Του Ντένη Βιλιάρδου
Η Ρωσία ακόμη “πάσχει”, όμως επιβίωσε της σφοδρής επίθεσης των αγορών και της Δύσης. “Ότι δεν μας σκοτώνει μας κάνει πιο δυνατούς” λέει ρήση και στη περίπτωση του ενεργειακού γίγαντα φαίνεται να επαληθεύεται. Έχει κάνει την εμφάνισή του όμως ένα νέο μεγάλο πρόβλημα, μια εγχώρια επιδημία τρομερών διαστάσεων που φαίνεται να είναι εκτός ελέγχου
Η εξωτερική πολιτική σκηνή
Ο “μόνιμος” ρώσος πρόεδρος, έχει πολλά να προσμένει το 2017. Σήμερα, στις 20 του μήνα, ο Ντόναλντ Τραμπ αναλαμβάνει πλέον επίσημα τη θέση του πρόεδρου των Ηνωμένων Πολιτειών (ημέρα ορκωμοσίας), ενώ παράλληλα αποχωρεί (σχεδόν φουριόζος) ο πρώην πρόεδρος, κ. Ομπάμα.
Αμέσως μετά το πέρας των εκλογών, το επιτελείο του κόμματος “Ενωμένη Ρωσία” (το κόμμα του Πούτιν), κρέμασε όλα τα σχετιζόμενα με τον κ. Τράμπ στοιχεία που είχε στη διάθεσή του στον πίνακα με τις πινέζες και αφιερώθηκε στην χαρτογράφηση του νέου σκηνικού ΗΠΑ-Ρωσίας. Στην ατζέντα του κόμματος υπερέχει ένας σημαντικός στόχος: η άρση των κυρώσεων που επέβαλε ο πρώην πρόεδρος Ομπάμα στις αρχές του 2014, δυο μόλις μήνες πριν την έναρξη της ενεργειακής κρίσης που γονάτισε τη Μόσχα.
Με τον μισό πληθυσμό των ΗΠΑ να εναντιώνεται με ζήλο κατά του νέου προέδρου, τα διεθνή μέσα φρόντισαν να ρίξουν και άλλο λάδι στη φωτιά, επιστρατεύοντας όση δημιουργικότητά έχουν στη διάθεσή τους, για να καλύψουν τις ανάγκες αυτού του απογοητευμένου κοινού – εκμεταλλευόμενα την εθνική διαίρεση που έχει δημιουργηθεί (παγκοσμιοποίηση έναντι εθνικισμού), όπως ακριβώς πράξανε και τα ελληνικά μέσα, με στόχο την αύξηση των εσόδων (αριστεράς έναντι δεξιάς, ακριβώς μετά το δημοψήφισμα).
Η στάση αυτή των ΜΜΕ αποδυναμώνει την εικόνα των ΗΠΑ ως αδιαμφισβήτητη υπερδύναμη της σύγχρονης παγκόσμιας κοινότητας. Υπό τέτοιες συνθήκες, η Ρωσία διατηρεί το δικαίωμα να αμφισβητήσει τις κυρώσεις, το εάν δηλαδή θα πρέπει να είναι αποδεκτές από όλους τους δυτικούς εταίρους – και κυρίως από την Ευρώπη, η οποία εξαρτάται από τις εμπορικές συναλλαγές με τη Μόσχα (ενώ έχει επενδύσει και αρκετά χρήματα για την υποστήριξη των συναλλαγών αυτών).
Πέραν των ΗΠΑ όμως, στον ίδιο “πίνακα με τις πινέζες” του ρωσικού επιτελείου, παρελαύνουν μερικά ακόμη εμμέσως σχετιζόμενα στοιχεία: Οι επικείμενες εκλογές της Γαλλίας (23 Απριλίου) καθώς και της Γερμανίας (μεταξύ 27 Αυγούστου και 22 Οκτωβρίου).
