρους πλευρές της πολιτικής των μονοπωλίων, στα πλαίσια του σημερινού συστήματος.
Πρόκειται για μια θέση που καλλιεργεί αυταπάτες για την υποτιθέμενη δυνατότητα μιας δημοκρατικής κυβέρνησης να κατοχυρώνει μόνιμες και ουσιαστικές λαϊκές κατακτήσεις στα πλαίσια του σημερινού συστήματος, πριν την κατάκτηση της εξουσίας. Η θέση αυτή οδηγεί στην απολυτοποίηση της σημασίας συγκρότησης μιας τέτοιας κυβέρνησης, είτε στη μετριοπαθή εκδοχή της, ανάγει το σχηματισμό της σε αναγκαίο όρο για τη διευκόλυνση του περάσματος στην επαναστατική διαδικασία.
Πρόκειται γενικότερα για μια αντίληψη που υπαινίσσεται ότι μπορούμε να “ξεγελάσουμε” τα μεσαία στρώματα που εκμεταλλεύονται εργατική δύναμη με την άρθρωση ενός στατικού, πλαδαρού, “κοινού” λόγου, ο οποίος θα υπόσχεται τα πάντα σε όλους και θα συγκαλύπτει τις αντικειμενικές διαφορές που υπάρχουν ως προς την επιθυμητή τελική διέξοδο….
…..Το κρίσιμο ζήτημα για τη θετική έκβαση αυτής της διαπάλης είναι η συμμετοχή του Κόμματός μας στα πλαίσια του μετώπου με τη δική του σημαία, που θα ξεκαθαρίζει όχι μόνο τι χρειάζεται να γκρεμιστεί, αλλά και τι χρειάζεται να χτιστεί, που θα αποσαφηνίζει δηλαδή ότι η υλοποίηση του συνόλου των κύριων στόχων του α/α μετώπου ΑΠΑΙΤΕΙ ΤΗ ΛΥΣΗ της βασικής αντίθεσης κεφαλαίου – εργασίας.
Αναγκαίος όρος για την επιτυχή σύνδεση του α/α αγώνα με σοσιαλιστική προοπτική είναι και η ιδεολογική, πολιτική και οργανωτική προετοιμασία της εργατικής τάξης για τη χρησιμοποίηση όλων των ΜΟΡΦΩΝ ΠΑΛΗΣ για την κατάληψη της εξουσίας. ΠΡΙΝ από την εμφάνιση της επαναστατικής κατάστασης».
Και τέλος ο Γιώργος Μαρίνος μέλος σήμερα του ΠΓ και μέλος της ΚΕ από το 16ο γιατί στο 15ο δεν εκλέχτηκε (‘Ρ’ 14/5/96):
«…Στο Πρόγραμμα επιβάλλεται να τεθεί ο στόχος έναρξης της επαναστατικής διαδικασίας, όχι απλά σαν επιδίωξη, αλλά σαν αναγκαιότητα ολοκλήρωσης της πάλης του μετώπου. Το κρίσιμο αυτό σημείο έχει σχέση με τη συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι το α/α μέτωπο δεν κατακτά κάποια αυτόνομη θέση στην ιστορία της ταξικής πάλης. Η ίδια η ζωή θέτει την πρόκληση. Η το μέτωπο θα τραβήξει μπροστά, οικοδομώντας τις προϋποθέσεις για την επανάσταση ή θα φθαρεί. Και ως προς αυτό πιστεύω ότι η κυβερνητική λύση απολυτοποιείται και περιορίζει την ουσία και το ρόλο του α/α μετώπου. Απολυτοποιείται επίσης, ο κοινοβουλευτικός δρόμος, ενώ στόχος του ΚΚΕ πρέπει να είναι η κατάκτηση της ικανότητας της εργατικής τάξης, να ακολουθήσει, εάν χρειαστεί, τον “μη ειρηνικό δρόμο”, σαν απάντηση στις δεδομένες υπονομευτικές προσπάθειες της άρχουσας τάξης και του ιμπεριαλισμού, που όπως έδειξε η πείρα, δεν αναμένουν την ολοκλήρωση της επαναστατικής διαδικασίας, αλλά, την εξ αρχής, ματαίωσή της…».
