Βλάσης Αγτζίδης
 
Η Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 σηματοδότησε την ολοκλήρωση μιας διαδικασίας εσωτερικών μετασχηματισμών της οθωμανικής αλλά και της ελλαδικής κοινωνίας.
 
Οι Νεότουρκοι εθνικιστές και οι κεμαλικοί αργότερα -στρατιωτικοί κατ' επάγγελμα και κατά ταξική τοποθέτηση- είχαν διαλύσει την προνεοτερική Οθωμανική Αυτοκρατορία. Παράλληλα είχαν μετατρέψει την πολυεθνική οθωμανική κοινωνία σε μια μονοπολιτισμική οντότητα καταπιεσμένων πολυεθνοτικών μουσουλμάνων, που θα έπρεπε να μετατραπούν βιαίως σε εθνικά Τούρκους.
 
Με μέσον τις γενικευμένες εθνικές εκκαθαρίσεις κατά των χριστιανικών κοινοτήτων είχαν καταφέρει να τις εξοντώσουν ή να τις εκδιώξουν και να οικειοποιηθούν τον πλούτο τους. Από την άλλη πλευρά του Αιγαίου, οι ελλαδικές ελίτ βγήκαν κερδισμένες από τις εξελίξεις. Αφού διαχειρίστηκαν με τον πλέον ανορθολογικό τρόπο τη μικρασιατική πρόκληση που δημιούργησε ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος, «ξεμπέρδεψαν» οριστικά με τα ελληνικά κοσμοπολίτικα αστικά στρώματα της Ανατολής, που λειτουργούσαν αντικειμενικά ως ο μεγάλος ενδοεθνικός ανταγωνιστής. Με τη Μικρασιατική Καταστροφή πέτυχαν να ενσωματώσουν εντελώς το γεωγραφικό χώρο και να τον μετατρέψουν σε παραγωγικό και φορολογήσιμο. Με την εκδίωξη των μουσουλμάνων και την εγκατάσταση των προσφύγων στις Νέες Χώρες, με τα διασωθέντα κεφάλαια που εισέρρευσαν στην Ελλάδα, με το άφθονο φθηνό εργατικό δυναμικό των προσφύγων πέτυχαν την οικονομική απογείωση του Μεσοπολέμου.
 
Η μνήμη της Γενοκτονίας

Σε επίπεδο εθνικής συλλογικής αφήγησης, η τραγική εμπειρία των Ελλήνων της Ανατολής (Πόντος, Ιωνία, Βιθυνία, Ανατολική Θράκη) παρέμεινε απόβλητη. Μόνο στις δεκαετίες του '80 και του '90 και λόγω των αλλαγών που επέφερε η εμφάνιση της κοινωνίας των πολιτών, άρχισαν οι οργανώσεις των θυμάτων να θέτουν τα ζητήματα αυτά. Με το αίτημα που διατύπωσαν για την αναγνώριση της γενοκτονίας που υπέστησαν από τον τουρκικό εθνικισμό την περίοδο 1914-1923, αλλά και με την κριτική που άσκησαν, τόσο προς τις ελλαδικές ελίτ για την αρνητική τους στάση όσο και προς το σταλινισμό για τη μεταχείριση αυτών που είχαν καταφύγει στην ΕΣΣΔ, αμφισβήτησαν το σύνολο των κυρίαρχων ιδεολογημάτων. Πέτυχαν την αναγνώριση της γενοκτονίας από τη Βουλή των Ελλήνων, κλείνοντας σε συμβολικό επίπεδο τις μεγάλες εκκρεμότητες -πολιτικές και ιδεολογικές- που είχαν οι προσφυγικοί πληθυσμοί με το ελληνικό κράτος.
 
