του Λευτέρη Ριζά
Δεν πρόκειται εδώ να ασχοληθώ με τα αποτελέσματα των συνομιλιών για την λύση του Κυπριακού που έγιναν στην Ελβετία και το αδιέξοδο στο οποίο έφθασαν. Δηλαδή την «κατάρρευση» τους, που από την πλευρά μας ήταν αναμενόμενη. Διότι η Τουρκία δεν είναι διατεθειμένη να «χάσει» στα χαρτιά αυτά που «κέρδισε» με τα όπλα – την εισβολή και κατοχή της Βόρειας Κύπρου[1]. Οι διαπραγματεύσεις δεν έφτασαν στο ζήτημα της ασφάλειας της Κύπρου – παρουσία κατοχικών δυνάμεων, εγγυήτριες δυνάμεις κλπ – διότι δεν υπήρξε «πρόοδος», συμφρωνία, στο εδαφικό. Με την εισβολή η Τουρκία κατέλαβε περίπου το 38% του νησιού. Ήταν σαν να έφταναν μέχρι τη Λαμία και να είχαμε εδώ γύρω στα δύο εκατομμύρια εσωτερικούς πρόσφυγες. Να συμφωνούσαμε να μετατραπεί η Ελλάδα σε Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία – δηλαδή να αποδεχόμαστε την εισβολή και την κατοχή, τα «τετελεσμένα» - και να συζητάγαμε για τον εάν η Τουρκία θα οπισθοχωρήσει μερικά χιλιόμετρα κλπ. Δηλαδή όχι να «ξεκουμπιστεί». Ή στην κατοχή από τους Βούλγαρους στη Β. Ελλάδα το 1941-44 να μην αγωνιζότανε ο Ελληνικός λαός να τους διώξει, αλλά να συμφωνούσε σε «ΔΔΟ». Αυτό για να καταλάβουμε περί τίνος γίνεται διάλογος για την λύση του Κυπριακού.
Ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας κ. Νικ. Αναστασιάδης, κάλεσε τους δημοσιογράφους για μια ενημερωτική συνέντευξη τύπου την 4ηΝοεμβρίου. Στην εισαγωγική ομιλία του υπήρξε σαφέστατος.
«Η νέα τάξη πραγμάτων, όπως έχει από το 1977 καθοριστεί, και αποτέλεσε το πλαίσιο διαπραγμάτευσης όλων των προκατόχων μου, διαλαμβάνει την μετεξέλιξη της εσωτερικής δομής του Κράτους της Κυπριακής Δημοκρατία –αποκλειστικά δηλαδή της εσωτερικής πολιτειακής δομής- από ενιαίο σε ομοσπονδιακό σύστημα διακυβέρνησης, στη βάση της διζωνικής, δικοινοτικής Ομοσπονδίας.
Θέλω εξ αρχής να κάνω ξεκάθαρο για πολλοστή φορά πως θεωρώ παντελώς αβάσιμο να προβάλλεται ο ισχυρισμός πως η υπό διαπραγμάτευση λύση θα οδηγήσει σε Συνομοσπονδία και όχι Ομοσπονδία».
Θέλω εξ αρχής να κάνω ξεκάθαρο για πολλοστή φορά πως θεωρώ παντελώς αβάσιμο να προβάλλεται ο ισχυρισμός πως η υπό διαπραγμάτευση λύση θα οδηγήσει σε Συνομοσπονδία και όχι Ομοσπονδία».
Είδατε πόσο «κομψά» και αφοπλιστικά ξεκίνησε με την αποδοχή των «τετελεσμένων» - Η νέα τάξη πραγμάτων – της παράνομης εισβολής και κατοχής της Β. Κύπρου; Που όπως αναφέραμε στο προηγούμενο άρθρο μας [«ΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΚΑΙ ΠΑΛΙ…. ] και τα δύο – εισβολή και κατοχή – είχε καταδικάσει το Σ.Α. του ΟΗΕ με σχετικά ψηφίσματα. Έχουμε πολλές αναφέρει ότι αυτή η κατάσταση ουσιαστικά αναγνωρίστηκε το 1977 όταν ο Μακάριος συνυπέγραψε με τον Ντενκτάς για την δημιουργία Δ.Δ.Ο. Με αυτή την συμφωνία και υπογραφή του, για άλλη μια φορά, ο Μακάριος προχώρησε στην προδοσία των αγώνων των Κυπρίων για την απελευθέρωση τους από τον ζυγό των Τούρκων και μετά Άγγλων κατακτητών τους.
