Ο Μιχάλης Κατσαρός (1920-1998) υπήρξε από τους σημαντικούς ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. Έζησε τους χαλεπούς καιρούς της κατοχικής και της μετεμφυλιακής Ελλάδας, όπου η «ημεροκυνηγετική» –το κυνήγι ανθρώπου από άνθρωπο, το οποίο δεν θα πάψει ποτέ, κατά τον Πλάτωνα, να υφίσταται– εξανάγκαζε το άτομο να ζήσει εκτεθειμένο στην αυθαιρεσία της εξουσίας. Γι’ αυτό ο Κατσαρός προσβλέπει συχνά σε παραδειγματικά γεγονότα της Ιστορίας: το Μεσολόγγι, τη Γαλλική Επανάσταση, την επανάσταση του 1917. Στην ποίησή του, το ποίημα γίνεται η στιγμή απομάκρυνσης από τα όσα συμβαίνουν γύρω του, όχι ως οδός διαφυγής, αλλά ως ένας οδοδείκτης που δείχνει κατευθείαν στην καρδιά των πραγμάτων ή μάλλον στην αδιαφάνειά τους: «Οι χωροφύλακες έχουν γερή όραση / δεν διαλύονται με αυταπάτες και ψυχοσάββατα» («Ο δούλος»).
Ο F.G. Bailey στο βιβλίο του Οι κανόνες του πολιτικού παιχνιδιού (1969), μελετώντας τον λαό του Πατάν στο Ανατολικό και Νότιο Αφγανιστάν καθώς και στο Βορειοδυτικό Πακιστάν, διηγείται την παραδειγματική ιστορία του «αγίου που σφυρίζει». Ο «άγιος» είναι ένα πρόσωπο, που εμπνέει σεβασμό με τον λόγο του και μεσολαβεί σε περιπτώσεις διαμάχης μεταξύ μελών της φυλής. Ο χαν, πολέμαρχος, κάνει χρήση της δύναμης των όπλων για να επιβάλλει τη θέληση του «αγίου». Κάποια μέρα ένας πολέμαρχος αμφισβήτησε τον «άγιο». Ο τελευταίος έβγαλε το λευκό σαρίκι του, σύμβολο της αγιότητάς του και μ’ ένα σφύριγμά του, ένοπλοι άντρες που του ήταν πιστοί υποχρέωσαν σε συμμόρφωση τον ανυπότακτο πολέμαρχο. Αυτή η ιστορία θέτει με παραδειγματικό τρόπο το πρόβλημα των δύο πηγών της εξουσίας των κυβερνώντων: ο λόγος, που επιχειρεί να οδηγήσει στη συγκατάθεση και η φυσική ή στρατιωτική δύναμη που εξαναγκάζει στη συμμόρφωση. Όλοι οι διεκδικητές της εξουσίας επιζητούν το διπλό μονοπώλιο της χρήσης του λόγου και της βίας. Πολιτικοί, ρήτορες, βασιλιάδες, στρατάρχες, χωροφύλακες, άπαντες οι διεκδικητές του διπλού αυτού μονοπωλίου στη μετεμφυλιακή Ελλάδα, είναι παρόντες στα ποιήματα του Μιχάλη Κατσαρού.