Κύριοι φορείς του διεκδικητικού αυτού κινήματος υπήρξαν οι ποντιακοί σύλλογοι. Αυτό δεν συνέβη ούτε ομαλά ούτε αυτόματα. Ο οργανωμένος παραδοσιακός ποντιακός χώρος αντέδρασε αρχικά έντονα στις νέες αυτές προσεγγίσεις. Η άποψη των δεξιών Ποντίων, ως απόρροια της γενικής αντίληψης της Δεξιάς, ήταν ότι δεν έπρεπε να τεθεί ζήτημα γενοκτονίας. Κορυφαία στελέχη αμφισβήτησαν το ίδιο το ιστορικό γεγονός. Στη συνέχεια όμως η αρχική αντίδραση του συντηρητικού ποντιακού χώρου θα υποχωρήσει και στο Β' Παγκόσμιο Συνέδριο του Ποντιακού Ελληνισμού, το 1988, ο στόχος της πρόταξης του αιτήματος για αναγνώριση της γενοκτονίας θα γίνει αποδεκτός απ' όλους. Η ερευνητική παραγωγή θα αυξηθεί και θα υπάρξει και έντονη παρέμβαση μέσω του Τύπου για τη γνωστοποίηση των άγνωστων αυτών ιστορικών στιγμών. Η βαθμιαία αύξηση της δυνατότητας των πολιτών να παρεμβαίνουν στην κεντρική πολιτική σκηνή, να συνδιαμορφώνουν τα ιδεολογικά και κοινωνικά πρότυπα και να επηρεάζουν τις πολιτικές αποφάσεις θα επιτρέψει στον οργανωμένο ποντιακό χώρο να προωθήσει τις απόψεις του και τα αιτήματά του.
 
Τον Φεβρουάριο του 1994 θα αναγνωριστεί ομόφωνα από την ελληνική Βουλή η γενοκτονία στον Πόντο και θα καθιερωθεί η 19η Μαΐου ως επίσημη Ημέρα Μνήμης. Η επιτυχία του ποντιακού χώρου, που ήταν και η πρώτη πολιτική κατάκτηση των προσφύγων από το 1922, κινητοποίησε και τις υπόλοιπες μικρασιατικές οργανώσεις, οι οποίες με αιχμή τους σοσιαλιστές βουλευτές μικρασιατικής καταγωγής πέτυχαν να αναγνωρίσουν τη γενοκτονία των ελληνικών πληθυσμών στο σύνολο της Μικράς Ασίας και να καθιερώσουν ως επίσημη Ημέρα Μνήμης τη 14η Σεπτεμβρίου, ημέρα πυρπόλησης της Σμύρνης από τα τουρκικά στρατεύματα.
 
Οι πρώτες δημόσιες συζητήσεις

Η ελληνική Αριστερά, παρ' ότι το κοινοβουλευτικό της τμήμα ψήφιζε πάντα υπέρ των προσφυγικών προτάσεων στο Κοινοβούλιο, παρέμεινε ουδέτερη σ' αυτές τις διεργασίες. Στο χώρο της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς έγινε μια πρώτη προσπάθεια διαλόγου. Η συζήτηση που ξεκίνησε το 1987 στο περιοδικό «Σχολιαστής» έμεινε ανολοκλήρωτη. Σποραδικές παρεμβάσεις και διάλογοι εκείνη την εποχή θα υπάρξουν σε διάφορα αριστερίστικα -κυρίως- έντυπα, όπως τα «Convoy», «Κόκκινο πάνω στο Μαύρο», «Ρήξη», «Σοσιαλιστική Αλλαγή», καθώς και στο αντεξουσιαστικό περιοδικό «Ανθη του Κακού».
 
Χαρακτηριστικό είναι το άρθρο στο περιοδικό «Convoy» με τίτλο «Πόντος, μια άγνωστη ιστορία», το οποίο ξεκινούσε με το τσιτάτο του Μπακούνιν: «Κάθε εθνότητα μεγάλη ή μικρή έχει το αναφαίρετο δικαίωμα να είναι ο εαυτός της, να ζει σύμφωνα με τη φύση της. Αυτό το δικαίωμα δεν είναι παρά η συνέπεια της γενικής αρχής της ελευθερίας». Σε κείμενο στη «Σοσιαλιστική Αλλαγή» εξηγείται γιατί εμφανίστηκε η κινητικότητα σε σχέση με τον Πόντο: «Η συνωμοσία σιωπής που ακολούθησε παύει σήμερα μόνο από το γεγονός ότι οι νέοι Πόντιοι πρόσφυγες ολοκληρώνουν έπειτα από 70 χρόνια τον κύκλο που άρχισε με την εκδίωξη από τον Πόντο. Η επαναθεώρηση των ιστορικών ερμηνειών γίνεται πια επιτατική. Η Μικρασιατική Καταστροφή δεν τελείωσε για τους Πόντιους».
 
