Παρασκευή 28 Ιουλίου 2017

Για τη συγχώρεση …

Άγγελος Γουνόπουλος

Τραγούδησε λέει η Πάολα, Χατζιδάκι. Πολύ ωραία! Η κοπέλα έχει καλή φωνή και οπωσδήποτε τη δική της χάρη. Η όποια αντιπαράθεση που άνοιξε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για το αν θα έπρεπε ή όχι η Πάολα να τραγουδήσει Γκάτσο-Χατζιδάκι ή για το αν έχει τη φωνή και το «βάρος» για να το κάνει, είναι τουλάχιστον ανούσια. Μπορεί· ο καθένας μπορεί. Και η κριτική επίσης θα ασκηθεί, θετική ή αρνητική, και όλα μια χαρά. 

Ένας Ευαίσθητος Ληστής
Στίχοι:   Νίκος Γκάτσος
Μουσική:   Μάνος Χατζιδάκις

Αν με πηγαίναν αύριο στην κρεμάλα
μανούλα μου μανούλα δόλια μάνα
ξέρω ποιανού το δάκρυ στάλα στάλα
θα `πεφτε από τα μάτια τα μεγάλα
μανούλα μου μανούλα δόλια μάνα

Μια και με γράψανε φονιά
πήρα τον κόσμο παγανιά
και την ζωή σεργιάνι
κακό να κάνω στους κακούς
που εσύ μονάχα τους ακούς
μα ο νους σου δεν τους πιάνει

Στην ερημιά που `χα βρεθεί
με το `να χέρι στο σπαθί
και τ’ άλλο στο βαγγέλιο
ήρθαν μανάδες κι ορφανά
κι είπα το δάκρυ που πονά
να τους το κάνω γέλιο

Μα τώρα που `φτασε η στιγμή
να κλείσουν οι λογαριασμοί
ποιος τάχα θα μπορέσει
να δει πως είχα μια καρδιά
σαν της αγάπης τα παιδιά
και να με συγχωρέσει;
 