Η κυπριακή πολιτική ηγεσία όλα αυτά τα χρόνια δεν τόλμησε να αμφισβητήσει αυτή την συμφωνία. Όλα αυτά τα χρόνια παραιτήθηκε από τον υπ.αρ. σκοπό ενός πραγματικού αγώνα: αυτού της απελευθέρωσης από τους τούρκους εισβολείς. Που τους άνοιξαν την πόρτα, τους έδωσαν το δικαίωμα να επανέλθουν σε εδάφη που είχαν από χρόνια πια εγκαταλείψει, οι προδοτικές συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου. Που είναι γνωστό ποιοι της υπογράψανε: οι Κωνσταντίνος Καραμανλής (πρωθυπουργός) και Ευάγγελος Αβέρωφ (υπουργός Εξωτερικών) και συνυπέγραψε και ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος. Ο ίδιος ισχυρίστηκε ότι το έκανε μετά από αφόρητες πιέσεις! Άλλοι, πριν από αυτόν, δεν «υπογράψανε» παρά τις αφόρητες πιέσεις που υπέστησαν, την υποστολή της σημαίας του αγώνα τους: στην Κύπρο π.χ. οι Καραολής-Δημητρίου και όσοι βρίσκονται μαζί τους στα «Φυλακισμένα Μνήματα». Ούτε βέβαια ο Αυξεντίου. Ούτε και θρησκευτικοί / εκκλησιαστικοί ηγέτες της Κύπρου που μαζί με τους προκρίτους κατεσφάγησαν πριν από την έναρξη της Επανάστασης του 1821 [2]. Το 1977 ποιες πιέσεις δέχτηκε ο Αρχιεπίσκοπος ώστε να υπογράψει τη νέα καταδίκη της Κύπρου;
Ο κ. Ν. Αναστασιάδης, ο γνωστός «Ανανικός», έχει, όμως, δίκιο. Ο ίδιος βαδίζει τον δρόμο που άλλοι χάραξαν και μέχρι τώρα βάδισαν, για τη λύση του Κυπριακού. Ο αείμνηστος Τάσσος Παπαδόπουλος είπε εκείνο το βροντερό ΟΧΙ στο σχέδιο Ανάν, μπορεί είπε εκείνο το αξέχαστο «Παρέλαβα κράτος διεθνώς αναγνωρισμένο. Δεν θα παραδώσω «κοινότητα» χωρίς δικαίωμα λόγου διεθνώς και σε αναζήτηση κηδεμόνα» , αλλά και εκείνος δεν αμφισβήτησε την Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία – τον θεμέλιο λίθο του σχεδίου Ανάν και κάθε νεώτερου που ακολουθεί. Στο διάγγελμα του για το νέο χρόνο (2007) ως μέσο επίλυσης του κυπριακού συνιστούσε τον διάλογο:
«Η λύση στο Κυπριακό δεν μπορεί να επιβληθεί με τη βία, ούτε με τη δημιουργία εκβιαστικών και πιεστικών διλημμάτων. Μονάχα με ειλικρινή διάλογο μπορεί να βρεθεί μια αμοιβαία αποδεκτή, λειτουργική και βιώσιμη λύση. Τη διεξαγωγή ενός τέτοιου διαλόγου οφείλουν όλοι να ενθαρρύνουν και να στηρίζουν», σημείωνε ότι «παραμένουμε δεσμευμένοι στη λύση της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας» και διαρκώς και δικαίως επαναλάμβανε ότι «το κλειδί της λύσης βρίσκεται στην Άγκυρα. Κανένας διάλογος δεν μπορεί να φέρει ουσιαστικά αποτελέσματα, εάν η Άγκυρα δεν είναι διατεθειμένη να επιτρέψει την καρποφορία του».