Η διαδικασία εκείνη, για συζήτηση και ανταλλαγή απόψεων, δεν εξελίχθηκε σε μια γόνιμη αναδίφηση των ιστορικών γεγονότων. Φάνηκε ότι η πλειονότητα των παλιών συντρόφων που επιχειρούσαν τη συζήτηση δεν κατανοούσε πλήρως το διακύβευμα. Παράλληλα, η εμφάνιση του νέου μεταναστευτικού κινήματος από την ΕΣΣΔ προς την Ελλάδα, οι διαδικασίες της περεστρόικα εντός της σοβιετικής κοινωνίας και η αύξηση της ακτιβιστικής δράσης εντός του ποντιακού χώρου θα μειώσουν τις προσπάθειες για συζήτηση εντός της Αριστεράς.
 
Με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης και το νέο μεγάλο προσφυγικό κύμα, που ήρθε στην Ελλάδα από την Κεντρική Ασία και από τις εμπόλεμες περιοχές του Καυκάσου, σταμάτησε κάθε ουσιαστική προσπάθεια επικοινωνίας. Η Αριστερά, στο σύνολό της, θα μείνει απαθής και θα κρατήσει ουδέτερη έως και αρνητική στάση στις μεγάλες κοινωνικές ανατροπές που επέφερε το νέο προσφυγικό ζήτημα, καθώς και στη μεγάλη ανθρωπιστική κρίση, που θα εμφανιστεί κυρίως με τον πόλεμο της Αμπχαζίας (1992-1993) και την καταστροφή της ανθούσας έως τότε ελληνικής παροικίας.
 
Απορρίπτοντας την κριτική
Η βαθμιαία απόρριψη της προσφυγικής κριτικής σε σχέση με την εθνική εκκαθάριση που υπέστησαν οι ελληνικοί πληθυσμοί από τον τουρκικό εθνικισμό, καθώς και η διαμόρφωση ενός νεότερου στερεοτύπου θα αρχίσουν να αποτυπώνονται από το 1992.
 
Η στιγμή όμως της έντονης αντιπαράθεσης θα έρθει μετά το 2000, όταν θα επιχειρηθεί η ενεργοποίηση του δεύτερου νόμου που αναγνώριζε τη γενοκτονία στο σύνολο του μικρασιατικού εδάφους, που ψηφίστηκε επίσης ομόφωνα από τη Βουλή των Ελλήνων τον Οκτώβριο του 1998, δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και παρέμενε ανενεργός. Δυόμισι χρόνια αργότερα (Ιανουάριος 2001), με αφορμή τη διαδικασία αναγνώρισης της γενοκτονίας των Αρμενίων από το γαλλικό Κοινοβούλιο, θα αρχίσουν να εμφανίζονται στον ελληνικό Τύπο άρθρα για τη χρονική καθυστέρηση εφαρμογής του νόμου του '98. Τελικά, παρ' ότι στο 1ο άρθρο του ήδη ψηφισμένου και δημοσιευμένου νόμου αναφερόταν ότι «Ορίζεται η 14η Σεπτεμβρίου κάθε έτους ως ημέρα εθνικής μνήμης της γενοκτονίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας...», στο νέο Προεδρικό Διάταγμα, που υπογράφηκε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, δεν περιεχόταν πλέον ο όρος «γενοκτονία».
 
Με αφορμή τη συζήτηση για το συγκεκριμένο θέμα θα διατυπωθούν δημοσίως απόψεις ιστορικών που θεωρούσαν ότι η μόνη πραγματική γενοκτονία του 20ού αιώνα ήταν το Ολοκαύτωμα. Αμφισβητούν παράλληλα τη χρήση του όρου «γενοκτονία», στην περίπτωση των Ελλήνων της Ανατολής, αλλά και των Αρμενίων. Την τύχη αυτών των πληθυσμών την ερμηνεύουν ως απόρροια μιας ιστορικής διεργασίας που σχετιζόταν με τις κοινές συμπεριφορές, οι οποίες αναπτύχθηκαν κατά τη διαδικασία συγκρότησης εθνικών κρατών. Η ύπαρξη ενός μεθοδευμένου σχεδίου από την πλευρά τής νεοτουρκικής διοίκησης, η εμφάνιση μιας κυρίαρχης ιδεολογίας αποκλεισμού των ανεπιθύμητων πληθυσμών, η οργάνωση μηχανισμών εξόντωσης σε ειρηνικές εποχές, η υλοποίηση των σχεδιασμών εντός του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, η συστηματική εθνική εκκαθάριση από το 1914, το μεγάλο ανθρώπινο κόστος σε άμαχο πληθυσμό θα παρακαμφθούν και θα αγνοηθούν. Το μοναδικό ιστορικό γεγονός που θα θεωρηθεί σημαντικό για να μνημονευθεί είναι η διαδικασία ανταλλαγής των πληθυσμών.
 