Στη Γαλλία, το τοπίο των βασικών υποψηφίων για το “στέμμα” φαίνεται πλέον να έχει ξεκαθαρίσει: Marine Le Pen (Wiki), Francois Fillon (Wiki), Emmanuel Macron (Wiki) και (πιθανότατα) Manuel Valls (Wiki) είναι η βασική “τετράδα”. Η κα. Le Pen τάσσεται φανερά υπέρ των θετικών σχέσεων με τη Ρωσία. Όταν μάλιστα ρωτήθηκε σχετικά από μεγάλα διεθνή ΜΜΕ, ανέφερε μεταξύ άλλον και τα εξής:
“Κάθε φορά που οι μεγάλες πολυεθνικές δεν λαμβάνουν αυτό που θέλουν, το ρίχνουν στις θεωρίες συνωμοσίας και στους κακούς Ρώσους” – “Πιστεύω πως ο κ. Τράμπ και ο κ. Πούτιν μπορούν να επισκευάσουν τις σχέσεις τους και μάλιστα το ελπίζω. Κανένας μας δεν επιθυμεί την αναθέρμανση των εντάσεων μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας, για έναν πολύ βασικό και εγωιστικό λόγο: βρισκόμαστε [η Ευρώπη] στη μέση [γεωγραφικά] μεταξύ των δυο”.
Οι υπόλοιποι τρεις υποψήφιοι τάσσονται είτε ξεκάθαρα υπέρ των θετικών σχέσεων (Fillon), είτε παραμένουν ανοικτοί στο ενδεχόμενο. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον πάντως, ανεξάρτητα από τις προθέσεις του σχετικά με τη Ρωσία, παρουσιάζει ο κ. Macron, ο οποίος εμφανίζεται ως υπέρμαχος της “Ομοσπονδοποίησης” της Ευρωζώνης, ως μοναδική λύση απέναντι στις συνεχώς αυξανόμενες ανισότητες που δημιουργούνται μεταξύ της Βόρειας και της Νότιας Ευρώπης.
Στον αντίποδα, η καγκελάριος της Γερμανίας κα. Μέρκελ φαίνεται να διατηρεί εχθρική στάση απέναντι στη Μόσχα, συνεχίζοντας και επεκτείνοντας τη ρητορική περί Hacking. Στο σημείο αυτό αξίζει να υπενθυμίσουμε, πως παρόμοιοι ισχυρισμοί είχαν παλαιότερα ως αποδέκτη τις ΗΠΑ (επί προεδρίας Ομπάμα). Τότε, γερμανικά δίκτυα πρόβαλλαν τη περίφημη φωτογραφία που δείχνει τη κα. Μέρκελ να κρατά το κινητό σε απόσταση από το αυτί της, διατηρώντας παράλληλα ένα θεατρινίστικο ύφος απογοήτευσης για τον εταίρο της. Η υπόθεση της κατασκόπευσης τελικά “θάφτηκε” από τα Μέσα, όταν απορρίφθηκαν οι ισχυρισμοί της Καγκελαρίου ως αβάσιμοι από το δικαστικό σώμα της ίδιας της Γερμανίας (πηγή).
Ο λόγος που το επιτελείο του κόμματος CDU (Χριστιανοδημοκρατική Ένωση, Wiki) στρέφεται ενάντιας στη Ρωσία είναι φυσικά “λαϊκίστικος”, ενώ το ίδιο ισχύει και για την ξαφνική στροφή της κας. Μέρκελ όσων αφορά το μεταναστευτικό ζήτημα. Η στάση όμως αυτή δεν έχει μόνιμο χαρακτήρα, αφού η χώρα εξαρτάται (συνεργάζεται στην πραγματικότητα) πλέον από τη Ρωσία περισσότερο από κάθε άλλη χώρα, για τους εξής δυο βασικούς λόγους:
(α) Ο αγωγός Nord–Stream: Ο αγωγός Nord-Stream συνδέει τη Ρωσία (Vyborg) με τη Γερμανία (Greifswald) απευθείας. Σήμερα, μπορεί και προμηθεύει 55 δις κυβικά μέτρα φυσικού αερίου στη Γερμανία, ενώ το 2019 έχει προγραμματιστεί η ολοκλήρωση του συνολικού σχεδίου, με τη προσθήκη ακόμη δύο γραμμών που θα αυξήσουν τη δυνατότητα παροχής στα 110 δις κυβικά μέτρα – καλύπτοντας έτσι το 25% σχεδόν των καταναλωτικών αναγκών της Ευρώπης.
