Μανώλης Γ. Βαρδής
Αφορμή το έργο της «μεξικανικής περιόδου» του Buñuel, Nazarin (1958). Ο μέγας σκηνοθέτης επιλέγει την καλή πλευρά του ακτιβισμού της ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και αυτήν χτυπά.
Ο παπάς του έργου είναι φτωχός, τίμιος, πιστός, με σωστή θεολογική κατάρτιση, ταπεινός και ολιγαρκής. Απορρίπτει τον θαυμασμό που προκαλεί ο ίδιος, σπεύδει να βοηθήσει τους χωρικούς που πάσχουν από πανούκλα, έρχεται σε αντίθεση με την επίσημη, θεσμική εκκλησία, αποκρύπτει μία δολοφόνο με κίνδυνο της ζωής του, υφίσταται εξευτελισμούς και ταπεινώσεις. Τι άλλο μπορεί να θέλει κανείς;
O Buñuel όμως βάζει την εικόνα του εσταυρωμένου να γελά (γεγονός που του κόστισε την καταδίκη της εκκλησίας). Ο ληστής που σώζει τον παπά από τις ταπεινώσεις των συναδέλφων του προς αυτόν, του απαντά ότι αυτός είναι κακός, ο παπάς καλός, και οι δύο είναι μέσα στη ζωή. Απηχήσεις νιτσεϊκής κριτικής. Ο παπάς στο τέλος θα χάσει από τη ζωή, στην οποία τόσο πολύ πόνταρε. Οι δύο γυναίκες θα τον αφήσουν, μετά το ανολοκλήρωτο του έρωτα τους, και θα βαδίσει προς το τέλος, αμφιταλαντευόμενος όσον αφορά στην αποστολή του.
Ο απόλυτα θετικός κοινωνικός ακτιβισμός της ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας αποδομείται όχι γιατί είναι κακός ή υποκριτικός, αλλά διότι είναι ακριβώς κοινωνικός ακτιβισμός. Και η αποδόμηση προχωρά ακόμη περισσότερο γιατί ο Buñuel ακριβώς θαυμάζει αυτόν τον ακτιβισμό, τον οποίο πολύ καλά γνωρίζει από τη θητεία του στα έδρανα των Ιησουϊτών.
Η via negativa της Ορθόδοξης Εκκλησίας θα βάλει έναν αστερίσκο. Ο αποφατισμός της καθ’ ημάς πίστης αποτρέπει την απόλυτη κοινωνική εξωστρέφεια, επιλέγοντας μία άλλη πτυχή, αυτή της απομόνωσης και της νοερής προσευχής, του ασκητισμού. Αποφεύγονται οι κακοτοπιές του κοινωνικού, τηρουμένων των αποστάσεων όπως μόνο μία αληθινή πίστη ή ένας ευφυής ελληνικός λόγος ξέρει να κάνει.
Το χαρακτικό ("Το παλάτι του Πάπα στην Αβινιόν", 1914) που πλαισιώνει τη σελίδα είναι έργο του Δημήτρη Γαλάνη.
πηγή κειμένου: Aντίφωνο
Βραβευμένη στο Φεστιβάλ Καννών του 1959, η ταινία «Ναζαρέν» (Nazarin) του Λουίς Μπουνιουέλ, αποτελεί μία από πρώτες δημιουργίες του σπουδαίου δημιουργού, που θα χαρακτηριστούν από την καθεστηκυία τάξη, ως «βλάσφημες και ιερόσυλες». Η ταινία του Ισπανού σκηνοθέτη, καταθέτει μια ολομέτωπη επίθεση ενάντια στην υποκρισία της οργανωμένης θρησκευτικής εξουσίας και αποτελεί ίσως την ομορφότερη κινηματογραφική κατάθεση που πραγματοποιήθηκε στην ιστορία της Έβδομης Τέχνης με κεντρικό άξονα, την έννοια της πίστης...
«Ευτυχώς, κάπου ανάμεσα στο τυχαίο και το μυστηριώδες βρίσκεται η φαντασία, το μόνο πράγμα που προστατεύει την ελευθερία μας, παρά το γεγονός ότι οι άνθρωποι προσπαθούν συνέχεια να την περιορίσουν ή να την αφανίσουν ολοσχερώς...» - Λουίς Μπουνιουέλ
Στο Μεξικό του δικτάτορα Ντιάζ, ο νεαρός ιερέας Ναζαρέν (Φρανσίσκο Ραμπάλ), ζει σε μια φτωχική πανσιόν, χωρίς να έχει δική του ενορία, εφαρμόζοντας όμως πιστά τις διδαχές του Ευαγγελίου, κυρίως σε ότι αφορά στην αγάπη προς τον πλησίον και στην αλληλεγγύη. Ο ίδιος προσφέρει καταφύγιο στην πόρνη Άνταρα (Ρίτα Μασέδο), η οποία καταζητείται για απόπειρα δολοφονίας.
