«Χωρίς να το θέλει, αναγκαστικά βρίσκεται και βόσκει με όλα τα θηρία των δρυμών και τα πουλιά του δάσους. Παριστάνει το πουλί στα πουλιά και το θηρίο στα θηρία, ξέροντας πως έτσι και του βγάλουν τα ρούχα της μασκαράτας θα τον φάνε ζωντανό. Και επειδή έχει ακόμη μέσα του εκείνη την κακιά συνήθεια να ασκητέψει, του αρέσει και λιγάκι αυτή η καταστροφή, γιατί δήθεν έτσι ασκείται το σώμα στον πόνο και εξαγνίζεται η ψυχή, αλλά λίγο θέλει να τον πάρουν οι αντίπαλοι και για μαζόχα. Το σταματάει άτσαλα καμιά φορά το παιχνίδι, όμως οι πληγές θέλουν γιατρό. Εδώ παριστάνει τον αυτοσχέδιο γιατρό και με πρακτικά καταπλάσματα επουλώνει ό,τι μπορεί.»
(από το «Οι θλίβοντες την ψυχή μας» στο βιβλίο του Μάνου Ελευθερίου «Είναι αρρώστια τα τραγούδια», εκδ. Καστανιώτη, 2002)

Χ
ρειάστηκα προσπάθεια για να μπω –σε κάποιο βαθμό- στην ουσία μερικών πραγμάτων, που όταν εν τέλει τα συνειδητοποιείς ή τα εξιστορείς φαίνονται πολύ κοινότοπα. Ένα απ’ αυτά που με βασάνιζαν από τότε που άρχισα να ασχολούμαι με τις τέχνες, στην πιο λαϊκή τους μορφή, ήταν πώς μερικοί άνθρωποι καταφέρνουν να διατηρήσουν τον δημιουργικό τους οίστρο μέχρι το τέλος ή, εν πάση περιπτώσει, με πολύ μεγάλη διάρκεια, χωρίς να χάνουν την έμπνευσή τους, χωρίς να ξεφτίζουν ατομικά ακόμα κι όταν παύουν να παράγουν ένα «προϊόν».

Με βοήθησε καθοριστικά η συναναστροφή μου με σπουδαίους δημιουργούς. Τους βίωνα και τους μελετούσα. Κι ακόμα το κάνω. Δεν ήταν καθόλου ίδιοι μεταξύ τους, σαν χαρακτήρες. Οι προσωπικότητες τους ήταν πολύ διαφορετικές. Δεν ζούσαν με τον ίδιο τρόπο, ούτε εργάζονταν στον ίδιο «χώρο», ούτε έκαναν τα ίδια πράγματα, ούτε στην ίδια εποχή, δεν εκφράζονταν ομοιόμορφα ούτε είχαν την ίδια κοσμοθεωρία και αρκετοί δεν γνωρίζονταν καν μεταξύ τους.