Βεβαίως κάνει λάθος όποιος νομίζει ότι η Ελληνοκυπριακή πλευρά συζητάει με την τουρκοκυπριακή, ενώ στην πραγματικότητα συζητάει με την Άγκυρα. Αλλά κάνει επίσης μεγάλος λάθος να νομίζει ότι το πρόβλημα μπορεί να λυθεί πριν από την πλήρη αποχώρηση των στρατευμάτων κατοχής. Αυτό με την σειρά του σημαίνει ότι ο αγώνας είναι αντι-κατοχικός. Άρα πρέπει να εξεταστούν πολύ σοβαρά οι μορφές αυτού αγώνα. Και πάνω στην βάση αυτή μπορεί να γίνει πραγματική συζήτηση και προσπάθεια για μια συνεργασία ελληνοκυπρίων και τουρκοκυπρίων. Αν ο αγώνας δεν οριστεί ως αντικατοχικός – όπως ήτανε ο αγώνας των Κυπρίων ενάντια στην Οθωμανική και Αγγλική Κατοχή τους – που πήρε χαρακτήρα εθνικοαπελευθερωτικό, όπως έγινε στην Ελλάδα τα χρόνια του αντι-κατοχικού αγώνα: Εθνικό απελευθερωτικός από τους ναζί Γερμανούς και φασίστες Ιταλούς και Βούλγαρους. Σε αυτή την βάση επάνω, τότε, προσχώρησαν στις αντάρτικές ομάδες Γερμανοί αντι-ναζί στρατιώτες και Ιταλοί αντιφασίστες.
Μια καθαρή στρατηγική και τακτική δεν υπάρχει από την πλευρά της κυπριακής πολιτικής ηγεσίας και των κυπρίων αγωνιστών που βρίσκονται έξω από κομματικά πλαίσια.
Για να αποφύγουν τέτοια προβλήματα οι Κύπριοι αγωνιστές και τα κόμματα τους, ξεχνώντας ουσιαστικά όλη την ιστορία τους, έχουν ανακαλύψει τον αγώνα για το καλό της «κοινής» πατρίδας. του τόπου, για όλους τους κατοίκους του: ελληνοκύπριους, τουρκοκύπριους, Μαρωνίτες, Λατίνους, Αρμένιους κλπ.
Η επίκληση της «κοινής πατρίδας» αποτελεί ουσιαστικά παγίδα και το μόνο που δικαιολογεί τελικά είναι η εγκατάλειψη του αγώνα. Η «υποταγή» στα κυρίαρχα συμφέροντα και σχέδια. Έχουν υπάρξει και εξακολουθούν να υπάρχουν, στην Ιστορία του Κόσμου μας, πολλές «κοινές πατρίδες». Μετά την υποδούλωση των Ελλήνων στους Τούρκους, γεννήθηκαν εκατοντάδες χιλιάδες Τούρκοι στον ελληνικό χώρο. Που υπήρξε γι αυτούς κοινή πατρίδα με τους υπόδουλους. Το ίδιο συνέβη και με τους υπόλοιπους λαούς της Βαλκανικής που υποδουλώθηκαν στους Τούρκους. Συνέβη σε κάθε περίπτωση κατάκτησης λαού από άλλον λαό. Οι κατακτητές απέκτησαν παιδιά – όχι αναγκαστικά από μικτούς γάμους – που για πατρίδα τους γνώρισαν την κατακτημένη χώρα. Έχουμε σαν παράδειγμα Αγγλο-ινδούς και ινδο-ινδούς. Και πάει λέγοντας. Φτάνουμε στους Νοτιο-αφρικανούς, τους Εβραίους της Παλαιστίνης (Ισραηλίτες), τους Τουρκοκύπριους (όπως παλιότερα τους τουρκοκρητικούς) κλπ. Όλοι αυτοί είχαν μια «κοινή πατρίδα». Άσχετα αν ο γιος ή η κόρη των Άγγλων εποίκων αποικιοκρατών ένοιωθε περήφανη γιατί ήταν Άγγλοι και όχι Ινδοί ή κάτι άλλο. Είχε την ίδια «πατρίδα» με τον κυριαρχούμενο – τον αποικιοκρατούμενο. Που ένοιωθε πρώτα από όλα Ινδός ή ακόμα και Ιρλανδός.