Απέναντί τους, ο Κατσαρός ορθώνει ένα «Εγώ» που αντιπροσωπεύει τα στρατεύματα της Κορέας, τους Γάλλους πατριώτες, τους Ισπανούς εξόριστους, «την παυμένη εφημερίδα Ελεύθερη Γνώμη / την άλλη που έμεινε μόνον ο τίτλος της» («Βησιγότθοι»). Ο ποιητής παραμένει με τα κουρέλια του, όπως τον γέννησε η Γαλλική επανάσταση. Παραμένει «ένας σκοτεινός συνωμότης» («Δωριείς»). Αυτό που τον προβληματίζει είναι η δύναμη που ασκεί το σφύριγμα του «αγίου». Πώς γίνεται και το «απαίσιο πλήθος στριμώγνεται πάλι στα κάγκελα» για να παρακολουθήσει τα αγήματα, τις παράτες, τις φιέστες, πώς γίνεται και «το συνδικάτο των οικοδόμων να στέλνει / ομόφωνα ψηφίσματα / να στρώνει χαλιά γι’ αυτή την παρέλαση» («Βησιγότθοι»). Στο μυθιστόρημα Ιστορία δύο πόλεων του Τσαρλς Ντίκενς, ο συνωμότης Ντεφάρζ, μια Κυριακή, παίρνει μαζί του έναν εργάτη των δρόμων, για να του δείξει το παλάτι των Βερσαλλιών και το βασιλικό ζευγάρι, που μέσω επευφημιών του πλήθους θα έκανε την κυριακάτικη βόλτα με τις άμαξες και τη συνοδεία του. «Είναι υγιές σημάδι το ότι θέλει να δει τη βασιλική οικογένεια και την αριστοκρατία;» ρωτά κάποιος τον συνωμότη, για να του απαντήσει ο τελευταίος: «δείξε στη γάτα το γάλα της αν θέλεις να νιώσει δίψα γι’ αυτό. Δείξε στο κυνηγόσκυλο το θήραμά του αν θέλεις να πάει να σου το φέρει μια μέρα». Ο εργάτης των δρόμων παρασύρεται από τις ζητωκραυγές του πλήθους και επευφημεί και ο ίδιος το βασιλικό ζεύγος. Στο τέλος της μέρας, όμως, είναι προβληματισμένος για το αν οι αντιδράσεις του ήταν σωστές. Το πλήθος στα ποιήματα του Κατσαρού παραμένει υπνωτισμένο από τις παράτες της χλιδής και της εξουσίας.
Ο Κατσαρός περιγράφει με εμμονή και επιμονή την πυραμοειδή κοινωνικοπολιτική διάρθρωση των «αδιαμφισβήτητων» ιεραρχήσεων, που καθίστανται επικίνδυνες για την ελευθερία του ανθρώπου. Οι σειρές των προσώπων που παραθέτει στα ποιήματά του, πολλαπλασιάζονται ολοένα: οι Ρωμαίοι υπάλληλοι, οι μάντεις, οι αστρονόμοι, που περιστοιχίζουν τον Αυτοκράτορα, αλλά και ο υπουργός παιδείας και θρησκευμάτων, ο στρατάρχης, πιο πίσω οι αυλοκόλακες, οι υπάλληλοι όλοι με τους συζύγους τους, ο πρόεδρος του ανωτάτου δικαστηρίου, ο Κος Διευθυντής, ο διπλωματικός ακόλουθος, ο Κος πρέσβης, ο Κος και η Κα προέδρου, ο μόνιμος ανταποκριτής του Νότου, ο υπουργός βαριάς βιομηχανίας, ο αρχισυντάκτης της κρατικής εφημερίδας, ο ανώτατος δικαστής μετά των τέκνων του, ένα άγνωστο πρόσωπο που κάποια γυναίκα από το πλήθος ψιθύρισε: ο χωροφύλακας, ο αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων, ποιητές λόγιοι, επιστήμονες, ιστορικοί, πολλοί υπάλληλοι στα παρακάτω καθίσματα, οι έμπιστοι κ.α.. Όλες αυτές οι παραθέσεις των θεσμικών τίτλων και των άτυπων δικτύων, αυτό το «νεκροταφείο των ονομάτων» που σχηματίζουν μια μακρά λίστα αν τα συγκεντρώσει κανείς όλα μαζί, αυτό το «νεκροταφείο των λέξεων» που μοιάζει να μην έχει τέλος, έχει σκοπό να δείξει την παγίδευση του ατόμου στα δόντια της κεντρικής εξουσίας και της διάχυσής της στην κοινωνία.