Αργά και βασανιστικά, μέσα στα χρόνια, όσο καταδυόμουν στα «βάθη» του έργου, των αντιλήψεων και του τρόπου ζωής τους, όσο ωρίμαζαν οι σκέψεις που προκύπτανε από τις παρατηρήσεις και συνδέονταν μεταξύ τους κάποιοι κρίκοι, έβρισκα τους κοινούς παρονομαστές, εντόπιζα ορισμένα συγγενή ή παρεμφερή σημεία ξεχωριστής σημασίας που έλυναν τους γρίφους μου. Αναδυόταν κάτι πολύ ουσιαστικό και πολύ δομικό που συνδέει με έναν αόρατο ιστό ανόμοιους δημιουργούς. Βήμα-βήμα ανακάλυπτα ένα ιδιαίτερο «γονίδιο» που ενυπάρχει στην προσωπικότητα και το έργο μιας άτυπης ομοταξίας καλλιτεχνών που περιλαμβάνει τον μόλις αποδημήσαντα Μάνο Ελευθερίου και τον Άκη Πάνου, τον Χατζιδάκι και τον Ζαμπέτα, τον Καζαντζίδη και τον Διονυσίου, τον Νικόλα Άσιμο και τον Νίκο Παπάζογλου. Και άλλους. Στη μουσική, εύκολα θα μπορούσα να ξεκινήσω από παλιότερα, από τον Μάρκο Βαμβακάρη και τον Βασίλη Τσιτσάνη ή από τον Απόστολο Καλδάρα και την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, δηλαδή δημιουργούς που γνωρίσαμε ή έχουμε αρκετά στοιχεία για το «ποιον» τους, για να φτάσω σήμερα μέχρι τους «βόρειους» Ντίνο Χριστιανόπουλο, Τάκη Σιμώτα, Αργύρη Μπακιρτζή, Θωμά Κοροβίνη, Θανάση Παπακωνσταντίνου και Γιάννη Αγγελάκα που μου φαίνεται ότι είναι –μέσα στην πολυπλοκότητά τους– φορείς του ιδίου ενζύμου. Παραλείποντας –για πρακτικούς λόγους– πολλούς άλλους που νομίζω ότι επίσης ανήκουν σ’ αυτή την διακεκριμένη κατηγορία των δημιουργικών ανθρώπων. Κι αν συμπεριλάβω κι όσους έχουν αυτό το «γονίδιο», αλλά προέρχονται από άλλους κλάδους των γραμμάτων και των τεχνών (λογοτεχνία, σινεμά, θέατρο, εικαστικά κ.λπ.), όπως, εύκολα μου έρχονται στο μυαλό ο συγγραφέας Χρόνης Μίσσιος, ο σκηνοθέτης Γιώργος Μιχαηλίδης, ο καραγκιοζοπαίχτης Θανάσης Σπυρόπουλος, ο ποιητής Μιχάλης Κατσαρός, ο ζωγράφος Ράλλης Κοψίδης και ο συγγραφέας Αλέξης Πάρνης, τότε πλέον μιλάμε για συνομοταξία, χωρίς αυτό να μειώνει την αυτοτελή και ιδιοφυή αξία του καθενός.
Στο Δημοτικό Θέατρο Καλλιθέας, 2016 (φωτό Μαρτίν Περικέ)

Η πεμπτουσία

