Στο τέλος του Αγώνα της εθνικής ανεξαρτησίας και στην αυγή του νεοελληνικού Κράτους πολλοί ήταν οι φιλέλληνες, οι αξιωματικοί του γαλλικού εκστρατευτικού σώματος και της γαλλικής Επιστημονικής Αποστολής στο Μοριά (στρατιωτικοί ή επιστήμονες) ή οι περαστικοί ταξιδιώτες που ήρθαν, με δική τους πρωτοβουλία ή εκτελώντας συγκεκριμένη αποστολή, στην πελοποννησιακή χερσόνησο και μας άφησαν πολύτιμες αναμνήσεις για ό,τι είδαν και έζησαν από κοντά. Ένας από αυτούς είναι και ο αξιωματικός του γαλλικού στρατιωτικού σώματος, που περέμεινε στην Πελοπόννησο μετά την αποχώρηση του στρατηγού Μαιζών, Ζακ-Λουί Λακούρ (Jacques Louis Lacour).
Ο Λακούρ, με αφετηρία το Ναβαρίνο, επισκέφτηκε κατά τη διάρκεια των ετών 1832 και 1833 -σε εκτέλεση ειδικών αποστολών- όλες σχεδόν τις επαρχίες της Πελοποννήσου, τα νησιά του Αργοσαρωνικού, την Αττική, τους Δελφούς και τη Ζάκυνθο και κατέγραψε τις εντυπώσεις του στο έργο του Excursions en Grece pendant l'occupation de la Morée par l'armée française dans les années 1832 et 1833, το οποίο εκδόθηκε το 1834 στο Παρίσι από τον εκδοτικό οίκο Arthus Bertrand. Πρόκειται για μία δευτερογενή ιστορική πηγή που μας δίνει πολλές και σημαντικές πληροφορίες για την κοινωνία των πόλεων και των χωριών που επισκέφτηκε, για τα ήθη και τα έθιμα, για την οικονομική ζωή, για τα αρχαία μνημεία, αλλά και για το φυσικό τοπίο και τους οικισμούς, λίγα μόλις χρόνια μετά τις μεγάλες καταστροφές που είχε υποστεί η νοτιοδυτική κυρίως Πελοπόννησος από τις επιδρομές των αιγυπτιακών στρατευμάτων του Ιμπραήμ πασά.
Είναι, λοιπόν, ολοφάνερη η σημασία αυτών των πληροφοριών για τον μελετητή της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των περιοχών που περιηγήθηκε, όσο και για τον αρχαιολόγο, τον λαογράφο, αλλά και γι' αυτόν που θέλει να μελετήσει τη διαμόρφωση του χώρου, την οικιστική ανασυγκρότηση, ύστερα από τον επταετή πόλεμο, την αρχιτεκτονική των αστικών και των αγροτικών κατοικιών, κλπ. Συγκρίνοντας τις πληροφορίες του Λακούρ μ' αυτές που μας δίνουν για τους ίδιους τόπους άλλοι σύγχρονοί του στρατιωτικοί ή περιηγητές διαπιστώνουμε ότι, σε γενικές γραμμές, είναι αξιόπιστες και, σε αρκετές περιπτώσεις, συμπληρώνουν κενά άλλων περιηγητικών έργων ή απομνημονευμάτων που γράφτηκαν αυτή την περίοδο. Γνωρίζει και παραθέτει συχνά αρχαίους συγγραφείς (ιδίως τον περιηγητή του +2ου αιώνα Παυσανία, τον γεωγράφο Στράβωνα και τον Λατίνο ποιητή Οράτιο) -κάτι που δείχνει ότι είχε μια όχι συνηθισμένη για στρατιωτικό αρχαιογνωσία και νεώτερους περιηγητές (τον Ανάχαρση, τον Pouqueville, τον Gell, κ.ά). Είχε επίσης, όπως φαίνεται, καλή γνώση των γεγονότων που διαδραματίστηκαν στους τόπους που επισκέφτηκε, σε διάφορες ιστορικές περιόδους. Αξίζει να υπογραμμίσου με ιδιαίτερα την παρατηρητικότητα του Γάλλου αξιωματικού, ο οποίος καταγράφει, συχνά με σχολαστικότητα, τα γλέντια ή άλλες κοινωνικές εκδηλώσεις των χωρικών, κάνοντας ταυτόχρονα σημαντικές και λεπτές παρατηρήσεις για τα ήθη και έθιμα και για την ιδιοσυγκρασία και το χαρακτήρα του ελληνικού λαού ιδίως των χωρικών. Βλέπει με συμπαθητική ματιά τους Έλληνες, τους καταλογίζει όμως και σοβαρά ελαττώματα, ορισμένα από τα οποία πιστεύει ότι οφείλονται στη μακρόχρονη σκλαβιά.
Πρόκειται για μια αξιόλογη ιστορική πηγή που έχει χρησιμοποιηθεί ελάχιστα από τους ερευνητές. Γι' αυτό, αλλά και λόγω των σημαντικών πληροφοριών που μας δίνει, σκοπεύουμε να αφιερώσουμε στο μέλλον μία ειδική μελέτη γι' αυτό το έργο και να το μεταφράσουμε στα ελληνικά. Αλλά ας παρακολουθήσουμε τώρα την περιήγηση του Λακούν στη μεσσηνιακή γή η οποία καλύπτει το ένα τέταρτο περί που του βιβλίου του (κάπου 120 σελίδες)- παραθέτοντας, κυρίως, ό,τι έχει σχέση με την περιγραφή του τόπου, των αρχαίων μνημείων και τοπικά ήθη και έθιμα.
«Αυτή η πόλη, που δεν είναι πάνω από πέντε χρόνια, δεν έχει πάνω από διακόσια με τριακόσια αρκετά κομψά σπίτια, τα περισσότερα με πολλούς ορόφους. Βρίσκει κανείς εδώ μεγάλο αριθμό μαγαζιών ευρωπαϊκής μορφής, μια καλοστρωμένη πλατεία που χρησιμοποιείται ως αγορά και ως τόπος περιπάτου, με μια μνημειώδη βρύση στο κέντρο, πλούσια καταστήματα, είναι αλήθεια χωρίς κυρίες στα ταμεία, (οι άνδρες στην Ανατολή το αποφεύγουν πολύ αυτό). [...] Το παζάρι του Ναβαρίνου έχει γίνει η αποθήκη της Άνω και της Κάτω Μεσσηνίας. Είναι εφοδιασμένο με όλα τα απαραίτητα και με τα είδη πολυτελείας για τις ανάγκες ενός απαιτητικού πολιτισμού». Και συνεχίζει παρακάτω, εξαίροντας -όπως το κάνει πολύ συχνά το ρόλο του γαλλικού στρατού στην ανοικοδόμηση της πόλης. «Εκτός από μερικούς κήπους, που φτιάχτηκαν και συντηρούνται πολύ καλά από τους στρατιώτες μας στο ανατολικό άκρο της κάτω πόλης, τα περίχωρα του Ναβαρίνου δεν προσφέρουν απ' όλες τις πλευρές παρά μόνο μια σειρά από βράχια δύσκολα στην προσέγγιση και με μια θέα θλιβερά μονότονη. Η κάτω πόλη είναι σαν κρυμμένη και χαμένη στη βάση τους, σε έναν στενό και λίγο βαθύ όρμο, ο οποίος χρησιμεύει ως λιμάνι για τα καΐκια και για άλλα ελαφρά σκάφη. Κατεβαίνετε σ' αυτό από μια προβλήτα, έργο των Γάλλων, η οποία καταστρέφεται συχνά από τη φουρτουνιασμένη θάλασσα, αλλά ξανακτίζεται από τους ακούραστους μηχανικούς μας. Μπαίνει κανείς στην πόλη από δύο δρόμους: ανατολικά, από το δρόμο της Καλαμάτας, με μία πολύ δύσκολη πλακόστρωση, έργο των Ενετών, του οποίου ένα μεγάλο τμήμα είναι ερειπωμένο και νότια, από το δρόμο της Μεθώνης, ο οποίος ήταν εντελώς αδιάβατος τον καιρό της τουρκικής κυβέρνησης και ξαναφτιάχτηκε από την αρχή από τους μηχανικούς μας, που εγκατέλειψαν τον παλιό δρόμο, έργο επίσης των Ενετών, για να δώσουν στον νέο μια πιο ομαλή κλίση, επιστρωμένο σήμερα σ' όλη του την έκταση»,
Την επομένη της άφιξής του στο Ναβαρίνο ο Λακούρ θα πάρει τη διαταγή να εκτελέσει κάποια αποστολή στη Μεθώνη. Αφού προηγουμένως αναφερθεί, με αρκετές ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες, στην τρίωρη διαδρομή από το Ναβαρίνο ως τη Μεθώνη (όπου δίνει ενδιαφέρουσες πληροφορίες για το ωραίο τοπίο, για την κατάσταση του δρόμου, για τα διάφορα κτίσματα που συνάντησε και για τις καλλιέργειες) και στη συνάντησή του με τον Πανάγο, που είχε υπηρετήσει παλαιότερα στα στρατεύματα του Ναπολέοντα, θα μιλήσει για την αρχαία και τη νέα πόλη, για το κάστρο της και για την ιστορία της, χρησιμοποιώντας ως πηγές αρχαίους και νεώτερους συγγραφείς. Πράγματα λίγο-πολύ γνωστά από άλλα ταξιδιωτικά και λοιπά κείμενα.
