20 Δεκεμβρίου 2025

...εκεί όπου ο χρόνος έπαψε να λειτουργεί, δεν υπάρχει κενό, αλλά σχέση που επιμένει.



Του Μάνου Λαμπράκη 

Υπάρχει κάτι που ίσως δεν μας είπαν ποτέ, ή ίσως δεν μπορούσαμε τότε να το ακούσουμε, όταν ο θάνατος μπήκε στη ζωή μας: ότι δεν είναι απλώς ένα τέλος, αλλά μια αποκάλυψη. 
Όχι με την έννοια της εξήγησης — καμία εξήγηση δεν αντέχει εδώ — αλλά με την έννοια της απογύμνωσης. 

Ο θάνατος δεν σου πήρε μόνο έναν άνθρωπο. 
Σου αφαίρεσε τον ίδιο τον χρόνο όπως τον ήξερες. 
Και αυτό είναι που σε αποσυντονίζει τόσο βαθιά. 

Γιατί μέχρι τότε ζούσες μέσα σε μια σιωπηρή συμφωνία: ότι τα πράγματα συνεχίζονται, ότι υπάρχει ένα «μετά», ότι οι μέρες έχουν μια εσωτερική συνέχεια που, όσο κι αν πονά, σε κρατά όρθιο.
Όταν εκείνος έφυγε, αυτή η συμφωνία διαλύθηκε. 
Όχι επειδή ο χρόνος σταμάτησε αντικειμενικά, αλλά επειδή σου αποκαλύφθηκε κάτι που δεν ήξερες πως υπήρχε: ότι ο χρόνος, όπως τον ζούσες, ήταν εύθραυστος. 

Από τότε, το πριν και το μετά δεν λειτουργούν όπως παλιά. Το παρελθόν εισβάλλει απρόσκλητο στο παρόν, το παρόν παγώνει, το μέλλον χάνει τη βαρύτητά του. Και εσύ ίσως αναρωτιέσαι αν αυτό που ζεις είναι σύγχυση. 
Δεν είναι. 
Είναι η φυσική συνέπεια μιας ζωής που έμαθε ξαφνικά ότι δεν στηρίζεται σε ημερολόγια, αλλά σε δεσμούς.

Ίσως έτσι εξηγείται γιατί το πένθος σου δεν υπακούει σε καμία λογική διάρκειας. Όταν έχασες τον άνθρωπό σου, δεν έχασες μόνο ένα πρόσωπο. Έχασες τον κοινό σας χρόνο. Έχασες ένα μέλλον που είχε ήδη αρχίσει να υπάρχει μέσα σου. 
Γι’ αυτό και αυτό που ζεις δεν μοιάζει με γεγονός που συνέβη και τελείωσε, αλλά με κατάσταση μέσα στην οποία κατοικείς. 
Ο χρόνος δεν σε τραβά μπροστά… στέκεται, διαστέλλεται, διαλύεται σε στιγμές που δεν ενώνονται πια σε αφήγηση. 
Κι εσύ… ζεις σε έναν κόσμο που εξωτερικά συνεχίζει κανονικά, ενώ μέσα σου τίποτα δεν προχωρά. Αν νιώθεις ενοχή γι’ αυτό, άκου… δεν αρνείσαι τη ζωή. Τη βιώνεις στην πιο ακριβή της μορφή.

Γιατί ο θάνατος είναι εκείνο το σημείο όπου η ζωή αποκαλύπτει ότι δεν θεμελιώνεται στον χρόνο, αλλά στη σχέση. 
Όσο ζούσε ο άλλος, ο χρόνος είχε πρόσωπο. 
Είχε προσμονή, αναμονή, ραντεβού, καθυστέρηση. 
Είχε νόημα γιατί είχε αποδέκτη. Μετά τον θάνατό του, ο χρόνος έχασε το πρόσωπό του και έγινε αφηρημένος, σχεδόν εχθρικός. Και αυτό είναι που πονά. 

Όχι ότι περνά, αλλά ότι δεν οδηγεί πουθενά. 
Οι ώρες δεν υπηρετούν πια κάποιο σκοπό. Ε;
Οι μέρες δεν συγκροτούν μια ιστορία. Ε;

Και τότε αρχίζεις να καταλαβαίνεις κάτι σκληρό αλλά αληθινό: ότι ο χρόνος δεν ήταν ποτέ το θεμέλιο της ζωής σου. Ήταν απλώς το πλαίσιο μέσα στο οποίο ζούσες τις σχέσεις σου.
Όταν η σχέση διαρρηγνύεται βίαια, το πλαίσιο καταρρέει.