Δεν πρόκειται για τίποτα υπερανθρώπους. Το αντίθετο, θα έλεγα. Πρόκειται, όμως, για ανθρώπους με εξαιρετικές ευαισθησίες, οι οποίες είναι τόσο ισχυρές και έντονες που μετουσιώνονται σε κάτι πολύ στέρεο και ανθεκτικό. Σε ένα «πυρήνα», πολιτισμικό και ψυχολογικό, που καθορίζει τις επιλογές τους, το περιεχόμενο και την ποιότητα του έργου τους, και την εν γένει στάση ζωής τους.
Τι ήταν ο Μάνος Ελευθερίου; Ένας ατσάλινος άνθρωπος; Και τι ήταν ο Άκης Πάνου; Άτρωτος; Και τι ήταν αυτό που έκανε τον Ελευθερίου να προσεγγίσει τον Πάνου και να εκδώσει τους στίχους των τραγουδιών του; Και γιατί ο Άκης εκτιμούσε τον Μάρκο Βαμβακάρη και ο Χατζιδάκις τον Ζαμπέτα; Ταίριαζε καθόλου η κοινωνική ζωή του Ελευθερίου με του Πάνου ή του Γιώργου με του Μάνου; Ήταν, άραγε, μόνο η ποιητικότητα του ενός και η δεξιοτεχνία του άλλου που τους έφερνε τόσο κοντά; Κοινωνικά ο Καζαντζίδης ήταν αλλού από τον Παπάζογλου και πολιτικά από τον Άσιμο ή τον Αγγελάκα. Όλοι τους με εμφανείς διαφορές, όλοι από άλλο δρόμο και κατά κανόνα ο καθένας με τη δική του «φιλοσοφία». Αλλά όλοι με ένα κοινό στίγμα στον παρονομαστή.
Μερικοί το είχαν ξεκάθαρα συνειδητοποιημένο και μερικοί το διαισθάνονταν ενστικτωδώς. Αμφότεροι, όμως, είχαν μια πολύ βαθιά, έντονη και σταθερή συναίσθηση ότι για να διαφυλάξουν, να καλλιεργήσουν και να διατηρήσουν την ποιότητα, την οξύτητα, την αλήθεια και την αξία του έργου τους, ήταν αναγκαίο, απαραίτητο και αδιαπραγμάτευτο να υπερασπίζονται τις ιδέες και τις αξίες τους, το προσωπικό του υπόβαθρο, τον αρχικό και βασικό τους πυρήνα, την πεμπτουσία τους. Δεν είναι συμπτωματικό ότι σχεδόν χωρίς καμία εξαίρεση, όσοι ανήκουν σ’ αυτή τη συνομοταξία, δεν παραδόθηκαν στη λατρεία του πλούτου, απέφυγαν τα δημόσια αξιώματα, περιφρόνησαν τη χλιδή, αρνήθηκαν να ενσωματωθούν στο σύστημα, δεν υπηρέτησαν την εξουσία, δεν νέρωσαν το κρασί τους, δεν άλλαξαν τον τρόπο ζωής τους μετά την επιτυχία και την αναγνώριση, δεν εξαργύρωσαν τη φήμη και την απήχησή τους. Αυτός είναι άθλος, ιδίως όταν πρόκειται για ανθρώπους που ευκαιρίες τούς δόθηκαν πολλές για να ενταχθούν στο ρεύμα!