Από την Μεθώνη θα πάει στα κοντινά νησάκια Βενέτικο, στο ανοιχτά της Κορώνης, και στις Οινούσες (Σχίζα, Αγία Μαριανή και Σαπιένζα). Για το τελευταίο από αυτά θα σημειώσει, ανάμεσα στ' άλλα: «Το εσωτερικό του νησιού, που είναι ακαλλιέργητο και ακατοίκητο, κατακλύζεται από ρείκια, μυρτιές και σχοίνους και μαστίζεται από ερπετά. Υπάρχουν άγρια ζώα, όχι λιγότερο επικίνδυνα, που πάνε μερικές φορές να μουλώξουν στις σπηλιές για τις οποίες μίλησα: εννοώ τους Έλληνες πειρατές, που ξέρασε η Μάνη, αλυσίδα βουνών στην οποία δεσπόζει ο Ταΰγετος, η οποία εκτείνεται μέχρι το ακρωτήριο του Ματαπά, που οι αρχαίοι το ονόμαζαν Ταίναρο. Τα μόνα ερείπια που συναντούμε εδώ είναι τα κατάλοιπα ενός μισοβυθισμένου οδοστρώματος και τα ίχνη ενός τουρκικού νεκροταφείου, όπου έθαβαν άλλοτε τους πανουκλιασμένους. Θα μπορούσε κανείς να χρησιμοποιήσει τη Σαπιέτζα για να θρέψει ζώα. Η βλάστηση είναι εδώ πυκνή και τα θρεπτικά φυτά συναντώνται με αφθονία. Αλλά η απάθεια των Ελλήνων είναι τέτοια που τους καθιστά αναίσθητους στα δώρα που τους πρόσφερε αφειδώς η φύση».
Επιστρέφοντας ο Λακούρ στο Ναβαρίνο θα φύγει με το γιατρό Δούση για τη Χώρα Μεσσηνίας, όπου θα του δοθεί η ευκαιρία να παρευρεθεί σε ένα ελληνικό πανηγύρι, στο οποίο συμμετείχαν πολλοί κάτοικοι των γύρω χωριών. Η γλαφυρή και με πολύ ζωντανά χρώματα περιγραφή αυτού του πανηγυριού είναι από τις πιο σπάνιες, τις πιο ωραίες και τις πιο σημαντικές συνάμα μαρτυρίες που έχουν δια σωθεί σε κείμενα (ελληνικά ή ξένα) των προεπαναστατικών και των μεταεπαναστατικών χρόνων για ένα τέτοιο γεγονός. Γι' αυτό θα αναφερθούμε σ' αυτό το κεφάλαιο των ενθυμήσεων του Λακούρ εκτενέστερα, παραθέτοντας τα πιο χαρακτηριστικά αποσπάσματα.
Όπως γράφει, έφτασαν με βάρκα από το Ναβαρίνο στη Γιάλοβα, και από κει στο χωριό Καλόβορο. Λίγο μετά ο δρόμος άρχισε να γίνεται ανηφορικός. Η μυρωδιά από τα ρείκια, τις μυρτιές και τους σχοίνους γέμιζε τον αέρα. Ύστερα διέσχισαν ένα μικρό πλάτωμα με μοναδική θέα και, λίγο αργότερα, τα ερειπωμένα χωριά Οσμάναγα και Χασάναγα. «Σχεδόν παντού ίχνη αρχαίων οικισμών. Παντού μνημεία, πιο θλιμμένα ακόμη εξαιτίας της μουσουλμανικής βαρβαρότητας, μέσα σε τεράστιους κορμούς καμένων ελιών, ένα πόδι από το έδαφος, μουριές και συκιές, ακρωτηριασμένες από το τσεκούρι ή τη φωτιά. Αριστερά ένα βενετικό υδραγωγείο: δεξιά ένα μικρό μοναστήρι φιλόξενων μοναχών είναι ότι βλέπει κανείς ανάμεσα από τα πυκνά ρείκια και τα λευκάκανθα που σκιάζουν το δρόμο για τριάντα περίπου λεπτά. Σε λίγο ο δρόμος ακολουθεί τους ελιγμούς μιας πλατειάς χαράδρας που περιβάλλεται από μελισσοβότανα και αγριοσυκιές, αξιοσημείωτης βλάστησης, μέχρι την είσοδο ενός δάσους από ελιές, όπου το κλαδευτήρι των βοσκών συνωμοτεί, μετά τις φωτιές της χαράς του Ιμπραήμ, εναντίον των τελευταίων ωραίων δένδρων της Μεσσηνίας. Στην έξοδο του δάσους φθάνουμε, μέσα από μια ομαλή πλαγιά και τα κατάλοιπα ενός πλακοστρωμένου δρόμου, στις όχθες ενός ωραίου ρυακιού, του οποίου η αμμώδης κοίτη, που σκιάζεται από καταπράσινα κυπαρίσια και πλατάνια, προσκαλεί φυσιολογικά τον ταξιδιώτη να πάρει ανάσα προκειμένου να ανηφορίσει στην απέναντι πλαγιά. Αφού αφήσαμε στα άλογά μας το χρόνο να ξεδιψάσουν, σκαρφαλώνουμε με τόλμη στην πλαγιά [...]
Είναι ακόμη οχτώ ή ώρα και ήδη περισσότερες από μία χαρούμενες συντροφιές από τα γειτονικά χωριά έστησαν τις σκηνές τους ανάμεσα στ' ανθισμένα λουλούδια, ή πάνω στην υγρή ακόμη από την τελευταία δροσιά του πρωινού πρασινάδα και κάνουν να ηχήσουν τα δάση από τους ήχους της τσαμπούνας και του μαντολίνου. Σταματά με στην είσοδο του χωριού, σ' έναν τίμιο πραγματευτή, έναν από τους προεστούς της περιοχής, παλιό πελάτη του γιατρού, ο οποίος μας προσφέρει γενναιόδωρα ένα αχυροστρωμένο κατώι για τα άλογα μας και ένα δωμάτιο για μας. Σημειώνω αυτή τη μεγάλη ευγένεια για τι είναι αξιοσημείωτη -ακόμη και σ' ένα λαό που παρέμεινε κατ' εξοχήν φιλόξενος- μια ημέρα κατά την οποία κάθε σπίτι γίνεται το σπίτι όλων των συγγενών, φίλων και γνωστών, που η διασκέδαση ή η ευσέβεια τους κάνουν να συρρέουν εδώ απ' όλα τα μέρη.
Ας υπολογίσουμε εξήντα με ογδόντα σπιτάκια, αρκετά κακοχτισμένα, αλλά έχοντας όλα τη δικιά τους κληματαριά, τη δικιά τους αυλή με τα πουλερικά και τ' άλλα μικρά ζώα, το δικό τους περιβόλι, χτισμένα κατά μήκος ενός πλατώματος που βλέπει προς τον Αδριατικό κόλπο, δυο μίλια από την ακτή, ανάμεσα σε περιβόλια με φρουτόδενδρα, αμπέλια, περιβόλια με κηπευτικά, παρτέρια, που ποτίζονται από όλες τις κατευθύνσεις με τα πιο δροσερά και τα πιο καθαρά νερά, σαν χαμένα μέσα σε μια αφθονία βλάστησης που δημιουργεί ένα μοναδικό τοπίο σ' όλη τούτη την παραλία της Μεσσηνίας. Να η Χώρα! Οι κάτοικοί της είναι φτωχοί, αλλά τίποτα εδώ δεν κάνει αισθητή τη φτώχεια. Καταστράφηκαν, λεηλατήθηκαν και πυρπολήθηκαν είκοσι φορές από τα στρατεύματα του Ιμπραήμ, αλλά όλα εδώ αποπνέουν τη χαρά, την ευημερία, την αφθονία. Θα θέλαμε να ζήσουμε στην Ελλάδα και να κατοικήσουμε στη Χώρα. Δεν θα είχαμε ανάγκη να γνωρίζουμε ότι πάνε να γιορτάσουν τον Αϊ-Δημήτρη. Το αίμα που έχει διασκορπιστεί μπροστά στην πόρτα κάθε σπιτιού ήταν αρκετό για να υπολογίσουμε τον αριθμό των αρνιών και των κατοικιών που είχαν θυσιάσει, πριν από λίγο, στο βωμό του σύγχρονου Πάνα.
