Βασίλειος Μπετσκος

Ἡ κί­νη­ση ἀ­νή­κει στὴ φύ­ση τν κτι­στν, ὥ­στε δν εἶ­ναι στν εὐ­χέ­ρειά τους νὰ ἀ­κι­νη­τή­σουν ἀ­πὸ μό­να τους. Στν εὐ­χέ­ρεια ὅ­μως τν λο­γι­κν ν­των ἐ­να­πό­κει­ται  τρό­πος τς κι­νή­σε­ως. Ἡ κα­τὰ φύ­σιν κί­νη­ση τοῦ ἀν­θρώ­που δν εἶ­ναι ἀ­ναγ­κα­στι­κὸ δε­δο­μέ­νο, στὸ ὀ­ποῖ­ο εἶ­ναι δέ­σμιος· ἐ­πα­φί­ε­ται στν ἐ­λεύ­θε­ρη προ­αί­ρε­σή του ν θὰ ἐμ­μεί­νει στν κί­νη­ση πρς τὸ Θε­ὸ ἢ ἄν, ἐ­νάν­τια στὸ φυ­σι­κὸ προ­ο­ρι­σμό του, θὰ ἐ­κτρέ­ψει τν κί­νη­σή του πρς κτί­σμα­τα ἀ­πο­κομ­μέ­να ἀ­πὸ τος λό­γους τς δη­μι­ουρ­γί­ας τους.

κτροπὴ τς κινήσεως τοῦ νο
Ἡ ἕλ­ξη τν αἰ­σθη­τν ἐ­κτρέ­πει τν κί­νη­ση τοῦ ἀν­θρώ­που ἀ­πὸ τὸ ‘‘κα­τὰ φύ­σι­ν’’ στὸ ‘‘πα­ρὰ φύ­σι­ν’’. Καὶ ἡ ἀ­πο­κλει­στι­κὴ μ­μο­νὴ στς αἰ­σθή­σεις συ­σκο­τί­ζει τὴ θέ­α­ση τς φύ­σης· ν ὁ ἄν­θρω­πος ρ­κε­στεῖ στὴ δύ­να­μη τν αἰ­σθή­σε­ων (= ν ἐ­πι­λέ­ξει ἕ­να τρό­πο ζω­ς στν ὑ­πη­ρε­σί­α τν πα­θν καὶ τς πα­ρά­χρη­σης τν κτι­σμά­των) καὶ δν ἐ­νερ­γο­ποι­ή­σει τὴ γνω­στι­κὴ δύ­να­μη τοῦ λό­γου, βυ­θί­ζε­ται στὸ σκό­τος τς ἀ­πό­λυ­της ἄ­γνοι­ας.
Μέ­σα ἀ­πὸ τὴ λει­τουρ­γί­α τς ‘‘αἴ­σθη­ση­ς’’ ἡ πε­ρι­πλα­νώ­με­νη ψυ­χὴ πα­ρα­πεί­θε­ται καὶ μέ­νει προ­σκολ­λη­μέ­νη στὸ συγ­γε­νς ν­τι­κεί­με­νο (τὸ ‘‘προ­σφυ­ς αἰ­σθη­τό­ν’’) τς κα­θε­μις ἀ­πὸ τς πέν­τε αἰ­σθή­σεις. Ἔ­τσι χά­νει τὸ δρό­μο της πρς τὸ Θε­ό. Ἐ­κτρο­πὴ τς κί­νη­σης ση­μαί­νει ἀ­πώ­λεια τοῦ στό­χου της, ὑ­πο­τα­γὴ στν πα­ρα­λο­γι­σμὸ τν ν­τι­φα­τι­κν ἐ­πι­μέ­ρους κι­νή­σε­ων.Ἀ­πο­μο­νω­μέ­νη ἡ αἰ­σθη­τι­κὴ λει­τουρ­γί­α, ν ᾗ τς ἀ­λο­γί­ας ὑ­πάρ­χει σα­φς ἡ κί­νη­σιςἀ­πὸ τς λ­λες γνω­στι­κς δυ­νά­μεις, τὸ λό­γο καὶ τὸ νοἀ­δυ­να­τεῖ νὰ λει­τουρ­γή­σει στν προ­ο­πτι­κτς εὕ­ρε­σης τοῦ ‘‘τέ­λους’’. Ἄ­γνοι­α τοῦ τέ­λους συ­νε­πά­γε­ται καὶ ἄ­γνοι­α τς ‘‘ρ­χς’’, ἄ­γνοι­α τοῦ ἴ­διου τοῦ Θε­ο.

