Κυριακή 6 Οκτωβρίου 2024

Χρήστος Γιανναράς - ΑΛΗΘΕΙΑ ΚΑΙ ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ




Πρόλογος

Εισαγωγή

Η ένωση των εκκλησιών και η ενότητα της Εκκλησίας

1. Η αλήθεια της ενότητας

-Η θεολογία της ενότητας

-Η δυναμική της ενότητας

-Το χάρισμα της ενότητας

2. Η ενότητα της αλήθειας

-Η αίρεση-αναίρεση της ενότητας

-Το μονοειδές των αιρέσεων

-Εκκλησία και αίρεση / δυο ασύμπτωτες οντολογίες

3. Η ιστορική δοκιμασία της ενότητας

-Θεσμοποίηση και εκκοσμίκευση της Εκκλησίας

-Η θεσμοποίηση της εκκοσμίκευσης στη Δύση

-Το τίμημα της θεσμοποιημένης εκκοσμίκευσης

4. Το πρόβλημα της ενότητας σήμερα

-Η ομοσπονδιακή ενότητα

-Κρίση και δυνατότητες της οικουμενικής κίνησης

-Ο θεσμός της πενταρχίας σήμερα

Απόσπασμα από τον πρόλογο του συγγραφέα

[...] Οι σελίδες που ακολουθούν επιχειρούν μια «συστηματική» προσέγγιση στο μεγάλο θέμα της ενότητας της Εκκλησίας. Η ενότητα της Εκκλησίας δεν είναι οργανωτικό ή διανοητικό επίτευγμα, αλλά καταρχήν ένα υπαρκτικό γεγονός, ένας τρόπος υπάρξεως που συνιστά την Εκκλησία. Ταυτίζεται η ενότητα με την αλήθεια της Εκκλησίας, δηλαδή με αυτό που είναι η Εκκλησία ως υπαρκτική δυνατότητα και χάρισμα ζωής.

Αλλά η «συστηματική» αυτή προσέγγιση της ενότητας της Εκκλησίας δεν είναι δυνατό να αγνοήση τις ιστορικές φανερώσεις ή τις ιστορικές δοκιμασίες της εκκλησιαστικής ενότητας. Έξω από τη συγκεκριμένη ιστορική πραγματικότητα, η σύνδεση της ενότητας με την αλήθεια της Εκκλησίας κινδυνεύει να μεταβληθή σε αφηρημένη νοητική σύλληψη, άσχετη με τη ζωή των ανθρώπων.

Ταυτόχρονα όμως η σύνδεση της αλήθειας της Εκκλησίας με την ιστορική φανέρωση και πραγμάτωση ή την αποτυχία της εκκλησιαστικής ενότητας προσκρούει στην «ακρίβεια» της ιστορικής φαινομενολογίας. Με τα κριτήρια της ιστορικής φαινομενολογίας η ενότητα της Εκκλησίας και οι ιστορικές της δοκιμασίες είναι ένα επιφαινόμενο κοινωνικών και πολιτιστικών διαφοροποιήσεων, και όχι καταρχήν ένα υπαρκτικό κατόρθωμα ή υπαρκτική αποτυχία των ανθρώπων. Όχι πως οι κοινωνικές και πολιτιστικές διαφοροποιήσεις είναι άσχετες με την υπαρκτική περιπέτεια του ανθρώπου. Αλλά η σχέση ανάμεσα στους δυο αυτούς παράγοντες είναι οπωσδήποτε από τα οξύτερα προβλήματα διάκρισης των ορίων ανάμεσα σε μιαν αυθαίρετη ερμηνεία της ιστορίας και στην κριτική - αφαιρετική θεώρησητης Ιστορίας που υπερβαίνει τη συμβατική «αντικειμενικότητα» της φαινομενολογίας των συμπτωμάτων.