Η «κοινή τους πατρίδα» δεν στάθηκε αρκετή για να σβήσει τη διαχωριστική γραμμή: ξένος – αποικιοκράτης – κυρίαρχος – καταπιεστής από τη μια και από την άλλη τα θύματα της αποικιοκρατίας, της εκμετάλλευσης και καταπίεσης που συνήθως στην μεγάλη τους πλειοψηφία ανήκουν στους ντόπιους /ιθαγενείς. Δηλαδή αυτή τη διαχωριστική γραμμή που ευθύνεται για όλους τους εθνικο-απελευθερωτικούς και αντιαποικιακούς αγώνες και πολέμους. Αν αρκούσε η αναφορά στην «κοινή πατρίδα» δεν θα είχαμε την Επανάσταση του 1821. Δεν θα είχαμε κανένα εθνικο-απελευθερωτικό / αλυτρωτικό αγώνα στα Βαλκάνια. Πουθενά στον κόσμο. Θα μας ήτανε μυστήριο ο αγώνας του Αλγερινού λαού, του Βιετναμικού, κλπ. Ακόμα και ο Αγώνας για την Ανεξαρτησία των βορειο-αμερικάνων από τη μητέρα Αγγλία. Το ότι οι ιθαγενείς αμερικάνοι δεν κατάφεραν να απωθήσουν ή να κυριαρχήσουν πάνω στους αποίκους έχει να κάνει με τη δική τους αδυναμία. Όμως, έστω 500 χρόνια ύστερα παίρνουν την «εκδίκηση» τους σε μια σειρά χώρες της Λατινικής Αμερικής όπου οι ιθαγενείς ευρίσκονται επικεφαλής κυβερνήσεων που αμφισβητούν την εξουσία των λευκών.
Η «κοινή πατρίδα» μπορεί να στεγάζει λοιπόν διαφορετικά ταξικά, εθνικά, φυλετικά, θρησκευτικά συμφέροντα και πολιτισμούς. Μπορεί θαυμάσια να αποτελεί έδαφος ανταγωνιστικής συνύπαρξης αποικιοκρατών και αποικιοκρατούμενων, εκμεταλλευτών και υφιστάμενων την εκμετάλλευση, καταπιεστών και καταπιεζόμενων. Αν ήταν διαφορετικά δεν θα είχαμε ούτε αποικιοκρατία, ούτε νέο-αποικιοκρατία, ούτε αποικιοκρατικό ιμπεριαλισμό. Δεν θα είχαμε συνεπώς ούτε αντι-αποικιακούς, ούτε εθνικοαπελευθερωτικούς και αντι-ιμπεριαλιστικούς αγώνες. Δεν θα είχαμε κι αυτή την πολύ πλούσια «σοδειά» για τους αγώνες αυτούς και στη σχέση τους με το σοσιαλισμό, από έργα των Μαρξ, Ενγκελς, Λένιν, Μάο, Τσε κλπ κλπ. Ούτε αυτή την συμπύκνωση αυτής της σύνθετης πραγματικότητας στο σύνθημα του Μάο: «Τα Κράτη θέλουν Ανεξαρτησία, τα Έθνη Απελευθέρωση και οι Λαοί Επανάσταση».