Ήδη όλος ο πληθυσμός έχει χωριστεί σε δεκαπέντε ή είκοσι ομάδες, η καθεμιά από τις οποίες σχηματίζεται από τέσσερις οικογένειες καθεμιά με τους συμμάχους της, τους φίλους της, τους προσκαλεσμένους της, στους οποίους η οικοδέσποινα έστειλε την παραμονή τη συνήθη πρόσκληση που συνίσταται σε μια κούπα με σπόρους κριθαριού, καλαμποκιού, σιταριού και ξηρής σταφίδας και σε μαγειρευτό κουνέλι καβουρντισμένο με ζάχαρη. Καθεμιά από αυτές τις συντροφιές έχει τους συνηθισμένους της μουσικούς, το μαντολίνο της και αυτήν που παίζει το ταμπούρλο -που πληρώθηκαν δεκαπέντε ημέρες πριν τις απαραίτητες προμήθειές της, προετοιμασμένες και συγκεντρωμένες σε ένα κοινό κελλάρι. Όλα είχαν τακτοποιηθεί και ρυθμιστεί με την σχολαστική λεπτομέρεια μιας επίσημης θυσίας. Αυτό είναι για τους Έλληνες ένα από τα πιο σημαντικά χαρακτηριστικά ενός πανηγυριού.
Όταν φτάνει η (κατάλληλη) στιγμή καθένας αρχίζει να παίζει το ρόλο του. Παίρνει κάποιο σκεύος της κουζίνας ή κάποια φαγώσιμα. Η πορεία ξεκινάει με μουσική. Οι γέροντες, με τη μαγκούρα στο χέρι, μπαίνουν επικεφαλής, η καμπάνα κρεμασμένη στην κορυφή μιας αιωνόβιας ελιάς. Ποτέ ειρηνική θρησκεία δεν είχε μια καμπάνα πιο ταπεινή με περισσότερο εύγλωτο συμβολισμό. Η καμπάνα σημαίνει την αναχώρηση, οι παπάδες οδηγούν το χαρούμενο κοπάδι και κάθε καραβάνι παίρνει το δρόμο από διαφορετικούς δρόμους προς το κοινό σημείο της γιορτής. Θα λέγατε τόσες αποικίες νομάδων που μεταφέρουν τις εστίες τους. Η εκτίμηση που απολαμβάνει ο οικοδεσπότης μας μας εξασφαλίζει την τιμή να συμμετάσχουμε στην αριστοκρατική ομάδα. Γιατί κάποιες κατσίκες ή κάποια τυριά κάνουν κάποιον αριστοκράτη στην Ελλάδα. Βαδίζουμε μαζί με τον αρχιμανδρίτη, τον αστυνόμο, το δημογέροντα, τον γραμματέα και το δάσκαλο. Όλες αυτές οι προσωπικότητες μπαίνουν στη σειρά. Περνάμε ανάμεσα από αμπέλια και ελιές. Είκοσι λεπτά από το χωριό υπάρχει μια κοιλάδα που τη σκιάζουν θαυμάσια πλατάνια, των οποίων το δροσερό φύλωμα, αδιαπέραστο από τις ακτίνες του ήλιου, συντηρείται από τα νερά ενός πλούσιου ρυακιού, που δε στερεύει ποτέ. Το βάθος αυτής της μικρής κοιλάδας καλύπτεται από ένα λιβάδι που περιβάλλεται από ξέφωτα πράσινων βελανιδιών, εγκαταλελειμμένων στο πέρασμα των κοπαδιών. Βόρεια αυτή η λεκάνη είναι κλεισμένη από ένα πλατύ αδιαπέραστο τείχος των αρκαδικών βουνών.
Θαυμάστηκε συχνά, και δικαιολογημένα, το γούστο που διέκρινε τους αρχαίους Έλληνες για τις τοποθεσίες όπου κατασκεύαζαν τους ναούς τους. Οι σύγχρονοι Έλληνες, που έχασαν την αίσθηση του ωραίου στις τέχνες, φαίνεται ότι διατήρησαν ένα φυσικό ένστικτο για την επιλογή των τόπων όπου φτιάχνουν τα θρησκευτικά τους μνημεία. Δεν υπάρχει ούτε ένα μοναστήρι, ούτε μια εκκλησία στην Πελοπόννησο, που δε θα μπορούσε να δικαιολογήσει αυτή τη διαπίστωση. Θα μπορούσα να στοιχηματίσω, πλησιάζοντας σ' αυτό το μαγευτικό τοπίο, ότι θα συναντούσαμε σε λίγο ένα εξωκκλήσι. Πράγματι, βρίσκεται εδώ, δίπλα σ' ένα γέρικο πλατάνι, του οποίου ο ξεκοιλιασμένος από το χρόνο κορμός θα χρησίμευε, στην ανάγκη, ως ιεροφυλάκειο. Έχει εγκαταλειφθεί, όπως οι περισσότερες από αυτές τις καμπήσιες εκκλησίες. Αλλά οι Έλληνες έχουν υπερβολική ανάγκη να συνταιριάζουν το Θείο με όλες τις γιορτές τους ώστε δε θα μπορούσε μια τέτοια ημέρα το εξωκκλήσι του Αϊ-Δημήτρη να μη δεχτεί τις προσφορές των πιστών. Ο καλόγερος, που είναι τιμητικά ο εφημέριος αυτής της εκκλησίας, και του οποίου ο ετήσιος φόρος είναι σχεδόν το μόνο ετήσιο εισόδημά του, δεν είχε ξεχάσει να τοποθετήσει πάνω στην ερειπωμένη Αγία Τράπεζα, ανάμεσα σε δυο κεριά ευλογημένα από τον επίσκοπό του, τη λειψανοθήκη του προστάτη των βοσκών.
Πρέπει να περάσει κανείς απαρατήρητος από τα αγροίκα βλέμμα τα των κατοίκων του χωριού, αν δεν θέλει να ενοχλήσει την αφοσίωσή τους και να παρεμποδίσει την αθώα χαρά τους. Κοκκινίζουν μπροστά σας τόσο φυσικά που, την πρώτη φορά, μοιάζει με αδεξιότητα και ο καταναγκασμός που επιβάλλουν στον ευαυτό τους από φόβο μήπως γελοιοποιηθούν τους κάνει να φθάνουν, συχνά, με τις προσπάθειές τους να βλάπτουν τη φύση τους. Εντούτοις, αυτή η ευαισθησία, κοινή σε όλους τους άνδρες της υπαίθρου, δεν είναι αυτό που πρέπει να φοβάται κανείς περισσότερο, μήπως και πληγώσει τους ορεσίβειους Μεσσήνιους. Έχει γενικά πάρα πολύ μεγάλη υπερηφάνεια για να κοκκινίσει ακόμη και για τη μιζέρια του, πάρα πολύ εμπιστοσύνη στον εαυτό του για να θεωρηθείς αντίπαλος σε όλες τις ενέργειες που απαιτούν κουράγιο και δύναμη, επιδεξειότητα και ευστροφία. Λίγοι ανταγωνιστές θα μπορούσαν, σε σχέση μ' αυτό το τελευταίο, να τους αμφισβητήσουν τούτο το πλεονέκτημα. Αλλά αυτό που τον ανησυχεί, μόλις δει έναν ξένο, είναι το κίνητρο που τον τραβάει κοντά του, και σχεδόν πάντα υποθέτει ότι έχει ένα ενδιαφέρον αντίθετο με τα δικά του. Η υποδούλωση, που καθιστά κάποιον ύποπτο, του κληρονόμησε τη δυσπιστία στο χαρακτήρα. Φοβάται, ιδίως, κάποια παγίδα στημένη για (να του στερήσει) την ελευθερία. Χρειάζονται τόσο λίγα πράγματα για να αναστατώσεις την βασική ασφάλεια ενός λαού που βγαίνει από τη σκλαβιά. Εάν δεν είναι αυτός ο φόβος που τον επισκιάζει, θα είναι η διαφορά της γλώσσας σας το ντύσιμό σας, οι τρόποι που είναι διαφορετικοί από τους δικούς του. [...]
