Θα φανεί ίσως παράδοξο ότι ασχολούμεθα ακόμη με την «οικονομική ορθολογικότητα» του σύγχρονου καπιταλισμού, σε μια εποχή, όπου η επίσημη ανεργία φθάνει στη Γαλλία τα τρεισήμισι εκατομμύρια άτομα και υπερβαίνει το 10% τού ενεργού πληθυσμού στις χώρες της Ε.Ο.Κ., και όπου οι Ευρωπαϊκές Κυβερνήσεις απαντούν σ’ αυτήν την κατάσταση εντείνοντας τα αντιπληθωριστικά μέτρα, όπως τη μείωση του ελλείμματος τού προϋπολογισμού.
Το πράγμα γίνεται λιγότερο παράδοξο ή μάλλον το παράδοξο μετατίθεται, όταν λάβουμε υπ’ όψη την αδιανόητη ιδεολογική οπισθοδρόμηση πού πλήττει τις Δυτικές κοινωνίες, εδώ και σχεδόν είκοσι χρόνια. Πράγματα πού δικαίως τα θεωρούσαμε κεκτημένα, όπως ή ισοπεδωτική κριτική πού ασκήθηκε στην ακαδημαϊκή πολιτική οικονομία από την σχολή τού Κέμπριτζ ανάμεσα στο 1930 και στο 1965 (Sraffra, Robinson, Kahn, Kegnes, Kalecki, Shackle, Kaldor, Pasinetti κ.λπ.), όχι μόνο δεν συζητούνται ή δεν ανασκευάζονται, άλλα απλούστατα αποσιωπώνται ή λησμονούνται, ενώ αφελείς και απίστευτες επινοήσεις, όπως η «οικονομία της προσφοράς» ή ο «μονεταρισμός», γίνονται της μόδας.
Οι υμνητές τού νεοφιλελευθερισμού εμφανίζουν τούς παραλογισμούς τους ως προφανείς και αυτονόητους, την στιγμή πού η απόλυτη ελευθερία των κινήσεων τού κεφαλαίου καταστρέφει ολόκληρους τομείς της παραγωγής σε όλες σχεδόν τις χώρες και που ή παγκόσμια οικονομία μεταμορφώνεται σε πλανητικό καζίνο.
Αυτή η οπισθοδρόμηση δεν περιορίζεται στο πεδίο της οικονομίας. Ισχύει εξίσου και στο πεδίο της πολιτικής θεωρίας (μη αμφισβητήσιμος και μη αμφισβητούμενος χαρακτήρας της «αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας», την στιγμή μάλιστα που όλο και περισσότερο υποβαθμίζεται στη συνείδηση τού κόσμου, και αυτό, σε όλες τις χώρες όπου έχει κάποιο παρελθόν) και γενικότερα στις πνευματικές επιστήμες, όπως μαρτυρεί, για να αναφέρουμε ένα μόνο παράδειγμα, η επιστημονιστική και θετικιστική επίθεση κατά της ψυχανάλυσης, πού βρίσκεται στο απόγειό της στις Ηνωμένες Πολιτείες, εδώ και δεκαπέντε χρόνια.
Το κοινωνικοϊστορικό υπόβαθρο αυτής της οπισθοδρόμησης είναι ορατό διά γυμνού οφθαλμού.Συμβαδίζει με μια κοινωνική και πολιτική αντίδραση πού βρίσκεται σε εξέλιξη από τα τέλη της δεκαετίας τού 1970, της οποίας αρχιμάστορες ήταν στη Γαλλία «οι σοσιαλιστές». Αυτής της νέας πορείας τού καπιταλισμού, τίποτε προς το παρόν δεν μάς επιτρέπει να προβλέψουμε το τέλος, εκτός, και τούτο σε ένα ακαθόριστο και μακρινό μέλλον, από τον αυτοκαταστροφικό χαρακτήρα της.