Καὶ ἂν ὁ ἄν­θρω­πος, μέ­σος ν Θε­οῦ καὶ ὕ­λης, δν κι­νη­θεῖ πρς τὸ Θε­ὸ ἀλ­λὰ πρς τν ὕ­λη, γ­κλω­βί­ζει τν κί­νη­σή του στὰ ὅ­ρια τς δι­κς του ἀ­τε­λος ὑ­πάρ­ξε­ως· πλα­νη­μέ­νος νο­μί­ζει ὅ­τι κα­τέ­χει τν τε­λει­ό­τη­τα, ἐ­νῶ βι­ώ­νει τν κ­πτω­ση ἀ­πὸ τὸ ἴ­διο τὸ εἶ­ναι. Εἰ­σά­γει ὁ ἴ­διος τὴ φθο­ρὰ στν ὕ­παρ­ξή του ς πλημ­με­λῆ καὶ ἀ­ναρ­μό­νιον πα­ρὰ τν τά­ξιν κί­νη­σιν τς φύ­σε­ωςἩ φθο­ρὰ καὶ ὁ θά­να­τος εἶ­ναι καρ­πς τς ἀ­πο­μά­κρυν­σης ἀ­πὸ τὸ Θε­ό, τς πτώ­σηςἩ πτώ­ση συ­νε­πά­γε­ται ἀ­φε­νς τν εὐ­χέ­ρεια καὶ ἄ­νε­ση στὴ ρο­πὴ τοῦ ἀν­θρώ­που πρς τὰ πά­θη, ἀ­φε­τέ­ρου τν ἀ­στά­θε­c­α καὶ ἀ­νω­μα­λί­α στν κτί­ση. Ἡ φθο­ρὰ καὶ ὁ θά­να­τος ἐ­πε­κτεί­νον­ται καὶ ἐ­κτς τοῦ πρω­ταί­τιου ν­θρώ­που· μὲ δι­κή του εὐ­θύ­νη εἰ­σά­γον­ται καὶ στν κό­σμο.
Ἡ φι­λαυ­τί­α ὄ­χι μό­νο δν ὁ­λο­κλη­ρώ­νει τν ν­θρω­πο, λ­λὰ τν ὁ­δη­γεῖ σὲ πολ­λα­πλὴ κα­τά­τμη­ση τς φύ­σης του. Ἡ κα­τα­κερ­μα­τι­σμέ­νη φύ­ση, ἀ­δυ­να­τών­τας νὰ κι­νη­θεῖ πρς ἕ­να τέ­λοςἐ­κτς τς ἴ­διας, μ­πλέ­κε­ται στν ἀ­νω­μα­λί­α τς ἄ­λο­γης κί­νη­σης. Μό­νο τὸ ἐ­λεύ­θε­ρο γνω­μι­κὸ θέ­λη­μα τοῦ ἀν­θρώ­που – οἱ προ­σω­πι­κές του δυ­να­τό­τη­τες σὲ δι­α­μά­χη πλέ­ον πρς τὴ ρο­πὴ τς φύ­σης – μπο­ρεῖ νὰ συ­νερ­γή­σει στν ἐ­πα­νεύ­ρε­ση τοῦ δρό­μου πρς τὸ Θε­ό [1].
λ­λὰ καὶ ἡ ἐ­λεύ­θε­ρη γνώ­μη-βού­λη­ση τοῦ ἀν­θρώ­που μο­νά­χα ρό­λο συ­νερ­γί­ας ἔ­χει στν ἀ­να­προ­σα­να­το­λι­σμὸ τς φυ­σι­κς κί­νη­σης πρς τὸ Θε­ό. Ὁ ἴ­διος ὁ φι­λάν­θρω­πος Θε­ς ἐ­πα­να­φέ­ρει στὴ φυ­σι­κὴ τρο­χιά της τν κί­νη­ση τοῦ ἀν­θρώ­που, κα­θς πρῶ­τος Αὐ­τς κι­νεῖ­ται καὶ γί­νε­ται ν­θρω­πος, ἵ­να τν φύ­σιν τν ν­θρώ­πων πρς ἑ­αυ­τν συ­να­γά­γ, καὶ στή­σῃ τοφέ­ρε­σθαι κα­κς, πρς ἑ­αυ­τήν, μλ­λον δὲ κα­θ’ ἑ­αυ­τς στα­σι­ά­ζου­σάν τε καὶ με­με­ρι­σμέ­νην· καὶ μη­δε­μί­αν ἔ­χου­σαν στά­σιν, διὰ τν πε­ρὶ ἕ­κα­στον τς γνώ­μης ἀ­στάθ­μη­τον κί­νη­σιν.

Πάθη (σφαλμένη χρσις νοημάτων – παράχρησις πραγμάτων)
Ἡ ἐ­κτρο­πὴ τς κί­νη­σης ἀ­πὸ τν κα­τὰ φύ­σιν στό­χο της συ­νι­στᾶ νό­σο, δι­ό­τι ἡ πα­ρὰ φύ­σιν-πα­ρά­λο­γη κί­νη­ση, ἀ­στο­χών­τας ς πρς τὸ τέ­λος της, δου­λεύ­ει στὴ φθο­ρὰ μις ἄ­λο­γης πο­λυ­μορ­φί­ας. Ὅ­ταν ἡ κί­νη­ση τν ν­των παύ­ει νὰ λει­τουρ­γεῖ μὲ τρό­πο συ­νεύ­ον­τα τῷ λό­γῳ τς φύ­σε­ως, λ­λὰ μὲ τρό­πο φθαρ­τι­κόν τοῦ λό­γου τς φύ­σε­ως, τὰ ὄν­τα πά­σχουν. Οἱ πολ­λς μορ­φς τς νο­ση­ρς κι­νή­σε­ως εἶ­ναι τὰ πά­θηΠά­θος ἐ­στὶ ψε­κτόν, κί­νη­σις ψυ­χς πα­ρὰ φύ­σι­ν [2]. Ἡ κί­νη­ση τς πε­ρι­πλα­νώ­με­νης καὶ πλα­νη­μέ­νης ψυ­χς ἀ­πο­τε­λεῖ πά­θος καὶ νό­ση­μα, δι­ό­τι ἡ ψυ­χὴ τε­λι­κὰ τν ὑ­φί­στα­ται ς φθο­ρὰ καὶ θά­να­το.
