Η κυβέρνηση πρόσφερε στο πιάτο την ευκαιρία στον Ερντογάν να αμφισβητήσει την εθνική μας κυριαρχία
Του Γιώργου Καραμπελιά από την Ρήξη φ. 139
Ο κυριότερος λόγος για τον οποίο είχαμε απορρίψει εξ αρχής κάθε πιθανότητα συνεργασίας με τον ΣΥΡΙΖΑ, ήδη από το φθινόπωρο του 2014, δεν ήταν τόσο οι προβλέψεις μας για τις καταστροφικές συνέπειες της διαχείρισής του, στο ζήτημα της οικονομικής κρίσης, όσο η βαθιά πεποίθησή μας ότι η άνοδός του στην εξουσία θα σηματοδοτήσει αναπόφευκτα μια συρρίκνωση της εθνικής κυριαρχίας της χώρας, η οποία πολύ δύσκολα θα ήταν δυνατό να αναστραφεί, προκαλώντας έτσι ανεπανόρθωτες καταστροφές σε ένα ελληνισμό που, ούτως ή άλλως, βρισκόταν σε βαθύτατη παρακμή.
Και τις συνέπειες τις έχουμε ήδη προσμετρήσει στο προσφυγικό/μεταναστευτικό, όπου άνοιξαν τον δρόμο για τη σταδιακή ισλαμοποίηση της χώρας, στην καταστροφή της ελληνικής εκπαίδευσης, στην επισημοποίηση του εθνομηδενισμού ως εθνικής ιδεολογίας. Πάνω απ’ όλα, όμως, φοβόμαστε ότι η δραματική απομείωση της εθνικής ισχύος της χώρας, στο οικονομικό και γεωπολιτικό πεδίο, θα οδηγούσε σε υπόθαλψη και ενίσχυση του τουρκικού επεκτατισμού σε Κύπρο, Αιγαίο και Θράκη.
Και αν, μέχρι σήμερα, σε όλους αυτούς τους τομείς, δεν υπήρξε ήδη κάποια σημαντική επιδείνωση της ελληνικής θέσης, αυτό οφείλεται μόνο και μόνο στο ότι η Τουρκία αντιμετώπιζε η ίδια τεράστια προβλήματα, τόσο με τον πόλεμο στη Συρία όσο και με την κουρδική εξέγερση, το ισλαμικό κράτος και τις τρομοκρατικές επιθέσεις του στο έδαφός της, την αντιπαράθεση με το Ισραήλ και την όξυνση των εσωτερικών συγκρούσεων που οδήγησαν και στο πραξικόπημα εναντίον του Ερντογάν, το καλοκαίρι του 2016. Παράλληλα, οι αρνητικές –ταυτόχρονα– σχέσεις του τόσο με την Αμερική του Ομπάμα όσο και με την Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και τη Ρωσία –που οδήγησαν προς στιγμή ακόμα και στα πρόθυρα πολεμικής σύρραξης, μετά την κατάρριψη του ρωσικού αεροπλάνου– δημιουργούσαν μια ασφυκτική πραγματικότητα για την ισλαμική κυβέρνηση του Ερντογάν, η οποία και δεν της επέτρεπε να ξεδιπλώσει όλη την επιθετική της στρατηγική έναντι της Ελλάδας.
Σήμερα, όμως, τα πράγματα έχουν αλλάξει. Κατ’ αρχάς, στο εσωτερικό μέτωπο, με την καθολική επικράτηση του Ερντογάν έναντι των αντιπάλων του και την ανακήρυξή του σε πρόεδρο-σουλτάνο, έπαψε να κινδυνεύει με άμεση αμφισβήτηση ή ανατροπή, ενώ συνέτριψε, έστω πρόσκαιρα, για άλλη μια φορά, το κουρδικό αντάρτικο στο εσωτερικό της Τουρκίας. Με τη συμμαχία του με τον Πούτιν και το Ιράν, βρέθηκε με την πλευρά των νικητών, έστω πρόσκαιρων, στη μεσανατολική σύγκρουση. Αυτό του επέτρεψε να παρέμβει και στη Συρία, με τις ευλογίες του Πούτιν, και, σε συμμαχία με τους σιίτες-πρώην αντιπάλους του στο Ιράκ, να ξεδοντιάσει το περιβόητο αυτόνομο κουρδικό κράτος του ιρακινού Κουρδιστάν, αποτρέποντας άμεσα την επιδείνωση του κουρδικού κινδύνου.