Αυτές και άλλες τοποθετήσεις υπήρξαν σ’ εκείνο το διάλογο ανάλογου ύφους και αντίληψης για το συγκεκριμένο ζήτημα. Είναι φανερό ότι όλες αυτές οι τοποθετήσεις ανέδειχναν μια στρεβλή αντίληψη και για το μέτωπο και για το ζήτημα της προσέγγισης της επανάστασης. Έγερναν προς τ’ αριστερά και το σεχταρισμό. Υποτιμούσαν στην πράξη και παρέκαμπταν την επιδίωξη κατάκτησης κυβέρνησης του μετώπου και στην ουσία εμπόδιζαν τον προσανατολισμό, τη δυναμική και τη συσπείρωση δυνάμεων στο μέτωπο, αλλά πολύ περισσότερο την ίδια τη συγκρότησή του.
Το πρόβλημα αυτό το διαπίστωνε η εισήγηση της ΚΕ στο 15ο Συνέδριο θεωρώντας και αυτή την άποψη που παρατέθηκε, αλλά και την άποψη που κατανοούσε τη διεκδίκηση μόνο της κυβέρνησης σαν μοναδικό στόχο του μετώπου ως μονομερείς και απόλυτες και συνεπώς λαθεμένες.
Σ’ αυτό το σημείο να σημειώσω το περίεργο γεγονός της απουσίας της εισήγησης της ΚΕ του ΚΚΕ στο 15ο Συνέδριο, που κριτικάρει τις παραπάνω απόψεις και άλλες που είχαν κατατεθεί στο διάλογο, από τα υλικά του αντίστοιχου Συνεδρίου στην ιστοσελίδα του ΚΚΕ, στα οποία περιλαμβάνεται μόνο η εισηγητική ομιλία της Αλέκας Παπαρήγα, στην οποία όμως δεν υπάρχουν οι κριτικές αναφορές της εισήγησης.
Ας παρακολουθήσουμε το σκεπτικό και την κριτική της εισήγησης ως καταστάλαγμα της συλλογικής συζήτησης, που αναπτύχθηκε πριν το Συνέδριο και τελικά αποτυπώθηκε στο Πρόγραμμα, που ψηφίστηκε μάλλον και από τους παραπάνω διαφωνούντες.
«….Το Πρόγραμμα του ΚΚΕ με βάση την πείρα και τη σύγχρονη πραγματικότητα επισημαίνει με ποιους πιθανούς δρόμους και μορφές θα επιλυθεί το πιο βασικό, το πρόβλημα της πολιτικής εξουσίας. Εξοπλίζει από τώρα το εργατικό κίνημα να αξιοποιεί όλες τις δυνατότητες ώθησης προς τα εμπρός, να έχει ετοιμότητα μπροστά σε πιθανές εξελίξεις.
Ορισμένοι σύντροφοι θεωρούν ότι ο δρόμος προς το σοσιαλισμό περνάει υποχρεωτικά από την ανάδειξη κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας του μετώπου και από το σχηματισμό αντίστοιχηςκυβέρνησης.
Άλλες απόψεις υποστηρίζουν ότι στο Πρόγραμμα του Κόμματος πρέπει να γίνεται λόγος μόνο για την εξουσία της εργατικής τάξης. Να μη γίνεται αναφορά στο ενδεχόμενο να αναδειχθεί στην πορεία της πάλης του μετώπου μια κυβέρνηση αντιιμπεριαλιστικών αντιμονοπωλιακών δυνάμεων ενώ δε θα έχουν διαμορφωθεί προϋποθέσεις για το πέρασμα στο σοσιαλισμό. Θεωρούν ότι μια τέτοια αναφορά καλλιεργεί αυταπάτες και μπορεί να οδηγήσει στις «καλένδες» την επίλυση του βασικού προβλήματος, του προβλήματος της εξουσίας.