Σε αυτή την συνειδητή για μερικούς ή ασυνείδητη για πολλούς. σύγχυση, πατάει επάνω ο αποικιοκρατικός και νέο-αποικιοκρατικός ιμπεριαλισμός και εφαρμόζει τα σχέδια του. Όπως π.χ. στην Κύπρο. Σε αυτή την κατεύθυνση μέγιστο στυλοβάτη του στην Κύπρο έχει το ΑΚΕΛ. Που στο όνομα της φιλίας των λαών, που δεν έχουν να χωρίσουν τίποτα – μεγάλη αυταπάτη κι αυτή – όλα θα λυθούν ειρηνικά μεταξύ ελληνοκυπρίων και τουρκοκυπρίων. Έλα όμως που και οι μεν και οι δε – όπως έχει συμβεί στην ιστορία με όλους τους λαούς ενάντια και σε πείσμα των επαναστατικών θεωριών περί αδελφότητας μεταξύ των λαών (φιλοσοφικά έτσι είναι, ακόμα και καθαρά θρησκευτικά) – εκτός από προλετάριοι που «δεν έχουν να χάσουν τίποτα άλλο από τις αλυσίδες τους» - είναι και Έλληνες, Τούρκοι, Γάλλοι, Γερμανοί, Άγγλοι, Σκωτζέζοι, Ουαλοί, Βαλόνοι και Φλαμανδοί, κλπ κλπ. Και είναι αυτοί που είναι πολλά χρόνια πριν γίνουν προλετάριοι. Η «εθνική» ή και «θρησκευτική» τους συνείδηση πάρα πολλές φορές τους υπερκαθορίζει. Όπως π.χ. τους Τούρκους απέναντι στους λαούς που για χρόνια πολλά καταπίεσαν, εκμεταλλεύτηκαν, λεηλάτησαν και έσφαξαν: Έλληνες , Αρμένιους, Κούρδους κλπ κλπ[3].
Στην Κύπρο για χρόνια πολλά οι Οθωμανοί Τούρκοι υπήρξανε – αν και μειοψηφία στον πληθυσμό – η κυρίαρχη κοινωνική / εθνοτική ομάδα. Υπήρξανε δηλαδή η «πλειονότητα», ενώ οι πολυπληθέστεροι έλληνες, η πλειοψηφία, υπήρξανε «μειονότητα»[4]. Οι όροι «πλειονότητα» και «μειονότητα» δεν αναφέρονται αποκλειστικά σε πλειοψηφία και μειοψηφία. Αλλά στην πολιτική και κοινωνιολογία σε σχέση, άσκηση εξουσίας. Αυτό διαφεύγει και από την «προοδευτική» σκέψη. Ένα μικρό και άκρως χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το άρθρο του Μιχάλη Μιχαήλ «Το ψευδοδίλημμα: Ενιαίο κράτος ή ομοσπονδία;» :
«Όταν μιλούμε για ενιαίο κράτος δεν μιλούμε για κάτι γενικό και αόριστο. Μιλούμε για κάτι πολύ συγκεκριμένο. Ενιαίο κράτος είναι η επιστροφή στο κράτος του 1960. Κάποιοι προχωράνε πιο κάτω λέγοντας ότι θα πρέπει να πάμε σε ενιαίο, προβάλλοντας το κράτος του ’60.
Το οποίο έχει βασικούς πυλώνες που δεν αλλάζουν, όπως η απαίτηση ορισμένων να μετατραπούν οι Τ/κ σε μειονότητα. Αν καταργηθεί η δικοινοτικότητα, τότε θα καταργηθούν και άλλα δεδομένα που θα καθιστούν την Κ.Δ. ανενεργή»[5]
Μα οι Τ/κ αν και μειοψηφία ήτανε παλιά η κυρίαρχη ομάδα, δηλαδή η «πλειονότητα» του νησιού. Στην εποχή της Αγγλοκρατίας «υποβιβάστηκαν» σε μειονότητα γιατί δεν ήτανε αυτοί τα αφεντικά του νησιού και τώρα πασχίζουν από μειοψηφία και μειονότητα να καταστούν συγκυρίαρχοι: δηλαδή πλειονότητα. Με λίγα λόγια ο «αετός» του ΑΚΕΛ θέλει σώνει και καλά, δια της πλασματικής εξίσωσης του 18% των τ/κ κατοίκων του νησιού να εξισωθεί πολιτικά, με το 82% και να συγκυβερνά. Δηλαδή θέλει οι Ε/κ να υποβιβαστούν σε μειονότητα. Άκρη με τους ψευτο-διεθνιστές και απόντες από τους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες του κυπριακού ελληνισμού είναι δύσκολο να βρεις[6]. Το πιο «βολικό» θα ήταν φαίνεται να φύγουν όλοι από το νησί!!! Έτσι οι Τ/κ θα μετατρέπονταν σε πλειοψηφία και πλειονότητα άμεσα και το ζήτημα θα λυνόταν, αδελφικά και διεθνιστικά…. Η λύση αυτή δεν συνέβη πουθενά αλλού, παρά μόνο στην Κύπρο. Όσοι λαοί και κράτη απέκτησαν στην ανεξαρτησία τους ποτέ και πουθενά οι πρώην επικυρίαρχοι τους δεν αναγνωρίστηκαν ως ισότιμη κοινότητα. Παντού βεβαίως, ισχύει το διεθνές πια δίκαιο για την προστασία και τα δικαιώματα των μειονοτήτων. Αυτό αρκεί.