Τι είναι αυτές οι λίστες αξιωμάτων και θεσμικών ιδιοτήτων, που εμφανίζονται στα ποιήματά του; Ο Ουμπέρτο Έκο στην Ομορφιά της λίστας θέτει, ακριβώς, αυτό το ερώτημα. Γιατί φτιάχνονται οι ποιητικές λίστες; Μία από τις πιο χαρακτηριστικές λίστες στην παγκόσμια λογοτεχνία είναι ο κατάλογος στην Ιλιάδα, με τον οποίο ο Όμηρος προσπαθεί να πει πόσοι και ποιοι ήταν οι Αχαιοί πολεμιστές, αλλά περιορίζεται στον περίφημο κατάλογο των πλοίων, ολοκληρώνοντας με ένα «και τα λοιπά». Η απάντηση που δίνει ο Έκο είναι πως δημιουργούμε ποιητικές λίστες επειδή δεν κατορθώνουμε να απαριθμήσουμε κάτι που ξεφεύγει από τον έλεγχό μας. Αν η επιλογή μας είναι η ποιητική απεικόνιση, τότε για να κάνουμε πιο αντιληπτό αν όχι το άπειρο, τουλάχιστον το αστρονομικά μεγάλο που μας ξεπερνά, φτιάχνουμε αυτό για το οποίο θέλουμε να μιλήσουμε από μετρήσιμα αντικείμενα. Αντιλαμβανόμαστε, όμως, γρήγορα πως δεν μπορούμε να τα καταμετρήσουμε. Η καταμέτρησή τους και η αρίθμησή τους καθίστανται ανυπέρβλητες. Οι διάσπαρτες λίστες στα ποιήματα του Κατσαρού, αποτυπώνουν ακριβώς τη δυσκολία του να μιλήσει για την έκταση και τα όρια της τυφλής υπακοής στην πολιτική εξουσία ή της έμμεσης, συνειδητής ή παθητικής υποστήριξής της. Υπάρχει άλλος ένας λόγος για την ύπαρξη αυτών των καταλόγων (μικρών και μεγάλων) στην ποίησή του. Ο ποιητής, όπως ο συνωμότης στο μυθιστόρημα του Ντίκενς, παίρνει εσαεί μαζί του τον αναγνώστη, μια μέρα όμορφη, μια μέρα γιορτινή, μια μέρα στο διηνεκές, όταν η κουστωδία της εξουσίας κάνει την παράτα της, για να του δείξει το θήραμα.
Η γραφειοκρατία, όμως για τον Κατσαρό, παραμένει από τις σημαντικότερες απειλές. Ξεπηδά ακόμα και πίσω από κάθε επανάσταση. Κι αναρωτιέται ο ποιητής «Πώς βγήκανε πάλι απ’ αυτή τη φωτιά / ο Κος Διευθυντής / ο διπλωματικός ακόλουθος / ο Κος πρέσβης; […] Πώς θα ξαναβαφτίσουμε τις πυρκαγιές / ελευθερία, ισότητα, Σοβιέτ, εξουσία;» («Στο νεκρό δάσος»). Με ειρωνεία που θυμίζει τον Κάφκα των Μπλε Τετραδίων, ο οποίος δηλώνει ως υπάλληλος της δημαρχίας τόσο ικανοποιημένος, που θα ήθελε να ταΐσει με όλη αυτή την υπόληψη που απολαμβάνει το γατί του γραφείου που τριγυρίζει άσκοπα από θάλαμο σε θάλαμο, ο Κατσαρός σ’ ένα ποίημά του, δημοσιευμένο τον Δεκέμβριο του 1950 στον Δημοκρατικό Τύπο, δεν ζητά παρά να του δώσουν «ένα γραφείο κι ένα τηλέφωνο», για να δείξει τις ικανότητές του, τις πεποιθήσεις του, την αυτοεκπληρούμενη προφητεία που έλεγε «θα γίνεις μεγάλος», δηλώνει ειρωνικά πως θα είναι παράδειγμα καλής καριέρας, «η μία θέση φέρνει θέση ανώτερη» («Εμείς για όλους»).
Το βιβλίο Μιχάλης Κατσαρός, Μείζονα Ποιητικά (Τόπος, 2018), περιλαμβάνει τις ποιητικές συλλογές Μεσολόγγι (1949), Κατά Σαδδουκαίων (1953), Οροπέδιο (1957) και πολλά ανέκδοτα ποιήματα που βρέθηκαν στο αρχείο του ποιητή.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.