To Άρδην συγκροτήθηκε συλλογικά το 1996 πάνω στην διαπίστωση ότι ο αναβαθμισμένος ποσοτικά και ποιοτικά τουρκικός επεκτατισμός θέτει ένα υπαρξιακό πρόβλημα στον ελληνισμό ενόψει του 21ου αιώνα. Κάτι που οι άνθρωποι που πήραν την πρωτοβουλία της συλλογικής μας συγκρότησης, υποστήριζαν τουλάχιστον από το 1988, το Νταβός, και την επίσκεψη Οζάλ στην Αθήνα. Για να μην μιλήσουμε για την επιμονή της «Ρήξης» αλλά και της «Αυτοδιάθεσης» στην Κύπρο για το ζήτημα της εισβολής του 1974, και την αταλάντευτη υποστήριξη του αιτήματος για αυτοδιάθεση – ένωση.
Εξαιτίας της θέσης μας αυτής, εδώ και 25 περίπου χρόνια, το Άρδην λοιδορήθηκε ως ‘φουστανελάδες’, ‘τουρκοφάγοι’, ‘εθνικιστές’. Και τι δεν ακούσαμε. Με τα βέλη –δηλαδή κάθε λογής συκοφαντία, αποκλεισμούς, ακόμα και πραγματική βία ενίοτε–, να προέρχονται από τις εθνομηδενιστικές ελίτ του τόπου, αλλά και από τα παιδιά τους που εγκαταβιούν στο αντιεξουσιαστικό οικοσύστημα των Εξαρχείων.
Κοιτάζοντας τα πράγματα εκ των υστέρων, αντιλαμβάνεται κανείς πως οι σφοδρές τους αντιδράσεις ήταν απολύτως ερμηνεύσιμες: Μέσα σε ένα κλίμα όπου όλοι αφήνονταν να παρασυρθούν από την αυταπάτη του «τέλους της ιστορίας», του «παγκόσμιου χωριού» και της Βρυξελοχαράς, μιας κάλπικης και εθνομηδενιστικής ευημερίας, εμείς λέγαμε ότι επανέρχεται ο χειρότερος και διαχρονικός φόβος του ελληνισμού, ο τουρκικός επεκτατισμός.
Αμφισβητούσαμε με αυτόν τον τρόπο τη συνωμοσία της λήθης πάνω στην οποία στήθηκε η μεταπολίτευση: Ότι δηλαδή κατάγεται από μια εθνική καταστροφή και όχι μόνο από μια δημοκρατική ανάταση – υπαρκτή μεν αλλά όχι αποκλειστική, που άλλωστε εξάντλησε τα καύσιμά της μέχρι το 1988-1989 δίνοντας ό,τι θετικό είχε να δώσει. Λογικό, επομένως, ήταν να θίγεται η βαθύτερη κομφορμιστική τάση που κυριαρχούσε πίσω από προσχήματα νεοφιλελευθερισμού, εκσυγχρονισμού, προοδευτικής αριστεράς και αντιεξουσιαστικότητας. Ιδού, λοιπόν, η βάση για την καθολική συναίνεση όλων αυτών εναντίον του πολιτικού και θεωρητικού λόγου που διατύπωνε το Άρδην: Τους χαλούσαμε το όνειρο ότι θα μπορούσαν ακόπως και παρασιτικώς να εγκαταλείψουν επί τέλους την μοίρα αυτού του τόπου.
Η δικαίωση που έρχεται τώρα είναι πικρή. Στο κάτω κάτω της γραφής, δεν έχει και τόση σημασία το τι πλήρωσε το Άρδην προσπαθώντας να προειδοποιήσει για εκείνο που έρχεται. Αυτό το ξέρει μόνον η ψυχή εκείνων που αταλάντευτα επέμεναν επί δεκαετίες να εκφράζουν τις θέσεις του στην πρώτη γραμμή. Αλλά το τι εν τέλει πληρώνει η Ελλάδα και ο Ελληνισμός από τις αποκοτιές των τελευταίων γενεών του: Ότι δηλαδή, σερνόμαστε σήμερα σε μια αντιπαράθεση του ελληνικού Δαβίδ με τον νεο-οθωμανικό Γολιάθ απαράσκευοι, λειψοί σε φρόνημα, στερούμενοι δυναμικής και συνοχής. Παίζοντας κυριολεκτικά τα ρέστα μας, στηριζόμενοι για άλλη μια φορά σε μειοψηφίες ανθρώπων που, κόντρα στην περιρρέουσα αποσυνθετική παρακμή, θα επιμένουν στις αξίες του ιστορικού ελληνισμού και όχι σε εκείνες της κατάπτωσής του. Καταφέρνοντας με αυτές τις υπόγειες, εν πολλοίς μοναχικές, διαδρομές να περισώσουν ό,τι έχει μείνει όρθιο από το κράτος, τις ένοπλες δυνάμεις, το αντιστασιακό πνεύμα της κοινωνίας. Εν τέλει, να προστατέψουν ό,τι έχει επιβιώσει από τον μαραθώνιο του Ελληνικού Πολιτισμού μέσα στα τρεις ή τέσσερις χιλιάδες χρόνια ιστορίας του. Όσο η φλόγα του τελευταίου θα παραμένει ζωντανή, και θα μεταλαμπαδεύεται έστω και υπόγεια μέσα στην ελληνική κοινωνία, τόσο «θα υπάρχουν οι προϋποθέσεις για μια καινούργια άνοιξη». Σήμερα, λόγω της συγκυρίας, υπάρχει η δυνατότητα να γίνει ένα ουσιαστικό βήμα προς αυτήν.
2. Διαχρονία του τουρκικού επεκτατισμού
Ο τουρκικός επεκτατισμός δεν είναι συγκυριακό φαινόμενο. Αποτελεί κινητήρα συγκρότησης του ίδιου του τουρκικού έθνους. Τα διαδοχικά του στάδια είναι απολύτως ευδιάκριτα: τα τουρκικά φύλα-νομάδες, χρησιμοποιώντας ως ενοποιητική ιδεολογία τους το ισλάμ, κατακτούν εδάφη και συγκροτούν κράτος. Το κράτος τους αναδεικνύεται στην παγκόσμια σκακιέρα με την κατάληψη του Βυζαντίου: ‘Φοράει’ τα γεωπολιτικά του ρούχα, κλέβει την πρωτεύουσά του, μεταβάλλει το παγκόσμιο σύμβολο του πολιτισμού του –την Αγία Σοφία– σε τζαμί. Πρόκειται για τον θανάσιμο εναγκαλισμό του ελληνισμού με τον τουρκισμό, όπου ο δεύτερος ζει «με το καντήλι του να καίει με το αίμα του πρώτου», για να θυμηθούμε μια ρήση του Μωάμεθ του Πορθητή.