Χάρη στη συνοδεία του οικοδεσπότη μας και στη γνώση της γλώσσας που δίνει στο γιατρό την ευκολία να πιάνει κουβέντα με τους γύρω μας, η παρουσία μας δεν προκαλεί άλλη αντίδραση παρά αυτή της στοργικής ευμένειας, που καθένας φαίνεται ότι νοιώθει ευτυχισμένος όταν τη δείχνει στους Γάλλους. Αλλά ήδη όλος ο κόσμος εργάζεται γύρω σας. Οι στρατιώτες μας δεν είναι περισσότερο δραστήριοι και πιο επιδέξιοι στο στήσιμο των σκηνών τους από ό,τι όλες αυτές οι χαρούμενες συντροφιές είναι επιδέξιες στο να στρώνουν τα τραπέζια, να μεταφέρουν νερό μέσα σε ασκιά από δέρμα τράγων, να φτιάχνουν χώρους για το ψήσιμο, να απλώνουν στρωσίδια από φτέρη, να μαζεύουν ξερά ξύλα και όλα αυτά τραγουδώντας και τρέχοντας στην πεδιάδα, η οποία μεταμορφώθηκε ξαφνικά σε ένα μεγάλο στρατόπεδο. [...]
Σκέπτεσαι βέβαια, αναγνώστη, ότι ένα πανηγύρι δεν είναι μια καθαρά θρησκευτική γιορτή και ότι η μικρή αύξηση της ελευθερίας που εξασφαλίζει σε όλο τον κόσμο δεν πάει χαμένη για το νεαρό κορίτσι που μπόρεσε να υπολογίσει το αποτέλεσμα ενός νέου κοσμήματος: για το νεαρό παληκάρι που κράτησε γι' αυτή την ημέρα τη δοκιμή μιας λαμπερής αρματωσιάς για τους παππούδες που κάνουν ήδη παράμερα συμβούλιο για ένα σχέδιο συνοικεσίου που το εναποθέτουν στον Αϊ-Δημήτρη, όπως και για τον απλό βοσκό του γειτονικού χωριού, πάρα πολύ άγριο ακόμη για να είναι φιλάρεσκος, αλλά όχι χωρίς ανησυχία για την επιτυχία της πρώτης του εμφάνισης στη μεγάλη γιορτή. Ίσως και γι' αυτή τη νεαρή αρραβωνιασμένη, η οποία μόλις δοκίμασε ένα πιο κομψό διάδημα στα μαλλιά της, βλέποντάς μας να προχωρούμε προς την πλευρά της».
Στη συνέχεια ο Λακούρ θα αναφερθεί στο γιορτινό τραπέζι πού το αποτελούσαν σουβλιστά αρνιά, κατσίκια και γουρουνάκια γάλακτος, χοιρινά παϊδάκια, πιλάφι, φασολάκια, μελιτζάνες και άλλα λαδερά, τυριά, ντομάτες, ελιές, κλπ. Κι' όλα τούτα συνοδευμένα από άφθονο γλυκό μυρωδάτο κρασί. Ακολούθησαν αγώνες δισκοβολίας και τρεξίματος, που θύμιζαν, όπως γράφει, αθλητικούς αγώνες στην αρχαία Ελλάδα. Την ίδια στιγμή τα νεαρά κορίτσια έπαιζαν τα δικά τους παιγνίδια: τον αρραβώνα, το τσαμπί-τσαμπί, κ.ά. Τριάντα με σαράντα ντουφεκιές θα χαιρετίσουν την άφιξη ενός στρατιωτικού αποσπάσματος του Κολοκοτρώνη. Οι στρατιώτες του «οι άγριοι κλέφτες της Καρύταινας» θα πάρουν μέρος στο πανηγύρι με τραγούδι και χορό. Ένας από αυτούς πήρε το λαούτο του και όλος ο κόσμος κάθησε γύρω του. Αυτό που θ' ακούσουμε, λέει ο Λακούρ, είναι, χωρίς αμφιβολία, ο ύμνος του Μπότσαρη. Επρόκειτο όμως για ένα ερωτικό και όχι για ηρωϊκό τραγούδι για μια ερωτική ελεγεία. Όπως γράφει, το τραγούδι αυτό, που το παραθέτει στα γαλλικά, του το μετέφρασε επιτόπου, κατά προσέγγιση, ο γιατρός Δούσης. Εμείς, με τη σειρά μας, το μεταφράζουμε ξανά, στη γλώσσα στην οποία τραγουδήθηκε (γνωρίζοντας τους κινδύνους που περικλείει κάτι τέτοιο), προ κειμένου ο ειδικός ερευνητής, ή ο απλός αναγνώστης, να διακριβώσει για ποιο ακριβώς τραγούδι πρόκειται.
Η Πέρδικα ου Παληκαριού (Ελληνική ελεγεία)
Χαριτωμένη πέρδικα με το ωραίο φτέρωμα,
ντροπαλή ερωμένη των δασών,
φυλάξου... Έχω απλώσει στο πέρασμά σου
τις παγίδες μου με την ξόβεργα και τα δίκτυα
Αν σε πιάσω... στο δωματιάκι μου
θα σε πάρω στο στήθος μου...
Αλλά πήγαινε, πήγαινε, μη φοβάσαι τίποτα, φτωχούλα,
είναι για την ευτυχία σου και για τη δικιά μου.
Εκεί στέλνω στην πουλάδα μου
ένα ειρηνικό και χαριτωμένο κλουβί.
Εκεί γι' αυτήν, σε ωραίο κλουβί
από μια λαμπερή κλωστή το χρυσάφι στρογγυλεύει.
Εδώ ζάχαρη πολύ θρεπτική
θαρθεις να φας μέσα στην αγκαλιά μου.
Εδώ... όταν κλαίω την πατρίδα...
Από τα δάκρυά μου θα μεθύσεις.
Πάνω στο βελούδο του κρεβατιού σου,
το βράδυ ξαπλωμένοι δίπλα-δίπλα ...
Θα σε δω να κοιμάσαι μοναχούλα...
Μοναχούλα... εγώ δεν κοιμάμαι πλέον!
Ύστερα χόρεψαν τσάμικα και άλλους λεβέντικους χορούς (κλέφτικα), των οποίων περιγράφει τις κινήσεις και τις διάφορες φιγούρες. Τα τραγούδια αυτά και οι χοροί έκαναν ζωηρή εντύπωση στον Λακούρ, προκαλώντας το θαυμασμό του. Περιγράφει, επίσης, και το πως νεαροί άνδρες χόρεψαν το γνωστό σκωπτικό τραγούδι Του διαβόλου οι καλογέροι. Ο χορός αυτός του θύμισε αρχαιοελληνική κωμική παντομoίμα. Κλείνοντας το κεφάλαιο με την περιγραφή της επίσκεψής του στη Χώρα και του πανηγυριού του Αϊ-Δημήτρη θα σημειώσει τα παρακάτω:
«Και άλλοι χοροί και άλλα τραγούδια, συνοδευμένα με νέες ντουφεκιές, παρατείνουν τη γιορτή μέχρι το ηλιοβασίλεμα. Τελικά αφήνουν το χώρο του πανηγυριού και κάθε ομάδα επιστρέφει στο χωριό της με τη συνοδεία του ήχου του ντεφιού και των ταμπούρλων. Αποχαιρετούμε με χαρά τον οικοδεσπότη μας, παρά τις πιεστικές παρακλήσεις όλης της οικογένειας για να μας κρατήσουν και, με το φως ενός λαμπερού φεγγαριού που δεν το βλέπει κανείς παρά μόνο στην Ελλάδα, επιστρέψαμε αργά στη βάρκα, που μας περίμενε στην παραλία της Γιάλοβας και μας έφερε στις έντεκα η ώρα στο μικρό λιμάνι της Πύλου».