Όπως γίνεται αντιληπτό, η Γερμανία σχεδιάζει να μεταμορφωθεί σε κύριο κέντρο αναδιανομής φυσικού αερίου στη περιοχή της Βόρειας Ευρώπης. Ήδη από το φετινό χειμώνα, “άνοστα” δημοσιεύματα κάνανε λόγω για μεταπώληση ενέργειας από τη Γερμανία (και Ολλανδία) προς την Ουκρανία (!), με υψηλότερες όπως ήταν λογικό τιμές. Το ίδιο δημοσίευμα έκανε λόγο για “χαρούμενους Ουκρανούς, που με προθυμία πληρώνουν ακριβότερο το φυσικό αέριο, ως τίμημα για της ανεξαρτησία τους” (πηγή). Χώρες πάντως που προμηθεύουν την Ευρώπη με φυσικό αέριο, όπως η Νορβηγία δια μέσου της Statoil (Wiki), έχουν αρχίσει να αντιτάσσονται στην επέκταση των δυο νέων γραμμών του Nord Stream.
Να σημειώσουμε επίσης πως ο διευθυντής της Nord Stream AG (γερμανικής εταιρίας, με την Gazprom να κατέχει το 51% των μετοχών) είναι ο Matthias Warnig (Wiki), πρώην μέλος της Stasi στην παλιά ανατολική Γερμανία. Πληθώρα δημοσιεύματα φαίνεται να υποστηρίζουν πως διατηρούσε σχέσεις με τον πρόεδρο Πούτιν, την εποχή του τείχους (το ίδιο λέγεται και για τη κα. Μέρκελ). Πρόεδρος της εταιρίας είναι ο Gerhard Schroder, πρώην Καγκελάριος της Γερμανίας (1998-2005), ο οποίος και “έσπρωξε” για τη σύσταση της Nord Stream AG. Ο κ. Schroder τάσσεται ανοικτά υπέρ των θετικών σχέσεων με τη Ρωσία, ενώ συνεχίζει να διατηρεί πολιτική επιρροή στη Γερμανία.
(β) Η Συρία, οι πρόσφυγες και η συμμαχία με τον Ερντογάν: Το στρατηγικό επιτελείο της Μόσχας δεν έχασε χρόνο μόλις αντιλήφθηκε τη μεγάλη ευκαιρία που πρόσφεραν οι εκλογές στις ΗΠΑ. Όταν η προσοχή της υπερδύναμης αποσπάστηκε λόγω της πιθανής εκλογής του κ. Τράμπ, οι ρωσικές δυνάμεις αύξησαν την παρουσία τους στη Συρία και κατάφεραν να υποστηρίξουν με επιτυχία τη φατρία της επιλογής τους (Άσαντ, Wiki).
Παράλληλα, η Ρωσία συμμάχησε (προσωρινά τουλάχιστον) με την βαθιά διχασμένη Τουρκία, την οποία εύκολα προσηλύτισε λόγω των έντονων οικονομικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει. Μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα που βίωσε η γειτονική μας χώρα, η διατήρηση του νέου “δεσμού” Ρωσίας – Τουρκίας ήταν πλέον εύκολη υπόθεση – τουλάχιστον μέχρι να ολοκληρωθεί η εγχώρια “εθνοκάθαρση” που έχει διατάξει ο κ. Ερντογάν.