Με την εθνική αφύπνιση όλων των υπόδουλων της οθωμανικής Αυτοκρατορίας, των Ελλήνων, των υπόλοιπων βαλκανικών λαών και αργότερα των αραβικών –μια διαδικασία που θα διαρκέσει πάνω από 150 χρόνια (1750-1913)– ο οθωμανισμός εισέρχεται στην τελική του κρίση. Τον αντικαθιστούν οι Νεότουρκοι και ο κεμαλισμός. Mια ιδεολογία κατάστασης έκτακτης ανάγκης, που στόχευε στην επανασυσπείρωση του τουρκισμού στον σκληρό πυρήνα της οθωμανικής Αυτοκρατορίας (Κωνσταντινούπολη & Μικρασία), και προϋπέθετε τη γενοκτονία των αλλογενών, Ελλήνων, Αρμενίων, Ασσυρίων και, αργότερα, των Κούρδων εντός της. Η εγκαθίδρυση μιας στρατοκρατικής και σοβινιστικής εθνοκρατικής εξουσίας ήταν η απάντηση στο μωσαϊκό των πολιτισμών που αντιπροσώπευε η συγκεκριμένη περιοχή επί χιλιετίες, το οποίο άνθησε υπό την πρωτοκαθεδρία του ελληνικού τρόπου. Η φάση της εσωτερικής ανασυγκρότησης της Τουρκίας ολοκληρώνεται με την εκπαραθύρωση του ελληνισμού της Κωνσταντινούπολης, το 1955. Έκτοτε, η Τουρκία βάζει πλώρη για την πρώτη επεκτατική της περιπέτεια, στην Κύπρο, που ολοκληρώνεται το 1974, με την εισβολή και κατάκτηση του βόρειου τμήματός της.
Η χρυσή ευκαιρία, εντούτοις, δίνεται με την κρίση της παγκοσμιοποίησης. Ιδίως με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, την κρίση της δυτικής ηγεμονίας, την κατάρρευση των αραβικών κρατών και την άνοδο του πολυπολικού κόσμου, ο τουρκικός επεκτατισμός αναζητά την ανάδειξή του σε παγκόσμιο πόλο εξουσίας μέσω της νεο-οθωμανικής αναβίωσης μιας ολοκληρωτικού χαρακτήρα ισλαμοκεμαλικής σύνθεσης,.
Το επιχείρημά του είναι απλό: Πριν αναδυθεί η παγκόσμια ηγεμονία της Δύσης, η οθωμανική Αυτοκρατορία αντιπροσώπευε την κορωνίδα της εδαφικής επέκτασης του ισλάμ. Κυριαρχούσε σε έναν τεράστιο χώρο –τη Βόρεια Αφρική, τα Βαλκάνια, την Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή– και σήμερα η νεοθωμανική Τουρκία εμφανίζεται ως κληρονόμος αυτής της αυτοκρατορικής παράδοσης, και θέλει να μετεξελιχθεί σε μια νέα ευρασιατική δύναμη, που στέκει μεταξύ Δύσης και Άπω Ανατολής και ορίζει όλον τον ενδιάμεσό τους χώρο.
Προσπαθεί έτσι να εντάξει σ’ ένα νέο σχέδιο κρατικής οργάνωσης και περιφερειακής ηγεμονίας τη δυναμική του φονταμενταλισμού που τις τελευταίες δεκαετίες έχει οδηγήσει το ίδιο το ισλάμ στο απόγειο της ισχύος του. Εδώ αποκαλύπτεται και η ιδιαίτερη σχέση που διατηρεί με τον τουρκισμό, καθώς η οθωμανική Αυτοκρατορία αντιπροσωπεύει ιστορικά την υψηλότερη, αυτοκρατορική ολοκλήρωση της ισλαμικής πολιτικής, και αυτό το σχήμα επιθυμεί να επαναλάβει η Τουρκία μέσα στον 21ο αιώνα.
Η Τουρκία παίζει αυτό το χαρτί ήδη εδώ και μια εικοσαετία, έχοντας επιτύχει να ενισχύσει αποφασιστικά την επιρροή της: Συρία, Ιράκ, Παλαιστίνη (όπου δυστυχώς έχει δέσει στο άρμα του Χαλιφάτου τις δύο μεγάλες οργανώσεις του παλαιστινιακού κινήματος, Χαμάς και Φατάχ), Κατάρ, Πακιστάν, το Αζερμπαϊτζάν, Αδελφοί Μουσουλμάνοι στην Αίγυπτο, την Αλγερία, την Αλβανία, και το λοιπό μουσουλμανικό τόξο στα Βαλκάνια, το ‘ευρωπαϊκό ισλάμ’ των μεταναστών που εγκαθίστανται στην Ευρώπη, ακόμα και στη Σομαλία, και άλλες χώρες της Κεντρικής και της Δυτικής Αφρικής. Αυτή τη στιγμή επιχειρεί να διεισδύσει στην… Ινδία, αλλά και ενισχύει την επιρροή της στους μουσουλμάνους της Ρωσίας, ώστε να εκβιάζει και τη συνέχεια της στρατηγικής συμμαχίας με τον Πούτιν.
Η τουρκική υπερεπέκταση δεν είναι πλέον ευχολόγιο του Ερντογάν, ή σχέδιο στο Στρατηγικό Βάθος του Νταβούτογλου: Είναι πραγματικότητα, συμβαίνει ήδη, και αυτή είναι η κύρια πηγή της αλαζονείας, του θράσους που χαρακτηρίζει τον Ταγίπ Ερντογάν, αλλά και της συγκρατημένης στάσης που επιδεικνύουν κατά τα άλλα μεγάλες δυνάμεις (ΗΠΑ, Γερμανία) απέναντί του. Η Τουρκία αποτελεί σήμερα τη μεγαλύτερη αναθεωρητική δύναμη στον πλανήτη, ξαναβάζοντας για πρώτη φορά μετά τον Χίτλερ τις αντιλήψεις του ‘ζωτικού χώρου’ (Γαλάζια Πατρίδα) και της ‘νόμιμης επέκτασης’ με τόσο εμφατικό τρόπο στη διεθνή σκηνή.
3. Ανατροπές στο ελληνικό πολιτικό σκηνικό
Η ισχυρή υποψηφιότητα που η Τουρκία θέτει για την ανάδειξή της σε παγκόσμια δύναμη πυροδοτεί πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα: Εκθέτει ανεπανόρθωτα την κατευναστική στρατηγική που η χώρα ακολουθεί από το 1988· τη λογική της ‘ελληνοτουρκικής φιλίας’ αλλά και ευρύτερα όλο το εθνομηδενιστικό αφήγημα στο οποίο είχαν βασιστεί οι ηγεσίες της χώρας εδώ και δεκαετίες: Φαίνεται λοιπόν τώρα πως η πραγματικότητα του έθνους μέσα στην παγκοσμιοποίηση όχι μόνο δεν υποχωρεί, αλλά επανέρχεται θεαματικά. Κάτι που στην Ελλάδα εκδηλώνεται σήμερα ως μια τρομακτική κρίση εθνικής ασφάλειας με τις απειλές του Ερντογάν να στέκουν ως δαμόκλειος σπάθη επάνω από το κεφάλι μας.
