Ἄπειρες φορὲς, ἡ πρὸ Κρίσης ἐποχὴ ἔχει κατακριθεῖ ὡς μιὰ ἐποχὴ ἀστακομακαρονάδας καὶ τηλεθέασης. Αὐτὸ δὲν εἶναι λανθασμένο. Οὔτε εἶναι λανθασμένη ἡ ἐπισήμανση ὅτι οἱ περισσότεροι ἐπικριτές (Μνημονιακοὶ καὶ ἀριστεροί, ἐπίσης μνημονιακοὶ ἢ μή) κατέκριναν ἑτεροχρονισμένα τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, μετὰ το 2010. Προηγουμένως, οἱ μὲν μὴ Ἀριστεροὶ καυχῶνταν ποὺ γιὰ πρώτη φορὰ στὴν σύγχρονη Ἑλλάδα ἀκοῦμε Μότσαρτ ἢ ἀνήκουμε στὸ «κλὰμπ τῶν ἰσχυρῶν» (τὴν «ἰσχυρὴ Ἑλλάδα»)· οἱ δὲ Ἀριστεροὶ κλαίγονταν ὅτι φτωχαίνουμε (μιὰ ματιὰ στὶς ἐφημερίδες καὶ τὰ κλάματα τῶν τοτινῶν ἐπαναστατῶν ἀρκεῖ) –ἐνῶ οἱ μισθοὶ αὐξάνονταν καὶ ἡ κουτσὴ Μαρία πήγαινε μήνα τοῦ μέλιτος στὸ Παρίσι, ἐνῶ ἡ πλούσια χωριάτισσα διακοπὲς σὲ ἐξωτικὰ νησιά.
Τὸ παράδοξο, εἶναι ὅτι ὅπως ὅλα τὰ «θετικὰ» μεγέθη αὐξάνονταν (κατανάλωση μπιφτεκιοῦ, ἀγορὰ αὐτοκινήτων, καλὲς ἰατρικὲς ὑπηρεσίες κ.λπ.), ἔτσι αὐξάνονταν καὶ τὰ «πολιτιστικὰ ἀγαθά» στὴν ἐποχή, ἂς ποῦμε χονδρικὰ ἀπὸ τὸ 1996 ὣς τὸ 2009. Εἴτε αὐτὰ ἀφοροῦσαν τὶς ἠχογραφήσεις ποὺ διέσωζαν ἀπὸ τὴ λήθη τὴ μουσικὴ τῶν χωριῶν εἴτε τὴν αὐξημένη πώληση κλασσικῆς καὶ ἄλλης μουσικῆς ποὺ σὲ ἀνεβάζει στὰ πνευματικὰ ὕψη μὲ τὴν ποιότητά της. Εἴτε τὶς (αὐτο)ἐκδόσεις ποιημάτων, βιβλίων περὶ παντὸς ἐπιστητοῦ· μεταφράσεις μεγάλων εὐρωπαϊκῶν ἔργων ποὺ ἔφερναν σὲ ἐπαφὴ τὸ ἑλληνικὸ κοινὸ μὲ θεμελιώδη ζητήματα τῆς δυτικῆς σκέψης. Γνωριμία μὲ τὸν παγκόσμιο ἐξωτικὸ πολιτισμό. Ἐφημερίδες ἄπειρες, γιὰ νὰ λέει τὴ γνώμη του ὁ ὣς καὶ τὸ ’80 δίχως δικαίωμα λόγου πολίτης ποὺ ἔβλεπε ΕΡΤ. Λογοτεχνία ἄπειρη, παγκόσμια καὶ ἑλληνική. Ἐκθέσεις καὶ ξανὰ ἐκθέσεις, μουσεῖα, παραστάσεις, ἐκδηλώσεις, θέατρα. Ἀκόμη καὶ ὁ διαδικτυακὸς ἀναλφαβητισμὸς ἦταν στὸ στόχαστρο, καὶ ἐπιδοτεῖτο ἡ πρόσβαση τῆς Ἄνω Ραχούλας στὸ διαδίκτυο· προτοῦ ὁ ἴδιος τελάλης ἀποφανθεῖ ὅτι τὰ παιδιὰ ζαβλακώνονται ἀπὸ τὸν Η/Υ καὶ τὸ δίκτυο.