Όμως και αυτή ή προοπτική δεν είναι παρήγορη, διότι εδώ διακυβεύεται κάτι πολύ σπουδαιότερο κι από την αυτοκτονία του καπιταλισμού, όπως το δείχνει, μεταξύ άλλων, ή καταστροφή του περιβάλλοντος σε πλανητική κλίμακα. Ή κριτική ανάλυση της σημερινής εξέλιξης καθίσταται λοιπόν επιτακτικότερη. Άλλα δεν είναι το κύριο μέλημα αυτού τού κειμένου.
Ο καπιταλισμός είναι το πρώτο κοινωνικό καθεστώς που παράγει μια ιδεολογία, σύμφωνα με την οποία το ίδιο αυτό καθεστώς είναι «ορθολογικό». Η νομιμοποίηση των άλλων τύπων θεσμίσεων της κοινωνίας ήταν μυθική, θρησκευτική ή παραδοσιακή. Εν προκειμένω, προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι υπάρχει μια «ορθολογική» νομιμοποίηση.
Βεβαίως, το κριτήριο αυτό, το ότι δηλαδή υπάρχει κάτι ως ορθολογικό (και όχι ως καθιερωμένο από την πείρα ή την παράδοση, ως δοσμένο από τους ήρωες ή τούς θεούς κ.λπ.), είναι θεσμισμένο από τον ’ίδιο τον καπιταλισμό· όμως τα πάντα συμβαίνουν, σαν το ίδιο το γεγονός της πρόσφατης θέσμισης του, αντί να τον σχετικοποιεί, να τον καθιστά αναμφισβήτητο. Αρκεί λίγο να σκεφτούμε, για να συναντήσουμε αμέσως το ερώτημα:
Τι είναι επιτέλους η ορθολογικότητα, και περί τίνος ορθολογικότητας πρόκειται; Ό καπιταλισμός μπορεί να επικαλείται την εγγύηση ενός κάποιου εγελιανισμού: λόγος, είναι ή πράξη ή σύμφωνη προς ένα σκοπό, έλεγε ό γερο-δάσκαλος του Marx. Ή συμφωνία λοιπόν της πράξης με τον σκοπό της αποτελεί το κριτήριο της ορθολογικότητας. Όμως αυτό σε τίποτα δεν μάς εμποδίζει να αναρωτηθούμε για την ορθολογικότητα του ίδιου του σκοπού. Αυτή ή ορθολογικότητα πού περιορίζεται στα μέσα, και πού ό Max Weber αποκαλούσε περιέργως Zweckrationalitat, δηλαδή ορθολογικότητα σε σχέση με έναν υποτιθέμενο αποδεκτό σκοπό, ορθολογικότητα εργαλειακή, δεν έχει προφανώς καμία αξία καθ’ έαυτήν. Ή επιλογή του καλύτερου δηλητήριου για να δηλητηριάσεις τον σύζυγό σου ή η επιλογή της αποτελεσματικότερης υδρογονοβόμβας για να εξοντώσεις εκατομμύρια ανθρώπους, εξ αιτίας ακριβώς της ορθολογικότητός τους αυτής, αυξάνουν την φρίκη πού μάς προκαλούν, όχι μόνο για τον επιδιωκόμενο σκοπό, αλλά και για τα μέσα πού επέτρεψαν να επιτευχθεί ή μέγιστη αποτελεσματικότητα.