Εχθρός μας, λοιπόν, υπήρξε η δική μας αβελτηρία δεκαετιών, ένα γενικευμένο ‘ξεχείλωμα’ της συνοχής του Ελληνισμού από κάθε άποψη, θεσμική, κοινωνική, παιδευτική, σε ό,τι αφορά στις αξίες και τον πολιτισμό. Έτσι σήμερα είμαστε εκτεθειμένοι σε μια γεωπολιτική περιδίνηση δίχως να έχουμε προετοιμαστεί καθόλου γι’ αυτό.
Η δύναμη της αδράνειας είναι τεράστια. Η ‘κατευναστική’ και ‘εθνομηδενιστική παράταξη’ έχει δημιουργήσει βαθιά θεμέλια σε όλα τα κόμματα, σε κάθε θεσμικό επίπεδο, ακόμα και μέσα στην κοινωνία. Σε ό,τι αφορά στην κρατική πολιτική, πρεσβείες, ιδρύματα (όπως το ΕΛΙΑΜΕΠ), πανεπιστήμια και μη κυβερνητικές οργανώσεις έχουν εγκαθιδρύσει βαθιά δίκτυα για να επιβάλουν στην Ελλάδα τη λογική της υποχωρητικότητας και της φιλανδοποίησης.
Σήμερα, η τάση αυτή εκδηλώνεται από δύο, κυρίως, πηγές: Πρώτον, ‘συστημικές’, καθώς ένα σύνολο συμφερόντων μέσα στην ελληνική κοινωνία πιέζει υπέρ της ‘γραμμής Μέρκελ’. Να αποδεχθεί, δηλαδή η Ελλάδα την πρωτοκαθεδρία της Τουρκίας στην ευρύτερη περιοχή, και, μαζί της, μια μορφή γεωπολιτικής ‘συγκυριαρχίας’ και ‘συνεκμετάλλευσης’ όχι μόνο στο Αιγαίο και την Κύπρο, αλλά και στη Θράκη, και ολόκληρη τη Βόρεια Ελλάδα, μέχρι τα Ιωάννινα.
Μια τέτοια διευθέτηση θα διευκόλυνε την προσέγγιση της γερμανικής Ευρώπης με την Τουρκία, και τη δημιουργία ενός άξονα που θα ξεκινάει από την Κεντρική Ευρώπη, θα περνάει από τα Βαλκάνια και θα καταλήγει στην Μέση Ανατολή μέσω Τουρκίας: Η παλιά βισμαρκιανή πολιτική, στα τέλη του 19ου αιώνα και κατά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, και ακόμα πιο πριν η αντίληψη του Μέττερνιχ που έβλεπε την οθωμανική Αυτοκρατορία ως σύμμαχο της Ιεράς Συμμαχίας, επανέρχεται τώρα φορώντας το προσωπείο του ‘ειρηνισμού’ και του ‘κοινού πολυπολιτισμικού μέλλοντος᾿. Αυτή είναι η πραγματική βάση εμπλοκής της Μέρκελ στις διαπραγματεύσεις, και εκεί κινδυνεύει να μας οδηγήσει η στρατηγική της κατευναστικής παράταξης.
Δεύτερον, με ένα προσωπείο ‘αντισυστημικό’, καθώς προς την ίδια κατεύθυνση πιέζει και ο ρωσικός παράγοντας. Οι Ρώσοι, όπως και το… 1922, έχουν συνάψει στρατηγική συμμαχία με την Τουρκία και θεωρούν την Ελλάδα ως προκεχωρημένο φυλάκιο της Δύσης, εναντίον τους. Αλλά κι επίσης, έναν πολιτιστικό ανταγωνιστή μέσα στον ορθόδοξο κόσμο.
Την τελευταία δεκαετία, ο ρωσικός παράγοντας θα δημιουργήσει ερείσματα μέσα σε ρεύματα τα οποία προτάσσουν έναν επιπόλαιο, άκριτο και μονοκόμματο αντιδυτικισμό. Απαντάται τόσο στα δεξιά όσο και στα αριστερά του πολιτικού φάσματος. Το ιδιότυπο ‘ρώσικο κόμμα’ κινητοποιείται σήμερα θέλοντας να υποσκελίσει τη σημασία της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης. Προκρίνει και αναμοχλεύει ζητήματα όπως η άρνηση της πανδημίας ή προαναγγέλλει την «προδοσία» πριν καν αυτή συντελεστεί για να δυναμιτίσει την προοπτική εθνικής συσπείρωσης στη βάση της αποτροπής. Καταγγέλλει δε προκαταβολικά ως ‘ξεπούλημα’ κάθε προσπάθεια διεθνών πρωτοβουλιών για τη συγκρότηση ενός αντι-νεοθωμανικού τόξου.
Με όλα αυτά, επειδή ακριβώς ζούμε μια μεταβατική πολιτική περίοδο, με κόμματα συγκροτημένα πάνω σε εύθραυστες ισορροπίες ή σε αποδρομή. είναι σαφές πως η πολιτική αντιπαράθεση αλλάζει και περιεχόμενο και χαρακτήρα.
Συγκρούονται σήμερα ατζέντες και στρατηγικές: Μέσα στην κυβέρνηση, σε κάθε κόμμα και πολιτικό χώρο, στα πανεπιστήμια, την τοπική αυτοδιοίκηση, εν τέλει, σε κάθε συλλογική έκφραση της ελληνικής κοινωνίας.
4. Μετατοπίσεις στη διεθνή σκηνή
Η υποχώρηση της δυτικής πρωτοκαθεδρίας και η ανάδυση ενός πολυπολικού κόσμου είναι κάτι που απασχόλησε τη δημόσια συζήτηση καθ’ όλη την προηγούμενη δεκαετία. Άλλο, ωστόσο, κανείς να το λέει και άλλο να το βλέπει να συμβαίνει. Έτσι, ο πολυπολικός κόσμος αναδεικνύεται ως ένα πεδίο εξαιρετικά διαταραγμένων διεθνών ισορροπιών, μια εποχή σφοδρών ανταγωνισμών και συγκρούσεων.
Η αμφισβήτηση της αμερικανικής παντοδυναμίας, τόσο ορατή πια με τη διακυβέρνηση Τραμπ, είναι η πιο τρανταχτή έκφανση μιας ευρύτερης υποχώρησης της Δύσης, που πλέον παύει να είναι ο πόλος που οργανώνει το διεθνές σύστημα. Η παγκοσμιοποίηση, η οποία χαιρετίστηκε ως το «τέλος της ιστορίας», μια περίοδος αιώνιας ειρήνης, σφραγισμένης από την οριστική κυριαρχία του Δυτικού Ανθρώπου και των αξιών του –δημοκρατία, ελεύθερη αγορά, ατομικά δικαιώματα– αποδείχθηκε εν τέλει ότι προκάλεσε το αντίθετο: τη μετατόπιση του κέντρου ισχύος προς την Ανατολή, και τα δημογραφικά μαστόδοντα του πλανήτη, τους μεγάλους πολιτισμούς της Νοτιοανατολικής Ασίας.