Το επιτελείο του ενεργειακού γίγαντα βρίσκεται πλέον σε θέση να κάνει χρήση των δύο αυτών στρατηγικών πλεονεκτημάτων. Συγκεριμένα:
Η Γερμανία επιθυμεί να διατηρήσει την Ευρωζώνη “εν ζωή”, καθώς επωφελείται από το αδύναμο ευρώ που της επιτρέπει να συνεχίζει να εξάγει τεράστιες ποσότητες στην ευρύτερη παγκόσμια αγορά. Στη περίπτωση που επέστρεφε στο Μάρκο (το πρώην εθνικό της νόμισμα), ο υψηλός ρυθμός ανάπτυξης (για μια αναπτυγμένη χώρα), θα αύξανε τις χρηματικές ροές προς εκείνη με αποτέλεσμα να βίωνε τεράστια ανατίμηση το νόμισμα της (όπως συμβαίνει σήμερα στις ΗΠΑ). Παράλληλα, επωφελείται και του εντός πλαισίου της νομισματικής ένωσης, επειδή χώρες με διαφορετικό οικονομικό μοντέλο (που έχουν ανάγκη από δικό τους νόμισμα) υποχρεώνονται σε εσωτερική υποτίμηση. Χώρες λοιπόν όπως η Γερμανία, μπορούν από τη μια να δανείζονται με αρνητικά επιτόκια (να πληρώνονται για να δανεισθούν) και από την άλλη να αγοράζουν με έκπτωση (λόγω της εσωτερικής υποτίμησης) ακίνητες και λοιπές περιουσίες σε χώρες της Νότιας Ευρωζώνης.
Η Μόσχα, ως ομοιοπαθής φιλόδοξη χώρα, κατανοεί την πονηριά των Γερμανών και την υποστηρίζει σιωπηλά, επιτρέποντάς της να εξελιχθεί σε κέντρο αναδιανομής φυσικού αερίου του Βορρά – το φυσικό αέριο, είναι μια αγορά ενέργειας, που δεν κινδυνεύει από την επανάσταση των ηλεκτροκίνητων οχημάτων.
Όμως, όντας όπως είπαμε “ομοιοπαθής”, φρόντισε να διατηρήσει και ορισμένα “ασφάλιστρα”, για τη περίπτωση που η γερμανική ηγεσία προσπαθήσει να την προδώσει για δεύτερη φορά μέσα σε 70 χρόνια.
Φρόντισε λοιπόν να πιέσει για την κατασκευή του αγωγού Ρωσία – Τουρκία (Turkish Stream, Wiki), που έρχεται να προστεθεί στον ήδη υπάρχοντα Blue Stream αγωγό (Wiki), αυξάνοντας την επιρροή της στη γειτονική μας χώρα και παρακάμπτοντας τα σχέδια του South Stream (Wiki) που φρόντισαν να μπλοκάρουν όσοι φοβήθηκαν μήπως και χάσουν το πλεονέκτημα της παροχής ενέργειας.
Με τον τρόπο αυτό, η Ρωσία θα μπορεί εύκολα να επεκτείνει το δίκτυο παροχής προς τη Νότια Ευρώπη (σε περίπτωση παύσης του Ευρώ ή της επικράτησης αναρχικών τάσεων στη περιοχή) ανά πάσα στιγμή, αυξάνοντας τη πίεση στη Γερμανία.
Παράλληλα, ο έλεγχος της Συρίας επιτρέπει στη Ρωσία να “διαχειρίζεται” τον αριθμό των προσφύγων που θα καταφθάνουν στα Νότια παράλια της Ευρώπης, με κατεύθυνση κυρίως τις Βόρειες χώρες, ανάμεσά τους και η Γερμανία (γράφημα).
Οπότε μπορούμε εύκολα να καταλήξουμε στο συμπέρασμα, πως η στρατηγική συμμαχία με την “ατίθαση” Τουρκία, είναι μάλλον κάτι παραπάνω από τυχαία επιλογή.
Σε κατάσταση σταθεροποίησης η Οικονομία, αλλά…
Σχετικά τώρα με την κατάσταση της “υγείας” της ρωσικής οικονομίας, μπορούμε να παρατηρήσουμε μια σταθερότητα. Οι αγορές, δηλαδή το συνονθύλευμα όλων όσων αναμειγνύονται με τον κόσμο των επενδύσεων, μας ενημερώνουν πως με βάση τις μέχρι τώρα εξελίξεις και σύμφωνα με τις προβλέψεις των κοινά αποδεκτών αναλυτών, η χώρα θα κινηθεί θετικά μέσα στα επόμενα δυο έτη – μια πεποίθηση που μπορεί να επαληθευτεί με μια γρήγορη ματιά στις αποδόσεις των ομολόγων και των CDS (ασφάλιστρα κινδύνου).