Και οι δύο αυτές απόψεις επηρεάζονται από υπαρκτά στοιχεία που περικλείονται στην πείρα των επαναστάσεων του 20ού αιώνα και τελικά καταλήγουν σε μονομέρεια και απολυτότητα.
Οι κοινωνικοπολιτικές αναμετρήσεις, οι ταξικές συγκρούσεις θα φέρνουν στην επιφάνεια, στην ημερήσια διάταξη, το πρόβλημα της εξουσίας. Το ΚΚΕ σταθερά θα προσπαθεί να πείθει ότι δεν αρκεί να φύγουν τα αστικά κόμματα και οι σύμμαχοί τους από το τιμόνι της διακυβέρνησης. Πρέπει να ανατραπεί το αστικό κράτος και οι μηχανισμοί του, να δημιουργηθεί μια νέα λαϊκή εξουσία, που δεν είναι άλλη από τη σοσιαλιστική εξουσία.
Το επαναστατικό άλμα δεν καθορίζεται από την επιθυμία του ΚΚΕ. Πρέπει να υπάρχουν οι αντικειμενικές και οι υποκειμενικές προϋποθέσεις για τη σοσιαλιστική επανάσταση. Ο συσχετισμός δυνάμεων καθορίζει σε κάθε φάση τις κατακτήσεις του εργατικού κινήματος.
Σε συνθήκες ανόδου του λαϊκού κινήματος, κορύφωσης της ταξικής πάλης. Όταν έχει ξεκινήσει η επαναστατική διαδικασία, μπορεί να προκύψει κυβέρνηση ως όργανο λαϊκής εξουσίας, χωρίς γενικές εκλογές και κοινοβουλευτικές διαδικασίες, που έχει την έγκριση και τη συγκατάθεση του αγωνιζόμενου λαού. Μια τέτοια εξουσία θα ταυτίζεται ή θα τη χωρίζει τυπική απόσταση από την εξουσία της εργατικής τάξης και των συμμάχων της.
Σε συνθήκες ταξικών αναμετρήσεων και μεγάλης φθοράς στην επιρροή των αστικών κομμάτων και των συμμάχων τους μπορεί να προκύψει κυβέρνηση αντιιμπεριαλιστικών αντιμονοπωλιακών δυνάμεων, με βάση το Κοινοβούλιο, χωρίς να έχουν διαμορφωθεί ακόμα οι όροι για το επαναστατικό πέρασμα. Η δρομολόγηση κυβερνητικών μέτρων ανακούφισης του λαού, εναντίον του πολυεθνικού κεφαλαίου, της εξάρτησης και της συμμετοχής της χώρας στις ιμπεριαλιστικές ενώσεις είναι δυνατό να συσπειρώνουν και να πείθουν για την ανάγκη γενικότερης ρήξης. Το ΚΚΕ επιδιώκει μια τέτοια κυβέρνηση, με τη δράση της και τη γενικότερη λαϊκή παρέμβαση, να συμβάλλει στην έναρξη της επαναστατικής διαδικασίας.
Το διάστημα μέσα στο οποίο θα κριθεί αν η κυβέρνηση θα προχωρήσει προς τα μπρος δε θα είναι μακρόχρονο. Η πείρα δείχνει ότι είναι βραχυχρόνιο. Αν οι εξελίξεις δεν πάρουν θετική πορεία, ώστε η κυβέρνηση να στηρίζεται γερά στη λαϊκή παρέμβαση και δράση, τότε θα ανατραπεί, κάτω από την αντίδραση της κυρίαρχης τάξης και την ιμπεριαλιστική παρέμβαση. Η ανατροπή της όμως δε σημαίνει υποχρεωτικά και συνολικό πισωγύρισμα Δεν αποκλείεται να γίνει και παράγοντας για να κατανοηθεί βαθύτερα η ανάγκη να ανατραπεί ριζικά το καπιταλιστικό σύστημα.