Έπειτα από δύο δεκαετίες… ‘τέλους της ιστορίας’, η ίδια η Δύση στο εσωτερικό της δείχνει να έχει ξεμείνει από καύσιμα. Και σπαράσσεται από μια πολυποίκιλη κρίση, πολιτιστικού μηδενισμού, κοινωνικής και εθνικής αποσύνθεσης, έλλειψης προοπτικής για τις μεσαίες και τις κατώτερες τάξεις. Τι πιο χαρακτηριστικές εικόνες για την κρίση της Δύσης από τους διαδηλωτές που θρυμματίζουν το άγαλμα του Τόμας Τζέφερσον, από τα καθημερινά επεισόδια της ‘σύγκρουσης των πολιτισμών’ στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, από τις ‘ζώνες σκουριάς’ που επεκτείνονται στις ΗΠΑ αλλά και την Ευρώπη.
Το τέλος της δυτικής πρωτοκαθεδρίας οδηγεί τις ισορροπίες του διεθνούς συστήματος σε βραχυκύκλωση. Έχουμε ήδη δει πως στο κενό της συγκροτήθηκε και διείσδυσε ο νέος οθωμανισμός. Η εξέλιξη αυτή, ωστόσο, είναι ένα κομμάτι της ευρύτερης εικόνας που έχει να κάνει με την πιθανή ανάδυση ενός ευρασιατικού άξονα. Η ανάδειξη της Κίνας του 1,4 δισεκατομμυρίου ανθρώπων σε οικονομία-ατμομηχανή του πλανήτη παρασέρνει όλες τις μεγάλες δυνάμεις που βρίσκονται ανάμεσα στο παλιό και στο νέο κέντρο του πλανήτη να αναπροσανατολίσουν τις γεωγραφίες τους.
Η Ρωσία, μέσα στις πρώτες δύο δεκαετίες του 21ου αιώνα, αντιμετώπισε μια οξύτατη ευρωατλαντική επίθεση. Σκοπός της, σύμφωνα με το ‘δόγμα Μπρεζίνσκι’, ήταν να αποτραπεί η μετασοβιετική επάνοδος της Ρωσίας ως μεγάλης ευρωπαϊκής δύναμης. Κάτι που θα δημιουργούσε μια δυνατότητα για τη χειραφέτηση της Ευρώπης από την ατλαντική της προσήλωση. Η αμερικανική πολιτική, που ταυτίστηκε εν πολλοίς με τους Δημοκρατικούς και το πρόσωπο της Χίλαρι Κλίντον, «πέτυχε». Αλλά η νίκη ήταν πύρρεια, καθώς είχε καταστροφικές συνέπειες για την ισορροπία του διεθνούς συστήματος: μετά την απώλεια της Ανατολικής Ευρώπης, των Βαλτικών χωρών, της Ουκρανίας, και τώρα, της Λευκορωσίας, η Ρωσία απάντησε στη… Συρία και τη Λιβύη ενώ στρέφεται εντονότερα προς τον ευρασιατισμό, ωστόσο όχι μόνον για χάρη της Κίνας.
Η κεντροασιατική της παράδοση μπορεί να είναι δευτερεύουσα μέσα στην ιστορία της, σε σχέση με την ορθοδοξία και μια εκδοχή της ευρωπαϊκής ταυτότητας που δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην πνευματικότητα. Εντούτοις, υπομνηματίζεται σήμερα από τη δυναμική παρουσία του μουσουλμανικού στοιχείου τόσο εντός της Ρωσικής Ομοσπονδίας (όπου αποτελεί το 15% του πληθυσμού) όσο και στον άμεσο κεντροασιατικό περίγυρό της:,.
Δυστυχώς, λοιπόν, η προσέγγιση με την Τουρκία δεν είναι βραχυπρόθεσμη, όπως διακινεί το «ρωσικό κόμμα» στην Ελλάδα. Τα μαθηματικά της ισχύος, στην παρούσα συγκυρία, οδηγούν αναμφίβολα τη Ρωσία προς την Ανατολή, τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα. Την επιλογή της αυτή, ωστόσο, θα την πληρώσει στο επίπεδο του πολιτισμού και εν τέλει της μελλοντικής πολιτικής της προοπτικής. Ιδίως μετά τον Μεγάλο Πέτρο και τη Μεγάλη Αικατερίνη, η Ρωσία αποτελούσε μια ιδιαίτερη και σημαντική συνιστώσα της ευρωπαϊκής κληρονομιάς, που συμβολίζεται χαρακτηριστικότερα στο πρόσωπο και το έργο του Πούσκιν, του Ντοστογιέφσκι και του Τολστόι. Η ευρασιατική της παράδοση, αντίθετα, έχει να προσφέρει μόνο μια κληρονομιά ανεξέλεγκτης κρατικής πυγμής, ιδίως στο εσωτερικό. Όπως πολύ καλά φαινόταν να είχε κατανοήσει η Μεγάλη Αικατερίνη, οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν ανέρχονται στηριζόμενες μόνον στο κνούτο.
Εν τέλει, η γεωπολιτική δεν είναι απλώς «γεωγραφία», όπως την παρουσιάζει ο γκουρού της ρωσικής γεωπολιτικής, ο Ντούγκιν, ο οποίος, μέσα σε δέκα χρόνια, πέρασε από τη συμμαχία με την ορθοδοξία, την Κεντρική Ευρώπη και τη Γερμανία, στη συμμαχία με την Τουρκία την οποία χαρακτήριζε τότε «προαιώνιο εχθρό» της Ρωσίας. Διότι εάν ήταν απλώς «γεωγραφία» θα είχε δίκιο ο Κιτσίκης και ο… Γεώργιος Παπαδόπουλος που μιλούσαν για ελληνοτουρκική ομοσπονδία. Αντίθετα, ο πολιτισμός και η ιστορία κάνουν τους Έλληνες και τους Τούρκους θανάσιμους αντιπάλους. Έτσι και η στροφή της Ρωσίας προς την Ασία δεν μπορεί να έχει ιστορικό μέλλον σε βάθος χρόνου, διότι θα σηματοδοτήσει την οικονομικο-πολιτική υποταγή της στην Κίνα και την πολιτισμική της στο ισλάμ. Και μόνο η «επιστροφή» της στην Ευρώπη, σπάζοντας την αμερικανική πολιτική του αποκλεισμού, μπορεί να της προσφέρει έναν υψηλό και αυτόνομο γεωπολιτικό ρόλο στα πλαίσια μιας Ευρώπης από την Ιρλανδία ως το Βλαδιβοστόκ και έναν υψηλό πολιτισμικό ρόλο σε μια Ευρώπη σε παρακμή – και παρεμπιπτόντως να δώσει στην Ελλάδα τη δυνατότητα μια ισορροπίας ανάμεσα στη δυτική και την ανατολική της –ορθόδοξη– συνιστώσα.
