Γράφτηκε από τον Όμηρος Δ. Τσάπαλος
Η Γενιά του '30, αυτή η ρευστή σε οριοθέτηση όσο και περιεχόμενο καλλιτεχνική πρωτοπορία, εμφανίστηκε στα πολιτιστικά δρώμενα της χώρας μας σε μια περίοδο έντονων κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών αναταράξεων. Ο Μεγάλος Πόλεμος, η Μικρασιατική Καταστροφή, οι εγχώριες Δικτατορίες καθώς και η άνοδος ολοκληρωτικών καθεστώτων στην Ευρώπη σφυρηλάτησαν την βάση πάνω στην οποία η λεγόμενη Γενιά του 30' έκανε τα πρώτα της δειλά και δημιουργικά βήματα.
Το λογοτεχνικό αυτό ρεύμα, με κύριους εκφραστές τον Θεοτοκά, τον Σεφέρη, τον Ελύτη, τον Τερζάκη, τον Ρίτσο, αποτελεί ένα συνονθύλευμα διαφορετικών τάσεων, σημείων εκκίνησης αλλά και ιδεολογικών χρωματισμών που χαρακτήριζαν τους εκπροσώπους του. Παρόλα αυτά, αποτελούσε, και συνεχίζει να αποτελεί ακόμη και σήμερα, το χαρακτηριστικότερο ρεύμα λογοτεχνικού μοντερνισμού που εμφανίστηκε στην Ελλάδα, ενός μοντερνισμού που ήλθε σε επαφή με τις λογοτεχνικές τάσεις της Δύσης χωρίς όμως να υιοθετήσει όρους μιμητισμού ή μεταπρατικής αναπαραγωγής αρχετύπων.
Επρόκειτο για μια Γενιά που κατάφερε να συμπεριλάβει στους κόλπους της συντηρητικούς και αριστερούς, ρεαλιστές και υπερρεαλιστές, κοσμοπολίτες και φανατικούς της παράδοσης. Τούτο διότι κοινή συνισταμένη όλων αυτών των ετερόκλητων τάσεων υπήρξε η πολυσήμαντη έννοια της 'ελληνικότητας'. Ελληνικότητα ως κάτι το ιδιαίτερο, κάτι το πρωτότυπο και το γνήσιο, που δεν διστάζει να συναναστραφεί με λογοτεχνικές τάσεις της Ευρώπης και να καρπωθεί στοιχεία που φαντάζουν οικεία και χρήσιμα. Ελληνικότητα ως κάτι το μοντέρνο και συνάμα παραδοσιακό, ως μια δικλίδα που συνδέει την Ελληνική Ιστορία, τον Πολιτισμό και το αποτύπωμα της Παράδοσης με τις σύγχρονες τεχνοτροπίες, τις καλλιτεχνικές τάσεις αλλά και τις ανάγκες της Κοινωνίας εκείνη την εποχή. Ελληνικότητα, τέλος, ως πράξη αυτοπεποίθησης και δημιουργικότητας, ως ένδειξη πρωτοπορίας και ανάγκης για ισότιμη αντιμετώπιση των Ελλήνων δημιουργών με αυτούς της 'Πολιτισμένης Δύσης'.