Μια από τις επόμενες ημέρες θα επισκεφτεί, πάλι με τη συνοδεία του γιατρού Δούση, το νησάκι της Σφακτηρίας. Η βάρκα με τους τέσσερις ζακυνθινούς κωπηλάτες διέσχιζε ανάλαφρα το στενό που χωρίζει τη Σφακτηρία από το Νεόκαστρο, καθώς φυσούσε το πρωινό αεράκι από την ξηρά. Η θέα του νησιού, μέσα στο γλυκοχάραμα, έκανε τον Γάλλο αξιωματικό να αναπολήσει τη σύγκρουση Αθηναίων και Σπαρτιατών στη διάρκεια του πελοποννησιακού πολέμου, τη μεγάλη ναυμαχία του Ναβαρίνου και άλλα γεγονότα που διαδραματίστηκαν σε τούτη την περιοχή. Η αφήγηση αυτών των γεγονότων δείχνει το πόσο καλά ενημερωμένος ήταν για την ιστορία του τόπου. Στη Σφακτηρία θα δει τον τάφο του εμίρη Ασάν, τόπο προσκυνήματος των μουσουλμάνων, και ύστερα τον τάφο του φιλέλληνα Σανταρόζα, που έπεσε εδώ στις 5 Αυγούστου 1825, και θα κάνει τον περίπλου του νησιού. Αφήνουμε, λόγω ελλείψεως χώρου, για μια άλλη ευκαιρία τις πληροφορίες που μας δίνει ο Γάλλος αξιωματικός για τη χλωρίδα και την πανίδα του νησιού, για τη διαμόρφωση των ακτών του (με τις πολλές σπηλιές, όπου οι ψαράδες έβρισκαν παχειά ψάρια) για τους κυνηγούς που κυνηγούσαν εκεί αγριόπαπιες και μπεκατσίνια, για το νησάκι Πρώτη (απέναντι από τα Φιλιατρά) που φαινόταν στο βάθος -άντρο παλαιότερα πειρατών- και για άλλα ενδιαφέροντα πράγμα τα, για να τον ακολουθήσουμε στον επόμενο σταθμό του ταξιδιού του, που δεν είναι άλλος από το κάστρο του Παλoναβαρίνου και την αρχαία Πύλο.
Αφού διασχίσει την παραλία από το Ναβαρίνο ως τη Γιάλοβα, διαδρομή που δίνει στον Λακούρ την αφορμή να αναφερθεί σε διάφορα γεγονότα που έγιναν εκεί και σε κάποια χαρακτηριστικά κτίσματα που είδε, θα φθάσει στο μικρό ποτάμι του Ρωμανού και στη συνέχεια στη Βοϊδοκοιλιά. Θα αναρωτηθεί κι αυτός, όπως και τόσοι άλλοι ταξιδιώτες, αν η ομηρική Πύλος βρισκόταν εδώ, ή μήπως στην Ηλεία ή στην Αρκαδία, όπου υπήρχαν δύο πόλεις με το ίδιο όνομα. Αν και δεν ήταν αρχαιολόγος, καταλήγει, με βάση παλαιότερες ιστορικές μαρτυρίες (κυρίως του Παυσανία) και σε δικές του γεωγραφικές παρατηρήσεις, στο συμπέρασμα ότι η ομηρική Πύλος, δηλαδή το βασίλειο του Νέστορα, βρισκόταν στην περιοχή αυτή. Από τη Βοϊδοκοιλιά θ' ανεβεί στο φράγκικο κάστρο του Παλιοναβαρίνου, όπου, όπως σημειώνει, υπήρχε στα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας ένα τουρκικό χωριό: «Το εσωτερικό του φρουρίου προσφέρει μόνο ένα σωρό από χαλάσματα και χοντροκομμένα ερείπια της τουρκικής πόλης που έχουν κατακλυστεί από κάκτους και αγριοσυκιές καταφύγιο για τα φίδια, τις κουκουβάγιες και τις νυχτερίδες. Το μόνο αντικείμενο που αξίζει κάποιας προσοχής είναι μια πλατειά φυσική σχισμάδα, ανοιγμένη στο βράχο, από την οποία επωφελήθηκαν για να φτιάξουν μια μεγάλη δεξαμενή επιχρισμένη με γύψο». Την προσοχή του θα τραβήξει και η γειτονική μεγάλη σπηλιά, γνωστή ως σπηλιά του Τηλέμαχου, της οποίας το εσωτερικό ήταν γεμάτο με σταλακτίτες.
Διοικητικά προβλήματα, αλλά και κρούσματα χολέρας που παρουσιάστηκαν στο γαλλικό στρατιωτικό σώμα ήταν ο λόγος του ταξιδιού του Λακούρ στο Νησί (όπου, όπως γράφει, το 1831 είχαν πεθάνει από αυτή την αρρώστεια σαράντα Γάλλοι στρατιώτες). Έτσι θα του δοθεί η ευκαιρία να επισκεφτεί πολλά μέρη της πεδιάδας που διαρρέεται από τον Πάμισο, καθώς και την Κορώνη, εμπλουτίζοντας τις ταξιδιωτικές του αναμνήσεις με πολύτιμες για μας, από πρώτο χέρι, μαρτυρίες. Θα αναχωρήσει από το Ναβαρίνο, με τη συνοδεία κάποιων φίλων του και στρατιωτών, στις 14 Αυγούστου. Καθώς αντίκρυσε από ψηλά το Πεταλίδι θα θυμηθεί ότι εκεί είχε αποβιβαστεί πριν από τέσσερα χρόνια το γαλλικό εκστρατευτικό σώμα του Μοριά. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας θα φτάσει στο Νησί και θα μας δώσει τις πρώτες του εντυπώσεις γι' αυτή την κωμόπολη, για τον Πάμισο, για το οδικό δίκτυο και τη γεωργία: «Το Νησί είναι ένα πολύ μεγάλο χωριό, στη δεξιά όχθη του Πάμισου, από τον οποίο δεν απέχει παρά ένα τεταρτάκι της λεύγας [Σ.τ.μ: μία λεύγα = 5,5 χλμ]. Οι δρόμοι του είναι πλατιοί, η αγορά του μέτρια εφοδιασμένη. Βλέπουμε εδώ κάποια σπίτια με πολύ κομψό χτίσιμο. Περιτριγυρισμένο από αμπέλια, μουριές και ωραία χωράφια με καλαμπόκι, το Νησί έχει μια όψη άνεσης και ευτυχίας η οποία εντυπωσιάζει με την πρώτη ματιά. Αλλά δε χρειάζεται να κατοικήσεις εκεί για πολύ. Μια ασυλλόγιστη τέχνη κατόρθωσε να δημιουργήσει από μια πηγή ευημερίας και αφθονίας ένα στοιχείο μόλυνσης και νοσηρότητας.
Για να κάνουν τις συγκομιδές τους πιο δυναμικές και πιο πλούσιες, οι Έλληνες ιδιοκτήτες απομυζούν από όλες τις μεριές τον Πάμισο και σπαταλούν, χωρίς φρόνηση, τα νερά τα οποία, αφού δεν κατακρατούνται και δεν διοχετεύονται σε κανάλια, σχηματίζουν έλη, μολύνουν τον αέρα και καθιστούν όλη την πεδιάδα τόπο μολυσματικής διαμονής και, κατά συνέπεια, ολέθρια, κυρίως για τα στρατεύματά μας που, κάτω από έναν καυτερό αέρα, γνωρίζουν λίγο να συγκρατούνται μπροστά στα νόστιμα φρούτα, που παράγει με αφθονία η χώρα. [...] Στη διάρκεια του χειμώνα όλη η χαμηλή πεδιάδα, ιδίως από το Νησί ως την Καλαμάτα, είναι σαν κατακλυσμένη. Δεν υπάρχει ούτε ένας δρόμος που να μπορεί να χρησιμοποιηθεί. Τα άλογα βουλιάζουν μέχρι το στέρνο και οι πεζοί άνδρες κινδυνεύουν εδώ να χαθούν. [...] Σήμερα το πιο μικρό καΐκι θα εξώκειλε στις εκβολές του Πάμισου. Έχει γεμίσει από αμμώδεις υφάλους. Θα ήταν εύκολο να τον κάνουν πλωτό μέχρι το λιμάνι των πλοίων που φτιάξαμε σε πολύ κοντινή απόσταση από το Νησί, όπως το προείπα. Αυτό το μεγάλο χωριό θα γινόταν, σε λίγα χρόνια, μια πλούσια πόλη και, ως αποθήκη, θα είλκυε στην αγορά της τα προϊόντα αυτής της ωραίας πεδιάδας στην οποία δεν λείπουν παρά τα πρώτα καλά αποτελέσματα μιας συνετής εκμετάλλευσης, για να δει να προέλθουν, κάτω από έναν ήλιο πάντα διαυγή, τα ανεξάντλητα πλούτη μιας προνομιούχου γης».
