Του Γιώργου Καραμπελιά από το Ποντίκι
Ο έλεγχος της Ελλάδας μέσα από τον φαύλο κύκλο δανεισμού και χρεοκοπίας
Μπροστά στη διακοσιοστή επέτειο από την έναρξη της Επανάστασης του 1821, η μεταμοντέρνα ιστοριογραφία έχει επιδοθεί σ’ ένα εγχείρημα να ξαναγράψει την Ιστορία του Αγώνα ώστε να υπακούει στην εθνομηδενιστική πολιτική ορθότητα. Αυτό το εγχείρημα προωθεί η επίσημη επιτροπή εορτασμών του «Ελλάδα 2021» και εδώ είναι το φαινομενικά παράδοξο:
Το ελληνικό κράτος θα γιορτάσει επίσημα δυο αιώνες ελεύθερου βίου με μια… «επίθεση στο παρελθόν»· ως τέτοια θα πρέπει να εκλάβουμε την επίθεση του Αρ. Χατζή στον Καποδίστρια πριν από μερικούς μήνες. Και αξίζει να σημειώσουμε εδώ ότι, αν και συμβολική, η επίθεσή του δεν είναι και τόσο διαφορετική από εκείνων που κατεδαφίζουν τα αγάλματα στις ΗΠΑ.
Το βιβλίο του Τάσου Λιγνάδη (1926-1989) «Η ξενική εξάρτησις κατά την διαδρομήν του νεοελληνικού κράτους», που μόλις κυκλοφόρησε από τις Εναλλακτικές Εκδόσεις, δεν εντάσσεται στη σχολή της «επίθεσης στο παρελθόν». Σέβεται την Ιστορία και ξεκινάει μέσα από αυτήν για να φωτίσει τους μηχανισμούς ξενικής εξάρτησης μέσα από τους οποίους οι μεγάλες δυτικές δυνάμεις θα παίξουν τον δικό τους ανασταλτικό ρόλο στην έκβαση του Αγώνα, αλλά και μετέπειτα, στις προσπάθειες του νεότευκτου κρατιδίου να σταθεί στα πόδια του.
Η «διαδρομή» βέβαια του βιβλίου αφορά όλη την περίοδο μέχρι το 1940 και περιγράφει τον έλεγχο της ελληνικής πολιτικής και κοινωνικής ζωής μέσα από τον φαύλο κύκλο δανεισμού και χρεοκοπίας στον οποίο είχε βυθιστεί το ελληνικό κράτος. Ήδη, μάλιστα, πριν καν… γεννηθεί, από τα πρώτα χρόνια της επανάστασης και τα δυο δάνεια που σύναψε η επαναστατική κυβέρνηση των Ελλήνων στο Λονδίνο.
Υποθήκη οι εθνικές γαίες
Η «εξάρτηση» για τον Τάσο Λιγνάδη δεν είναι ένα θεωρητικό σχήμα που πρωτίστως ενδιαφέρεται να ταιριάξει τα γεγονότα στη δογματική ρήτρα. Ο τρόπος προσέγγισής του είναι περιγραφικός. Φωτίζει τον τρόπο που λειτουργούσαν οι μηχανισμοί της εξάρτησης. Συνομιλεί με την Ιστορία, δίχως να την εξαναγκάζει σε ιδεολογικές ομολογίες.
Αναδεικνύει πώς, για παράδειγμα, οι εθνικές γαίες χρησιμοποιήθηκαν κατ’ εξοχήν ως… υποθήκη στα ξένα δάνεια (στο νου έρχεται ο όρος «γεωπολιτικό οικόπεδο» που είχε χρησιμοποιήσει ο Παναγιώτης Κονδύλης) και παρέμειναν έτσι ανεκμετάλλευτες, αναστέλλοντας διαρκώς το αίτημα του ελεύθερου, αν και κατεστραμμένου ελληνικού πληθυσμού για αναδασμό της γης.
Αυτή η «προπατορική χρεοκοπία» κληροδότησε συνθήκες δημοσιονομικής ασφυξίας στον Ιωάννη Καποδίστρια κι έτσι ποτέ δεν κατάφερε να θεσμοθετήσει έναν αναδασμό των εθνικών γαιών, όπως εξ άλλου οι προηγούμενες εθνοσυνελεύσεις είχαν ήδη υποδείξει. Το κοινωνικό δράμα της εγκατάλειψης των Ελλήνων αγωνιστών μετά την κήρυξη της Ανεξαρτησίας, της έξωσής τους μέχρι και από τον στρατό όταν οι Βαυαροί θα φέρουν τον δικό τους, και θα χρησιμοποιήσουν ένα… δάνειο για να τον χρηματοδοτήσουν, οφείλεται ακριβώς στη ματαίωση αυτής της μεγάλης αγροτικής μεταρρύθμισης, που θα ’πρεπε να περιμένει αρκετές δεκαετίες ακόμα για να συντελεστεί.
Με αυτόν τον τρόπο ματαιώθηκε το σχέδιο του Καποδίστρια για τη δημιουργία ενός μαζικού σώματος μικροϊδιοκτητών, που θα είχε αναπτυξιακό ρόλο και θα σταθεροποιούσε την εσωτερική κοινωνική κατάσταση του νεότευκτου βασιλείου. Η οικονομική ανεξαρτησία της Ελλάδας ήταν κάτι ανεπίτρεπτο για τις «προστάτιδες δυνάμεις της χώρας».