Όταν λοιπόν έχει συμφωνηθεί από όλο τον πολιτικό κόσμο της Κύπρου και δεν διαπιστώνουμε έντονη διαφωνία και από τον ίδιο τον λαό – τους ελληνοκύπριους – ότι το μέλλον της Δημοκρατίας τους θα είναι η Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία, τότε ο σημερινός πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας μπορεί με το δίκιο του να λέει στην συνέντευξη τύπου ότι «η ενωμένη Κύπρος θα αποτελείται από δύο συνιστώσες πολιτείες, ισοτίμου καθεστώτος, διευκρινίζοντας έτσι ότι οι εν λόγω πολιτείες δημιουργούνται ή έλκουν τη νομική τους ισχύ μέσα από τις πρόνοιες του Συντάγματος και όχι γιατί προϋπήρχαν», καθησυχάζοντας έτσι όσους φοβούνται ότι θα προκύψει Συνομοσπονδία. Όπως διευκρίνισε μάλιστα:
«..η Συνθήκη δηλαδή Εγκαθίδρυσης του 1960 θα παραμείνει αδιατάρακτη σε ισχύ, ενώ η Κύπρος θα συνεχίσει να είναι μέλος των Ηνωμένων Εθνών, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέλος των διαφόρων διεθνών οργανισμών στους οποίους είμεθα μέλη, ενώ οι διεθνείς συμβάσεις που έχουν υπογραφεί από την ίδρυση της Δημοκρατίας, να είναι επίσης σε ισχύ.
Την ίδια στιγμή από τις μέχρι σήμερα διαπραγματεύσεις προκύπτει ξεκάθαρα πως είναι απόλυτα διασφαλισμένες οι τρεις βασικές αρχές που διακρίνουν τα ανεξάρτητα και κυρίαρχα κράτη σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, δηλαδή απόλυτα διασφαλίζεται η μια και μόνη διεθνής προσωπικότητα, η μια και μόνη κυριαρχία και η μια και μόνη ιθαγένεια».
Η παρουσίαση από μέρους του της προόδου των διαπραγματεύσεων «στα κεφάλαια της Διακυβέρνησης, του Διαμοιρασμού Εξουσιών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Οικονομίας, καθώς επίσης…..σε μικρότερο βαθμό στο Κεφάλαιο του Περιουσιακού…..η διασφάλιση ενός ισχυρού, αποτελεσματικού και λειτουργικού συστήματος διακυβέρνησης, αφού έχει συμφωνηθεί κατάλογος αρμοδιοτήτων του κεντρικού κράτους που περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τις εξωτερικές σχέσεις, τις σχέσεις με την ΕΕ, την αμυντική πολιτική, τη διαχείριση των φυσικών πόρων, τον έλεγχο και την ασφάλεια των χερσαίων, θαλάσσιων και εναέριων συνόρων, τη μεταναστευτική πολιτική και σωρεία άλλων που ανάγονται όχι στη σφαίρα των καθ’ ημέραν προβλημάτων, αλλά στη διασφάλιση των ευρύτερων συμφερόντων του κράτους» και μια σειρά από άλλες λεπτομέρειες τις οποίες ανέφερε οδηγούν στο συμπέρασμα ότι πρόκειται στην πραγματικότητα περί μιας «εσωτερικής» διχοτόμησης, που για λόγους γενικότερων συμφερόντων παρουσιάζεται ως Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία.