Επόμενος σταθμός του Λακούρ είναι η Καλαμάτα, η οποία τον εντυπωσίασε με «την χαρούμενη όψη της και με την αρωματισμένη ατμόσφαιρά της». Η φύση, λέει, προσφέρει εδώ τα πάντα με αφθονία: μεγάλα λεμόνια, τα πιο γλυκά σύκα, ελιές, μετάξι, κλπ. Υπογραμμίζει ότι το καλαματιανό λάδι έχει πολύ καλή φήμη, αλλά η τιμή του είναι πολύ χαμηλή και ότι στην πόλη αυτή παράγουν ωραία ριγωτά υφάσματα. Πιστεύει, μάλιστα, ότι αυτοί οι δύο τομείς της οικονομίας θα άξιζε να ενθαρρυνθούν και να τύχουν μιας σταθερής προστασίας από το Κράτος. Στο σημείο αυτό της αφήγησής του θα μιλήσει για το χαρακτήρα των γειτόνων Μανιατών. Γνωρίζει, όπως φαίνεται, παλιότερες επιδρομές τους στην Καλαμάτα, το τί είχαν γράψει γι' αυτούς διάφοροι περιηγητές και βέβαια, είχε ζήσει από κοντά τη σύγκρουση τους με τους Γάλλους σ' αυτή την πόλη. Φυσικό είναι λοιπόν να εκ φράζεται γι' αυτούς με λόγια διόλου κολακευτικά: τους αποκαλεί «περιπλανώμενους αδίστακτους ληστές και πειρατές, βίαιους και απολίτιστους». Επισημαίνει όμως και ορισμένες θετικές πλευρές του χαρακτήρα τους, όπως τη φιλοξενία και την προστασία που παρέχουν στους ξένους οι οποίοι επισκέπτονται τούτα τα μέρη.
Από την Καλαμάτα θα φύγει με καΐκι (στις 16 Αυγούστου τη νύχτα) για την Κορώνη, για την οποία θα γράψει, ανάμεσα στ' άλλα, τα παρακάτω: «Η Κορώνη είναι ένα φρούριο που περικλείει μια πολύ μικρή πόλη, με πολύ στενά και κακοστρωμένα δρομάκια, της οποίας τα σπίτια είναι, εν μέρει, κατεστραμμένα από τους Τούρκους, από τους Έλληνες και από τους σεισμούς και εμπνέουν σύντομα στον ξένο την επιθυμία, τη μεγάλη επιθυμία να φύγει από εκεί γρήγορα. Μόνο τρεις ή τέσσερις κατοικίες είναι αξιοσημείωτες». Είναι πολύ ενδιαφέρουσα η πληροφορία που μας δίνει ο Λακούρ ότι στην Κορώνη, σε αντίθεση με το Νησί, ήταν σπάνιες οι αρρώστειες, γεγονός που το αποδίδει στο εξαιρετικό μικροκλίμα της. Θα επιστρέψει στην Καλαμάτα (πάλι με το καΐκι) το βράδυ.
Επόμενοι προορισμοί του ήταν η αρχαία Θουρία, το όρος Ιθώμη και η μονή Βουλκάνου. «Ακολουθούμε, γράφει, ανεβαίνοντας προς τα βορειοδυτικά, τους πρόποδες του πρόβουνου του Ταΰγετου. Αυτό το υπερυψωμένο σε σχήμα αμφιθεάτρου μέρος έχει μια σπάνια γονιμότητα, που δεν είναι καθόλου κατώτερη από τα πλούτη της πεδιάδας. Παντού η βλάστηση είναι θαυμάσια. Περνάμε το Κουρτσαούσι, το Καμάρι και τη Φουρτζάλα, και τα τρία χωριά σε μια πολύ ευτυχισμένη κατάσταση και απ' όπου το βλέμμα αγκαλιάζει τα τεράστια χωράφια των καλαμποκιών και τα χαμογελαστά περιβόλια που έχουν φράχτες με φραγκοσυκιές. Πάρα πολλά ρυάκια, τα οποία στη διάρκεια του χειμώνα είναι ασυγκράτητοι χείμαρροι, προσφέρουν τη δροσιά και την αφθονία, προτού να χαθούν μέσα στον Πάμισο. Όσο περισσότερο βλέπω αυτή την περιοχή τόσο περισσότερο μου κάνει εντύπωση πως το ζαχαροκάλαμο, ο καφές και το κακάο δεν καλλιεργούνται εδώ. Πιστεύω ότι οι δοκιμές, εάν κανείς δεν έκανε λάθος στην επιλογή των τόπων, θα έδιναν μεγάλες ελπίδες.
Συναντούμε τα ερείπια ενός αρχαίου λουτρού. Είναι ακόμη όρθια. Ωραίες συκιές και κισσοί χαίρονται πολύ κοντά και τριγύρω. Τα κλαδιά τους και οι αρμοί τους διεισδύουν δια μέσου των σχισμάδων που δημιούργησε ο χρόνος. Το ανώτερο μέρος του οικοδομήματος, χαλασμένο εδώ και εκεί, είναι γεμάτο με ρίζες και μια αιωνόβια βλάστηση. Μια συκιά ανεβαίνει από κάτω σαν μια ανθοδέσμη που προσφέρεται στον ταξιδιώτη. Αυτή η αταξία έχει μια ομορφιά ικανή να προκαλέσει τον οίστρο ενός ζωγράφου». Στο σημείο αυτό θα παραθέσει ένα εκτενές απόσπασμα από τον Πουκεβίλ, ο οποίος αποφαίνεται ότι αυτά τα λουτρά είναι ρωμαϊκά.
Μετά από μια ώρα θα ανεβεί με τη συνοδεία του στο Παλαιόκαστρο και ύστερα στη Θουρία, που, όπως γράφει, σύμφωνα με τη γνώμη μερικών γεωγράφων, ταυτίζονται με την Ανθέα. «Βρισκόμαστε σε ένα πλατύ υψίπεδο απέναντι από το βουνό Ιθώμη, έχοντας μπροστά μας την ευρεία κοιλάδα της Μεσσηνίας. Εδώ, λοιπόν, σύμφωνα με τις παραδόσεις και τις μαρτυρίες που μας έμαθαν να σεβόμαστε, πάνε ίσως είκοσι αιώνες, υπήρχε η Θουρία. Ένας βοσκός μας οδηγεί ανάμεσα σ' αυτά τα τεράστια απομεινάρια, σ' αυτά τα άτυχα συντρίμμια και σ' αυτά τα κομμάτια από βράχο των οποίων το ακατέργαστο τετραγώνιασμα αναγγέλλει την πρώτη περίοδο της αρχιτεκτονικής, που ονομάζεται κυκλώπεια. Μας είπαν να παρατηρήσουμε, πέρα ως πέρα, τους κορμούς των κιόνων, σε ύψος μισού ανθρώπου. Είναι αναποδογυρισμένοι και το κιόνoκρανό τους τους κατατάσσει στον κορινθιακό ρυθμό. Με βάση τη διάμετρό τους, δεν μπορούμε να σχηματίσουμε μια υψηλή ιδέα για τη μεγαλοπρέπεια των κτηρίων, των οποίων αυτοί οι κίονες είναι τα τελευταία κατάλοιπα».
Μετά την επίσκεψη στην αρχαία Θουρία, από την οποία παραθέσαμε μόνο ένα μικρό απόσπασμα, θα συνεχίσουν την πορεία τους -περνώντας ανάμεσα από πολλά χωριά- προς το βουνό Ιθώμη, στους πρόποδες του οποίου θα συναντήσουν ένα στρατιωτικό απόσπασμα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, που είχε στρατοπεδεύσει εκεί κοντά. Αφού περάσουν τον Πάμισο από ένα ρηχό πέρασμα, θα αρχίσουν την ανάβαση, από ένα πολύ κακό δρόμο, προς το βουνό. Ύστερα από δύο ώρες πολύ κουραστικής πορείας θα φτάσουν στην κορυφή του, αφού προηγουμένως ξεκουραστούν για λίγο στο μοναστήρι του Βουλκάνου. Στ’ αριστερά της είσοδος του του είδε δύο μαρμάρινα πόδια ενός κολοσιαίου αγάλματος, που θα πρέπει, όπως γράφει, να προέρχονταν από την κοντινή αρχαία Μεσσήνη. «Απ' αυτό το μοναστήρι, όπως από το σπίτι του Κολένου που είχε την τιμή να φιλοξενήσει τον νεαρό Ανάχαρση, το βλέμμα αγκαλιάζει όλη τη Μεσσηνία. Η Αρκαδιά, ο κόλπος της Κορώνης και ο Ταΰγετος είναι τα όρια αυτού του πανοράματος των τριάντα λευγών. Έπειτα το βλέμμα ξεκουράζεται στον πίνακα που περικλείεται σ' αυτόν τον κύκλο. Αλλά, αν και ανακαλύπτουμε τις πλούσιες εκτάσεις, που διακόπτονται από λόφους και ποταμάκια, τα οποία κάνουν να φουσκώνουν τα νερά του Πάμισου, δεν τις βλέπουμε γεμάτες με κοπάδια και μικρά άλογα στα οποία οφειλόταν ο πλούτος της Μεσσηνίας, όπως το επαναλαμβάνουν οι επιφανείς συγγραφείς που παραθέτει ο Ανάχαρσις».