Μέσα στη σύγχυση που δημιουργούν ο ιστορικός θετικισμός από τη μια μεριά, και ο εννοιολογικός φορμαλισμός από την άλλη, η επανασύνδεση της αλήθειας της Εκκλησίας με τα συγκεκριμένα ιστορικά και κοινωνικά φανερώματα αυτής της αλήθειας, αλλά και με το υπαρκτικό της περιεχόμενο, δεν μπορεί να πραγματοποιηθή παρά μόνο με την προϋπόθεση μιας ανανεωμένης θεολογικής γλώσσας -μιας γλώσσας που θα κατορθώση να θεολογήση στα συγκεκριμένα όρια της ιστορικής εμπειρίας.

Αν οι σελίδες που ακολουθούν πετυχαίνουν σε ένα ελάχιστο ποσοστό τους «δίκοπους» αυτούς στόχους, θα το κρίνη ο αναγνώστης. Θα είναι μέγιστο κέρδος αν οι στόχοι επισημαίνονται έστω και μέσα από την αποτυχία της αντιμετώπισής τους.



Εἰσαγωγὴ

Η ΕΝΩΣΗ ΤΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ ΚΑΙ Η ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Μὲ τὰ κριτήρια ποὺ ἐπιβάλλει ὁ τρόπος τῆς ζωῆς μας σήμερα, δηλαδὴ ὁ πολιτισμός μας, μιλᾶμε καὶ προσπαθοῦμε περισσότερο γιὰ τὴν ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν καὶ λιγώτερο γιὰ τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας.

Ἡ ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν εἶναι ἕνας στόχος ποὺ μοιάζει συγκεκριμένος καὶ ἐφικτός, μπορεῖ νὰ μεθοδευτῆ καὶ νὰ ἐπιδιωχθῆ μὲ ὀρθολογικὴ ἀντικειμενικότητα: μὲ ἰδεολογικὲς διευκρινίσεις καὶ ἀμοιβαῖες παραχωρήσεις ἢ σὰν ἠθικὸ κατόρθωμα ἀλληλοκατανόησης καὶ καλῶν διαθέσεων.

Στὴν πραγματικότητα ὅμως ἡ ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν, ἔστω καὶ ἠθικὰ δικαιωμένη ἢ ὀρθολογικὰ ἐφικτή, δὲν ἔχει σχέση μὲ τὴ ζωὴ καὶ τὰ οὐσιώδη προβλήματα τῶν ἀνθρώπων. Εἶναι πρόβλημα στενὰ «ἐνδοεκκλησιαστικό», πρόβλημα ποὺ ἐνδιαφέρει κυρίως τοὺς θεσμοποιημένους ἐκκλησιαστικούς ὀργανισμοὺς καὶ τὶς μεταξύ τους σχέσεις, πρόβλημα ποὺ ὑπηρετεῖται ἀπὸ τὴ θεολογική γραφειοκρατία. Ἡ εὐρύτατη δημοσιότητα ποὺ δίνεται κάποτε στὶς προσπάθειες γιὰ τὴν ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν δὲν σημαίνει ὁπωσδήποτε ἕνα οὐσιαστικώτερο καθολικὸ ἐνδιαφέρον – ἀπευθύνεται μᾶλλον στὸ συναισθηματισμὸ τῶν μαζῶν, ὅταν δὲν ἐξυπηρετεῖ πολιτικὲς σκοπιμότητες.

Αντίθετα μὲ τὴν ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν, ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἄμεσο πρόβλημα ζωῆς τῶν ἀνθρώπων στὸ σύνολό τους. Αλλὰ πρόβλημα ποιότητας τῆς ζωῆς, πρόβλημα ἀλήθειας καὶ γνησιότητας τοῦ ἀνθρώπινου βίου. Γι' αὐτὸ καὶ εἶναι δυσκολώτερα προσιτὸ μὲ τὴ νοοτροπία τῆς ἀντικειμενικῆς ἀποτελεσματικότητας ποὺ χαρακτηρίζει τὸν πολιτισμό μας.

Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἄμεσο πρόβλημα ζωῆς τῶν ἀνθρώπων στὸ σύνολό τους, γιατὶ ἀφορᾶ στὸν τρόπο ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου [«Κατὰ τὸν τοῦ πῶς ὑπάρχειν καὶ ὑφεστάναι λόγον· οὐ κατὰ διαίρεσιν ἢ ἀλλοτρίωσιν ἢ τὸν οἱονοῦν μερισμόν. ΜΑΞΙΜΟΥ Ομολογητοῦ, Μυσταγωγία, Ρ. G. 91, 701A.], στὸν «κατὰ φύσιν» καὶ «κατ' ἀλήθειαν» ἄνθρωπο. Δὲν ἀποβλέπει σὲ χρησιμοθηρικές σκοπιμότητες, καὶ ἑπομένως δὲν μπορεῖ νὰ κατανοηθῆ καὶ νὰ ἐπιδιωχθῆ μὲ τὰ ὀρθολογικὰ μέτρα ποὺ ἐφαρμόζουμε γιὰ τὴ βελτίωση ἢ ἀλλαγὴ τῶν κοινωνικῶν θεσμῶν καὶ ὀργανωτικῶν σχημάτων τοῦ ἀνθρώπινου βίου. Ἡ ἀλήθεια τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας εἶναι ὑπαρκτικὴ ἀλήθεια, ἀναφέρεται στὴ γνησιότητα τῆς ὕπαρξης τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι λοιπὸν ἀδύνατο νὰ συμβιβαστῆ μὲ τὰ συμβατικὰ σχήματα κοινωνικῆς συμβίωσης καὶ θεσμοποιημένης ὀργάνωσης. Γιατὶ τὰ σχήματα αὐτὰ προϋποθέτουν τὸν ἄνθρωπο μόνο σὰν ἀντικειμενοποιημένο ἄτομο ἢ μέρος τοῦ συνόλου, ἀριθμητική μονάδα ἀναγκῶν καὶ ὑποχρεώσεων: τὸν ἄνθρωπο ἐγκλωβισμένο στὰ ὅρια τῆς ἀτομικῆς λογικῆς, τῶν ἀτομικῶν δικαιωμάτων, τῆς ἀτομικῆς ἠθικῆς, τῆς ἀτομικῆς θρησκευτικότητας, τῆς ἀτομικῆς σωτηρίας.

Αλλὰ γι' αὐτὸ καὶ ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἄμεσο πρόβλημα ζωῆς τῶν ἀνθρώπων στὸ σύνολό τους. Γιατὶ εἶναι πιὰ κοινὴ καὶ ὀδυνηρή διαπίστωση ὅτι ἡ ἐκδοχὴ τοῦ ἀνθρώπου ὡς ἀπρόσωπου ἀτόμου καὶ οὐδέτερης ἀριθμητικῆς μονάδας ἔχει σὰν συνέπεια τὴν ὑπαρκτική του ἀλλοτρίωση – ἀλλοτρίωση ποὺ παίρνει ἐφιαλτικές διαστάσεις στὰ ὅρια τῶν πολιτικῶν, οἰκονομικῶν καὶ ἰδεολογικῶν ὁλοκληρωτισμῶν τῆς ἐποχῆς μας. Καὶ ἡ ὑπαρκτικὴ ἀλήθεια τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας ἀντιπροσωπεύει τὴ μοναδικὴ δυνατότητα σωτηρίας ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἀλλοτρίωση τοῦ ἀνθρώπου, τὴ μοναδική δυνατότητα ριζικῆς ἀλλαγῆς τῶν συμβατικῶν κοινωνικῶν σχημάτων καὶ τῶν μεσσιανικῶν ὁραμάτων «γενικῆς εὐτυχίας» ποὺ ἐπιβάλλει στὸν ἄνθρωπο ὁ ἀτομοκεντρικός πολιτισμὸς τῆς εὐζωίας καὶ τῆς κατανάλωσης.