Λοιπόν, τί ἀπέμεινε ἀπὸ ὅλα αὐτὰ καὶ γιατί δὲν ἐκπολίτισε τὴν κοινωνία, ὅπως ὑποστηριζόταν στὰ καλὰ ἐκεῖνα χρόνια; Γιατὶ μὲ τέτοιο καταιγισμὸ κυριακάτικων «προσφορῶν», ἔστω καὶ τὸ 20% νὰ ἔμενε κτῆμα, θὰ ἤμασταν πιὸ πεπολιτισμένοι. Ἡ μία ἐξήγηση εἶναι ὅτι ὁ Ἕλληνας εἶναι φύσει ἀνεγκέφαλος κι ἀνεπίδεκτος μαθήσεως. Δυστυχῶς, ἡ ἐξήγηση αὐτὴ δόθηκε ἀρκετὰ μεταγενέστερα κι ἔτσι χάνει τὴν ἀξιοπιστία της: Ὅπως καὶ μὲ τοὺς πολιτικοὺς ποὺ θὰ μᾶς ἔσωζαν ἀπὸ τὰ λάθη τους, συνήθως οἱ πνευματάνθρωποι ποὺ τώρα ἐξηγοῦν ἔτσι τὰ πράγματα, τότε δὲν ἦταν περιθωριακοὶ ἀλλὰ κυρίαρχοι -ἐννοῶ ἡ ἰδεολογία τους. Ἡ ἄλλη ἐξήγηση εἶναι ὅτι ἡ τέχνη κι ἡ κουλτούρα δὲν ὑπάρχουν γιὰ νὰ ἐκπολιτίζουν ἢ νὰ σὲ κάνουν καλύτερο. Κι ἐδῶ, ὑπάρχει ἡ ἴδια ἔνσταση μὲ τὴν προηγούμενη ἐξήγηση. Ἂν ἦταν ἔτσι, γιατί τόση ὑπερηφάνεια πρὸ Κρίσης γιὰ τὶς ἐκδόσεις, γιὰ μουσικές, γιὰ τὸν πνευματικὸ ὀργασμό; Ἀλλὰ εἶναι καὶ μιᾶς μορφῆς ἀπέκδυση εὐθυνῶν. Ὁ Κ. Κουτσουρέλης γράφει: «Δουλειά της λογοτεχνίας δεν είναι να δασκαλεύει ηθικοπλαστικώς τον αναγνώστη της, αλλά να τον διδάσκει, πάει να πει να του δείχνει τη φύση του. Όχι να του λέει τι να κάνει, αλλά να του αποκαλύπτει, ως αποστακτήρας της συλλογικής πείρας, τι είναι σε θέση να κάνει. Και μετά, να τον αφήνει ελεύθερο να πάρει τον δρόμο του. Η μεγάλη λογοτεχνία δεν ηθικολογεί, όπως το κάνουν οι θεολόγοι και οι διδάχοι. Δεν αποκρύπτει τα τέρατα, δεν αποσιωπά τις αιματοχυσίες, δεν αναζητεί την έσχατη σωτηρία και λύση. Δεν δίνει οδηγίες. Συμπονεί τα θύματα αλλά και τους θύτες. Δεν ιδεολογεί, μας συμφιλιώνει με τον κόσμο. Μας ανοίγει τα μάτια ώστε να δούμε οι ίδιοι το φωτεινό μειδίαμα του κύματος ή τα σκοτεινά δάκρυα των πραγμάτων». Αὐτὴ ἡ ἐστὲτ περιφρόνηση τῆς θεολογίας γιὰ νὰ μὴν πῶ τοῦ πλατωνισμοῦ κι ὁλόκληρης τῆς φιλοσοφίας, μήπως δὲν εἶναι παρὰ τὸ φίδι ποὺ κυνηγᾶ τὴν οὐρά του, ἀφοῦ δείχνει μὲ ὡραῖα ταιριασμένα λόγια ὅ,τι συνέβαινε καὶ θὰ συμβαίνει στὰ ἀνθρώπινα; Ὁ Ἄνθρωπος εἶναι ἤδη συμφιλιωμένος καὶ ἀσυμφιλίωτος μὲ τὸν κόσμο, πολὺ περισσότερο ἀπὸ ὅσο φαντάζεται κάποιος. Δὲν τοῦ χρειάζεται ἡ λογοτεχνία (γενικά, ἡ τέχνη) ἂν τὸ ζήτημα εἶναι μιὰ σούμα δακρύων καὶ γέλιου ἢ μιὰ «εὐγενικὰ ψύχραιμη ἀποτίμηση τῆς ζωῆς» ἢ ὁτιδήποτε «ἀνθρώπινο, πολὺ ἀνθρώπινο». Ἔπειτα, αὐτὸς ὁ σχετικισμὸς ποὺ τάχα ἐξυψώνει ἢ ἐξημερώνει… Καί, τέλος πάντων, τὴ θέση ὅτι ὁ ἄνθρωπος μένει πάντα ὁ ἴδιος αὐτὸς ποὺ ξέρουμε (κι ἄρα, ἂς μὴν τὸ ψάχνουμε καὶ πολύ…), ἕνα ἀγγελο-τέρας, τὴν πρωτοακούσαμε καθαρὴ καὶ ξάστερη ἀπὸ τὸν Δημόκριτο, τοὺς σοφιστὲς καὶ τὸν Θουκυδίδη· ὄχι ἀπὸ κανέναν λογοτέχνη ἢ ποιητή, κλασικὸ καὶ μή.