Και στην πρώτη και πολύ περισσότερο στη δεύτερη περίπτωση το κλειδί θα είναι η στάση των μεσαίων στρωμάτων, σε συνδυασμό με το ρόλο της εργατικής τάξης και του ΚΚΕ.
Το κύριο είναι το Μέτωπο, με την καθοδήγηση του ΚΚΕ, του πιο μαχητικού και έμπειρου τμήματος της εργατικής τάξης, να κατακτά την ικανότητα να εναλλάσσει έγκαιρα όλες τις μορφές πάλης, για να αντιμετωπίσει την αντίδραση και την αντεπίθεση που θα δεχθεί από την κυρίαρχη τάξη της χώρας και τους διεθνείς ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς, που θα θελήσουν να ανακόψουν μέτρα που υποσκάπτουν το σύστημα και οδηγούν στη δημιουργία εργατικού επαναστατικού κράτους….»
Πως αντέδρασαν στις τοποθετήσεις αυτές τις εισήγησης οι παραπάνω διαφωνούντες; Ας παρακολουθήσουμε τις ομιλίες μερικών απ’ αυτών, που δημοσιεύτηκαν στο Ριζοσπάστη, στο ίδιο το 15ο Συνέδριο.
Ο Στέφανος Λουκάς είπε:
«…..Ο βαθμός αφομοίωσης της θεωρίας από τον καθένα μας, η γνώση και η μελέτη της ίδιας της ιστορικής πείρας του παγκόσμιου επαναστατικού κινήματος, σε ζητήματα στρατηγικής – τακτικής, η πρόσφατη αρνητική πείρα του Κόμματος και οι πιέσεις από την υποχώρηση του κομμουνιστικού κινήματος αποτελούν το υπόβαθρο αυτής της συζήτησης. Και μάλιστα σε μια περίοδο που η πολιτική μας δέχεται πίεση από την αστική προπαγάνδα, ώστε να πάψει να ‘ναι σεχταριστική. Η Εισήγηση της ΚΕ, με την οποία συμφωνώ, αποσαφηνίζει αρκετά αυτά τα ζητήματα, σε σχέση και με τα προσυνεδριακά ντοκουμέντα…..»
Η Ελένη Μπέλλου είπε:
«…Πήρα μέρος στο δημόσιο προσυνεδριακό διάλογο, από θέσεις στήριξης του Σχεδίου Προγράμματος, αλλά και κριτικής παρέμβασης για την ανάπτυξη ζητημάτων του. Αυτό, κυρίως, στο ζήτημα της σχέσης του α – α μετώπου πάλης με το κυβερνητικό πολιτικό ζήτημα.
Νομίζω ότι αναπτύσσεται πολύ πιο συγκεκριμένα στην εισήγηση και το τελικό σχέδιο που πήραμε.
….θα το χαρακτήριζα θετικό, το γεγονός ότι μέσα από όλες τις διαδικασίες ωρίμασε περισσότερο η επεξεργασία που περιλαμβάνεται στην εισήγηση και στο τελικό Σχέδιο Προγράμματος, βρίσκεται πιο μπροστά απ’ ό,τι στο σχέδιο που τέθηκε σε συζήτηση….»
Να παρουσιάσουμε ακόμα την τοποθέτηση της Λουΐζας Ράζου μέλους τότε του Γραφείου του ΚΣ της ΚΝΕ, που σήμερα είναι μέλος του ΠΓ από το 18ο Συνέδριο. Την ξεχωρίζουμε κυρίως απ’ τη σημερινή ευθύνη στη σύνταξη του προγράμματος που έχει ως μέλος του ΠΓ και για να σημειώσουμε τη συνέπεια λόγων και έργων.