Μετά το 2001, η παραδοσιακή ελλαδική ερμηνεία και στάση απέναντι στον προσφυγικό χώρο θα επανέλθει με ιδιαίτερη σφοδρότητα. Η αμφισβήτηση της γενοκτονίας θα γενικευθεί και θα επιβεβαιωθεί εκ νέου ότι αποτελεί μέρος της καθεστωτικής ιδεολογίας. Οι επικρατούσες απόψεις και πάλι θα είναι: «Οι Ελληνες διέπραξαν ιμπεριαλισμό στη Σμύρνη» ή ότι δεν υπάρχει βεβαιότητα για το ποιοι έκαψαν τη Σμύρνη
 
Φιλοκεμαλικές κατασκευές
Με την προσέγγιση αυτή, ο Μουσταφά Κεμάλ προβάλλει ως αδιαμφισβήτητος επαναστάτης, ενώ στους χριστιανικούς πληθυσμούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν επιφυλάσσεται κανένας ρόλος.
 
Η συγκρότηση των παρακρατικών ομάδων θανάτου από τους Νεότουρκους μετά τους Βαλκανικούς πολέμους παρουσιάζεται ως «μέτρο ριζοσπαστικοποίησης» και υποβαθμίζονται οι προειλημμένες αποφάσεις για εθνικές εκκαθαρίσεις, οι οποίες θεωρείται ότι νομιμοποιούνται εξαιτίας της «υπονομευτικής» διαδικασίας της ελληνοποίησης (hellenization) των Ρωμιών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
 
Σημειολογικό ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι την ίδια χρονιά (2001) μια τουρκική οργάνωση με την επωνυμία «Σύλλογος Αντιπάλων της Γενοκτονίας», με έδρα το Βερολίνο, συγκέντρωσε περισσότερες από έντεκα χιλιάδες υπογραφές σε κείμενο που απεστάλη στη Βουλή της Τουρκίας, με το οποίο ζητούσαν την αναγνώριση των γενοκτονιών.
 
Στις αναλύσεις που άρχισαν να κυριαρχούν απουσιάζει η κοινωνία, είτε ως μέσον πραγματοποίησης της εθνικής οντότητας είτε ως συμμετέχουσα σε σκληρότατες ιστορικές διεργασίες. Ολα διαδραματίζονται σε μια σκηνή θεάτρου, όπου αντιπαλεύουν προκατασκευασμένοι εθνικισμοί. Στα κείμενα αυτά:
 
* Δεν αναφέρονται καθόλου οι επίσημες αποφάσεις που είχαν ήδη ληφθεί από το 1911, από το κόμμα «Ενωση και Πρόοδος» που διαχειριζόταν την εξουσία.
 
* Αγνοείται συστηματικά το γεγονός ότι από το 1913 οργανώνονται, όπως έχει αποκαλύψει ο ιστορικός Τανέρ Ακσάμ, οι μηχανισμοί που θα αναλάβουν δράση κατά των κοινοτήτων που έχουν προγραφεί από τους εθνικιστές.
 
* Αποκρύπτεται ότι από το 1914 ξεκινούν οι εθνικές εκκαθαρίσεις κατά των Ελλήνων στην Ιωνία και την Ανατολική Θράκη με βάση οργανωμένο σχέδιο.
 
* Συσκοτίζεται το γεγονός ότι η ιστορική στιγμή συγκροτεί ένα μεταίχμιο, το οποίο σηματοδοτεί τη μετάβαση από την πολυεθνική προνεοτερική Αυτοκρατορία (που διαλύεται και αποχωρεί από την Ιστορία) στο έθνος-κράτος.
 