Υπάρχει όμως ένα άλλο θέμα για μένα, το μόνο θέμα δηλαδή: η ερμηνεία της Πάολα δε ξεφεύγει από την πρόζα της «πίστας» και συνεπώς νοηματοδοτεί και κατανοεί το τραγούδι, με συγκεκριμένο τρόπο. Έντονες κινήσεις χεριών, εκφράσεις και γκριμάτσες όλο θεατρικότητα και πάθος, κλπ. Διότι, το τραγούδι για την Πάολα εκφράζει μια πονεμένη λαϊκή ψυχή, αλύτρωτη ναι μεν κοινωνικά, αλλά σε σημαντικό βαθμό αυτοδικαιωμένη. Κάτι του στυλ: κάνω την αμαρτία μου γιατί είμαι αυθεντικό και λαϊκό παιδί, λεβέντικα την υποστηρίζω στον εαυτό μου και στους άλλους για τους οποίους εξάλλου και θυσιάστηκα, όμως η κοινωνία δε με κατάλαβε και με πάνε στην κρεμάλα, ενώ το δίκιο θα μου το δώσει πάλι η δόλια μάνα. Εντέλει, ωραία πλάσματα είναι τα αμαρτωλά, τα ολίγον αλητάκια, και η μάνα βρίσκεται εκεί για να καταλαβαίνει αυτή και μόνο, ό,τι η κοινωνία αγνοεί και σκληρά καταδικάζει ...
Το τραγούδι όμως έτσι γίνεται εν πολλοίς αυτοαναφορικό, όπου ο δικαιωμένος «αλητάκος» είναι και ο πιο αυθεντικός άνθρωπος, αυτός που πραγματικά νοιώθει, αισθάνεται και τραγουδά την κοινωνική αδικία και κυρίως το μεγαλείο της μάνας, που αν και πληγώθηκε να βλέπει το παιδί της στο απόσπασμα και τον σταυρό του μαρτυρίου που η κοινωνία το έβαλε για τις επιλογές του, εντέλει και πάντα μόνο αυτή, το συγχωρεί!
Η εκτέλεση της Πάολα ακολουθεί την μορφή που εγκαινίασε ο Πασχάλης Τερζής, για του οποίου τη φωνή και τις δυνατότητές της, επίσης κανένας λόγος. Τη φωνή τους την συμπληρώνει το εκφραστικό πάθος, η σπινταριστή εκτέλεση με το μπουζούκι να δίνει δαιμονιώδη ρυθμό, ο ειλικρινής συναισθηματισμός, κ.λ.π κ.λ.π. Η ερμηνεία της Πάολα και του Τερζή είναι εντέλει για τη μάνα, που μόνο αυτή καταλαβαίνει ότι το παιδί της, ο «ευαίσθητος ληστής», μπήκε στη ζωή και πάλεψε με τσαγανό με τους ανθρώπους και απέναντι στη μοίρα που του «γράψανε». Στο τέλος, ξαναγυρνά στη μάνα και Παναγιά, και της αναγνωρίζει το μεγαλείο της. Γι΄αυτό και οι δυο τραγουδιστές, κλείνουν την εκτέλεση τους επαναλαμβάνοντας τις στροφές που αναφέρονται στη μάνα, και ειδικότερα τελειώνουν με τη φράση «δόλια μάνα».
Η ερμηνεία όμως του Χατζιδάκι και του Γκάτσου δεν ακολουθεί αυτό το μοτίβο, και δεν τελειώνει με οποιαδήποτε επανάληψη σε κάποιο στίχο ή στροφή. Το τραγούδι εδώ είναι μια αφήγηση χωρίς επαναλήψεις. Εκκινεί από κάπου και πάει κάπου. Τελειώνει με την επιθυμία, τον υπαρξιακό καημό της Συγχώρησης. Διότι το τραγούδι είναι για το ληστή και τη συγχώρηση και όχι για τη μάνα ή τη δικαίωση. Όχι δηλαδή για τη συγχώρηση που δίνει η μάνα στο παιδί της και το παιδί της, της το αναγνωρίζει, όπως στον Τερζή και στην Πάολα, αλλά για τη συγχώρηση ως υπαρξιακή αποκατάσταση του αλύτρωτου ανθρώπου στο σεργιάνι του στον κόσμο.
Η εκφραζόμενη ποιητική του Γκάτσου και η μουσική του Χατζιδάκι είναι τραγική όσο το ελληνικό δημοτικό τραγούδι, είναι θέση ορθόδοξη και παπαδιαμαντική! Ο Γκάτσος γράφει από την οπτική του «ευαίσθητου ληστή», από τον τόπο τον σταυρικό του τραγικού ανθρώπου που επιθυμεί τη λύτρωση, αλλά δε ξέρει που να τη βρει. Ο Χατζιδάκις μελοποιεί με την παπαδιαμαντική απόσταση και αφηγείται την τραγωδία, χωρίς να κρίνει τον ληστή. Το τραγούδι, έχει καημό· δεν έχει συναισθηματισμό. Έχει απορία για το μυστήριο της ζωής και την αμφισημία της, έχει επιθυμία για μια κάποια λύση, αλλά δεν έχει δικαίωση και οριστική λύση.