«… Απ’ αυτή την άποψη, αποτελεί θετικό γεγονός, στην εισήγηση και το σχέδιο προγράμματος, η αποσαφήνιση της θέσης για την κυβέρνηση του μετώπου. Η εισήγηση φράζει το δρόμο σε παρερμηνείες, με τη διατύπωση των δύο πιθανών δρόμων, μέσα από τους οποίους μπορεί να προκύψει κυβέρνηση του μετώπου και το σαφή προσδιορισμό της αποστολής της και του ρόλου του ΚΚΕ μέσα σ’ αυτή. Σίγουρα το 15ο Συνέδριο, μπορεί και πρέπει με τις αποφάσεις του να εμπνεύσει τους Έλληνες κομμουνιστές, την εργατική τάξη και τη νεολαία για την αντεπίθεσή τους, ενάντια στην προσωρινή παντοκρατορία της “νέας τάξης” και της κυριαρχίας του κεφαλαίου…»
Μετά τη συζήτηση στο Συνέδριο ήρθε και η τελική ομιλία – κλείσιμο της ΚΕ από την Αλέκα Παπαρήγα που σημείωνε για το σχετικό ζήτημα:
«…Είπαν ορισμένοι σύντροφοι ότι δεν είναι απαραίτητο μέσα στο Πρόγραμμα να ασχοληθούμε με θέματα πολιτικών συμμαχιών. Αν θα εμφανιστεί μορφή λαϊκής εξουσίας, χωρίς εκλογικές διαδικασίες ή αν θα εμφανιστεί κυβέρνηση των αντιιμπεριαλιστικών αντιμονοπωλιακών δυνάμεων, του Μετώπου, μέσα από κοινοβουλευτική διαδικασία. Λένε, αυτά ας τα βγάλουμε απ’ το Πρόγραμμα, είναι θέματα τακτικής, που θα τα αντιμετωπίζουμε συγκεκριμένα.
Σύντροφοι, είναι λάθος η άποψη. Δεν είναι θέματα τακτικής. Ακριβώς αυτή η άποψη οδηγεί στην αποσύνδεση της τακτικής απ’ τη στρατηγική μας. Οι συμμαχίες, οι μορφές προσέγγισης προς το σοσιαλισμό, η αντιμετώπιση της αντεπίθεσης του αντίπαλου (εκεί εκδηλώνεται – δείτε την πείρα της Χιλής και της Πορτογαλίας) είναι θέματα στρατηγικής σημασίας.
Και απ’ αυτή την άποψη, αλίμονο, αν αυτά τα ζητήματα τα βγάλουμε απ’ το Πρόγραμμα και έχουμε μια γενική θέση, “παλεύουμε για τον σοσιαλισμό”.
Θα μου πείτε, μπορούμε να τα προβλέψουμε όλα; Οχι. Είναι προτιμότερο, όμως, με βάση την πείρα του 20ού αιώνα, με βάση την πείρα σοσιαλιστικών και αντιιμπεριαλιστικών επαναστάσεων να χαράζουμε κατεύθυνση. Να μελετήσουμε τις κινητήριες δυνάμεις, να προβλέψουμε πιθανά προβλήματα, που έχουμε να αντιμετωπίσουμε, δυνατότητες που θα παρουσιαστούν. Στο κάτω κάτω, ούτε τεράστια ποικιλία δρόμων προσέγγισης υπάρχει, ούτε βέβαια και μοναδικότητα. Ανάλογα, με το σκοπό που έχεις, καθορίζονται και τα μέσα που χρησιμοποιείς. Με αυτή την έννοια, επιχειρείται το Πρόγραμμά μας να περιλαμβάνει τόσα, όσα μπορούμε σήμερα να προδιαγράψουμε, χωρίς να κλείνεται η ζωή σε κουτάκια, ούτε να τα αφήνουμε όλα ανοιχτά…»