Τρίτη ἐξήγηση: Ὁ «πολιτιζμὸς» μὲ τὸν ὁποῖο κατακλυσθήκαμε γιὰ δύο δεκαετίες δὲν ἦταν ἁπλῶς ἄσχετος μὲ τὸν ἑαυτό μας (κι ἐδῶ βάζω καὶ τὴν πεθαμένη ψαραδο-ἀγροτικὴ παράδοσή μας, ποὺ τὴν ξεφορτωθήκαμε ὅταν ἀγοράσαμε σκυλάκι καὶ βίντεο -ὄχι μόνο τὴ δυτικὴ παράδοση)· ἦταν καὶ πεπαλαιωμένος, ἀπαρχαιωμένος, ἕνα ἀνυπέρβλητο dt αἰώνων παρὰ τὰ ἐντατικὰ μαθήματα. Τόσο ὥστε τὸ νὰ «θαυμάσουμε» τὴν ἀναγεννησιακὴ τέχνη καὶ νὰ «πληροφορηθοῦμε» γι’ αὐτήν, ἢ νὰ διαβάσουμε ἐπιτέλους τὰ ἅπαντα τοῦ [….] ὑπὸ ἄλλες συνθῆκες θὰ μᾶς ἔκανε νὰ σκᾶμε στὰ γέλια –μὲ τὴν τοτινὴ σοβαρότητά μας. Ταυτόχρονα ὅμως, αὐτὴ ἡ «ἐπαφὴ μὲ τὴν κουλτούρα» παγίωσε ἀκόμη περισσότερο ἕναν ἀνύπαρκτο κόσμο, τὸν ἔκανε νὰ φαίνεται ἀκόμη πιὸ πραγματικός. Ὅταν αὐτός, ὅπως κάθε τὶ ἀνύπαρκτο, ἐξαφανίστηκε μιὰ μέρα, μᾶς ἔμειναν στὸ χέρι οἱ μὴ ἠθικολογικὲς προτροπές –ποὺ τὶς ἤξερε κι ἡ γιαγιά μας ἀλλὰ δὲν τὴ ρωτήσαμε (ὅσοι δὲν τὴ ρωτήσατε –καὶ μιλῶ γιὰ γιαγιὲς προνεωτερικές, ὄχι μεγαλωμένες μὲ ΕΡΤ). Προσοχή, δὲν λέω ὅτι ἦταν χάσιμο χρόνου, δὲν λέω ὅτι ἡ αἰσθητικὴ ἀπόλαυση εἶναι μιὰ ἄχρηστη βλακεία, δὲν λέω ὅτι δὲν πρέπει κάποιος νὰ μάθει γιὰ τὶς βάσεις ἑνὸς πολιτισμοῦ. Ἀλλὰ ὅτι οἱ τέχνες καὶ τὰ γράμματα (καὶ τὸ πολὺ Πνεῦμα κι οἱ φιλοσοφίες) δὲν ἦταν παρὰ μιὰ πνευματικὴ ἀστακομακαρονάδα. Βεβαίως, δὲν μὲ ἔπιασε ὁ ἀντιδιανοουμενισμός: Τὰ ἴδια θὰ ἔλεγα καὶ σὲ κάποιον ποὺ διαβάζει χριστιανικὰ «ψυχωφέλιμα ἀναγνώσματα» μὲ τὴν κρυφὴ ἐλπίδα ἢ πεποίθηση πὼς τὸ διάβασμα κάνει ἀπὸ μόνο του καλό. Ἂς μὴν ἀποδίδουμε στὴν ἀστακομακαρονάδα εὐθύνες κι ἂς μὴν τῆς ἀναθέτουμε ρόλους ποὺ δὲν θὰ ἀναθέταμε σὲ μιὰ νόστιμη μακαρονάδα.
ΠΗΓΗ: https://chronographiae.wordpress.com
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.