Τὰ πά­θη συ­νι­στον κα­ταρ­χν δυ­σαρ­μο­νί­α στὴ σχέ­ση τοῦ ἀν­θρώ­που μὲ τν κό­σμο, γι’ αὐ­τὸ καὶ ἐν­το­πί­ζον­ται κα­τε­ξο­χν στς λει­τουρ­γί­ες τοῦ νο, τοῦ ὀρ­γά­νου ποὺ συγ­κε­φα­λαι­ώ­νει τς προ­σω­πι­κς δυ­να­τό­τη­τες. Τὸ πρό­σω­πο, ἡ προ­αί­ρε­σις καὶ ὁ νος τοῦ ἀν­θρώ­που, εἶ­ναι ποὺ ἀ­πο­τυγ­χά­νουν στὴ λο­γο­ποί­η­ση τοῦ κό­σμου.
Ὅ­πως εἴ­δα­με, ὁ νος στρέ­φε­ται στν κό­σμο καὶ ἀ­πο­κα­θι­στᾶ σχέ­ση μὲ αὐ­τόν· κα­τὰ τὴ φύ­ση του καὶ μὲ τὴ συν­δρο­μὴ τς αἴ­σθη­σης νο­εῖ τὰ πράγ­μα­τα. ς ἐ­δῶ λει­τουρ­γεῖ ἄ­μεμ­πτα,ἐ­νερ­γο­ποι­ών­τας δυ­νά­μεις δο­σμέ­νες ἀ­πὸ τὸ Θε­ό. Τὸ νό­η­μα, τὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα τς νο­η­τι­κς ἐ­νέρ­γειας, ν­το­πι­σμέ­νο ὄ­χι πιὰ ὅ­πως τὸ πράγ­μα ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ νοῦ ἀλ­λὰ ν­τς αὐ­τον­δέ­χε­ται νὰ χρη­σι­μο­ποι­η­θεῖ μὲ τρό­πο κα­κό: τῇ γρ ἐ­σφαλ­μέ­νῃ τν νο­η­μά­των χρή­σει ἡ πα­ρά­χρη­σις τν πραγ­μά­των ἀ­κο­λου­θε. Τὸ πά­θος ἑ­δρά­ζε­ται στν κα­κὴ χρή­ση τοῦ νο­ή­μα­τος. Ἡ ἄ­λο­γη χρή­ση (πα­ρά­χρη­σις ἢ κα­τά­χρη­σις) τν νο­η­μά­των, καὶ κα­τὰ προ­έ­κτα­ση τν πραγ­μά­των, γεν­νᾶ τὰ πά­θη, τν ἀ­κο­λα­σί­α, τὸ μί­σος, τν ἄ­γνοι­α· ν­τί­θε­τα, ἡ εὔ­λο­γη χρή­ση γεν­νᾶ τὴ σω­φρο­σύ­νη καὶ τν ἀ­γά­πη καὶ τὴ γνώ­ση [3].
Κά­θε πά­θος συ­νί­στα­ται στὴ σύ­ζευ­ξη ἐ­νς αἰ­σθη­τοῦ πράγ­μα­τος (καὶ τς ν­τί­στοι­χης αἴ­σθη­σης) καὶ μις φυ­σι­κς ν­θρώ­πι­νης δύ­να­μης (πχ. τοῦ θυ­μο, τς ἐ­πι­θυ­μί­ας, τοῦ λό­γου)·ἡ δύ­να­μη αὐ­τὴ ἔ­χει ἐ­κτρα­πεῖ ἀ­πὸ τὸ φυ­σι­κὸ στό­χο της, ἐ­ξυ­η­η­ρε­τών­τας, ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ τὴ σύ­ζευ­ξή της μὲ τὸ συγ­κε­κρι­μέ­νο αἰ­σθη­τὸ πράγ­μα, ἕ­να νέ­ο – κα­τὰ σύν­θε­σιν – τέ­λος. νος ἔ­χει τν εὐ­θύ­νη νὰ δι­α­κρί­νει καὶ νὰ ἀ­πο­κό­ψει τὸ τέ­λος τοῦ αἰ­σθη­τοῦ πράγ­μα­τος (καὶ τς αἰ­σθή­σε­ως ποὺ τὸ προσ­λαμ­βά­νει) ἀ­πὸ τὸ τέ­λος τς φυ­σι­κς δυ­νά­με­ως, καὶ νὰ ἐ­πα­να­φέ­ρει ἔ­τσι τὸ κα­θέ­να στν οἰ­κεῖ­ο