Από τότε έχει κυλήσει αρκετό νερό στ’ αυλάκι, όπως τονίζουν οι θέσεις της ΚΕ. Η Αλέκα Παπαρήγα σήμερα θεωρεί λάθος να συμπεριλαμβάνονται τέτοια ζητήματα στο Πρόγραμμα του κόμματος, το οποίο θα πρέπει να έχει μια γενική θέση “παλεύουμε για τον σοσιαλισμό”. Τελικά πότε είχε δίκιο; Τότε ή σήμερα; Ή μήπως να θέσουμε αλλιώς το ερώτημα; Πότε έλεγε την άποψή της καθαρά και ξάστερα; Τότε ή σήμερα;
Επειδή πολλά γράφτηκαν και σίγουρα ένας υπομονετικός αναγνώστης θα έχει κουραστεί να κλείσουμε με μια τελευταία περικοπή από το βιβλίο «Ιστορία της 3ης Διεθνούς, Ακαδημία Επιστήμων της ΕΣΣΔ, Σ.Ε. σελ. 179-182» και ο καθένας μπορεί να βγάλει τα συμπεράσματά του για το που πάει το πράγμα η ηγεσία του κόμματος:
«….Στο ζήτημα όμως του πώς πρέπει το Πρόγραμμα να άπαντά στα συγκεκριμένα ζητήματα της ταξικής πάλης στις καπιταλιστικές χώρες, πώς πρέπει να εκτίθενται σ’ αυτό τα πιο γενικά συνθήματα και οι πιο γενικές απαιτήσεις των κομμουνιστικών κομμάτων, παίρνοντας υπ’ όψη τις ιδιομορφίες των χωρών τους στην περίοδο πριν από την κατάχτηση της πολιτικής εξουσίας, υπήρχαν διαφορετικές απόψεις.
Μερικοί από τούς συζητητές θεωρούσαν, ότι στο Πρόγραμμα δεν πρέπει να μπουν θέσεις για τις πιο γενικές μεταβατικές απαιτήσεις των κομμουνιστικών κομμάτων (το σύνθημα της εργατικής κυβέρνησης, το ζήτημα του εργατικού ελέγχου στην παραγωγή και άλλα), που αποτελούν περιεχόμενο του σταδίου του τραβήγματος των μαζών στα καθήκοντα της προλεταριακής επανάστασης. Κατά τη γνώμη τους τα ζητήματα αυτά αφορούν τον τομέα της άμεσης πραχτικής δράσης των κομμάτων, και γι’ αυτό ήταν κατά της γενίκευσής τους στο Πρόγραμμα της Κομμουνιστικής Διεθνούς.
Η άλλη μερίδα των συζητητών, ανάμεσα στους οποίους ήταν η Κλάρα Τσέτκιν, ο Μπ. Σμέραλ, ο Ε. Βάργκα, είχε τη γνώμη ότι το Πρόγραμμα της Κομμουνιστικής Διεθνούς πρέπει να δώσει στα κομμουνιστικά κόμματα ένα τέτοιο στρατηγικό πλάνο, που θα περιείχε όχι μόνο τις αρχές της πάλης του εργατικού κινήματος γενικά, αλλά και συγκεκριμένες, πραχτικές μέθοδες πάλης για την εγκαθίδρυση της πολιτικής εξουσίας του προλεταριάτου στις διάφορες χώρες, τις πιο γενικές μεταβατικές απαιτήσεις, πού εξυπηρετούν την κινητοποίηση των εργατικών μαζών στην πάλη κατά του κεφαλαίου. Η συζήτηση αυτή, στο κέντρο της οποίας ήταν τα προβλήματα της σχέσης των λεγόμενων μεταβατικών απαιτήσεων με τα τελικά καθήκοντα της σοσιαλιστικής επανάστασης, συνεχίστηκε και στο ίδιο το Συνέδριο.