Ακολουθεί ένα συμπύκνωμα γραφημάτων, που έχει επεξεργαστεί καταλλήλως σύμφωνα με τις ιδιαιτερότητες της χώρας (το οικονομικό της μοντέλο) και το οποίο θα μας παρουσιάσει την εικόνα της υγείας της ρωσικής οικονομίας εν συντομία:
*Πατήστε στο διάγραμμα για μεγέθυνση.
- Στο 1ο γράφημα (βλέπε αντίστοιχη αρίθμηση στο συμπύκνωμα γραφημάτων), παρατηρούμε την ποσοστιαία εξέλιξη της ανάπτυξης της ρωσικής οικονομίας (ΑΕΠ). Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός, πως στη πραγματικότητα η ανάπτυξη του ενεργειακού γίγαντα είχε ήδη αρχίσει να επιβραδύνεται προ της έλευσης της ενεργειακής κρίσης και των κυρώσεων που επιβλήθηκαν. Η απότομη πτώση των τιμών του πετρελαίου και του φυσικού αερίου στη συνέχεια, απλώς επιτάχυναν την επιβράδυνση.
- Το 2ο γράφημα, έρχεται να αντιταχθεί στην εικόνα που έχουν σχηματίζει τα διεθνή μέσα σχετικά με την εξέλιξη του χρέους της Ρωσίας. Συγκεκριμένα, σε δημοσιεύματά τους συχνά γινόταν χρήση του δείκτη “Χρέος προς ΑΕΠ”, που έδινε την εντύπωση πως το 2015-16 το χρέος της χώρας αυξήθηκε σημαντικά. Στην πραγματικότητα όμως, το χρέος τη περίοδο αυτή είχε σταθεροποιηθεί. Η παρερμηνεία βασίσθηκε στο γεγονός, πως ο δείκτης Χρέος προς ΑΕΠ, έχοντας ως παρανομαστή το ΑΕΠ, εμφάνιζε αύξηση στο χρέος επειδή η ανάπτυξη βρισκόταν σε κατάσταση συρρίκνωσης.
- Το 3ο γράφημα έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς θα μας αποκαλύψει τον κύριο λόγο που οι αποδόσεις των ομολόγων και CDS αυξήθηκαν απότομα. Ξεκινάμε λοιπόν, με το να εξηγήσουμε πως τα ξένα συναλλαγματικά αποθέματα (αποθέματα σε ξένο συνάλλαγμα δηλαδή) θα μπορούσαν να παρομοιαστούν με τη ρευστότητα που συναντάμε στις επιχειρήσεις. Εάν μια επιχείρηση έρθει αντιμέτωπη με μειωμένη ρευστότητα, κινδυνεύει να χρεοκοπήσει και ας εμφανίζει υγιή ισολογισμό αλλά και σημαντικά καθαρά κέρδη. Κατά παρόμοιο τρόπο, όταν ένα κράτος έχει πρόβλημα ρευστότητας (μειωμένα συναλλαγματικά αποθέματα), ενδέχεται να χρεοκοπήσει εμμέσως. Αυτός ήταν και ο κυριότερος λόγος που πολλά δημοσιεύματα ανά το κόσμο, μιλούσανε για πιθανή χρεοκοπία της Ρωσίας και που οι αποδόσεις των ομολόγων και των CDS αυξήθηκαν κατακόρυφα. Ο λόγος τώρα, που τα συναλλαγματικά αποθέματα της Μόσχας μειώθηκαν τόσο πολύ (βλέπε διάγραμμα), είναι επειδή το οικονομικό επιτελείο της χώρας αποφάσισε να κάνει χρήση αυτών για την αποπληρωμή των εξωτερικών χρεών (δηλ. των χρεών σε ξένο νόμισμα). Το επιτελείο του κόμματος επέλεξε να δράσει κατ’ αυτόν τον τρόπο, επειδή θέλησε να αποφύγει να πληρώσει