λό­γο του. Γιὰ νὰ τὸ πε­τύ­χει αὐ­τὸ ὁ νος, πρέ­πει, πρῶ­τον, νὰ θε­ω­ρή­σει τὸ αἰ­σθη­τὸ πράγ­μα κα­θαυ­τό· πρέ­πει, ἀ­κό­μα, νὰ ἀ­πε­ξαρ­τή­σει τν ν­τί­στοι­χη αἴ­σθη­ση ἀ­πὸ τὸ αἰ­σθη­τὸ πράγ­μα καὶ ἔ­τσι νὰ τὴ θε­ω­ρή­σει ἀ­πρό­σβλη­τη ἀ­πὸ τν οἰ­κει­ό­τη­τα πρς τὸ ἀν­τι­κεί­με­νό της. Δεύ­τε­ρον, εἶ­ναι ἀ­ναγ­καῖ­ο νὰ ἀ­κυ­ρώ­σει ὁ νος τὴ δι­ά­θε­ση τς ν­θρώ­πι­νης φυ­σι­κς δύ­να­μης πρς τὸ αἰ­σθη­τὸ καὶ τν αἴ­σθη­ση. Τρί­τον, ὀ­φεί­λει ὁ νος νὰ ἀ­φα­νί­σει παν­τε­λς καὶ τν φαν­τα­σί­α τν πα­θν κα­θε­αυ­τά, τὴ φαν­τα­σί­α δη­λα­δὴ ποὺ γεν­νι­έ­ται ἀ­πόν­τος τοῦ αἰ­σθη­τοῦ ὄν­τος τοῦ συμ­πλε­κο­μέ­νου στὸ πά­θος [4]. Ὅ­λη αὐ­τὴ ἡ πο­ρεί­α ἔ­χει σα­φέ­στα­τα γνω­στι­κ-ἐ­πι­στη­μο­νι­κὸ πε­ρι­ε­χό­με­νο, αὐ­τὸ τς συλ­λο­γς τν λό­γων τς φύ­σε­ως.
Ἡ ἐμ­μο­νὴ στὸ πά­θος ἀ­πο­τε­λεῖ στν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ἀ­να­πη­ρί­α τν γνω­στι­κν δυ­νά­με­ων τς ψυ­χς. Ἀ­πο­μο­νώ­νον­τας ὁ ἄν­θρω­π­ος τν πρω­ταρ­χι­κὴ λει­τουρ­γί­α τς αἴ­σθη­σης ἀ­πτ λό­γο καὶ τ νοἀ­πο­λυ­το­ποι­ών­τας δη­λα­δὴ τὴ γνώ­ση ποὺ αὐ­τὴ τοῦ προ­σφέ­ρει, μέ­νει δέ­σμιος μις αἴ­σθη­σης γ­κλει­στης στν δι­κό της ἐ­πι­φα­νεια­κὸ καὶ πα­ρα­πλα­νη­τι­κὸ ὁ­ρί­ζον­τα. Αὐ­τς εἶ­ναι ὁ ὁ­ρί­ζον­τας ν­τς τοῦ ὁ­ποί­ου ἀ­να­φύ­ον­ται τὰ πά­θη:
τὰ τν αἰ­σθη­τν εἴ­δη καὶ σχή­μα­τα,
δι’ ν πέ­φυ­κε τὰ πά­θη δη­μι­ουρ­γεῖ­σθαι πε­ρὶ τς ἐ­πι­φα­νεί­ας τν ὁ­ρα­τν,
στά­σιν λαμ­βα­νού­σης διὰ τς μέ­σης αἰ­σθή­σε­ως τς πε­ρὶ τὰ νο­η­τὰ δι­α­βά­σε­ως
τς ν ἡ­μν λο­γι­κς ἐ­νερ­γεί­ας.
ν οἱ αἰ­σθή­σεις δν εὐ­γε­νι­σθον ἀ­πὸ τὸ λό­γον δν ν­τα­χθον στν εὐ­σε­βῆ λει­τουρ­γί­α τοῦ νοῦ ποὺ τεί­νει νὰ βρεῖ τὸ Δη­μι­ουρ­γὸ Νο, γί­νον­ται δε­σμὰ καὶ φυ­λα­κὴ τς ψυ­χς. γνω­στι­κὴ ἐμ­βέ­λεια τν αἰ­σθή­σε­ων φτά­νει μέ­χρι τν ἐ­πι­φά­νεια τν πραγ­μά­των· χω­ρς τὴ λο­γι­κὴ ἐ­νέρ­γεια ἡ ψυ­χὴ δν μπο­ρεῖ νὰ μπεῖ στν τρο­χιὰ τς δι­ά­βα­σης πρς τὰ νο­η­τά, κατό­τε ἡ αἴ­σθη­ση χά­νει τν μ­φυ­τη γνω­στι­κή της δύ­να­μη.