Η καπιταλιστική ιδεολογία, στις πιο φιλάνθρωπες στιγμές της, προβάλλει εν τούτοις τον ισχυρισμό, ότι σκοπός της «ορθολογικότητας» είναι η «ευημερία». Η ιδιαιτερότητά της όμως προέρχεται από το ότι ταυτίζει την ευημερία με ένα οικονομικό μέγιστο -ή άριστο. ’Άλλοτε πάλι ισχυρίζεται ότι ή ευημερία θα προκόψει ασφαλώς ή τουλάχιστον πολύ πιθανώς, μόλις αυτό το μέγιστο ή άριστο πραγματοποιηθεί. ’
Έτσι, άμεσα ή έμμεσα, ή ορθολογικότητα συρρικνούται στην «οικονομική» ορθολογικότητα όποια και ορίζεται με τρόπο καθαρά ποσοτικό ως μεγιστοποίηση / ελαχιστοποίηση – μεγιστοποίηση ενός «προϊόντος» και ελαχιστοποίηση του «κόστους». Προφανώς το ίδιο το καθεστώς αποφασίζει για το τί είναι ένα προϊόν -και πώς αυτό το προϊόν θα εκτιμηθεί- όπως αποφασίζει για το ποια θα είναι τα διάφορα «κόστη» και ποιο το ύψος τους.
Άς σημειώσουμε ότι ή σχετικότητα του εσχάτου κριτηρίου είναι γνωστή τουλάχιστον από τον Max Weber, για να μη φτάσουμε ως τον Ηρόδοτο. Κάθε κοινωνία θεσμίζει τον θεσμό της και συγχρόνως τη «νομιμοποίηση» του.
Αυτή η νομιμοποίηση, όρος αδόκιμος, δυτικός, παραπέμπων ήδη σε μια «ορθολογικότητα», είναι σχεδόν πάντα υπόρρητη, ή καλύτερα ταυτολογική· οι διατάξεις της Παλαιάς Διαθήκης ή του Κορανίου βρίσκουν τη δικαιολόγηση τους μέσα σ’ αυτό ακριβώς που διακηρύσσουν -ότι «ένας μόνον Θεός υπάρχει, ο Θεός», και του οποίου εκπροσωπούν τον λόγο και την θέληση. Σε άλλες περιπτώσεις -τις αρχαϊκές κοινωνίες-, βρίσκουν τη δικαιολόγηση τους στο γεγονός ότι εδόθησαν από τους προγόνους, οι όποιοι πρέπει να χαίρουν σεβασμού και τιμής κατά θεσμικήν επιταγή.
Εξίσου ταυτολογική είναι ή «νομιμοποίηση» του καπιταλισμού μέσω της ορθολογικότητας· ποιος, έκτος ίσως από έναν ποιητή ή έναν μυστικιστή, μέσα σ’ αυτήν την κοινωνία, θα τολμούσε να αντιταχθεί στην «ορθολογικότητα»;
Αυτός ό κύκλος της θέσμισης δεν είναι, ασφαλώς, παρά ένας βαθμός στον κύκλο της δημιουργίας. Ή θέσμιση δεν μπορεί να υπάρξει αν δεν εξασφαλίσει προηγουμένως την ύπαρξή της, και ή ωμή βία είναι συνήθως ανίκανη να εκπληρώσει αυτόν το ρόλο πέρα από σύντομες περιόδους. ’Άς ανοίξουμε μια παρένθεση, κι ας διερωτηθούμε τί θα γινόταν από αυτήν την άποψη σε μια κοινωνία αυτόνομη, δηλαδή σε μια κοινωνία πού θα ήταν ικανή να θέτει υπό αμφισβήτηση με τρόπο ρητό και διαυγή τους ίδιους της τούς θεσμούς. Με μία έννοια δεν θα μπορέσει προφανώς να βγει από αυτόν τον κύκλο. Θα διαβεβαιώνει ότι ή κοινωνική και συλλογική αυτονομία «αξίζει/ισχύειι».
Ασφαλώς, θα μπορέσει να δικαιώσει εκ των υστέρων την ύπαρξή της μέσω των έργων της, μεταξύ των οποίων και ό ανθρωπολογικός τύπος τού αυτόνομου ατόμου πού θα δημιουργήσει. Αλλά ή θετική αποτίμηση αυτών των έργων θα εξαρτηθεί και από κριτήρια, και γενικότερα από κοινωνικές φαντασιακές σημασίες πού ή ίδια θα έχει θεσμίσει. Τούτο, για να υπενθυμίσουμε ότι σε τελευταία ανάλυση κανένα είδος κοινωνίας δεν μπορεί να βρει τη δικαιολόγηση του έξω από τον εαυτό του. Δεν μπορούμε να βγούμε από αυτόν τον κύκλο, και δεν βρίσκεται εκεί το θεμέλιο μιας κριτικής τού καπιταλισμού.