περισσότερα η χώρα. Και εξηγούμε: Όταν ένα νόμισμα υποτιμάται κατά 50%, αμέσως το χρέος σε ξένο νόμισμα αυξάνεται κατά 100%. Εάν λοιπόν η ρωσική ηγεσία αποφάσιζε να αποπληρώσει το εξωτερικό χρέος κάνοντας χρήση του ρουβλιού, θα πλήρωνε τα διπλάσια. Για αυτό και επέλεξε να αποπληρώσει τα ξένα χρέη της κάνοντας χρήση ξένου νομίσματος, δηλαδή των συναλλαγματικών της αποθεμάτων (δολάρια). Η ίδια όμως αυτή κίνηση, μείωσε δραματικά και απότομα τα αποθέματα και είχε ως αποτέλεσμα να φοβηθούν οι επενδυτές και να υποτιμηθεί ακόμη περισσότερο το ρούβλι (βραχυπρόθεσμα) καθώς και να εκτιναχθούν οι αποδόσεις ομολόγων και CDS – κάνοντας τον δανεισμό από τις διεθνής αγορές πολύ κοστοβόρο και αυξάνοντας για το λόγο αυτό τον κίνδυνο χρεοκοπίας ακόμη περισσότερο.
- Στο 4ο γράφημα απλούστατα επαληθεύουμε αυτό που συχνά έχουμε διαβάσει στο Analyst.gr: Το ότι παρ’ όλο που οι εταιρίες εξόρυξης και παροχής ενέργειας στη Ρωσία μπορούν να αντεπεξέλθουν ακόμη και με τη τιμή του πετρελαίου στα $17/βαρέλι, το δημόσιο δεν μπορεί. Το πρόβλημα με τις χαμηλές τιμές ενέργειας λοιπόν σχετίζεται με τον προϋπολογισμό της χώρας, ο οποίος επιβαρύνθηκε σημαντικά τα τελευταία δυο χρόνια.
- Το τελευταίο γράφημα (5ο), έρχεται να μας λύσει την απορία που σχηματίσαμε όταν μελετήσαμε το πρώτο (1ο), δηλαδή “γιατί η ανάπτυξη της χώρας είχε ήδη αρχίσει να επιβραδύνεται προ της κρίσης στον κλάδο της ενέργειας”. Συγκεκριμένα, στο γράφημα συγκρίνουμε τις “άμεσες” ξένες επενδύσεις (δηλ. επενδύσεις που γίνανε από ξένες χώρες/επιχειρήσεις στη Ρωσία) με τον δείκτη θετικού επιχειρηματικού περιβάλλοντος (δηλ. τον δείκτη που μας δίνει μια ιδέα του κατά πόσο η γραφειοκρατία στη χώρα στέκεται εμπόδιο σε ξένες επενδύσεις). Θα πρέπει κατ’ αρχάς να διευκρινίσουμε, πως με “άμεσες” επενδύσεις, εννοούμε αυτές που γίνονται στην πραγματική οικονομία, πχ. εξαγορές, υποκαταστήματα κλπ., ενώ αποκλείονται οι χρηματιστηριακές επενδύσεις (πχ. επενδύσεις σε ομόλογα, μετοχές κλπ.). Επιπλέον, θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε, πως η πτώση στο δείκτη θετικού επιχειρηματικού περιβάλλοντος, σημαίνει πως το γραφειοκρατικό σύστημα της Μόσχας δυσκολεύει περισσότερο τις νέες επιχειρηματικές δραστηριότητες. Τώρα λοιπόν που γνωρίζουμε τις έννοιες που σχετίζονται με το γράφημα, με μια ματιά μπορούμε εύκολα να καταλάβουμε πως η Ρωσία έχει πάψει να είναι “φιλική” απέναντι σε ξένους επενδυτές – με τις κυρώσεις εκ μέρους της Δύσης να έχουν επιβαρύνει ακόμη περισσότερο την κατάσταση.