Ὁ Μά­ξι­μος χρη­σι­μο­ποι­εῖ μὲ δύ­ο ση­μα­σί­ες τν ὅ­ρο ‘‘πά­θο­ς’’. Πρῶ­τον θε­ω­ρεῖ πά­θη ψε­κτὰ ἢ δι­α­βε­βλη­μέ­να ὅ­λες τς πα­ρὰ φύ­σιν κι­νή­σεις τς ψυ­χς, ἐ­κτι­μών­τας πς ὑ­πεύ­θυ­νος γι’ αὐ­τς εἶ­ναι ὁ ἴ­διος ὁ ἄν­θρω­πος· αὐ­τὰ τὰ πά­θη ταυ­τί­ζον­ται μὲ τς κα­κί­ες. Δεύ­τε­ρον, ὀ­νο­μά­ζει πά­θη ἀ­δι­ά­βλη­τα κά­ποι­ες φυ­σι­κς ἰ­δι­ό­τη­τες δο­σμέ­νες ἀ­πὸ τν ἴ­διο τὸ Θε­ό. Αὐ­τές, ὑ­πο­κεί­με­νες στν τρο­πὴ καὶ τν λ­λοί­ω­ση τς κτι­στό­τη­τας, ἀ­νή­κουν στὴ ‘‘φύ­ση­’’ καὶ ὄ­χι στὸ ‘‘πρό­σω­πο­’’ τοῦ ἀν­θρώ­που, καὶ δν ση­μαί­νον­ται ἐ­ξαρ­χς ς κα­λς ἢ κα­κές · ὁ τρό­πος μὲ τνὁ­ποῖ­ο θὰ τς χρη­σι­μο­ποι­ή­σει ὁ νος (ὁ ἄν­θρω­πος ς ἐ­λεύ­θε­ρο πρό­σω­πο) θὰ τς χα­ρα­κτη­ρί­σει κα­λς ἢ κα­κές. […]
Ἀ­φο, λοι­πόν, τὸ μ­πα­θς νό­η­μα εἶ­ναι λο­γι­σμς σύν­θε­τος ἀ­πὸ κά­ποι­ο πά­θος κα νό­η­μα, ἐ­πα­φί­ε­ται στν ν­θρώ­πι­νη θέ­λη­ση νὰ ἀ­πο­κό­ψει τὸ πά­θος ἀ­πὸ τὸ νό­η­μα, ὥ­στε νὰ κα­θαρ­θεῖ ὁ λο­γι­σμός. Ἡ ἀ­πο­κο­πὴ ἐ­πι­τυγ­χά­νε­ται μὲ τν πνευ­μα­τι­κὴ ἀ­γά­πη καὶ ἐγ­κρά­τεια [5].

Τρόπος παρξης τν παθν
Ὁ νος ἔ­χει τν ν­θύ­νη καὶ γιὰ τὴ σω­στὴ χρή­ση τοῦ νο­ή­μα­τος καὶ γιὰ τν πα­ρά­χρη­ση ἢ κα­τά­χρη­σή του. Γιὰ νὰ ἀ­πο­φύ­γει τν μ­πλο­κή του στὰ πά­θη, ὀ­φεί­λει νὰ θε­ω­ρεῖ στν κα­θα­ρό­τη­τά τους τος λό­γους-τέ­λη ὄ­χι μό­νο τν ν­των λ­λὰ καὶ τν αἰ­σθή­σε­ων καὶ τν λ­λων φυ­σι­κν δυ­νά­με­ων τοῦ ἀν­θρώ­που. Μὲ ἐ­ξαι­ρε­τι­κὴ δι­εισ­δυ­τι­κό­τη­τα ὁ ἅ­γιος Μά­ξι­μος ἐ­πε­ξη­γεῖ πς ὁ νος μπο­ρεῖ νὰ ἀ­πο­φύ­γει τὰ πά­θη, δι­δά­σκον­τάς μας μὲ ποι­όν τρό­πο ὑ­πάρ­χουν αὐ­τά: κά­θε πά­θος συ­νί­στα­ται ἀ­πὸ τὴ ‘‘συμ­πλο­κὴ­’’ δύ­ο πα­ρα­γόν­των : ἀ­φε­νς κά­ποι­ου αἰ­σθη­τοῦ ὄν­τος καὶ τς ν­τί­στοι­χής του αἰ­σθή­σε­ως (θε­ω­ρεῖ­ται δε­δο­μέ­νη μί­α συμ­πλη­ρω­μα­τι­κό­τη­τα, ἀ­μοι­βαι­ό­τη­τα καὶ οἰ­κει­ό­τη­τα ἀ­νά­με­σα στὰ αἰ­σθη­τὰ καὶ στς αἰ­σθή­σεις), ἀ­φε­τέ­ρου κά­ποι­ας μ­φυ­της δύ­να­μης, ὅ­πως εἶ­ναι ὁ θυ­μς καὶ ἡ ἐ­πι­θυ­μί­α.
Αὐ­τὰ τὰ ἀρ­χι­κὰ συ­στα­τι­κὰ τοῦ πά­θους, δη­λα­δὴ τὸ αἰ­σθη­τὸ ὄν (καὶ ἡ ἀν­τί­στοι­χη αἴ­σθη­ση) καὶ ἡ ἔμ­φυ­τη δύ­να­μη, μ­πε­ρι­έ­χον­ται ἀ­ναμ­φί­βο­λα στν πε­ρι­ο­χὴ τς λί­αν κα­λς δη­μι­ουρ­γί­ας.Ἡ νο­ση­ρὴ κα­τά­στα­ση τοῦ πά­θους δν γεν­νι­έ­ται οὔ­τε ἀ­πὸ ν­τα οὔ­τε ἀ­πὸ αἰ­σθή­σεις οὔ­τε ἀ­πὸ μ­φυ­τες δυ­νά­μεις · ἐ­πί­σης, ἡ νο­ση­ρὴ κα­τά­στα­ση τοῦ πά­θους δν γεν­νι­έ­ται ἀ­πὸ μό­νη τὴ ‘‘δι­πλὴ συμ­πλο­κή­’’, πρῶ­τον, τοῦ αἰ­σθη­τοῦ καὶ τς αἰ­σθή­σε­ως, δεύ­τε­ρον τοῦ συμ­πλέγ­μα­τος αἰ­σθη­τοἴ­σθη­σης μὲ τν ν­τί­στοι­χη μ­φυ­τη δύ­να­μηἩ νο­ση­ρό­τη­τα τοῦ πά­θους γεν­νι­έ­ται:
• εἴ­τε ἀ­πὸ τὴ σύγ­χυ­ση τε­λν ποὺ ἐμ­φι­λο­χω­ρεῖ στὴ συμ­πλο­κὴ αἰ­σθη­τοῦ καὶ αἰ­σθή­σε­ως,
• εἴ­τε ἀ­πὸ τν ἐ­κτρο­πὴ τς μ­φυ­της δύ­να­μης ἀ­πὸ τν κα­τὰ φύ­σιν λό­γο-τέ­λος της.