Μετά από πορεία τριών τετάρτων της ώρας ο Λακούρ και η συνοδεία του θα φτάσουν στην αρχαία Μεσσήνη. Όπως γράφει, δεν απέμενε όρθιο παρά μόνο το μισό τείχος της. Στη συνέχεια κατέβηκαν στο φτωχό χωριό Μαυρομάτι, του οποίου τα σπίτια βρίσκονταν ανάμεσα στα ερείπια της Μεσσήνης, που τα περιγράφει με γλαφυρό ύφος και παραστατικότητα. Ιδιαίτερη εντύπωση θα του προκαλέσει η βρύση γνωστή με το όνομα Κλεψύδρα, που εθεωρείτο ιερή γιατί, κατά την παράδοση, εκεί οι νύμφες έλουζαν τον μικρό Δία. Η θέα αυτών των ερειπίων θα του δώσει την αφορμή να κάνει μια αναδρομή στην ιστορία τούτης της ένδοξης πόλης, που την ύμνησαν τόσοι αρχαίοι ιστορικοί και ξένοι ταξιδιώτες και την απεικόνισαν σε γκραβούρες σπουδαίοι ευρωπαίοι χαράκτες και ζωγράφοι.
Στις 20 Αυγούστου, ύστερα από πορεία δυόμισι ωρών θα κατεβούν στην πεδιάδα και θα φτάσουν στην Ανδρούσα για την οποία ο Λακούρ, αφού παρατηρήσει, σωστά, ότι στα χρόνια της τουρκοκρατίας είχε μεικτό από Έλληνες και Τούρκους πληθυσμό, θα σημειώνει στο περιηγητικό του έργο τα εξής: «Η ωραία θέση της Ανδρούσας, πάνω σ' ένα πλάτωμα που δεσπόζει στη γελαστή κοιλάδα του Στενύκλαρου, είναι ο μόνος πλούτος που έχει διατηρήσει. Ένας παλιός πύργος και ερείπια είναι όλα όσα μένουν από τα αρχαία της τείχη. Δάση, πάντα πράσινα, που σκίαζαν πριν τους τάφους των μουσουλμάνων. Μόλις που βλέπει κανείς δυο-τρία κυπαρίσια ανάμεσα στους γκρεμισμένους θόλους του μεγάλου τζαμιού. Κάποιοι γεωγράφοι υποστηρίζουν ότι η Ανδρούσα έχει αντικαταστήσει την Ανδανία των αρχαίων. Ο Χαλκοκονδύλης είναι ο πρώτος συγγραφέας που μιλάει για τη σύγχρονη πόλη, γύρω στο έτος 1534 [Σ.τ.μ.: το έτος πρέπει να διορθωθεί σε 1464]. Η πιο κοινά αποδεκτή γνώμη θεωρεί την Ανδρούσα μια μεσαιωνική πόλη, την οποία οχύρωσαν οι Ισπανοί την εποχή που ήταν κύριοι των μεσσηνιακών ακτών. Οι Βυζαντινοί χρονικογράφοι μας δίνουν μια θλιβερή ιδέα γι' αυτές τις οχυρώσεις, που τις παρουσιάζουν ως τείχη που φτιάχτηκαν από πλέγματα δένδρων και άργιλο, σε πάχος ενός διαχωριστικού τοίχου με τούβλα. Η Ανδρούσα ήταν λίγο περισσότερο σημαντική πριν από την ελληνική επανάσταση, σαν αποθήκη των προϊόντων της Κάτω Μεσσηνίας, από το παζάρι που γινόταν κάθε Κυριακή και, κυρίως, από τα ωραία της κιόσκια, των οποίων η δροσιά και η κομψότητα συναγωνιζόταν τους πιο όμορφους κήπους της Καλαμάτας. Ποια μάστιγα καταβρόχθησε όλον αυτόν τον καλλωπισμό; ...Ρωτήστε το βοσκό που αποτελεί σήμερα, μαζί με το αδυνατισμένο κοπάδι του, όλο τον πληθυσμό της Ανδρούσας... Θα σας απαντήσει μ' αυτά τα λόγια, τα οποία συμπυκνώνουν τόσο θλιβερά την ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας: Ο Ιμπραήμ! Ανάθεμα στο σκύλο τον Ιμπραήμ!».
Από την Ανδρούσα ο Λακούρ θα επιστρέψει στην Καλαμάτα, όπου θα κάνει μια εκδρομή στον Ταΰγετο για να δει τη σπηλιά του Nέδωνα. Θα φύγει από τη μεσσηνιακή πρωτεύουσα στα τέλη Αυγούστου 1832, με πλοίο, και αφού περάσει διαδοχικά από τη Μάνη, τη Μονεμβασιά, το Ναύπλιο (όπου επισκέφτηκε πολλά γειτονικά μέρη) και τα νησιά του Αργοσαρωνικού, θα φτάσει στην Αθήνα, απ' όπου θα επιστρέψει στο Ναβαρίνο προς το τέλος της ίδιας χρονιάς.
Στις 11 Ιανουρίου του επόμενου έτους (1833) θα φύγει με εντολή ανωτέρων του, επικεφαλής στρατιωτικού αποσπάσματος, για το Άργος, όπου, στις αρχές του ίδιου μήνα, είχαν ξεσπάσει τα γνωστά επεισόδια ανάμεσα σε άτακτα ελληνικά σώματα και στα γαλλικά στρατεύματα που στρατοπέδευαν στο Ναύπλιο. Ακολουθώντας το δρόμο Ναβαρίνου- Τριπολιτσάς- διαμέσου Λεονταρίου και Μεγαλόπολης- θα έχει την ευκαιρία να ξαναπεράσει από μέρη που είχε περάσει μερικούς μήνες πριν και να διασχίσει το Μακρυπλάγι, δίνοντάς μας νέες πολύ ενδιαφέρουσες πληροφορίες γι' αυτή την περιοχή της Μεσσηνίας. Από αυτό το τμήμα του περιηγητικού του έργου μεταφράζουμε το απόσπασμα που ακολουθεί:
«[...] Αφήνουμε στο αριστερά μας τη Σκάλα, χωριό πάνω σ' ένα ύψωμα, που ανήκει σε μια λοφοσειρά η οποία χωρίζει τις πεδιάδες του Στενύκλαρου και του Πάμισου και απλώνονται από το όρος Ιθώμη, που τώρα αποκαλείται Βουρκάνο, μέχρι τα παρακλάδια του Ταΰγετου. Η Σκάλα έχει πολλούς κήπους που περιβάλλονται από φράχτες με ινδόσυκα (ficus Indica). Αφήνουμε βουνά στα δεξιά μας. Μετά υπάρχουν κάποια ερείπια. Διασχίζουμε ένα ρεύμα νερού. Ο τόπος είναι γεμάτος με άγρια λεβάντα. Βλέπουμε στο αριστερά, σε ένα ύψωμα πέρα από την πεδιάδα, κάποιους πύργους που λένε ότι είναι ένα αρχαίο κάστρο' αλλά τα ερείπιά του είναι σύγχρονα. Οι οδηγοί αποκαλούν αυτό το μέρος Μήλα. Η πεδιάδα είναι ορεινή και παράγει καλαμπόκι, Περνάμε ένα ρυάκι που κυλάει από τα ανατολικά. Τα βουνά δεξιά μας είναι η προέκταση της οροσειράς του Ταΰγετου. Δεξιά βρίσκονται τα κατάλοιπα των τειχών μιας πόλης που έπρεπε να βρισκόταν στην πλευρά του βουνού.