Συμπερασματικά λοιπόν, λαμβάνοντας υπόψιν και τη σημαντική μείωση στα επίπεδα κατανάλωσης της χώρας, θα μπορούσαμε να πούμε πως η Ρωσία ακόμη “πάσχει”, αλλά και πως επιβίωσε της σφοδρής επίθεσης των αγορών και της Δύσης. “Ότι δεν μας σκοτώνει μας κάνει πιο δυνατούς” λέει ρήση και στη περίπτωση του ενεργειακού γίγαντα φαίνεται να επαληθεύεται.
Δεν θα συνεχίσω όμως αναλύοντας τις θετικές εξελίξεις της χώρας (όποιος κατέχει ικανοποιητικά την αγγλική γλώσσα, μπορεί να μελετήσει την ανάλυσή μου: “Rating Russia”), αλλά αντιθέτως θα επιστήσω την προσοχή όλων μας σε ένα δημογραφικό πρόβλημα, σε μια επιδημία, που μαστίζει τη Ρωσία (όπως κάποτε μάστιζε τις ΗΠΑ) και που έχει ξεφύγει από τον έλεγχο του επιτελείου της κυβέρνησης: τον ιό HIV (που προκαλεί το AIDS).
Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, τα οποία επαληθεύσαμε επιπλέον με ρωσικές πηγές, ο συνολικός αριθμός των καταγεγραμμένων ασθενών που έχουν προσβληθεί από τον ιό HIV κυμαίνεται από 1,2 – 1,4 εκατομμύρια.
Αναλυτικότερα στοιχεία δείχνουν πως 1 στους 100, ηλικίας από 15 έως 49 ετών, έχει τον ιό HIV στον οργανισμό του. Οι τρόποι μετάδοσης χωρίζονται σε δυο κύριες ομάδες: (α) Μετάδοση από σεξουαλική επαφή (~50%) και (β) μετάδοση από τη χρήση ναρκωτικών (~50%).
Το δεύτερο μέσο μετάδοσης (χρήση ναρκωτικών) ξαφνιάζει για το ποσοστό που καταλαμβάνει, καθώς μας δίνει να καταλάβουμε πως η χρήση των ναρκωτικών στη Ρωσία δεν σπανίζει. Για το λόγο αυτό, αναζητήσαμε τα σχετικά στοιχεία, ενώ συμπεριλάβαμε και τον αριθμό των εξαρτημένων από Αλκοόλ:
Μελετώντας το γράφημα και συνδυάζοντας επιπλέον τα στοιχεία που συλλέξαμε για τον ιό HIV στη Ρωσία, μπορούμε να κατανοήσουμε πως η επόμενη εξαιρετικά σημαντική μάχη του επιτελείου της Μόσχας θα πρέπει να είναι “εσωτερική”.
Μετά από πολλά δημοσιεύματα στον διεθνή και εγχώριο τύπο και με τον ιό HIV να προσβάλει 100,000 κάθε έτος, το Υπουργείο Υγείας της κυβέρνησης αποφάσισε να ασχοληθεί με το σημαντικό αυτό πρόβλημα (τη κρίση επιδημίας καλύτερα). Όμως, η μέχρι τώρα αργοπορία δίνει στο εγχείρημα ελάχιστες πιθανότητες επιτυχίας χωρίς εξωτερική βοήθεια. Με το ρούβλι σε επίπεδα υποτίμησης, το κόστος εισαγωγής φαρμάκων έχει γίνει απαγορευτικό, την ίδια ώρα που οι εγκαταστάσεις και η χρηματοδότηση επιτρέπει τη φροντίδα μονάχα του 30% των μολυσμένων (ποσοστό επί του συνόλου των μολυσμένων που χρήζουν φαρμακευτικής περίθαλψης).
Δύσκολο το κυβερνητικό έργο για κάθε χώρα και η Ρωσία δεν αποτελεί εξαίρεση – απεναντίας μάλιστα.
ΠΗΓΗ: http://www.analyst.gr/
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.