Ὁ­πωσ­δή­πο­τε, θε­μέ­λιο τοῦ πά­θους καὶ στς δύ­ο πε­ρι­πτώ­σεις εἶ­ναι ἡ ἀ­στο­χί­α τς κί­νη­σηςἡ ἀ­πώ­λεια τοῦ φυ­σι­κοῦ της τέ­λους : ν ἡ κί­νη­ση τοῦ αἰ­σθη­τοῦ ὄν­τος κα­τευ­θυν­θεῖ πρς τνν­τί­στοι­χη αἴ­σθη­ση ἀ­γνο­ών­τας τν ἐ­νυ­πάρ­χον­τα στὸ Θε­ὸ λό­γο τς δη­μι­ουρ­γί­ας του, γεν­νι­έ­ται τὸ πά­θος. Κα­τὰ τν ἴ­διο τρό­πο, ν ἡ κί­νη­ση τς αἴ­σθη­σης γ­κλω­βι­στεῖ στν οἰ­κει­ό­τη­τα ποὺ τὰ αἰ­σθη­τὰ ἔ­χουν γι’ αὐ­τήν, ν μὲ ἄλ­λα λό­για πε­ρι­ο­ρι­στεῖ ἡ λει­τουρ­γι­κό­τη­τα τς αἴ­σθη­σης στν πρόσ­λη­ψη τν αἰ­σθη­τν ν­των, χω­ρς τν ἀ­να­γω­γὴ τς αἰ­σθη­τη­ρια­κς λει­τουρ­γί­ας στς ἀ­νώ­τε­ρες γνω­στι­κς βαθ­μί­δες τοῦ λό­γου καὶ τς νό­η­σης, καὶ πά­λι γεν­νι­έ­ται τὸ πά­θος. Τὰ πά­θη ἀ­να­φύ­ον­ται ὅ­πο­τε τὸ αἰ­σθη­τὸ καὶ ἡ αἴ­σθη­ση συρ­ρι­κνώ­νουν (καὶ ἐ­ξαν­τλον) τὰ τέ­λη τους σὲ μιὰ ‘‘ἐ­σω­τε­ρι­κὴ ἀ­μοι­βαι­ό­τη­τα­’’, ὑ­πο­τάσ­σον­τας τὸ λό­γο τς δη­μι­ουρ­γί­ας τους σὲ μιὰ ἀ­μοι­βαί­α σκο­πι­μό­τη­τα : ὁ­σά­κις τὸ αἰ­σθη­τὸ ὑ­πάρ­χει γιὰ τν αἴ­σθη­ση καὶ ἡ αἴ­σθη­ση γιὰ τὸ αἰ­σθη­τό, γ­κλω­βί­ζουν καὶ τν ν­θρω­πο στὸ πά­0­ος. Τὸ πά­θος εἶ­ναι τε­λι­κὰ θέ­μα προ­ο­πτι­κς: πρς τὰ ποῦ κι­νεῖ­ται ὁ νος τοῦ ἀν­θρώ­που, πρς τν ὕ­λη ἢ πρς τν Θε­ό.

Τὸ κακὸ ὡς παρυπόστασις
Στὴ ρί­ζα τν πα­ρα­πά­νω θε­ω­ρή­σε­ων βρί­σκε­ται ἡ βε­βαι­ό­τη­τα τοῦ Ὁ­μο­λο­γη­τοῦ καὶ τς κ­κλη­σι­α­στι­κς πα­ρά­δο­σης πς τὸ κα­κν δν ὑ­φί­στα­ται ς ν­τό­της-ὕ­παρ­ξη, δν ἀ­νή­κει στδη­μι­ουρ­γή­μα­τα τοῦ Θε­ο· λ­λὰ τὸ κα­κὸ ὡς στέ­ρη­ση τοῦ ἀ­γα­θος ἀ­δυ­να­μί­α καὶ ἀ­σθέ­νεια, ς ἀ­τευ­ξί­α καὶ ἀ­πό­πτω­ση ἀ­πὸ τὸ ἀ­γα­θό, ς πα­ρυ­πό­στα­σιςὑ­πάρ­χει καὶ συ­ναν­τᾶ­ται σὲ ὅ­λη τν κλί­μα­κα τν ν­των.