Στάσεις ζωής

Σε ορισμένους αυτή η επιλογή μπορεί να επηρεαζόταν από την πολιτική τους θέση και ιδεολογία, αλλά αυτό δεν ισχύει για όλους. Ήταν κάτι πέρα απ’ αυτό. Το είχαν κι αυτοί που ήταν πολύ απογοητευμένοι από τις πολιτικές και τις ιδεολογίες. Το κρατούσαν σαν φυλακτό, όπως ο Μίσσιος που απομακρύνθηκε από τον «φυσικό» πολιτικό του χώρο, αλλά δεν δελεάστηκε ούτε μετά την μεγάλη επιτυχία του βιβλίου του «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς». Αντιθέτως, έμεινε μακριά από τα φώτα της πόλης, στο Μικροχώρι, μαζί με τη Ρηνιώ και το σκύλο τους, μελετώντας και γράφοντας.
Διέφερε και ο τρόπος που αυτό το «ιδίωμα» εκδηλωνόταν. Άλλοι υπερασπίζονταν τη θέση τους στον ήλιο επιθετικά και άλλοι αμυντικά, άλλοι με ανοιχτές κατά μέτωπο συγκρούσεις κι άλλοι με απόσυρση ή κρατώντας ασφαλείς αποστάσεις.
Ο Άκης Πάνου τράβηξε στα άκρα τη διεκδίκηση του δικαιώματος του να είναι αυτεξούσιος και πάνω στην όξυνση της σύγκρουσης εκτροχιάστηκε και κάηκε.
Ο Κοψίδης περιόρισε τις σχέσεις του με το περιβάλλον στο τόσο ελάχιστο που δεν θα γινόταν καν αντιληπτή η πνευματική συμβολή του εάν το έργο του δεν ήταν τόσο σπουδαίο. Όλη του η δύναμη εκδηλώνεται και όλα τα μηνύματα εκφράζονται μέσα από τους πίνακες και τα λυρικά και καυστικά κείμενα με τα οποία σχολίαζε τους ανθρώπους, τις τέχνες, την ιστορία, τη φύση, την πολιτική, τα συστήματα και τα προσωπικά του βιώματα.
Ο Τσιτσάνης δούλευε στα κέντρα διασκέδασης κάθε μέρα επί δεκαετίες, έκανε εκατοντάδες επιτυχίες, τραγουδήθηκε όσο κανένας άλλος, κέρδισε χρήματα, αλλά στο μεγάλο σπίτι που έχτισε για την οικογένειά του, ο ίδιος ζούσε στο υπόγειο, εκεί έγραφε τραγούδια, εκεί έβλεπε τους φίλους και συνεργάτες του, εκεί κοιμόταν, εκεί ένιωθε οικεία. Διαισθανόταν ότι η απομάκρυνση από το λιτό τρόπο ζωής, από το σανιδένιο πάλκο και το ταπεινό του όργανο, θα σήμαινε το τέλος του. Δεν άλλαξε συνήθειες ούτε φίλους. Υπερασπίστηκε την αισθητική του και δεν απομακρύνθηκε ποτέ από το στέκι του, ακόμα κι όταν οι παρέες ήταν λιγοστές.
Ο Χατζιδάκις ξόδευε ότι μάζευε από δικαιώματα, ούτε βίλες, ούτε πισίνες, ούτε λιμουζίνες, και σάρκαζε κάθε άξιον σαρκασμού. Έγραφε μουσικές με τους φίλους του ποιητές που τα τραγουδούσαν οι ερμηνευτές που διασφάλιζαν την ανεξαρτησία του από τους σταρ τραγουδιστές και τις εταιρίες. Ίδρυσε και τον «Σείριο» γι’ αυτό το σκοπό. Απ’ όπου κι αν πέρασε, από διεθνείς δόξες και οφίκια καλλιτεχνικά, δεν άφησε τίποτα να τον διαβρώσει, τα έβλεπε αφ’ υψηλού και διατήρησε την αυθυπαρξία του αλώβητη.
Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος έγραψε και δημοσίευσε πολύ νωρίς ένα κείμενο για να καταγγείλει το διαβρωτικό μηχανισμό των επιχορηγήσεων ξεκαθαρίζοντας εξ αρχής τη θέση του και έκανε μια ζωή πλούσια σε περιεχόμενο, αλλά ασφυκτικά λιτή σε οικονομικό επίπεδο. Απόλυτα συνειδητά.
Αλλά κι ο νεότερος Νίκος Παπάζογλου δεν έφυγε από τη Θεσσαλονίκη, δεν ανέχτηκε προστασίες, έχτισε ένα ολόκληρο μικρό σύμπαν που ήταν ανοιχτό σε ό,τι αγαπούσε και στήριζε και ταυτόχρονα του εξασφάλιζε την αυτονομία, τη δημιουργικότητα και την ευζωία του ατελείωτου ταξιδιού.
Και πόσοι άλλοι…
Ο Μάνος Ελευθερίου μελετούσε, σχολίαζε, διόρθωνε ή μαλάκωνε το τραχύ περιβάλλον γύρω του… (φωτό Στ. Ελληνιάδης, Καλλιθέα, 7 Νοεμβρίου 2016)