Δὲν θὰ μποροῦσε νὰ πῆ κανεὶς τὸ ἴδιο καὶ γιὰ τὴν ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν. Ἡ ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν μπορεῖ νὰ πραγματοποιηθῆ χωρὶς ἡ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων νὰ ἀλλάξη οὐσιαστικὰ σὲ τίποτα. Νὰ ἑνοποιηθῆ ἁπλῶς ἡ θρησκευτικὴ ἐθιμοτυπία τῶν χριστιανικῶν ἐκκλησιῶν, νὰ κατορθωθῆ καὶ μιὰ ἰδεολογικὴ ὁμοιογένεια, ἴσως καὶ κάποια ὁμοιομορφία τῶν διοικητικῶν θεσμῶν: αὐτὰ ὅλα μποροῦν νὰ συμβοῦν καὶ νὰ εἶναι ἄσχετα μὲ τὸ ὑπαρκτικὸ πρόβλημα τοῦ ἀνθρώπου καὶ μὲ τὶς συγκεκριμένες ἱστορικές, κοινωνικὲς καὶ πολιτικὲς φανερώσεις αὐτοῦ τοῦ προβλήματος. Αν προϋπόθεση γιὰ τὴν ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν δὲν εἶναι ἡ ὑπαρκτικὴ ἀλήθεια τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ ἡ ἑνότητα ὡς τρόπος ὑπάρξεως τοῦ «κατὰ φύσιν» καὶ «κατ᾿ ἀλήθειαν» ἀνθρώπου [Βλ. Χρήστου ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Τὸ Πρόσωπο καὶ ὁ ᾿Ερως-θεολογικό δοκίμιο ὀντολογίας, Αθήνα (Εκδόσεις Παπαζήση) 1976, § 87], τότε ὁ χριστιανισμὸς θὰ παραμείνη μιὰ κοινωνικὰ ἀσήμαντη καὶ τυπικὰ θεσμοποιημένη ἰδεολογία, ἕνα ὑποκειμενικό «θρησκευτικό συμπλήρωμα» τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου.

Οἱ διαφορὲς ποὺ χωρίζουν τὶς ἐπιμέρους ἐκκλησίες καὶ ὁμολογίες εἶναι μιὰ ποικιλία διαφοροποιήσεων τῆς κοινῆς τους ἀπομάκρυνσης ἀπὸ τὴν ὑπαρκτικὴ ἀλήθεια τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας ποὺ εἶναι ἀλήθεια καθολική, ἀφορᾶ στὸν ἄνθρωπο «καθόλου» – εἶναι ἡ γνησιότητα τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης καὶ ζωῆς, ὄχι ἐσωτερικὸ πρόβλημα τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὀργανισμῶν. Αὐτὴ τὴν ὑπαρκτικὴ γνησιότητα τὴν ἔκανε δυνατή (δυναμικὸ ἐνδεχόμενο τοῦ ἱστορικοῦ μας βίου) ἡ ἐνανθρώπιση τοῦ Θεοῦ, ὁ τρόπος ὑπάρξεως τοῦ Χριστοῦ. Καὶ αὐτὸς ὁ τρόπος ὑπάρξεως εἶναι ἡ ἑνότητα καὶ κοινωνία τῶν προσώπων στὰ ὅρια τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἡ ἑνότητα τῆς Μιᾶς Ἐκκλησίας, ἡ εἰκόνα τοῦ τριαδικοῦ Πρωτοτύπου τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης.