Αν σε αυτά προσθέσουμε και το γεγονός ότι ο Τραμπ, σε αντίθεση με το παραδοσιακό κλιντονικό σύστημα των ΗΠΑ, καλοβλέπει στην πραγματικότητα τον Ερντογάν, μπορούμε να διαπιστώσουμε πως η συγκυρία, τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα, έχει μεταβληθεί σε θετική κατεύθυνση για την τουρκική εξουσία. Και τα σημάδια είναι άσφαλτα. Τουρκική παρουσία στο εσωτερικό της Συρίας, συμφωνία για αγορά των αεροπλάνων Στελθ από τους Αμερικανούς και, κυρίως, η αγορά των S-400 από τους Ρώσους, καθώς και η συμφωνία για εγκατάσταση δύο πυρηνικών εργοστασίων.
Σε αυτές τις συνθήκες, ο Ερντογάν μπορεί «να ασχοληθεί» και πάλι πιο απερίσπαστος με την Ελλάδα. Επιτάχυνση των συνομιλιών που θα κατοχυρώσουν οριστικά την κατοχή της Κύπρου, πολλαπλασιασμός των επιθετικών ενεργειών στο Αιγαίο, που ανέβηκαν και πάλι σε δυσθεώρητα ύψη, και προπαντός εφαρμογή του σχεδίου «Θράκη»: Δηλαδή, της μεταβολής της ελληνικής Θράκης σε μία ιδιότυπη περιοχή διπλής κυριαρχίας, προετοιμάζοντας, μέσω αυτής, τον έλεγχο όλης της βόρειας Ελλάδας και την οριστική μεταβολή της Ελλάδας, στο σύνολό της, σε νεο-οθωμανικό προτεκτοράτο.
Οι επαναλαμβανόμενες, τους έξι τελευταίους μήνες, προκλητικές αποβάσεις Τούρκων ηγετών στη Θράκη, με αποκορύφωμα εκείνη του Ερντογάν που, την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί, σηματοδοτούν το άνοιγμα του δευτέρου μετώπου αμφισβήτησης της ελληνικής κυριαρχίας από την Τουρκία έναντι της Ελλάδος, μετά την Κύπρο, και θα ακολουθήσει πολύ σύντομα και το τρίτο μέτωπο, δηλαδή τα νησιά του Αιγαίου. Εξ ου και, τον τελευταίο χρόνο, οι μόνιμες και συστηματικές αναφορές του Ερντογάν στην αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάνης.
Σε αυτές τις συνθήκες, ο θίασος των προθύμων μεσολαβητών του Τραμπ και της Μέρκελ βρήκε τη στιγμή να «αναβαθμίσει», όπως πίστευε, τη θέση του ως ο προνομιακός δίαυλος της επαφής μεταξύ Τουρκίας και Δύσης, όπως τον διέταξαν οι εντολείς του. Η πρόσκληση στον Ερντογάν να επισκεφθεί την Ελλάδα έγινε αμέσως μετά την επίσκεψη Τσίπρα στον Τραμπ και σε ταυτόχρονη συνεννόηση με τους Γερμανούς, που, εξαιτίας τόσο του προσφυγικού όσο και των τεράστιων εμπορικών σχέσεων με την Τουρκία, ήθελαν να κρατήσουν ανοιχτό τον δίαυλο επικοινωνίας μαζί της, στον βαθμό μάλιστα που ενισχύονται οι σχέσεις Τουρκίας-Ρωσίας.