Αυτονομία και δημιουργία

Γνώριζαν ή ένιωθαν αυτοί οι άνθρωποι, συνειδητά κι ενστικτωδώς, ότι η αλλαγή του τρόπου θεώρησης του κόσμου και οργάνωσης της ζωής τους, θα σήμαινε και τη φθορά της δημιουργικότητάς τους. Ότι εάν περνούσαν στο μέινστριμ, εάν αποδέχονταν τις δελεαστικές προσφορές για ευκολίες και μεγαλεία, εάν δεν διαφύλασσαν τη διαφορετικότητα και την ιδιαιτερότητα τους, την ανεξαρτησία και αυτονομία τους, θα βεβήλωναν τις προσωπικότητές τους, θα αλλοίωναν τις ταυτότητες τους και θα στέρευε η πηγή που έδινε τους καρπούς του ταλέντου τους. Το είδαμε και το βλέπουμε αυτό. Πολλά τα παραδείγματα. Τις συνέπειες που έχει αυτή η στροφή και ο συμβιβασμός, σε καλλιτέχνες και διανοούμενους, στο χαρακτήρα και το έργο τους, που ακολούθησαν τον «κανονικό» δρόμο, που άρπαξαν τις ευκαιρίες, που υπέκυψαν στα θέλγητρα του λάιφσταϊλ, που κουράστηκαν από την κόντρα και συμβιβάστηκαν, που πήγαν με το ρεύμα ή συναγελάστηκαν με την εξουσία. Πώς απονευρώθηκαν, πώς άλλαξαν, πώς στέγνωσαν.
Ο Αλέξης Πάρνης, στα 94 του χρόνια, είναι ακόμα στο αμπρί του, από αυστηρή επιλογή. Αρνήθηκε την ενσωμάτωση, απέφυγε ό,τι θα τον ξεστράτιζε, ό,τι θα του αφαιρούσε την ελευθερία να δημιουργεί κατά τη συνείδηση και το ταλέντο του, ό,τι θα μπλόκαρε την έμπνευσή του, ό,τι θα έκανε έκπτωση στην κοσμοαντίληψή του.
Ο Μάνος Ελευθερίου, αυτός ο λεπτεπίλεπτος άνθρωπος, πέρασε μέσα από τη σόου μπίζνες, από τα συγκροτήματα Τύπου, από τους εκδοτικούς οίκους και ανάμεσα στους δημοφιλείς αστέρες του τραγουδιού, ανέγγιχτος και αδιάβροχος. Είχε ένα αόρατο πέπλο άμυνας γύρω του. Σχολίαζε, διόρθωνε ή μαλάκωνε το τραχύ περιβάλλον με τα γραπτά του. Κέρδιζε χώρο για τον ίδιο και για όσους τον αναζητούσαν. Εκτιμούσε τον Μάρκο και τον Ζαμπέτα, αγαπούσε την Κάκια Μένδρη και τη Φλέρη Νταντωνάκη. Και πολλούς άλλους. Δεν ήταν μίζερα ανταγωνιστικός. Ήταν καλόγουστος και φίνος. Δεν ήθελε να γίνει κάτι άλλο, απολάμβανε αυτό που ήταν, αγαπούσε αυτό με το οποίο καταπιανόταν, κράτησε τη Σύρο ζεστά μέσα του και φώτιζε τις πιο όμορφες πνευματικές γωνιές της, περπατούσε στους δρόμους των Εξαρχείων και μετέπλαθε τους σφυγμούς της πόλης και τις αγωνίες των συμπολιτών του σε αφηγήματα, ποιήματα και τραγούδια. Ο Μάνος είχε επίγνωση της σημασίας να κρατήσει τον εσωτερικό του πυρήνα αμαγάριστο.
Αυτή η επιλογή, η στάση, η άποψη, η κοσμοθεώρηση, ενώνει άυλα αυτούς τους συνεπείς και ευφάνταστους δημιουργούς που διαθέτουν τα έργα τους, αλλά δεν ξεπουλάνε το είναι τους. Κι αυτό έχει ακόμα μεγαλύτερη βαρύτητα στην εποχή της εμπορευματοποίησης και της κωλοτούμπας, που όλα, ήθος, ιδέες, πιστεύω και αξίες βιάζονται και εκπλειστηριάζονται…
Στέλιος Ελληνιάδης
Υ.Γ. 1: Πιστός στις πεποιθήσεις του, ο Ελευθερίου είχε αφήσει εντολή να αποτεφρωθεί η σωρός του μετά την πολιτική κηδεία. Αυτό, όμως, που δεν μπορούσε να αποφύγει ήταν η θλιβερή παρουσία των σκάρτων πολιτικών προσώπων που έσπευσαν να τον «τιμήσουν» στο Α΄ Νεκροταφείο, για ένα πέρασμα λίγων δευτερολέπτων στα δελτία ειδήσεων.
Υ.Γ. 2: Στο Περίπτερο Ιδεών (Δρόμος φ. 162 και φ. 333) έχουν δημοσιευτεί κείμενα από το υλικό τριών εκδηλώσεων για τον Μάνο Ελευθερίου στις οποίες ήμουν κεντρικός ομιλητής, παρόντος του συγγραφέα. (Passport Πειραιά 2013, Δήμος Αγίων Αναργύρων 2014 και Δημοτικό Θέατρο Καλλιθέας 2016)