Τιμωρητικός έλεγχος
Από την άλλη, βέβαια, μας λέει ο Λιγνάδης, το χρέος της Ελλάδας προς τους Άγγλους δανειστές λειτούργησε ως μια επιπλέον εσωτερική κοινωνική πίεση προς τη βρετανική κυβέρνηση, ώστε να επέμβει με τον τρόπο που το έκανε στην ελληνική υπόθεση: να κρατηθεί η Τουρκία όρθια αλλά αδύναμη και η Ελλάδα «υπό», παραφράζοντας μια ρήση του Ζ. Μπρζεζίνσκι. Αυτή ήταν η επιθυμητή ισορροπία για την αγγλική πολιτική.
Γι’ αυτό και δεν λειτούργησε μόνον εναντίον του Καποδίστρια ο δημοσιονομικός έλεγχος της Ελλάδας. Τιμωρητικός υπήρξε και έναντι του Όθωνα, ιδίως από την εποχή που ενστερνίστηκε τη Μεγάλη Ιδέα. Θα χρησιμοποιηθεί, επίσης, ως μέσο συγκράτησης της ελληνικής κυβέρνησης σε πολλές από τις… πέντε επαναστάσεις της Κρήτης εναντίον του οθωμανικού ζυγού. Η έκτη (1898) βρήκε την Ελλάδα να ηττάται από τον οθωμανικό στρατό στον «ατυχή πόλεμο» και να περιέρχεται σε καθεστώς Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου.
Από την εξιστόρηση της «Ξενικής εξάρτησης» προκύπτει ένας συγκεκριμένος τρόπος ιστορικής διασύνδεσης της δημοσιονομικής υποτέλειας της χώρας, με την οικονομική απομύζηση των πόρων διά της αρπαγής των κρατικών μονοπωλίων ή των πλεονασμάτων. Ταυτόχρονα, όμως, ο δημοσιονομικός έλεγχος συσχετίζεται και με μια προσπάθεια ώστε να ανακοπεί η επέκταση του ελληνικού απελευθερωτικού αιτήματος έξω από τα όρια του μικρού νεοελληνικού κρατιδίου.
Ο Λιγνάδης προσεγγίζει τη Μεγάλη Ιδέα ως συνέχεια της εθνικοαπελευθερωτικής διαδικασίας που εγκαινίασε το 1821, μιας και αναφέρεται σε μια επικράτεια με συμπαγείς, μαζικούς – αν όχι πλειοψηφικούς – και δυναμικούς ελληνικούς πληθυσμούς: την Κωνσταντινούπολη και τα μικρασιατικά παράλια.
Το «διάλειμμα» επί Βενιζέλου
Για τον Λιγνάδη η μοναδική φορά που βελτιώθηκε η δημοσιονομική κατάσταση και αξιοπιστία της χώρας ήταν κατά τη «μακρά ελληνική δεκαετία» του 1910, όταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος εξέφρασε πολιτικά το εθνικοαπελευθερωτικό αίτημα της Μεγάλης Ιδέας.
Συμβαίνει τότε ένας εκσυγχρονισμός που ταυτίζεται με το πατριωτικό αίσθημα των Ελλήνων και αποκτάει τη χροιά μιας σημαντικής κοινωνικής και οικονομικής κινητοποίησης. Το «άλμα» του 1910-1913 δεν έμελλε να κρατήσει για πολύ, καθώς αρχίζει και επισκιάζεται ήδη από τον Διχασμό του 1915, για να ενταφιαστεί εν τέλει με τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Σε εκείνο ακριβώς το σημείο ο Λιγνάδης κάνει μια από τις ελάχιστες θεωρητικές συζητήσεις στο βιβλίο του. Αισθάνεται την ανάγκη να απαντήσει στην κατηγορία της «ιμπεριαλιστικής εκστρατείας», που απευθύνει η Αριστερά στη Μικρασιατική Εκστρατεία.
Ένα αφήγημα που καταρρίπτεται όταν αντιπαραβάλλουμε τη δημογραφική, οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα της Κωνσταντινούπολης, του Πόντου και της Σμύρνης. Των ελληνικών πληθυσμών, που ήδη από τα πρώτα χρόνια του 1910 άρχισαν να αντιμετωπίζουν την κλιμάκωση των τουρκικών αγριοτήτων.
Έτσι το βιβλίο του Τάσου Λιγνάδη μπορεί να διαβαστεί και ως μια άκρως συνθετική ιστορική οπτική, η οποία καταφέρνει να συγχωνεύσει την οικονομική εξάρτηση από τη Δύση, τη συνέχεια της απελευθέρωσης στους υποδουλωμένους ελληνικούς χώρους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και το εσωτερικό κοινωνικό ζήτημα του νεότευκτου ελληνικού βασιλείου. Μια ανάλυση που γίνεται άλλοτε οικονομική, άλλοτε κοινωνική και πολιτική και άλλοτε γεωπολιτική.
Αν και το κείμενό του είναι ευσύνοπτο, η βιβλιογραφία του είναι εξαιρετικά εκτεταμένη, και δείχνει μια συστηματική ιστοριογραφική ενασχόληση για το ζήτημα. Εν κατακλείδι η «Ξενική Εξάρτησις» είναι ένα ιστορικό έργο που δίνει μια εξαιρετική εικόνα των διαδρομών που αυτή πήρε στα πρώτα 120 χρόνια του ελεύθερου πολιτικού μας βίου…
ΠΗΓΗ: https://ardin-rixi.gr/archives/224910
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.