Οἱ διαφορὲς λοιπὸν ποὺ χωρίζουν τὶς χριστιανικὲς ἐκκλησίες καὶ ὁμολογίες δὲν ἐξαντλοῦνται στὸ ἐπίπεδο τῶν ἰδεολογικῶν πεποιθήσεων, ὅπως δὲν ἐξαντλοῦνται καὶ στὴ φαινομενολογία τῆς λεγόμενης ἐκκλησιαστικῆς πράξης – στὸ λειτουργικὸ τυπικό, στὶς ὀργανωτικὲς δομές, στὴν ἐθιμικὴ παράδοση. Νὰ ἐπιμένουμε σὲ μιὰ τέτοια ἐξωτερικὴ καὶ ἐπιπόλαιη θεώρηση τῶν διαφορῶν ποὺ χωρίζουν τὶς ἐκκλησίες εἶναι μιὰ τραγικὴ μυωπία ἢ καὶ τυφλότητα. Ακόμα καὶ οἱ διαφορὲς στὴν ἑρμηνεία τῶν ἐκκλησιαστικῶν δογμάτων δὲν ἐξαντλοῦν τὶς κυρίως αἰτίες τῶν διαιρέσεων. Οἱ διαφοροποιημένες ἐκκλησίες καὶ ὁμολογίες ἀντιπροσωπεύουν, πρὶν ἀπὸ ὅλα, μιὰ θεσμοποιημένη ἄρνηση ἢ καὶ ἄγνοια τῆς ὑπαρκτικῆς ἀλήθειας τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας: μιὰ ἀποξένωση ἀπὸ τὴν καθολικότητα τῆς ἀλήθειας τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ ἀπὸ τὴν ἴδια τὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων στὶς πιὸ οὐσιαστικὲς ἀπαιτήσεις της – ἀπὸ τὸν ὑπαρκτικὸ καὶ οὐσιώδη πυρήνα τῶν ἱστορικῶν, κοινωνικῶν καὶ πολιτικῶν ἀναζητήσεων τοῦ ἀνθρώπου.

Εἶναι τελικὰ φανερὸ πὼς ἡ ἀλήθεια τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἑνότητα ὡς ὑπαρκτικὴ γνησιότητα τοῦ ἀνθρώπου, δὲν ἀφήνει περιθώρια γιὰ μιὰ πολυμορφία θεωρήσεων ἢ πραγματώσεων τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ αὐτὸ σημαίνει πὼς δὲν ὑπάρχουν τελικά πολλὲς ἐκκλησιαστικὲς διαιρέσεις, ἀλλὰ μόνο ἕνας βασικός χωρισμὸς ἀνάμεσα στὴν Ἐκκλησία καὶ στὴν αἵρεση. Αἵρεση εἶναι ἡ ἀλλοίωση τῆς ἀλήθειας τῆς Ἐκκλησίας, ὄχι μιᾶς ἰδεολογικῆς καὶ ἀφηρημένης ἀλήθειας, ἀλλὰ τοῦ τρόπου ὑπάρξεως ποὺ ἐνσαρκώνει ἡ Ἐκκλησία ὡς ὑπαρκτικὴ ἑνότητα καὶ κοινωνία. Ἡ αἵρεση τεμαχίζεται σὲ πλῆθος ὁμολογίες καὶ «σέκτες», ἡ Ἐκκλησία παραμένει ἑνιαία καὶ καθολικὴ σὲ κάθε ἐπιμέρους τοπικὴ καὶ χρονικὴ φανέρωσή της.

Καὶ γεννιέται ἀναπόφευκτα τὸ ἐρώτημα: ποῦ εἶναι σήμερα ἡ Ἐκκλησία καὶ ποῦ ἡ αἵρεση; Ἕνα πλῆθος ἐκκλησίες καὶ ὁμολογίες στὰ ὅρια τῆς οἰκουμένης διεκδικοῦν τὴ γνήσια ἐκπροσώπηση τῆς χριστιανικῆς ἀλήθειας. ᾿Αλλὰ τὸ μέτρο καὶ τὸ κριτήριο γιὰ τὴ θεμελιώδη διάκριση ἀνάμεσα στὴν Ἐκκλησία καὶ στὴν αἵρεση δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὴν ἑνότητα ὡς τρόπο ὑπάρξεως τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, μὲ συγκεκριμένα ἱστορικὰ καὶ κοινωνικὰ φανερώματα. Ὅπου πραγματώνεται ἡ ἑνότητα ὡς ὑπαρκτικὸ γεγονός, φανέρωμα ζωῆς καὶ κοινωνίας, ἐκεῖ καὶ ἡ καθολικὴ Ἐκκλησία, ἡ καθολική σωτηρία τοῦ σύμπαντος κόσμου.