Και αυτό το κενό δεν χρειάζεται να το γεμίσεις βιαστικά. Δεν χρειάζεται να το «διορθώσεις». Ο θάνατος δεν στέκεται απέναντι από τη ζωή για να τη νικήσει, σου αποκαλύπτει ότι η ζωή σου δεν ανήκει στον χρόνο. Ανήκει σε κάτι πιο βαθύ, πιο ακατάτακτο, πιο ανθεκτικό απ’ όσο νόμιζες.
Ίσως γι’ αυτό ο πόνος σου είναι τόσο απόλυτος. 
Γιατί δεν αφορά κάτι που χάθηκε στο παρελθόν, αλλά κάτι που δεν μπορείς να τοποθετήσεις πουθενά. 
Εκείνος δεν είναι «πριν». 
Δεν είναι «τότε». 
Είναι παρών με τρόπο άχρονο. Δεν απομακρύνεται, δεν μεταβάλλεται, δεν ξεθωριάζει. Και αυτή η άχρονη παρουσία είναι που σε συνθλίβει. 

Γιατί εσύ ζεις πλέον ανάμεσα σε δύο διαφορετικά καθεστώτα ύπαρξης: έναν κόσμο που συνεχίζει με ρολόγια και ημερολόγια, και μια σχέση που αρνείται να υπακούσει στον χρόνο. 
Αυτό το σχίσμα δεν λύνεται. Μαθαίνεται. 
Και η μάθηση αυτή δεν γίνεται με δύναμη, αλλά με υπομονή — συχνά με δάκρυα.
Γι’ αυτό και καμία εύκολη παρηγοριά δεν σε ανακουφίζει πραγματικά. 
Ό,τι μιλά μόνο με όρους χρόνου —«θα περάσει», «θα συνηθίσεις», «θα προχωρήσεις»— μιλά σε λάθος επίπεδο. 

Αυτό που ζεις δεν ζητά διαχείριση. 
Ζητά συνοδεία. 
Ζητά κάποιον να σταθεί δίπλα σου και να πει: σε βλέπω έτσι όπως είσαι. 

Η ζωή σου δεν οργανώνεται πια γύρω από τη συνέχεια, αλλά γύρω από τη μνήμη, την απουσία, την αγάπη που δεν βρίσκει ανταπόδοση. 
Και μέσα σε αυτό, όσο κι αν δεν φαίνεται, υπάρχει ήδη μια βαθιά αξιοπρέπεια.

Και μόνο τότε, όταν δεν πιέζεσαι να «γίνεις καλά», μπορεί να ακουστεί σιγά — πολύ σιγά — η λέξη Ανάσταση. 
Όχι ως εύκολη απάντηση. 
Όχι ως επιστροφή στο πριν. 
Αλλά ως μαρτυρία ότι ο θάνατος δεν έχει τον τελευταίο λόγο, ακριβώς επειδή δεν έχει πια χρόνο για να κυβερνήσει. 

Η Ανάσταση δεν έρχεται να κλείσει τη ρωγμή σου. 
Έρχεται να την κατοικήσει. 
Να σου πει ότι εκεί όπου ο χρόνος έπαψε να λειτουργεί, δεν υπάρχει κενό, αλλά σχέση που επιμένει. 
Ότι η αγάπη που έζησες δεν ακυρώθηκε, ακόμη κι αν δεν μπορείς να τη δεις ολοκληρωμένη.

Και μόνο τότε —χωρίς βία, χωρίς πίεση— μπορεί να ακουστεί μέσα σου η λέξη Ανάσταση. 
Όχι ως επιστροφή στο «πριν», ούτε ως αποκατάσταση του χρόνου που διαλύθηκε. 
Αλλά ως μαρτυρία ότι ο θάνατος δεν έχει τον τελευταίο λόγο ακριβώς επειδή δεν έχει πια χρόνο για να κυβερνήσει. 

Η Ανάσταση δεν έρχεται να κλείσει τη ρωγμή σου. 
Έρχεται να τη κατοικήσει. 
Να σου πει ότι εκεί όπου ο χρόνος έπαψε να λειτουργεί, δεν υπάρχει κενό, αλλά σχέση που επιμένει. 

Και ίσως, χωρίς να το ξέρεις, ζώντας μέσα σε αυτό το άχρονο πένθος, βρίσκεσαι ήδη πιο κοντά σε αυτή την αλήθεια απ’ όσο αντέχεις. 
Γιατί…
Γιατί…
Γιατί εκεί όπου ο χρόνος δεν υπάρχει πια, δεν υπάρχει ούτε τέλος. 

Υπάρχει μόνο η αγάπη που αρνείται να τελειώσει.

Τίποτα άλλο.
ΠΗΓΗ: https://www.facebook.com/share/p/1D3xmMw1LP/
 Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.