Ως προς την «αντιμετώπιση της μεγαλύτερης ανησυχίας του Κυπριακού Ελληνισμού για αλλοίωση της δημογραφικής σύνθεσης του πληθυσμού της Κύπρου, αφού διασφαλίστηκε πως ο δημογραφικός χαρακτήρας της Κύπρου κατά την πρώτη ημέρα της λύσης θα αντικατοπτρίζει, με μια μικρή απόκλιση, την πληθυσμιακή σύνθεση της Κυπριακής Δημοκρατίας του 1960» και μάλιστα, έχει συμφωνηθεί, όπως συμπλήρωσε, «ότι μέσα από την πιο πάνω ρύθμιση διασφαλίζεται όχι μόνο το παρόν, αλλά και το μέλλον, αφού για να αποκτήσει την κυπριακή ιθαγένεια ένας Τούρκος υπήκοος θα πρέπει να προηγηθεί η απόδοση της εν λόγω ιδιότητας σε τέσσερις εξ Ελλάδος καταγόμενους. Αυτό πιστεύω είναι μια πρόνοια που διασφαλίζει τον κυπριακό λαό, Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους». Εξασφαλίζεται έτσι και ο προορισμός ενός αριθμού μεταναστών από την Ελλάδα: στην Κύπρο. Μια εντός του ελληνισμού μετανάστευση. Δεν εξασφαλίζεται όμως η τεκνοποιία. Γιατί κι αυτή παίζει μεγάλο ρόλο στην διατήρηση ή αλλοίωση της πληθυσμιακής σύνθεσης.
Παραδέχτηκε ότι «παραμένουν διαφωνίες και διαφορετικές προσεγγίσεις σε θέματα που έχουν συζητηθεί, ενώ τα κεφαλαιώδη θέματα της Ασφάλειας και των Εγγυήσεων και του Εδαφικού, που θα είναι καθοριστικά ως προς το αποτέλεσμα, δεν αποτέλεσαν ακόμη αντικείμενο ουσιαστικού διαλόγου». Λίγο πιο πριν, όμως, έχει παραδεχτεί ότι σε ένα πλαίσιο συν-αντίληψης:
«από την πρώτη μέρα:
• αποδοθεί η περίκλειστη περιοχή της Αμμοχώστου στους νόμιμους κατοίκους της,
• υπάρξει άμεση απόδοση των υπό επιστροφή ακατοίκητων περιοχών και της νεκρής ζώνης στους νόμιμους ιδιοκτήτες της, ενώ
• από την πρώτη ημέρα, να υπάρξει και αποχώρηση σημαντικού αριθμού κατοχικών στρατευμάτων».
Εδώ φαίνεται καθαρά πως όλα αυτά, όπως και οι υπόλοιποι όροι για την διασφάλιση στα θέματα της Ασφάλειας ,των Εγγυήσεων και του Εδαφικού, καθοριστικά για ως προς το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων, η Άγκυρα δεν έχει καμία «όρεξη» να συμβιβαστεί, χάνοντας μέρος των κερδών της. Είναι σε αυτά τα σημεία που απ’ ό,τι φαίνεται οι συνομιλίες έλαβαν τέλος.
Η Κύπρος βέβαια παραμένει παγιδευμένη στην λύση της Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας έχοντας εγκαταλείψει τη λογική ενός πολύπλοκου και παρατεταμένου αντι-κατοχικού αγώνα. Το ίδιο έχει συμβεί και με την μητέρα-Ελλάδα. Η οποία έχει παραιτηθεί ουσιαστικά από την εποχή του mea culpa και του casus belli άλλων δικαιωμάτων της: όπως αυτά που απορρέουν από το νέο διεθνές δίκαιο της θάλασσας.
[6] βλ. παραπομπή 1.
ΠΗΓΗ: http://istrilatis.blogspot.gr/2016/11/blog-post_23.html
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.