Σε ό,τι αφορά στην Ευρώπη, η αφύπνιση του νεο-οθωμανισμού οδηγεί σε μια σημαντική εσωτερική διαφοροποίηση στην πολιτική των κυριότερων παικτών της ηπείρου. Η προοπτική μιας ριζικής αναδιαπραγμάτευσης των συσχετισμών στα Βαλκάνια και την Ανατολική Μεσόγειο, με τρόπο που θα μας γύριζε σ’ ένα τοπίο που θυμίζει τα τέλη του 19ου αιώνα, δεν θα μπορούσε παρά να αφυπνίσει τα παλαιά γεωπολιτικά αντανακλαστικά των Μεγάλων Δυνάμεων: Έχουμε μια ‘μεσογειακή’ στρατηγική από την πλευρά της Γαλλίας, που γυρεύει να επανέλθει θεαματικά στην Βόρεια Αφρική, το Λεβάντε και την Ανατολική Μεσόγειο. Και έχουμε, και μια ‘κεντρο-ευρωπαϊκή στρατηγική’, από την πλευρά της Γερμανίας, στην οποία ήδη αναφερθήκαμε. Και αυτή η γαλλική τουλάχιστον –αλλά όχι μόνο– στροφή δεν έχει αποκλειστικά γεωπολιτικές διαστάσεις , αλλά και έντονα πολιτισμικές. Η παρακμή του δυτικού φιλελευθερισμού οδηγεί στην πολιτισμική και πολιτική αποσύνθεση των δυτικών κοινωνιών, γεγονός που φαίνονται να αντιλαμβάνονται όλο και περισσότερο πολιτικοί όπως ο Μακρόν, που εντάσσει την αντιπαράθεση με την Τουρκία σε μια συνολική πολική αποτροπής της ισλαμοποίησης της Ευρώπης, καθώς μάλιστα ο Ερντογάν εμφανίζεται ως ο υπερασπιστής όλων των μουσουλμάνων και εκείνων της Δυτικής Ευρώπης κατ’ εξοχήν.
Ο αγγλοσαξωνικός κόσμος, αν και αποτελούμενος από ‘ναυτικές δυνάμεις’, βρίσκεται για πρώτη φορά σε τόσο μεγάλη εσωστρέφεια και κρίση. Ο Τραμπ θα επιταχύνει την κρίση της αμερικανικής ηγεμονίας, και δεν θα την ανακόψει. Στο πεδίο των διεθνών σχέσεων, οι ΗΠΑ ποτέ δεν ήταν τόσο απομονωμένες όσο είναι τώρα –ισχύει εδώ το ‘η Αμερική τελευταία’ των μεγάλων δυνάμεων, όχι πρώτη. Όσο για την Ανατολική Μεσόγειο, ποτέ, από την εποχή που την πολιτική των ΗΠΑ διαμόρφωνε ο Κίσινγκερ, δεν είχαμε τόσο απροκάλυπτα φιλοτουρκική στάση. Και δεν είναι τυχαίο ότι ο τελευταίος ήταν φίλα προσκείμενος στην κυβέρνηση Τραμπ.
Θεαματικές διαφοροποιήσεις καταγράφονται και στο εσωτερικό του αραβικού κόσμου. Η αφύπνιση του νεο-οθωμανισμού έχει δημιουργήσει αντισυσπειρώσεις στο εσωτερικό του. Σε αυτές πρωτοστατεί η Αίγυπτος, ακολουθεί η Τυνησία, η Ιορδανία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Από κοντά παρακολουθεί και η Συρία, μην μπορώντας να ξεχάσει ότι ο Ερντογάν ήταν εκείνος που προσπάθησε να την διαλύσει. Βέβαια η εξάρτησή της από τον Πούτιν, την αναγκάζει να αυτολογοκρίνεται ως προς τις διαθέσεις της εναντίον του νέου οθωμανισμού. Η αφύπνιση του τελευταίου απειλεί την ίδια την αυτοδιάθεση των αραβικών εθνών. Έτσι, το κομμάτι τους εκείνο που έχει προσβληθεί λιγότερο από τον ισλαμικό… εθνομηδενισμό, δηλαδή την τάση για μια περιφερειακή ολοκλήρωση του μουσουλμανικού κόσμου με βάση τη θρησκεία και σε βάρος της εθνικής αυτοδιάθεσης, αντιδρά.
Θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι η ανάδυση ενός νεο-οθωμανικού περιφερειακού πόλου με παγκόσμιες αξιώσεις αποτελεί μείζον γεγονός για το παγκόσμιο σύστημα. Ακόμα και η… Ινδία εμφανίστηκε τον τελευταίο καιρό να ανησυχεί από τις ενδείξεις ότι η Τουρκία έχει διεισδύσει στους μουσουλμανικούς της πληθυσμούς.
Η θεαματική αναβάθμιση του τουρκικού επεκτατισμού, ενεργοποιεί και πάλι τη γενετική αντιπαράθεσή του με τον ελληνισμό, ωστόσο, η αρνητική αυτή τροπή έχει και τη… θετική της πλευρά: Όχι μόνο ξυπνάει τους Έλληνες από τη βαθιά τους νάρκη αλλά αναβαθμίζει αντανακλαστικά και τη διπλωματική, στρατηγική θέση της Ελλάδας και της Κύπρου, των δύο ελληνικών κρατών. Ο ελληνισμός επανέρχεται έτσι, mutatis mutandis, στον ιστορικό του ρόλο, τον οποίον διαδραμάτισε τόσο την εποχή της αρχαίας Ελλάδας, απέναντι στους Πέρσες, όσο και εκείνης του Βυζαντίου, να είναι δηλαδή πρόμαχος του ευρωπαϊκού κόσμου απέναντι στον ανατολικό επεκτατισμό.