Πρέπει να σημειωθεί ότι την τελευταία περίοδο οι εντεταλμένοι ιδεολόγοι εγκατέλειψαν τελικά την φιλοδοξία να δικαιολογήσουν ή να νομιμοποιήσουν το καθεστώς· παραπέμπουν απλώς στην χρεοκοπία του «υπαρκτού σοσιαλισμού» -ως εάν οι δραστηριότητες τού Λαντρύ να δικαιολογούσαν τις δραστηριότητες τού Σταβισκύ “και στα αριθμητικά μεγέθη της «ανάπτυξης», εκεί όπου εξακολουθεί να υπάρχει. Άλλοτε ήταν πιο θαρραλέοι, όταν έγραφαν συγγράμματα περί Welfare Economics, για Τα οικονομικά της ευημερίας. Είναι αλήθεια επίσης ότι ή αξιολύπητη κατάσταση των επαγγελματιών τέως κριτικών τού καπιταλισμού (μαρξιστών ή αυτοαποκαλούμενων έτσι) επιτρέπει σ’ αυτούς τούς ιδεολόγους, εν πλήρει συμφωνία με το πνεύμα της εποχής, να θέτουν κατά μέρος κάθε αξίωση σοβαρότητος.
Ή κριτική μας πάντως θα είναι ουσιαστικά εκ των έσω· θα προσπαθήσει να δείξει ότι στο θεωρητικό επίπεδο οι κατασκευές της ακαδημαϊκής πολιτικής οικονομίας στερούνται ειρμού ή στερούνται νοήματος ή έχουν ισχύ μόνο για έναν κόσμο πλασματικό, και ότι στο εμπειρικό πεδίο ή πραγματική λειτουργία της καπιταλιστικής οικονομίας ελάχιστη σχέση έχει με 6,τι λέει ή «θεωρία». Με άλλα λόγια, θα κάνουμε κριτική τού καπιταλισμού σύμφωνα με τα δικά του κριτήρια. Η διερεύνηση θα εστιασθεί σε τέσσερα μέρη:
- Η κοινωνικοϊστορική ιδιαιτερότητα και σχετικότητα της καπιταλιστικής θέσμισης.
- Ή θεωρητική ιδεολογία της καπιταλιστικής οικονομίας.
- Ή ενεργός πραγματικότητα της καπιταλιστικής οικονομίας.
- Οι συντελεστές της παραγωγικής αποτελεσματικότατος της καπιταλιστικής κοινωνίας και της κοινωνικοιστορικής της αντοχής.
***
* Revue Internationale de Psychosodologie, 1997, τ.Ill, τευχ. 8
Κείμενο πού εκφωνήθηκε στο συνέδριο τού CIRFIP με θέμα την «Εργαλειακή ορθολογικότητα και κοινωνία» τον ’Οκτώβριο του 1996, υπό τον τίτλο: «Σημειώσεις για μια κριτική της “ορθολογικότητας” του καπιταλισμού». Ή παρούσα έκδοση, σημαντικά επαυξημένη και επεξεργασμένη, οφείλει πολλά στις κριτικές παρατηρήσεις του φίλου μου Βασίλη Γόντικα.
Κορνήλιος Καστοριάδης – Η ορθολογικότητα του καπιταλισμού
Μετάφραση: Κώστας Σπαντιδάκης Ζωή Χριστοφίδου – Καστοριάδη
by Αντικλείδι , https://antikleidi.com
ΠΗΓΗ:
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.