Στὸ χω­ρί­ο ποὺ πα­ρα­θέ­του­με, συ­νο­ψί­ζον­ται μὲ πλη­ρό­τη­τα καὶ ἀ­με­σό­τη­τα οἱ θέ­σεις τοῦ ἁ­γί­ου Μα­ξί­μου σχε­τι­κὰ μὲ τὸ τί δν εἶ­ναι καὶ τί εἶ­ναι τὸ κα­κόν:
Ὅ­ρος κα­κο.
Τὸ κα­κν οὔ­τε ν, οὔ­τε ἔ­σται κα­τ’ οἰ­κεί­αν φύ­σιν ὑ­φε­στώς·
οὔ­τε γρ ἔ­χει κα­θ’ ὁ­τιον οὐ­σί­αν,
ἢ φύ­σιν, ἢ ὑ­πό­στα­σιν, ἢ δύ­να­μιν, ἢ ἐ­νέρ­γειαν ν τος οὖ­σιν·
οὔ­τε ποι­ό­της ἐ­στίν, οὔ­τε πο­σό­της, οὔ­τε σχέ­σις, οὔ­τε τό­πος, οὔ­τε χρό­νος,
οὔ­τε θέ­σις, οὔ­τε ποί­η­σις, οὔ­τε κί­νη­σις, οὔ­τε ἕ­ξις, οὔ­τε πά­θος,
φυ­σι­κς τι­νι τν ν­των ν­θε­ω­ρού­με­νον,
οὔ­τε μν ν τού­τοις πᾶ­σιν τὸ πα­ρά­παν κα­τ’ οἰ­κεί­ω­σιν φυ­σι­κν ὑ­φέ­στη­κεν·
οὔ­τε ρ­χή, οὔ­τε με­σό­της, οὔ­τε τέ­λος ἐ­στίν·
λ­λ’ ἵ­να ς ν ὅ­ρῳ πε­ρι­λα­βν εἴ­πω,
τὸ κα­κν τς πρς τὸ τέ­λος τν γ­κει­μέ­νων τῇ φύ­σει δυ­νά­με­ων ἐ­νερ­γεί­ας ἐ­στν λ­λει­ψις,
κa­ι λ­λο κα­θά­παξ οὐ­δέν.
Κα­μί­α ἀ­πὸ τς κα­τη­γο­ρί­ες τοῦ ὄν­τος δν μπο­ρεῖ νὰ ἀ­πο­δο­θεῖ στὸ κα­κόν· καὶ κα­μί­α φυ­σι­κό­τη­τα δν προ­σι­διά­ζει σὲ αὐ­τό. Τὸ κα­κόνς ἐ­σφαλ­μέ­νη κρί­ση καὶ ἀ­λό­γι­στη κί­νη­ση, κ­φαί­νε­ται ς λ­λε­ψη ἐ­κεί­νης τς ἐ­νέρ­γειας τν κτι­σμά­των ποὺ θὰ τὰ ὁ­δη­γοῦ­σε στὸ φυ­σι­κό τους τέ­λος, τν Δη­μι­ουρ­γό. Εἴ­τε ς ἐ­σφαλ­μέ­νη κρί­ση εἴ­τε ς ἀ­λό­γι­στη κί­νη­ση εἴ­τε ςἄ­γνοι­α τς αἰ­τί­ας τν ν­των, ἡ πα­ρυ­πό­στα­σις τοῦ κα­κοῦ εἶ­ναι ὑ­πό­θε­ση τοῦ ἀν­θρώ­που. Οἱ πρά­ξεις τοῦ ἀν­θρώ­που προ­σφέ­ρουν στὸ κα­κὸ ὁ­ρί­ζον­τα ἀ­νά­δυ­σης στὸ γί­γνε­σθαι τς κτι­στς φύ­σης, ἐ­νῶ τὸ κα­κὸ πα­ρα­μέ­νει ἀ­νυ­πό­στα­το­ν [6].

Μεταποίηση τν παθν σὲ ἀρετές
Ὁ ἄν­θρω­πος ἔ­χει πάν­τα τὴ δυ­να­τό­τη­τα νὰ με­τα­ποι­ή­σει τὰ πά­θη τς κα­κί­ας σὲ ἀ­ρε­τές. Καὶ τε­λι­κὰ τὰ πά­θη εἶ­ναι δυ­να­τν νὰ ὑ­πη­ρε­τή­σουν τὴ σω­τη­ρί­α τοῦ ἀν­θρώ­που· καὶ αὐ­τό, χω­ρς νὰ κα­ταρ­γη­θον, λ­λὰ ἔ­χον­τας μὲ σο­φί­α ἀ­πο­κο­πεῖ ἀ­πὸ τὴ σύν­δε­σή τους πρς τὴ σω­μα­τι­κό­τη­τα. Ἡ κτή­ση τν πα­θν ὀ­φεί­λει νὰ ὑ­πη­ρε­τεῖ ἐ­κεί­νη τὴ χρή­ση τους ποὺ ὁ­δη­γεστὰ οὐ­ρά­νια:
Πλν κα­λὰ γί­νε­ται καὶ τὰ πά­θη ν τος σπου­δαί­οις,
ὁ­πη­νί­κα σο­φς αὐ­τὰ τν σω­μα­τι­κν ἀ­πο­στή­σαν­τες,
πρς τν τν οὐ­ρα­νί­ων με­τα­χει­ρί­ζον­ται κτῆ­σιν.