Ο ρόλος αυτός δεν αφορά μόνο στη γεωπολιτική αναδιοργάνωση του κόσμου. Διατηρεί και πολιτισμικό βάθος: Η Τουρκία θέτει υποψηφιότητα για την εκπροσώπηση όλου του ισλαμικού κόσμου. Επιθυμεί να ξαναγίνει το ‘σπαθί του Ισλάμ’, σε μια εποχή μάλιστα που η επέκταση του τελευταίου, ιδίως προς την Αφρική και την Ευρώπη, δεν έχει ιστορικό προηγούμενο. Επομένως, η σύγκρουση με τον εξ ανατολών επεκτατισμό δεν είναι μόνο μια σύγκρουση που έχει ως επίδικό της τη γεωπολιτική, τις σφαίρες επιρροής, την παράμετρο της κρατικής αυτοδιάθεσης. Είναι ταυτόχρονα και μια σύγκρουση αξιών όπου διακυβεύεται η υποχώρηση ιστορικών ευρωπαϊκών αξιών –ο Λόγος, ο ουμανισμός, ο θεανθρωπισμός και η χριστιανική πνευματικότητα– έναντι του ισλαμοφασισμού. Μπορεί στη Δύση οι ίδιες αξίες να διασύρθηκαν από τον εργαλειακό Λόγο, την αποικιοκρατία και, εσχάτως, τον μηδενισμό της παροξυστικής ατομοκρατίας. Εντούτοις, η ολική επαναφορά του νεο-οθωμανισμού, καθώς και το ιστορικό ζενίθ της ισλαμικής επέκτασης θέτουν υπό αίρεση την ίδια τη γεωγραφική επικράτεια του ευρωπαϊκού πνεύματος. Ο υπεράνω κάθε ευρωκεντρισμού, ρατσισμού και θέλησης για δύναμη, Δαλάι Λάμα, ο θρησκευτικός ηγέτης του Βουδισμού, σε αυτή τη διάσταση αναφερόταν όταν, σε ταξίδι του στην Ευρώπη, προειδοποίησε δημόσια ότι σε 50 χρόνια η Ευρώπη θα μοιάζει περισσότερο με ‘Ευραραβία’ ή ‘Ευραφρική’.
Μέχρι στιγμής, οι αντιφατικές αντιδράσεις των ευρωπαϊκών κρατών απέναντι στην κρίση της Ανατολικής Μεσογείου δείχνουν ότι το πρόβλημα αυτό δεν έχει γίνει κοινή συνείδηση της Ε.Ε.: Η Γαλλία, η Αυστρία, ακόμα και η Ολλανδία , δείχνουν να βρίσκονται πιο κοντά στην κατανόησή του, η Γερμανία, από την άλλη, ή κράτη όπως η Ουγγαρία, καθόλου. Η διάσταση αυτή αναμένεται να εξελιχθεί σε ένα από τα κυριότερα προβλήματα συνοχής της Ε.Ε.
5. Η πολιτική του Άρδην, ένα πρόταγμα εθνικής αυτοδυναμίας και, μαζί του, μια νέα πρόταση πολιτισμού
Η πραγματικότητα της νεο-οθωμανικής απειλής έχει εξαναγκάσει μια κυβέρνηση που εν πολλοίς είχε ως σημείο την ‘ατζέντα Σημίτη’ –ελληνοτουρκική φιλία και άκριτος φιλογερμανισμός– να ανακρούσει πρύμναν: Θυμούνται όλοι τον πρωθυπουργό, στην πρώτη συνάντησή του με τη Μέρκελ, να σπεύδει να αποδείξει την άριστη γερμανομάθειά του, και τον υπουργό Εξωτερικών, σε άλλη περίσταση, να δηλώνει ότι «η εποχή των κανονιοφόρων έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί». Θυμούνται όλοι, επίσης, πως ο πρώτος προϋπολογισμός της κυβέρνησης προέβλεπε μειωμένες δαπάνες για την εθνική άμυνα, καθώς, υπό την υψηλή εποπτεία του ΕΛΙΑΜΕΠ, είχε προσχωρήσει στο δόγμα ‘βούτυρο αντί για κανόνια’.
Τα πράγματα πλέον έχουν αλλάξει: το απέδειξε ο τρόπος που αντέδρασε στην τεχνητή μεταναστευτική κρίση του Έβρου, που ξεκίνησε το τριήμερο της Καθαράς Δευτέρας. Ή το ότι το Μέγαρο Μαξίμου αποφεύγει προς το παρόν το ‘σενάριο Ιμίων’, που προκρίνουν διάφοροι κύκλοι… από το εσωτερικό της οικογένειας Μητσοτάκη μέχρι τις ξένες πρεσβείες. Αναγκάζεται να επανεξετάσει την πολιτική… μείωσης των εξοπλισμών και, βάσει αυτής, διαφοροποιεί τις διεθνείς προτεραιότητες της χώρας, προκρίνοντας μια ειδική σχέση με τη Γαλλία, σε βάρος της ασφυκτικής ελληνογερμανικής συνεργασίας που ίσχυε μέχρι σήμερα.
Η στροφή αυτή, ωστόσο, πραγματοποιείται εκβιαστικά και γι’ αυτό χαρακτηρίζεται από υψηλό βαθμό αντιφατικότητας: Τα σημάδια για μια στροφή υπέρ της αποτροπής στις ελληνοτουρκικές σχέσεις (δεν) συμβαδίζουν με την “Eπιτροπή για το 2021” της Γιάννας-Αγγελοπούλου Δασκαλάκη. Με μια πολιτική που επιμένει στην ισοπέδωση της ελληνικής και οικουμενικής κλασικής παιδείας στο ελληνικό σχολείο, για χάρη μιας μεταμοντέρνας παιδαγωγικής που θέλει σεμινάρια Τσιρλίντερ αντί για τον Όμηρο. Η επιβεβαίωση του παρασιτισμού και η υποτίμηση του εγχώριου παραγωγικού ιστού επιμένει, ακόμα και σε ό,τι αφορά στην εθνική άμυνα. Η αυτοδυναμία είναι ακόμα λέξη ξένη για την ενεργειακή, την αγροτική πολιτική. Και γενικώς, το ξεχείλωμα και ο μηδενισμός της προηγούμενης περιόδου κυριαρχούν απόλυτα στο επίπεδο των προτύπων, ενώ το αστραφτερό τίποτα προπαγανδίζεται καθημερινά στα κανάλια της τηλεόρασης, από τις τουρκοσειρές μέχρι τον Μπίγκ Μπράδερ και τα Νεξτ Τοπ Μόντελ. Για να μην μιλήσουμε για την πανδημία βλακείας, εχθροπάθειας, μίσους των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, που θυμίζουν την αρένα του Κολοσσαίου μέσα στην παρακμή της Ρώμης.
Κοινώς, ο θεσμικός πολιτικός κόσμος στη σημερινή του διάταξη θητεύει… υπηρεσιακώς και όχι οργανικά σε μια πολιτική αντιμετώπισης του τουρκικού επεκτατισμού. Το μαρτυρούν αυτό τα κενά και η έλλειψη συνέχειας από τομέα σε τομέα της κρατικής πολιτικής. Και επίσης, το επίπεδο του διαλόγου που διεξάγεται ανάμεσα στην κυβέρνηση και την αντιπολίτευση.