Η Γενιά του 30' μπορεί να ξεκίνησε τα πρώτα της βήματα κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, ενηλικιώθηκε όμως αμέσως μετά το τέλος του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου. Από εκείνη τη στιγμή και μετά, άρχιζε να γίνεται ξεκάθαρη πλέον η συμβολή της όχι μόνο στα καλλιτεχνικά πράγματα του τόπου αλλά και σε κάτι πολύ πιο ζωτικό που αφορούσε την διαμόρφωση της πολιτιστικής ταυτότητας του σύγχρονου Έλληνα. Η Γενιά των δύο Νόμπελ και των δύο Λένιν κατάφερε να επανασυστήσει στους Έλληνες, μέσα από την μοντέρνα σκοπιά της πρωτοπορίας, στοιχεία της ελληνικής επαρχίας, της λαϊκής τέχνης και του αρχαίου πολιτισμού. Κατάφερε να συνδυάσει στοιχεία από διαφορετικές ιστορικές περιόδους, διαφορετικά πολιτιστικά πρότυπα και περιβάλλοντα προκειμένου να επαναδιατυπώσει αυτό που κατά τη γνώμη της συνέθετε την σύγχρονη Ελληνική ταυτότητα. Μια ταυτότητα που δεν ήταν αποξενωμένη από τον φυσικό πλούτο που την περιτριγύριζε, την θάλασσα, τον ήλιο, τους αρχαίους ναούς και τις βυζαντινές εκκλησίες. Μια ταυτότητα η οποία είχε στο κέντρο της την αναβάθμιση της ελληνικότητας σε χαρακτηριστικό στοιχείο ιδιαιτερότητας σε σχέση με τους υπολοίπους. Και αυτό το κατάφερε χωρίς να μένει προσκολλημένη στο παρελθόν αλλά ανασυνθέτοντας το με όρους μοντερνισμού. Η Γενιά αυτή είχε το βλέμμα της στο μέλλον και όχι στην απλή αντιγραφή μοτίβων ενός ένδοξου παρελθόντος.
Είναι σχεδόν αδύνατον κάθε φορά που διαβάζεις ένα ποίημα του Ελύτη ή του Σεφέρη να μην πάει ο νους σου σε μια εικόνα του Μόραλη, του Τσαρούχη ή του Γκίκα, ή σε μια μουσική του Χατζιδάκι ή και του Θεοδωράκη ή ακόμα και σε ένα κινηματογραφικό καρέ του Κακογιάννη. Όλοι αυτοί, υπήρξαν άνθρωποι που πρωτοστάτησαν στην δημιουργική έκρηξη μετά το τέλος του Πολέμου και οι οποίοι έθεσαν τα θεμέλια για την ανάπτυξη της καλλιτεχνικής παραγωγής σε έναν τόπο που διψούσε για πολιτιστική ανάσταση και πρωτοπορία. Η δεκαετία του '60, με κορωνίδα το Φεστιβάλ Αθηνών αλλά και τις σοβαρές πολιτικές προώθησης του Ελληνικού Κινηματογράφου, συνιστούν απτά παραδείγματα του πως άνθρωποι αυτοί κατάφεραν να δημιουργήσουν ένα πολιτιστικό προϊόν καθαρά ελληνικό και μάλιστα εξαγώγιμο στα πέρατα του κόσμου.
Η ελληνικότητα της καλλιτεχνικής τους δημιουργίας διαφαίνεται όχι μόνο στο περιεχόμενο του έργου τους αλλά κυρίως στον σκοπό του. Δημιουργοί όπως ο Μόραλης, ο Ελύτης, ο Χατζιδάκις, ο Σεφέρης, ο Κακογιάννης, ο Μπαλάφας, ο Παππάς και ο Χατζηκυριάκος-Γκίκας είχαν μια άλλη, εξωστρεφή θα μπορούσε να πει κανείς, αντίληψη για τον τρόπο προώθησης του ελληνικού πολιτιστικού προϊόντος. Πίστεψαν στην ελληνική ιδιαιτερότητα, πίστεψαν στην ανάγκη εξωτερικοποίησης πολιτιστικών μας στοιχείων πέραν ενός αρχαίου κίονα ή ενός βυζαντινού τρούλου. Πίστεψαν στον συνδυασμό ετερόκλητων στοιχείων, διαφορετικών τεχνοτροπιών και συνδιαλλαγής με τις καταβολές του μοντερνισμού προκειμένου να στήσουν μια δική τους πολιτισμική ταυτότητα, η οποία εν τέλει και με το πέρασμα των χρόνων προσέθεσε πολλά νέα στοιχεία στην σύγχρονη ελληνική ταυτότητα.
