Του Δημήτρη Ουλή
Θα σας απαντήσω, αν πρώτα μου απαντήσετε στην ερώτηση: «ποιος ρωτά»; Γιατί ο «homo tileorasoplictus», οι κύριοι Καφενείος και Νασουπώ Εγώ, καθώς βέβαια και η κυρία Φακλάνα, που διαβάζει ερωτικό μυθιστόρημα στην ξαπλώστρα της παραλίας – συμπαθάτε με σύντροφοι, αλλά δεν δικαιούνται να ρωτούν. Είναι υποκριτές που επικαλούνται τη διανόηση μονάχα για να τη σνομπάρουν (με υπόρρητο και πάντοτε συγκεκαλυμμένο τρόπο). Είναι άνθρωποι κακής πίστεως που ουδέποτε επένδυσαν στη δύναμη των ιδεών και ουδέποτε εξετίμησαν οτιδήποτε ουσιώδες και πνευματικό, πέραν του δικού τους αντιληπτικού μικρόκοσμου. Θα ήθελα, λοιπόν, να απαντήσω λαμβάνοντας υπόψη μου μονάχα τους ανθρώπους που εξακολουθούν να σέβονται τις ιδέες, το απαιτητικό βιβλίο και τις υψηλότερες πραγματώσεις του ανθρώπινου πολιτισμού – εκείνους οι οποίοι παίρνουν το ερώτημα στα σοβαρά, αναζητώντας στη διανόηση έναν προσανατολισμό ζωής και μια ραχοκοκαλιά.
Πρώτον: Οι διανοούμενοι δεν σωπαίνουν. Μιλούν ακατάπαυστα – αλλά δυστυχώς, υπερασπιζόμενοι την άλλη πλευρά. Ως επί το πλείστον, έχουν μετατραπεί σε «οργανικούς» ή «καθεστωτικούς» διανοούμενους, οι οποίοι παρέχουν θεωρητική νομιμοποίηση στα ευρωπαϊκά πεπρωμένα της αποικίας -συγγνώμη, της χώρας ήθελα να πω- στην πολιτική των μνημονίων, καθώς και στα εγχώρια κομματικά επιτελεία που την υλοποιούν. Ορισμένοι από αυτούς επιχειρούν να αρθρώσουν, πράγματι, ένα είδος κριτικής. Είναι όμως τόσο οργανικά ενταγμένοι στον κυρίαρχο λόγο και τόσο εξαρτημένοι (ψυχολογικά, οικονομικά, πολιτικά) από το θεσμικό και νομικό πλαίσιο που τον υπηρετεί, ώστε η κριτική τους ηχεί τις περισσότερες φορές σαν απονευρωμένο, «πολιτικά ορθό» και ηθικοπλαστικό κήρυγμα.
Δεύτερον: Μια μειοψηφία διανοουμένων επιμένει στην άρθρωση ριζοσπαστικών πολιτικών προταγμάτων με ανατρεπτικό μάλιστα περιεχόμενο. Ούτε, όμως, αυτή η μειοψηφία σωπαίνει. Το σωστότερο θα ήταν να πούμε ότι «σωπαίνεται»-περιθωριοποιείται και αποκλείεται από το πεδίο του δημοσίου διαλόγου. Όχι, βέβαια, ότι οι συγκεκριμένοι διανοούμενοι φιμώνονται κατά τρόπο οριστικό και αμετάκλητο. Αλλά ότι για να μπορέσεις να τους ακούσεις, πρέπει κυριολεκτικά να τους ψάξεις με το φανάρι του Διογένη. Τέλος,
Τρίτον: Η παγκόσμια κατίσχυση του επιχειρηματικού και τεχνοκρατικού πνεύματος, έχει οδηγήσει τις ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες σε βαθύτατη κρίση και περιθωριοποίηση (για του λόγου το αληθές, παραπέμπω στο βιβλίο της Martha Nussbaum, Not for Profit: Why Democracy needs the Humanities, Princeton University Press, 2010). Οι διανοούμενοι «σωπαίνουν», διότι όλο και περισσότερο οι σημερινές κοινωνίες τούς στέλνουν το μήνυμα ότι «δεν τους χρειάζονται». Μέσα από ποιους θεσμικούς διαύλους και κοινωνικά δίκτυα ο σημερινός διανοούμενος θα μπορέσει να αρθρώσει το επιχείρημά του, όταν συναντά από παντού κλειστές πόρτες; Όταν όλο και περισσότερο θεωρείται «αντιπαραγωγικός»; Ποια πανεπιστήμια θα τον ενσωματώσουν; Ποια ερευνητικά κέντρα θα ευοδώσουν τη δουλειά του; Ποιοι εκδοτικοί οίκοι θα εμπιστευθούν και θα προωθήσουν τις θεωρητικές του διαισθήσεις; Αν η κοινωνία επιθυμεί να ακούει τη φωνή των διανοουμένων, τότε θα πρέπει να τους ξαναδώσει αρμοδιότητες. Όχι να επιφυλάσσει γι’ αυτούς μονάχα τη μοίρα του ερημίτη.
- See more at: http://www.e-dromos.gr/giati-sepainoun-oi-dianooumenoi/#sthash.JF09A80Q.dpuf
Ανάρτηση από:
geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.