Η ΕΝΟΤΗΣ ΕΝ ΤΩ ΕΠΙΣΚΟΠΩ ΑΠΑΝΤΗΣΕ Ο ΖΗΖΙΟΥΛΑΣ ΥΠΗΡΕΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΕΝΩΣΗ ΤΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ. Η ΕΝΟΤΗΣ ΕΝ ΚΑΙ ΔΙΑ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ ΑΠΑΝΤΑ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ. Η ΕΝΟΤΗΣ ΣΤΟΝ ΛΟΓΟ ΤΩΝ ΓΕΡΟΝΤΩΝ ΑΠΑΝΤΑ Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ, Ο ΟΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ Ο ΤΡΟΠΟΣ ΖΩΗΣ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ[ΓΕΡΟΝΤΑ ΠΕΣ ΜΑΣ ΛΟΓΟ ΝΑ ΣΩΘΟΥΜΕ]. ΟΙ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΚΑΙ ΜΑΛΙΣΤΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΠΑΥΛΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΑΡΧΕΤΥΠΑ ΤΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΤΡΟΠΟΥ ΖΩΗΣ. ΑΠΑΙΤΕΙ ΟΜΩΣ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ ΤΗΣ ΧΑΡΙΤΟΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ. ΚΑΤΙ ΔΥΣΕΥΡΕΤΟ ΣΗΜΕΡΑ. ΠΡΟΣ ΔΙΕΥΚΟΛΥΝΣΗ ΟΛΩΝ ΛΟΙΠΟΝ ΠΡΟΣΦΕΡΕΤΑΙ Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΖΩΝΤΑΝΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ ΧΑΙΝΤΕΓΚΕΡ, ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ ΤΟΥ ΕΙΝΑΙ.[ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ] Η ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑΣ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΕΩΣ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΜΦΥΤΟΥ ΕΡΩΤΟΣ , Η ΑΝΑΠΝΟΗ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ ΣΤΟ ΕΝΘΑΔΕ. ΤΗΣ ΠΟΡΕΙΑΣ ΑΠΟ ΚΑΤΩ ΠΡΟΣ ΤΑ ΠΑΝΩ ΠΟΥ ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΠΕΤΥΧΕΙ ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΑΠΕΤΥΧΕ Η ΒΑΒΕΛ. ΠΡΟΣ ΤΟΥΤΟ Ο ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΑΦΙΕΡΩΝΕΤΑΙ ΣΗΜΕΡΑ ΣΤΗΝ ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ. ΜΕ ΤΙΣ ΕΥΧΕΣ ΜΑΣ. Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΡΘΟΤΗΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΠΡΩΤΟΣ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΟ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ. ΤΟ ΦΥΣΕΙ ΟΡΕΓΕΤΑΙ ΤΟΥ ΕΙΔΕΝΑΙ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ ΑΠΑΙΤΕΙ ΝΟΥ ΚΑΙ ΘΕΛΗΣΗ, ΞΕΧΩΡΙΖΕΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΠΟΥ ΟΡΑΜΑΤΙΖΕΤΑΙ Ο ΥΠΑΡΞΙΣΜΟΣ.Η ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΕΠΙΛΟΓΗ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟΔΕΚΤΗ.

ΠΗΓΗ:https://amethystosbooks.blogspot.com/2024/10/blog-post_53.html
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.