Αφήγηση λιτή του υπαρξιακού καημού ενός μελλοθάνατου, ενός ανθρώπου στην τελευταία του στιγμή, όπως έγραψε ο Χατζιδάκις στο εισαγωγικό της «Μυθολογίας». Ο άνθρωπος αυτός απευθύνεται στη μάνα του και της αναγνωρίζει πως αυτή θα τον κλάψει. Η δόλια μάνα γίνεται η αναφορά όχι ως το κεντρικό θέμα του ποιήματος, αλλά ως ο εξομολογητής. Ο καημός απλώνεται στον κόσμο όλο.
Αμέσως μετά έρχεται η ίδια η εξομολόγηση και η απορία, καθώς ρωτά ο «ευαίσθητος ληστής», για το «ποιος τάχα θα μπορέσει να δει πως είχα μια καρδιά», ζητώντας κάποιος να κοιτάξει μέσα του, στον πυρήνα της ύπαρξής του, ώστε να σχετιστεί ξανά με τον κόσμο καθώς θα φανερωθεί σε αυτόν ότι υπήρξε με τρόπο άλλον από ότι έχει «γραφτεί».
Αμέσως μετά, δηλώνει τι ήθελε να κάνει, κίνητρο και απολογία μαζί, αφού, «ήρθαν μανάδες κι ορφανά, κι είπα το δάκρυ που πονά, να τους το κάνω γέλιο»· λέει τι έκανε, μαρτυρώντας το σεργιάνι του στον κόσμο, όπου «στην ερημιά που 'χα βρεθεί», είχα«το 'να χέρι στο σπαθί, και τ' άλλο στο βαγγέλιο».
Τέλος, αναρωτιέται «ποιος να με συγχωρέσει», εκφράζοντας τον καημό για τη συμφιλίωση του με τον κόσμο. Το τραγούδι τελειώνει με τον καημό της συγχώρησης…
Ο «ευαίσθητος ληστής» κατανοεί ότι μπορεί και να μην συγχωρεθεί, όχι επειδή τον «γράψανε φονιά» και η μοίρα του είχε δρομολογηθεί, αλλά γιατί η τραγικότητα και η διακινδύνευση του μέσα στην κοινωνική σχέση, αφορά εντέλει τη ψυχή του. Το τραγούδι είναι εξομολόγηση. Ο «ευαίσθητος ληστής» γνωρίζει ότι και αυτός τραγικός σε μια τραγική ζωή, πόθησε το καλό, έκανε και κακό, μοίρασε χαρά και δάκρυ, ριψοκινδύνεψε τη ψυχή του «με το 'να χέρι στο σπαθί, και τ' άλλο στο βαγγέλιο».
Αυτή τη στιγμή της έντασης, όπου η ύπαρξη του ανθρώπου δεν έχει χρόνο παρά να πει τον καημό της, διότι «έφτασε η στιγμή, να κλείσουν οι λογαριασμοί», ο άνθρωπος, αναζητά τον άνθρωπο. Αυτόν που θα μαρτυρήσει στον κόσμο πως υπήρξε κάτι που είχε νόημα για τον κόσμο, «που θα μπορέσει να δει πως είχα μια καρδιά, σαν της αγάπης τα παιδιά» και να τον «συγχωρέσει». Η συγχώρηση λοιπόν είναι το θέμα μας.
Ο ευαίσθητος ληστής, κατανοεί ότι κάπου έχασε το δρόμο. Ανεβαίνοντας το Γολγοθά, πηγαίνοντας στο σταυρό, μιλά όχι για να δικαιωθεί, αλλά για να εξομολογηθεί και να συγχωρηθεί μέσα στον κόσμο. Η μάνα, είναι μάνα. Κείται από κάτω και σπαρακτικά κλαίει, γιατί πονά, γιατί νοιώθει. Ο ληστής ξέρει τι έκανε. Γράφτηκε ληστής, αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Ποιος θα δει όμως πέρα από τη μοίρα και τη γραφή; Ποιος θα δει τον άνθρωπο και τον καημό του, ποιος θα τον συγχωρέσει, για να συγχωρεθεί; Ποιος θα τον αναστήσει από τον σταυρό του; Πάνω στον Γολγοθά, ίσως βρει κάποιον…

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό  Άρδην, τχ 107-108 (Φεβ.- Ιούν. 2017) σελ. 76-77.
Το τμήμα εικόνας το οποίο πλαισιώνει τη σελίδα αποτελεί έργο του Γεωργίου Χατζή.
Πηγή ψηφιακού κειμένου: Aντίφωνο
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.