* Παρουσιάζεται η Οθωμανική Αυτοκρατορία ως το φυσικό έδαφος της εθνικιστικής Τουρκίας.
 
* Δεν αναφέρονται οι εναλλακτικές λύσεις που είχε η ελληνική πλευρά την επαύριο του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, όταν ηττήθηκαν οι Νεότουρκοι εθνικιστές που είχαν ήδη ξεκινήσει τις γενοκτονίες από το 1914.
 
* Δεν αναγνωρίζονται πολιτικά δικαιώματα σ' ένα πολύ μεγάλο ποσοστό του οθωμανικού πληθυσμού που ήταν οι Ελληνες της Ανατολικής Θράκης και της Μικράς Ασίας (Πόντος, Ιωνία, Βιθυνία, Καππαδοκία κ.ά.).
 
* Θεωρείται ότι η μόνη φυσική λύση θα ήταν η εκ νέου υπαγωγή τους στην τουρκική διοίκηση.
 
* Αποκρύπτεται το γεγονός ότι την περίοδο 1914-1923 από τα δύο εκατομμύρια του ελληνικού πληθυσμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας επέζησε το 60% περίπου, δεδομένου ότι οι πρόσφυγες που καταμετρήθηκαν στην Ελλάδα το 1928 ανέρχονταν σε 1.250.000 άτομα.
 
**Αντιμετωπίζεται ο Μουσταφά Κεμάλ, που τα στρατεύματά του συγκροτήθηκαν με βάση τους παρακρατικούς πυρήνες των Νεότουρκων (Teskilat Ι Mahsusa), ως ο επαναστάτης και ο απελευθερωτής της περιοχής.
 
* Επιχειρείται μια «εξίσωση του αίματος», αφού τα εγκλήματα του διαλυμένου ελληνικού στρατού που υποχωρούσε συγκρίνονται με την ψυχρή και προαποφασισμένη εξόντωση των Ελλήνων και των Αρμενίων. Δομικά επαναλαμβάνεται αυτό ακριβώς που κάνουν οι ρατσιστές αντισημίτες, οι οποίοι δικαιολογούν το Ολοκαύτωμα επικαλούμενοι τη δράση του ισραηλινού στρατού κατά των Παλαιστινίων.
 
Επίλογος
Ενα από τα πλέον ενδιαφέροντα φαινόμενα -αλλά και αποκαλυπτικά της νεοελληνικής αλλοτρίωσης- είναι η Αρνηση της Γενοκτονίας από κάποιους πολύ συγκεκριμένους κύκλους. Παρ' ότι αναγνωρίστηκαν οι επέτειοι, εν τούτοις αυτό δεν συνέβαλε στην αλλαγή των στερεοτύπων και τη διαμόρφωση μιας τάσης περαιτέρω μελέτης. Η συντριπτική πλειονότητα της κοινότητας των επιστημόνων ιστορικών αγνοεί εντελώς αυτά τα ιστορικά γεγονότα ή κρατά μια επιφυλακτική στάση, ενώ αναπτύσσεται και η τάση της δημόσιας αμφισβήτησης.
 
Ενώ έως τώρα η αμφισβήτηση προερχόταν κυρίως από περιθωριακούς κύκλους, τελευταία υπάρχει μια δημόσια Αρνηση της Γενοκτονίας προερχόμενη από πολύ συγκεκριμένους κύκλους, που προέρχονται από ένα φάσμα που εκκινεί από τη νεοφιλελεύθερη Δεξιά και το υπουργείο Εξωτερικών και φτάνει έως την ψευδώνυμη «ελευθεριακή Αριστερά». Φυσικά το πρόβλημα είναι αποκλειστικά ενδοελλαδικό, γιατί στο διεθνή χώρο υπάρχει ήδη ένταξη του ιστορικού γεγονότος τόσο στις πληροφορίες για ζητήματα Γενοκτονιών όσο και στην ιστοριογραφία που μελετά τις μεθόδους του τουρκικού εθνικισμού.
 
*Διδάκτωρ Σύγχρονης Ιστορίας, μαθηματικός