Χαρακτηριστική ήταν η πρόσφατη συζήτηση για την κύρωση της συμφωνίας ΑΟΖ με την Αίγυπτο: Ο ΣΥΡΙΖΑ διέπρεψε στη μικροπολιτική του ‘παρών’, και ήταν πραγματικά αστείο να διαβάζει κανείς την υποκρισία μιας ‘σκληρής γραμμής’ που διατύπωναν οι… ντήλερ της Συμφωνίας των Πρεσπών. Ενώ, μόλις πριν ελάχιστους μήνες, ο Αλέξης Τσίπρας ζητούσε από το έδρανο της Βουλής να επιβάλει την ομερτά για τη Νοβάρτις σε αντάλλαγμα για τη συναίνεση στα ελληνοτουρκικά. Να αναφερθούμε μήπως στους υπόλοιπους; Το ΠΑΣΟΚ που ενεργοποίησε τον… Γιώργο Παπανδρέου; Το κόμμα Βαρουφάκη που, σε συντονισμό με τους λοιπούς ‘βαρουφάκηδες’ καθηγητές διεθνών σχέσεων (λέγε με Αλέξη Ηρακλείδη), λειτουργούν ως γραφείο τύπου των ισλαμοφασιστικών θέσεων Ερντογάν μέσα στην Ελλάδα; Τον ‘πουτινικό’ Βελόπουλο που καταψηφίζει κι αυτός τη συμφωνία με την Αίγυπτο γιατί τα αφεντικά του έχουν στρατηγική συμμαχία με την Τουρκία; Ή το ΚΚΕ που χρησιμοποιεί τον αντι-ιμπεριαλισμό ως υπεκφυγή για να μην πάρει ποτέ καθαρή θέση, φροντίζοντας πάντα κι εκείνο να σιωπά για τον άθλιο ρόλο της Ρωσίας, μιας και ο Πούτιν είναι ο μακρινός ανιψιός και κληρονόμος της «σοβιετικής μητέρας»; Αυτό δεν είναι κοινοβουλευτική αντιπολίτευση, είναι πολυφωνία της μιζέριας.
Έτσι, η κατάσταση διαμορφώνει από μόνη της έναν ‘οδικό χάρτη’ για τη στρατηγική αντιπολίτευση που οφείλει το Άρδην να ασκήσει από εδώ και πέρα. Όχι «μόνον» απέναντι στην κυβέρνηση, όπως έχει συνηθίσει η πολιτικάντικη αντίληψη της πολιτικής, αλλά εναντίον της πολύ ευρύτερης ατζέντας εθελοδουλίας και κατευνασμού, που εδώ και δεκαετίες έχει θεριέψει στην Ελλάδα, μεταβαλλόμενη σε «σύστημα».
Το πρώτο στοιχείο έχει να κάνει με την κατάρριψη της έσχατης επιχειρηματολογίας των κατευναστών: η έξαρση του τουρκικού επεκτατισμού είναι κάτι το προσωρινό, που οφείλεται στην εκρηκτική ιδιοσυγκρασία του ηγέτη της γειτονικής χώρας. Με βάση αυτό το επιχείρημα αναζητείται μια ευκαιρία ώστε να ξαναξεκινήσει το γαϊτανάκι μιας συμβιβαστικής διαπραγμάτευσης. Με τη συμβολή του ‘διεθνούς παράγοντα’, υποτίθεται, αυτή θα ‘κλείσει’ το ζήτημα για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα ώστε η Ελλάδα να επανέλθει στην κανονικότητα. Η τελευταία γραμμή άμυνας της κατευναστικής παράταξης περιστρέφεται γύρω από το ευχολόγιο «μπόρα είναι θα περάσει». Και ως τέτοια πρέπει να αποδομηθεί, διότι η αποτροπή του τουρκικού επεκτατισμού είναι ζήτημα συνέχειας της ελληνικής εθνικής στρατηγικής, καθώς και πολιτικού βάθους.
Το κρίσιμο στοίχημα παίζεται στο δεύτερο επίπεδο. Πλέον δεν υπάρχει αυστηρή διάκριση μεταξύ εξωτερικής, και εσωτερικής πολιτικής, επιλογών στην άμυνα, την οικονομία, την ενέργεια ή την Παιδεία. Είναι κάτι που η παγκοσμιοποίηση έχει προκαλέσει, τη μέγιστη αλληλοδιασύνδεση των επιπέδων. Εντάσσονται όλα σε μια πολύπλοκη συνάρτηση η οποία κρίνει την εθνική αυτοδυναμία της κάθε χώρας μέσα σε ένα διεθνοποιημένο περιβάλλον. Επομένως; Δεν γίνεται να μιλάμε για αποτροπή και να αφήνουμε το μεταναστευτικό στα χέρια των ΜΚΟ, να υλοποιούν την πολιτική των ανοιχτών συνόρων και της αναγκαστικής εγκατάστασης πληθυσμών (όπως γίνεται σήμερα στην πλατεία Βικτωρίας, κυριολεκτικά μέσα στην Αθήνα). Δεν μπορούμε να λέμε για εθνική άμυνα και ταυτόχρονα να ανεχόμαστε την υποβάθμιση του παραγωγικού ιστού της χώρας. Όπως δεν γίνεται να μιλάμε για πολιτική εθνικής ανασυγκρότησης δίχως να λαμβάνουμε υπόψη μας τη δημογραφική πορεία της χώρας, που με την σειρά της αποκαλύπτει εν τέλει το ποια πρότυπα αξιών και τι πολιτισμός κυριαρχούν εντός της.
Τι σημαίνουν όλα αυτά; Πως η πατριωτική στρατηγική είναι μία, ολική και αδιαίρετη. Δεν μπορεί η μία έκφανση της κρατικής πολιτικής να υπονομεύει την άλλη. Απαιτείται ένα εναλλακτικό σχέδιο για τη χώρα, και άρα ο εθνομηδενισμός στην εκπαίδευση, η υποβάθμιση της ελληνικής παραγωγής και ο οικονομικός παρασιτισμός, η απώλεια της ενεργειακής ή της διατροφικής κυριαρχίας δεν μπορεί να συνεχιστεί. Και αυτή είναι η πιο ουσιαστική μομφή που μπορεί να υπάρξει απέναντι στην κυβερνητική πολιτική. Εν τέλει, και όπως η ίδια η ιστορία έχει αποδείξει, το να απαντήσει ένας λαός σε μια υπαρξιακή του πρόκληση είναι ζήτημα γενικής κοινωνικής κινητοποίησης και όχι μόνον του αν θα προχωρήσουμε σε μια στρατηγική συμμαχία με τη Γαλλία αγοράζοντας μια μοίρα Ραφάλ.