Βαδίζοντας προς τον βορρά, προχωρούμε πάντα κατά μήκος της πεδιάδας, η οποία ονομαζόταν παλαιά Στενύκλαρος. Περνάμε ένα δεύτερο ρυάκι που κυλάει από τα δεξιά προς το αριστερά, και φθάνουμε στο χάνι της Τσακώνας, που βρίσκεται στους πρόποδες του Μακρυπλαγιού, βουνό δυσκολοδιάβατο. Το χάνι της Τσακώνας, περιτριγυρισμένο από έναν φράχτη με αγκαθωτά σύκα [φραγκόσυκα] προσφέρει παρά πολύ λίγα εφόδια στον ταξιδιώτη. Δύο ή τρία καλύβια χρησίμευσαν ως κατοικία για τους αξιωματικούς μας. Οι υπαξιωματικοί και οι στρατιώτες πέρασαν τη νύχτα στον καταυλισμό. Υπάρχουν πολύ λίγα εφόδια σε καυσόξυλα. Λίγο μακρύτερα βρίσκεται μια βρύση». [...] Την επομένη (12 Ιανουαρίου) το στρατιωτικό απόσπασμα θα συνεχίσει την πορεία του προς το Λεοντάρι και τη Μεγαλόπολη.
Μετά το πέρας της αποστολής στο Άργος ο Λακούρ θα ξαναεπιστρέψει στο Ναβαρίνο διασχίζοντας τις παραθαλάσσιες περιοχές της βόρειας και της δυτικής Πελοποννήσου. Αφού περάσει από την περιοχή νότια της Ολυμπίας -που ανήκε παλαιότερα στο νομό Μεσσηνίας- θα φτάσει στην Ανδρίτσαινα και από κει, ύστερα από μια πάρα πολύ κοπιαστική για τα άλογα πορεία τεσσάρων ωρών μέσα από άγρια τοπία, στην Παύλιτζα (στην αρχαία δηλ. Φιγαλεία). Η περιγραφή της διαδρομής από την Ανδρίτσαινα μέχρι την Παύλιτζα είναι από τις ωραιότερες που συναντούμε στο έργο του: «Αυτή η διαδρομή από την Ανδρίτσαινα ως την Παύλιτζα είναι μια πορεία τεσσάρων ωρών, αλλά υπερβολικά κουραστική για τα άλογα και περισσότερο ακόμη για τους καβαλάρηδες, επειδή ήταν απόλυτη ανάγκη να βαδίζουμε σε ένα πολύ μεγάλο μέρος της διαδρομής. Το τοπίο έχει μια άγρια όψη που προκαλεί συχνά το θαυμασμό. Για δύο ολόκληρες ώρες ανεβαίνουμε και κατεβαίνουμε για να ανεβοκατεβούμε ακόμη από απαίσιους δρόμους. Σε κάθε βήμα έχει κανείς μπροστά στα μάτια του τους γκρεμούς. Οι καταβάσεις, κυρίως, είναι επικίνδυνες. Τα άλογά μας είναι θαυμάσια. Πρέπει να χρησιμοποιούμε το χαλινάρι πολύ λίγο. Συνηθισμένα στα βουνά, πρέπει, όπως στην Ελβετία και στα Πυρηναία, να αφεθείς στην προσοχή και στη ματιά του αλόγου σου. Εδώ και εκεί συναντούμε, εντούτοις, κάποια καλλιεργημένα χωράφια. Η Νέδα φανερώνεται με χίλιες διαφορετικές όψεις: σαν ήρεμο και πεντακάθαρο ποτάμι, σαν ορμητικός χείμαρος, σαν καταρράκτης. Οι μεγαλοπρεπείς καταρράκτες της Νέδας, που σημειώνονται από τον Παυσανία ως άξιοι προσοχής κοντά στην Ίσα, είναι κοντά, τους είδα». Σε κάποιον απότομο βράχο αυτής της χαράδρας θα αντρικρύσει ένα ερημητήριο, που μέσα στην απόλυτη ηρεμία του τοπίου θα του δημιουργήσει την επιθυμία να καταφύγει σ' αυτό, αλλά «θα το ομολογήσω μόνο ως μέρος για ξεκούραση λίγων ημερών».
Φθάνοντας στην Παύλιτζα, θα επισκεφτεί τα κυκλώπεια τείχη της αρχαίας Φιγαλείας, πάνω από τους τρομερούς γκρεμούς ενός βουνού. Εκεί θα δει και τρεις μικρές εκκλησίες, χτισμένες, εν μέρει, από κατάλοιπα κιόνων αρχαίων ναών. Κάτω από το χωριό κυλάει ένα ποτάμι μ' ένα ωραίο καταράκτη, απ' όπου «μπόρεσα για μια στιγμή να θαυμάσω τη γραφική ομορφιά της κοιλάδας της Νέδας. Αυτό το ποτάμι, αφού περάσει μια γέφυρα και έναν μύλο, μπαίνει σε μια χαράδρα όπου κατρακυλάει με μια τρομακτική βιαιότητα στη μέση των δένδρων που το περιβάλλουν και όπου είναι δύσκολο να ακολουθήσεις τον ρου του».
Από την Παύλιτζα, ύστερα από πορεία τεσσάρων ωρών, θα φτάσουν στο Σιδηρόκαστρο, όπου αυτός και οι συνοδοί του θα ξεκουραστούν για λίγο. Επόμενος σταθμός στο δρόμο της επιστροφής στο Ναβαρίνο είναι η Αρκαδιά, κοντά στο κάστρο της οποίας υπήρχαν κάποια σπίτια σε θλιβερή κατάσταση. «Η Αρκαδιά, της οποίας η θέση είναι πάρα πολύ ωραία και τα περίχωρα πλούσια, που περιβάλλεται από δάση ελιών, δεν έχει καθόλου λιμάνι. Δίνει το όνομά της σε ένα κόλπο που έχει λίγο βάθος και ο οποίος εκτείνεται από τον Αλφειό μέχρι το ακρωτήριο Κονέλο. Τούτη η ακτή είναι ολέθρια για τους ναυτικούς. Είναι θλιβερά ονομαστή από τα συχνά ναυάγια. Αυτή η περιοχή υπέφερε, επίσης, τρομερά, από την εκστρατεία των Αράβων, αλλά ιδιαίτερα από τους εμφύλιους πολέμους. Όλα τα τουρκικά σπίτια εδώ κάηκαν, μετά την αποχώρηση του Ιμπραήμ, για τον μόνο και ανόητο λόγο ότι ανήκαν σε Τούρκους».
Κατεβαίνοντας νότια θα περάσει, ύστερα από τρεις ώρες, από την κωμόπολη των Φιλιατρών «χτισμένη χωρίς κανονικό σχέδιο σε μια γοητευτική περιοχή, στη μέση ενός κάμπου πλούσιου σε φρουτόδενδρα. Τα σπίτια εδώ περιβάλλονται από ωραία κυπαρίσια και ελιές. Λίγο απομακρυσμένη από τη θάλασσα αυτή η περιοχή, υπέφερε συχνά από τους Τούρκους πειρατές γυναίκες και παιδιά αρπάζονταν εδώ συχνά». Θα χρειαστούν άλλες τρεις ώρες ευχάριστης διαδρομής, μέσα από πλούσια βλάστηση, πυκνοφυτεμένες ελιές και άριστα καλλιεργημένα αμπέλια ως τους Γαργαλιάνους, όπου θα παρατηρήσει ότι «τα σπίτια είναι όμορφα και ότι, κάθε μέρα, η κατάσταση αυτής της κωμόπολης, μετά τη διαμονή των Γάλλων στην Άνω Μεσσηνία, αποκτά πολλή ευημερία».
Μετά από πεντάωρη πορεία, μέσα από πραγματικά δάση ελιών και κυπαρισιών, από μικρά ποτάμια και από σκιερές κοιλάδες, ο Λακούρ θα φτάσει στο Ναβαρίνο. Οι πολλές διαδρομές που πραγματοποίησε σε όλες σχεδόν τις γωνιές της μεσσηνιακής γης (διασχίζοντας κοιλάδες και βουνά, φοβερές χαράδρες ή γλυκά ακρογιάλια, σκιερά δάση ελιών και αμπέλια), θάλασσες και νησιά που την περιβάλλουν του έδωσαν τη δυνατότητα να δει από κοντά τον τόπο και τα αρχαία της μνημεία: κυρίως, να ρθει σε επαφή με τους μεσσήνιους χωρικούς, να πάρει μέρος στα γλέντια τους, να γνωρίσει τα ήθη και τα έθιμά τους, να αφουγκραστεί τους καϋμούς τους. Νοιώσαμε ότι ταξιδέψαμε μαζί του και εμείς, και έτσι μάθαμε πολλά και αγαπήσαμε περισσότερο τούτο τον τόπο.
Γιώργος Β. Νικολάου
Η Μεσσηνία όπως την είδε το 1832-1833 ο Γάλλος αξιωματικός Λακούρ
Μεσσηνιακό Ημερολόγιο, 2009
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.