Επίκαιρη όσο ποτέ
Η Γενιά του '30 κατάφερε να διαπερνά με το έργο της τις πολιτιστικές καταβολές της σύγχρονης ελληνικής ταυτότητας και να φτάσει στις μέρες μας ως η χρυσή γενιά της δημιουργίας και της πρωτοπορίας. Με την έξαρση των συμπτωμάτων της πολιτισμικής παγκοσμιοποίησης (από την δεκαετία του '80 και μετά) και με την ανάδειξη της pop culture σε κορωνίδα της παγκόσμιας πολιτιστικής βιομηχανίας, η ανάγκη για επιστροφή σε πολιτιστικές σταθερές άρχιζε να ενισχύεται σταδιακά. Για τον σύγχρονο Έλληνα της οικονομικής κρίσης, της καταναλωτικής μεμψιμοιρίας και της ηθικής και πολιτικής κατάπτωσης τα διδάγματα της Γενιάς του ΄30 δίνουν και τις κατάλληλες απαντήσεις. Η Γενιά αυτή κατάφερε να ανασυγκροτήσει και να ανασυγκροτηθεί μετά το τέλος ενός τραγικού Πολέμου αλλά και ενός ακόμη τραγικότερου Εμφυλίου. Κατάφερε να θέσει τις βάσεις για πολιτιστική ανάπτυξη, η οποία είναι προαπαιτούμενο μιας κοινωνικής ανάπτυξης σε καιρούς ζοφερούς όπως στις μέρες μας. Η Γενιά αυτή επέλεξε την δημιουργική εξωστρέφεια και τον πειραματισμό σε νέες, αιρετικές μέχρι τότε, τεχνοτροπίες και λογοτεχνικές εκφράσεις. Δεν επέλεξε την μεμψιμοιρία 'του τι χάσαμε' ή την αναπαραγωγή ξενικών προτύπων ενός άτσαλου μιμητισμού. Δημιούργησε αντιθέτως δική της πρόταση πολιτισμού χωρίς να φοβάται να κοιτάξει ευθαρσώς στο παρελθόν για να επαναοριοθετήσει το παρόν ελπίζοντας για το μέλλον. Άραγε, αυτά δεν είναι τα στοιχεία που επιζητά και ο σύγχρονος Έλληνας; Δεν επιζητά την επαναοριοθέτηση της ταυτότητας του, τον απολογισμό του γιατί φτάσαμε ως εδώ; Δεν έχει ανάγκη την ίση μεταχείριση του Πολιτισμού του (και όχι μόνο) σε σχέση με την Δύση; Την ανάγκη να ελπίζει για ένα δημιουργικό παρόν και ένα ελπιδοφόρο μέλλον βασισμένο στις δικές του δυνάμεις;
Ο σύγχρονος Έλληνας έχει την ανάγκη της επίλυσης υπαρξιακών προβλημάτων που η οικονομική και πολιτιστική κρίση τα έφεραν στην επιφάνεια με βίαιο και επιτακτικό τρόπο. Η καταναλωτική μανία των τελευταίων δεκαετιών μαζί με την παραγωγή της αντίστοιχης μετριότητας ή αμφιβόλου ποιότητας μεταμοντέρνων πολιτιστικών προϊόντων μπόλιασαν την καθημερινότητα του Έλληνα. Δημιούργησαν ένα εκρηκτικό μείγμα ηθικής κατάπτωσης και οικιοθελούς παραίτησης από αξίες, παραδόσεις και πολιτιστικά πρότυπα τα οποία ανέκαθεν ήταν έμφυτα στην ταυτότητα του αλλά μεταφέρθηκαν στην θλιβερή απομόνωση τα τελευταία χρόνια.
Όπως σοφά συμπύκνωσε σε μια πρόταση του ο Χρίστος Γιανναράς ''υπάρχει κάτι χειρότερο από το να πεθάνει ιστορικά ένας λαός: να νομίζει ότι ζει παρακολουθώντας καθημερινά, για κάποιες δεκαετίες, την κηδεία του''. Αυτό ακριβώς συνέβη στην περίπτωση της Ελλάδος. Επί δεκαετίες παρακολουθούσαμε μια κατάσταση πολιτιστικής, ηθικής και κοινωνικής μετριότητας που μαθηματικά θα οδηγούσε κάποια στιγμή στην τραγική κρίση του σήμερα. Και εντός αυτού του πλαισίου, η ανάγκη του σύγχρονου Έλληνα να επανασυστηθεί στον εαυτό του αρχίζει να γίνεται πλέον ορατή.
Αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε ως κοινωνία ότι η ψευδεπίγραφη ευημερία της κατανάλωσης οδήγησε και στην παραγωγή πολιτιστικών αγαθών με ημερομηνία λήξης. Η Γενιά του ΄30 προέταξε την Ελληνικότητα ως το όχημα κοινωνικής και δημιουργικής ανάπτυξης. Οι Έλληνες του σήμερα αρχίζουν και αυτοί με την σειρά τους να εκτιμούν πράγματα που μέχρι πρότινος τα θεωρούσαν δεδομένα και απλά τα παρέκαμπταν. Δεν είναι τυχαία συμπτώματα επαναοριοθέτησης της καθημερινότητας μας η στροφή στην επιλογή θεατρικών παραστάσεων με ελληνοκεντρικό περιεχόμενο (Το τρίτο Στεφάνι που ανεβαίνει για δεύτερη σεζόν είναι ένα παράδειγμα), βιβλίων, δοκιμίων (τα περισσότερα εκ των οποίων επιλέγουν πλέον το πολυτονικό) που αφορούν την λαϊκή παράδοση και τον Πολιτισμό, μουσικών του Χατζιδάκι και του Θεοδωράκη (παρατηρήστε τις προσφορές στις μεγάλες εφημερίδες κάθε Κυριακή) και σημαντικών εκθέσεων στα μεγάλα μουσεία.
Τα τελευταία χρόνια αναδρομικές εκθέσεις όπως του Τσαρούχη και του Εγγονόπουλου στο Μουσείο Μπενάκη, του Μόραλη στην Εθνική Πινακοθήκη και του Ελύτη στο Ίδρυμα Θεοχαράκη, δίνουν το στίγμα της μεταστροφής του ενδιαφέροντος σε εικόνες, λέξεις και μουσικές με επίκεντρο την ελληνικότητα. Μια ελληνικότητα που δίνει έμφαση στην απλότητα της αρχοντιάς και στην αρχοντιά της απλότητας. Και όπως έλεγε ο Οδυσσέας Ελύτης "Εάν αποσυνθέσεις την Ελλάδα, στο τέλος θα δεις να σου απομένουν μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι. Που σημαίνει: με άλλα τόσα την ξαναφτιάχνεις". Αυτά χρειαζόμασταν τότε, αυτά χρειαζόμαστε και τώρα. Αν φαίνονται λίγα είναι επειδή δεκαετίες τώρα πιστέψαμε ότι τα πολλά θα μας προσέφεραν την ευδαιμονία. Και η σημερινή κρίση έρχεται να επιβεβαιώσει με έναν τραγικό τρόπο το ακριβώς αντίθετο...
Πηγές:
- Κουζέλη Λαμπρινή, Η Γενιά του 30' δεν Υπήρξε Ποτέ, εφημ. ΤΟ ΒΗΜΑ, 15 Μαίου 2011
- Τζιόβας, Δημήτρης, 2011, Ο Μύθος της Γενιάς του 30', Νεοτερικότητα, Ελληνικότητα και Πολιτισμική Ιδεολογία, εκδ. ΠΟΛΙΣ, Αθήνα
- Ελύτης, Οδυσσέας, 1985, Ο Μικρός Ναυτίλος, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα
- Γιανναράς, Χρίστος, Χωρισμός του Κράτους απο την Κυβέρνηση, εφημ. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 10 Αυγούστου 2008
- Vitti, Mario, 2000, Η Γενιά του '30, εκδ. ΕΡΜΗΣ, Αθήνα
ΠΗΓΗ:http://www.artmag.gr/
Ανάρτηση από:
geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.