Επομένως, η αποτροπή του τουρκικού επεκτατισμού είναι ζήτημα ενός κοινωνικού συμβολαίου που περιλαμβάνει την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης ανάμεσα στο ελληνικό κράτος και την κοινωνία, στα ζητήματα εκείνα που η εθνομηδενιστική παγκοσμιοποίηση έχει υπονομεύσει. Και γνωρίζουμε όλοι ποια είναι αυτά, από την άρνηση των ελίτ να εκφράσουν το εθνικό αίσθημα της βάσης –βλέπε τις αθλιότητες της επίσημης επιτροπής για τους εορτασμούς του 1821– μέχρι το αίσθημα της κοινωνικής δικαιοσύνης που έχει πληγεί σοβαρά στις τελευταίες δεκαετίες.
Επίσης, θα πρέπει να προσέξουμε μια κακή νοοτροπία ισορροπιών που τείνει να επικρατήσει εντός του κυβερνητικού σχήματος: η τακτική του ‘λίγο απ’ όλα’ μπορεί να μας προσφέρει μόνο την περαιτέρω απώλεια της αξιοπιστίας μας. Δηλαδή: να ανταποκριθούμε εν μέρει στην πρόσκληση της Γαλλίας, για τη συγκρότηση ενός τόξου ενάντια στον νεο-οθωμανισμό, και, από την άλλη, να σπεύδουμε να φανούμε τα καλά παιδιά στη Γερμανία ή την Αμερική του Τραμπ, συρόμενοι σε διαπραγματεύσεις όπου οι ‘κόκκινες γραμμές’ μας θα διολισθαίνουν διαρκώς. Είναι κάτι που η Ελλάδα θα πρέπει να αποφύγει.
Εν κατακλείδι, το πλειοψηφικό αίτημα της ελληνικής κοινωνίας υπέρ της αποτροπής του τουρκικού επεκτατισμού είναι πλέον δεδομένο. Σημασία έχει και το κίνητρό του. Ο ελληνισμός μπούχτισε από τις ταπεινώσεις της προηγούμενης δεκαετίας και γυρεύει πλέον να σταθεί στα πόδια του αντιμετωπίζοντας την πιο… «προαιώνια» απειλή. Μπουχτισμένος από τις δημαγωγικές ψευδοαντιστάσεις, γυρεύει να φυλάξει Θερμοπύλες έμπρακτα, με τρόπο συντεταγμένο και επί τέλους ουσιαστικό. Ίσως πρόκειται για το πιο αυθεντικό συλλογικό συναίσθημα που έχει εκφραστεί τις τελευταίες δεκαετίες. Υποκρύπτει μέσα του και μια βαθιά διάθεση ριζικής αλλαγής. Για την ακρίβεια, εγκατάλειψης όλων των παθογενειών που αντιπροσωπεύει ο νεοελληνικός μας βίος. Σε αυτές τις ανάγκες, ο δημοκρατικός πατριωτισμός έχει να προσφέρει ουσιαστικές απαντήσεις.
Ξεκινάει, επομένως, ένας νέος αγώνας δρόμου για τη διατύπωσή τους. Ομολογουμένως, εξαιτίας της οικονομικής κρίσης, που η ίδια η πανδημία προκάλεσε, μας περιμένει ένα σκοτεινό Φθινόπωρο, όπου η εγχώρια οικονομία θα οπισθοχωρήσει σημαντικά. Μέσα σε αυτή τη στενωπό, αχνοφωτίζει μια διέξοδος: επιβεβαιώνεται και ιστορικά ότι ο ελληνισμός άντεξε την πτώση, έπεσε και ξανασηκώθηκε μόνον όταν συσπειρώθηκε γύρω από μια Μεγάλη Ιδέα. Η καθολική κοινωνική κινητοποίηση που προκάλεσε, κατέστησε με τη σειρά της εφικτό τον αυθεντικό εκσυγχρονισμό της χώρας.
Ποια είναι η σημερινή εκδοχή μιας Μεγάλης Ιδέας για τον Ελληνισμό; Η ανάγκη μας να επιβιώσουμε ως Έθνος –τα δύο ελληνικά κράτη– μας θέτει την πρόκληση να αποκρούσουμε τον τουρκικό επεκτατισμό. Μέσω αυτού του στοιχήματος επανερχόμαστε έπειτα από δεκαετίες χειμέριας νάρκης αντιμέτωποι με την ιστορία και τη γεωγραφία μας. Μπορεί ο σύγχρονος ελληνισμός να έχει περάσει από μια φάση τεράστιας αποδυνάμωσης. Ωστόσο είναι κληρονόμος ενός μεγάλου πολιτισμού.
Το γεγονός αυτό μας προσφέρει μια τελευταία διέξοδο τη στιγμή που είμαστε με την πλάτη στον τοίχο. Ας γνωρίζουμε ότι οι λίγοι δεν υπήρξαν πάντοτε ουραγοί στην Ιστορία, ενίοτε μάλιστα, λειτούργησαν και ως πρωτοπορία.
Ο ελληνισμός, αντλώντας από την πολιτιστική του διαχρονία, τον αρχαιοελληνικό Λόγο, την ορθόδοξη πνευματικότητα, την αντιστασιακή υφή του νεότερου ελληνισμού, μπορεί να προτείνει στην αποκαμωμένη πλέον Ευρώπη μια νέα πρόταση-πρόταγμα. Για την ακρίβεια, να την ανακουφίσει από τον μηδενισμό της. Αυτό είναι το βαθύτερο, οραματικό περιεχόμενο της νέας μεγάλης ιδέας. Και πάντα στα «σύνορα» –και η Ελλάδα αποτελεί το σύνορο των κόσμων– μπορεί με τη μεγαλύτερη ενάργεια να ανευρεθεί η διέξοδος και να διατυπωθεί και η απάντηση. Καθώς η σύγκρουση με την Τουρκία δεν συνιστά απλώς μια γεωπολιτική αντιπαράθεση αλλά μια σύγκρουση πολιτισμών, οι Έλληνες, στην πρώτη γραμμή αυτής της σύγκρουσης, μπορούν να προσφέρουν καθοριστικά στη διατύπωση των όρων και των χαρακτηριστικών της.
Εξάλλου, ρόλο στην παγκόσμια σκηνή αποκτάς σήμερα όταν έχεις να προσφέρεις κάτι και όχι όταν σέρνεσαι ως παράσιτο πίσω από τους Μεγάλους. Με τα λόγια του Διονύσιου Σολωμού: «Κάμε ώστε ο μικρός Κύκλος, μέσα εις τον οποίον κινιέται η πολιορκημένη πόλη, να ξεσκεπάζει εις την ατμόσφαιρα του τα μεγαλύτερα συμφέροντα της Ελλάδας, για την υλική θέση, οπού αξίζει τόσο για εκείνους οπού θέλουν να τη βαστάξουν, όσο για εκείνους οπού θέλουν να την αρπάξουν – και για την ηθική θέση, τα μεγαλύτερα συμφέροντα της Ανθρωπότητας».
9 Σεπτεμβρίου 2020
- ΠΗΓΗ:https://ardin-rixi.gr/archives/224848
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.