Έτσι, πραγματοποίησαν, ως μη όφειλαν, αυτή την περιβόητη πρόσκληση, προσφέροντας στον Ερντογάν, κυριολεκτικώς στο πιάτο, την ευκαιρία να αμφισβητήσει, στο ίδιο το εσωτερικό της Ελλάδας, τα σύνορά μας (γιατί μόνο αυτό σημαίνει αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάνης) και, ακόμα χειρότερα, να του ανοίξει τον δρόμο για τη δημιουργία μειονοτικού ή και αποσχιστικού κινήματος στη Θράκη, με την παρουσία του εκεί.
Και βεβαίως, ο Ερντογάν δεν έχασε την ευκαιρία. Εκ προοιμίου, με μια υπολογισμένη μεθόδευση, με τη συνέντευξή του στον Α. Παπαχελά, κατέδειξε πως οι σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας δεν είναι οι «σχέσεις της Δύσης με την Τουρκία», όπως φαντασιώνονταν οι Μετερνίσκοι της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας, αλλά οι σχέσεις μιας ισχυρής Τουρκίας με την αποδυναμωμένη και απειλούμενη Ελλάδα. Η αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάνης και οι διεκδικήσεις στη Θράκη βρέθηκαν πρώτα ζητήματα στην ατζέντα του Ερντογάν.
Και αντί, έστω την ύστατη στιγμή, να ακυρώσουν την έλευση του Ερντογάν στην Αθήνα, όπως θα έκανε κάθε κυβέρνηση που σέβεται τον εαυτό της και τιμά την αξιοπρέπεια της χώρας της, συνέχισαν την ιλαροτραγωδία με αυτά που συνέβησαν την Πέμπτη, 7 Δεκεμβρίου, στην Αθήνα. Κάτω από συνθήκες αποκλεισμού όλης της πόλης, επειδή έρχεται ο Σουλτάνος, με μέτρα που ξεπερνούσαν και αυτά που είχαν παρθεί για τον Ομπάμα, έφεραν στην Αθήνα τον Ερντογάν για να επαναλάβει, με το ισλαμοφασιστικό θράσος του, όλα όσα είχε πει στη συνέντευξή του.
Εν τέλει, υποχρεώθηκαν και οι ίδιοι, μπροστά στην ανοιχτή προσβολή, να αντιδράσουν σπασμωδικά και να αφήσουν τον Ερντογάν, εκπρόσωπο μιας χώρας που έχει σφαγιάσει τον μικρασιατικό ελληνισμό, να μας ζητάει και τα ρέστα για τους «συμπατριώτες» του στη Θράκη. Και η κατάσταση εξελίχθηκε σε τραγελαφική, καθώς η περιβόητη επίσκεψη για τη «βελτίωση» των ελληνοτουρκικών σχέσεων μεταβλήθηκε σε ανοιχτή ανακοίνωση της ανειρήνευτης σύγκρουσης ανάμεσα στον τουρκικό επεκτατισμό και τους Έλληνες.
Έτσι, η επίσκεψη του Ερντογάν απέκτησε όντως ιστορικές διαστάσεις, όπως ισχυρίστηκε ο αγράμματος πρωθυπουργός. Κατέδειξε πως περνάμε σε μια νέα φάση των σχέσεων Ελλάδας-Τουρκίας, όπου, χωρίς προσχήματα πια, θα τεθεί το δίλημμα αντίστασης ή επιστροφής κάτω από την οθωμανική κυριαρχία, 200 χρόνια μετά την Επανάσταση του 21 και 100 χρόνια μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους και τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Με αυτή την Τουρκία, τη φυλακή των λαών, δεν υπάρχει περιθώριο φιλικών σχέσεων αλλά μόνο αντίσταση απέναντι σε όλους εκείνους που, εδώ και δεκαετίες, κηρύσσουν δήθεν τον κατευνασμό, δηλαδή την άνευ όρων υποταγή.
ΠΗΓΗ: http://ardin-rixi.gr
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.