Το σχέδιο Προγράμματος, που το είχε προετοιμάσει ο Μπουχάριν, περιοριζόταν στο χαρακτηρισμό του καπιταλισμού και του ιμπεριαλισμού, σε γενικές θέσεις για την κομμουνιστική κοινωνία, στην ανάλυση των καθηκόντων της προλεταριακής επανάστασης και της δικτατορίας του προλεταριάτου. Το Πρόγραμμα αυτό δεν περιείχε ανάλυση του πώς πρέπει να δράσουν τα κομμουνιστικά κόμματα για την προετοιμασία και τη νίκη της προλεταριακής επανάστασης. Ο Μπουχάριν αρνούνταν γενικά την ανάγκη της θεωρητικής θεμελίωσης στο Πρόγραμμά της Κομμουνιστικής Διεθνούς των πιο γενικών μεταβατικών και μερικότερων διεκδικήσεων. Η άποψή του υποβλήθηκε σε αυστηρή κριτική από τούς αντιπροσώπους του Συνεδρίου, από τούς αντιπροσώπους του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γερμανίας και της Βουλγαρίας, οι όποιοι εξηγούσαν την ανάγκη να περιληφθούν στο Πρόγραμμα οι μεταβατικές απαιτήσεις. «Το Πρόγραμμα του κομμουνιστικού κόμματος δεν πρέπει να είναι πλατφόρμα, πού να περιέχει προσωρινές απαιτήσεις της στιγμής – είπε ό βούλγαρος κομμουνιστής X. Καμακτσίεφ – αλλά θεωρητική και θεμελιακή ανάλυση της ιστορικής μας κοσμοθεωρίας, που να αγκαλιάζει ταυτόχρονα τις βασικές απαιτήσεις, για τις όποιες αγωνίζεται το επαναστατικό προλεταριάτο στη μεταβατική περίοδο ως την κατάχτηση της εξουσίας και στην περίοδο της προλεταριακής δικτατορίας»…..
…… το γραφείο της αντιπροσωπείας τού ΡΚΚ(μπ.) κάτω από την καθοδήγηση του Λένινσυζήτησε το ζήτημα τού σχεδίου Προγράμματος της Κομμουνιστικής Διεθνούς και εκφράστηκε υπέρ της ανάγκης να συμπεριληφθούν στο πρόγραμμα οι μεταβατικές απαιτήσεις και η γενική τους διατύπωση και η θεωρητική τους θεμελίωση στο γενικό μέρος τού προγράμματος. Στην απόφαση που πήρε το Συνέδριο προβλεπόταν η ανάγκη της παραπέρα δουλειάς για την κατάρτιση τού Προγράμματος της Κομμουνιστικής Διεθνούς, στο οποίο πρέπει να περιέχεται υποχρεωτικά η θεωρητική θεμελίωση όλων των μεταβατικών και μερικών απαιτήσεων, πρέπει να εκτίθενται σαφώς οι βασικοί ιστορικοί τύποι των μεταβατικών απαιτήσεων των διάφορων εθνικών τμημάτων, σε αντιστοιχία με τις βασικές διαφορές στην οικονομική και πολιτική συγκρότηση των διάφορων χωρών, όπως π.χ., της Αγγλίας, από τη μια μεριά, και της Ινδίας, από την άλλη κλπ. «Το Συνέδριο καταδικάζει επίσης αποφασιστικά την τάση, πού θεωρεί οπορτουνισμό την αναγραφή στο πρόγραμμα των μεταβατικών απαιτήσεων, – έλεγε η απόφαση του Συνεδρίου – καθώς και όλες τις απόπειρες να συγκαλυφθούν ή να αντικατασταθούν τα βασικά επαναστατικά καθήκοντα με τις μερικότερες απαιτήσεις». Το IV Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς με όλες τις αποφάσεις του έστρεφε την προσοχή των κομμουνιστών στην αναζήτηση των συγκεκριμένων δρόμων, πού μπορούν να διευκολύνουν το καθήκον να τραβηχτούν οι εργαζόμενες μάζες στην επανάσταση….»
Πλάτωνας Κρητικός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.