Παράλληλα ο Ναζαρέν, προσπαθεί να βοηθήσει και τη χωριατοπούλα Μπεατρίς (Μάργκα Λόπεζ), η οποία αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει, όταν την εγκατέλειψε ο εραστής της. Κάποια στιγμή οι δύο γυναίκες φεύγουν μαζί, ενώ ο νεαρός ιερέας δέχεται αυστηρότατες επικρίσεις από τις εκκλησιαστικές αρχές του τόπου, για τη στάση και τη συμπεριφορά του.
Τότε ο Ναζαρέν, αποφασίζει να γίνει αναχωρητής και να ταξιδεύει σαν «φτωχούλης του Θεού», περιπλανώμενος και ζώντας με ελεημοσύνες. Αργότερα, σ’ ένα χωριό ξανασυναντά την Μπεατρίς και την Άνταρα οι οποίες τον ακολουθούν, καθώς τον θεωρούν άγιο. Ωστόσο ο κόσμος θεωρεί ανήθικο και αιρετικό ένας ιερέας να συνοδεύεται και να κυκλοφορεί με δύο γυναίκες. Η πίστη του Ναζαρέν στην ύπαρξη του Θεού αρχίζει να κλονίζεται...
Η ταινία «Ναζαρέν» (Nazarin) του Λουίς Μπουνιουέλ, αποτελεί την κινηματογραφική διασκευή ενός βιβλίου του Ισπανού συγγραφέα Μπενίτο Περέθ Γκαλδός (Benito Perez Galdós: 1845-1920). Ο Μπουνιουέλ με χαρακτηριστική δεξιοτεχνία και παράλληλους συμβολισμούς, παρουσιάζει μια δονκιχωτική μορφή του Ναζωραίου, που προσπαθεί να επιβιώσει μέσα από ένα καταπιεστικό, κοινωνικό πλαίσιο.
Το έργο αποτελεί ένα υπέροχο δείγμα γραφής της απαράμιλλης τέχνης του σκηνοθέτη και εντάσσεται χρονικά στη λεγόμενη "Μεξικανική Περίοδο" του καλλιτέχνη, μαζί με κλασσικές ταινίες, όπως το "Ξεχασμένοι από την Κοινωνία" (Los Olvidados) του 1950, ο αριστουργηματικός "Εξολοθρευτής Άγγελος" του 1962, αλλά και το σπάνιο φιλμ, ο "Σίμων της Ερήμου" του 1965.
Ο Λουίς Μπουνιουέλ, γεννήθηκε στις 22 Φεβρουαρίου του 1900, στην Ισπανία. Πατέρας του σουρεαλιστικού κινηματογράφου κι ένας εκ των κορυφαίων σκηνοθετών όλων των εποχών, ο Μπουνιουέλ δε δίστασε μέσα από τα έργα του - που αποτελούν μοναδικές στιγμές στην Ιστορία της Έβδομης Τέχνης - να ασκήσει δριμεία κριτική στην εκάστοτε εξουσία και στους αντιπροσώπους της.
Στα τέλη του '70, ο Μπουνιουέλ αποσύρθηκε από τη σκηνοθεσία μέχρι και το τέλος της ζωής του και μαζί με τον Carrière, έγραψε την αυτοβιογραφία του, "Mon Dernier Soupir" ((My Last Sigh) - 1982). Έναν χρόνο μετά, στις 29 Ιουλίου του 1983, ο μεγάλος αιρετικός του κινηματογράφου έφυγε, αφήνοντας πίσω του μία μοναδική πολιτιστική κληρονομιά.
«Ο Μπουνιουέλ είναι ένας εύθυμος πεσιμιστής. Δεν παραδίνεται στην απελπισία αλλά είναι σκεπτικιστής... Σαν τους συγγραφείς του 18ου αιώνα, ο Μπουνιουέλ μας διδάσκει πώς να αμφισβητούμε...» - Φρανσουά Τρυφώ
ΠΗΓΗ:
http://tvxs.gr/
Ανάρτηση από: geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.