Ἡ ἐ­νά­ρε­τη χρή­ση τν πα­θν πραγ­μα­τώ­νε­ται ν τος σπου­δαί­οις, σὲ ὅ­σους ὑ­πο­τάσ­σουν κά­θε νό­η­μα στν ὑ­πα­κο­ὴ τοῦ Χρι­στο [7].


ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
Τὰ ἑ­πό­με­να ἀ­πο­σπά­σμα­τα ἀ­πὸ γρα­φς τοῦ ἁ­γί­ου Μα­ξί­μου θὰ μπο­ροῦ­σαν, ἄ­ρι­στα, νὰ ἀ­να­γνω­σθον αὐ­το­τε­λς. Ταυ­τό­χρο­να, κα­θέ­να ἀ­πὸ αὐ­τὰ ἀ­πο­τε­λεῖ συγ­κε­κρι­μέ­νη πα­ρα­πομ­πὴ κ μέ­ρους τοῦ κει­μέ­νου τοῦ Βασ. Μπε­τσά­κου.

1. Κε­φά­λαι­α δι­ά­φο­ρα..., PG 90, 1196Β-C: Ἡ τν ν­θρώ­τε­ων φι­λαυ­τί­α καὶ σύ­νε­σις, λ­λή­λους καὶ τν νό­μον, ἢ ἀ­πω­σα­μέ­νη, ἢ σο­φι­σα­μέ­νη, ες πολ­λς μοί­ρας τν μί­αν φύ­σιν κα­τέ­τε­με· καὶ τν νν ἐ­πι­κρα­τοῦ­σαν αὐ­τς ἀ­ναλ­γη­σί­αν εἰ­ση­γη­σα­μέ­νη, αὐ­τν κα­θ’ ἑ­αυ­τς τν φύ­σιν διὰ τς γνώ­μης ἐ­ξώ­πλι­σε. Διά τοι τοῦ­το, πς ὅ­στις σώ­φρο­νι λο­γι­σμῷ καὶ φρο­νή­σε­ως εὐ­γε­νεί­, ταύ­την λῦ­σαι δε­δύ­νη­ται τς φύ­σε­ως τν ἀ­νω­μα­λί­αν, ἑ­αυ­τν πρὸ τν λ­λων ἐ­λέ­η­σε, τν γνώ­μην κα­τὰ τν φύ­σιν δη­μι­ουρ­γή­σας, καὶ Θε­ῷ κα­τὰ τν γνώ­μην διὰ τν φύ­σιν προ­σχω­ρή­σας...
2. Κε­φά­λαι­α πε­ρὶ ἀ­γά­πης, PG 90, 968Α καὶ 988D-989A: Πά­θος ἐ­στὶ κί­νη­σις ψυ­χς πα­ρὰ φύ­σιν, ἢ ἐ­πὶ φι­λί­αν ἄ­λο­γον, ἢ ἐ­πὶ μῖ­σος ἄ­κρι­τον, ἤ τι­νος, ἢ διά τι τν αἰ­σθη­τν.
3. Κε­φά­λαι­α πε­ρὶ ἀ­γά­πης, PG 90, 1008Β, 988C-D: Τί ον ἐ­στι τὸ κα­κόν; Δῆ­λον ὅ­τι τὸ πά­θος τοῦ κα­τὰ φύ­σιν νο­ή­μα­τος, ὅ­περ δύ­να­ται μὴ εἶ­ναι ν τῇ τν νο­η­μά­τι­υν χρή­σει, ἐ­ὰν νος γρη­γο­ρ
4. Κε­φά­λαι­α δι­ά­φο­ρα..., PG 90, 1201B-C: Πν πά­θος κα­τὰ συμ­πλο­κν πάν­τως αἰ­σθη­τοῦ τι­νος καὶ αἰ­σθή­σε­ως, καὶ φυ­σι­κς δυ­νά­με­ως, θυ­μοῦ λέ­γω τυ­χόν, ἢ ἐ­πι­θυ­μί­ας, ἢ λό­γου πα­ρα­τρα­πέν­τος τοῦ κα­τὰ φύ­σιν, συ­νί­στα­ται. Ἐ­ὰν ον τὸ πρς λ­λη­λα κα­τὰ σύν­θε­σιν τέ­λος, τοῦ τε αἰ­σθη­τοῦ καὶ τς αἰ­σθή­σε­ως, καὶ τς ἐ­π’ αὐ­τῇ φυ­σι­κς δυ­νά­με­ως θε­ω­ρή­σας ὁ νος, δυ­νη­θῇ πρς τν οἰ­κεῖ­ον φύ­σει λό­γον, τού­των ἕ­κα­στον δι­α­κρί­νας ἐ­πα­να­γα­γεν, καὶ θε­ω­ρή­σας κα­θ’ ἑ­αυ­τὸ τὸ αἰ­σθη­τόν, ἄ­νευ τς πρς αὐ­τὸ τς αἰ­σθή­σε­ως σχέ­σε­ως, καὶ τν αἴ­σθη­σιν δί­χα τς τοῦ αἰ­σθη­τοῦ πρς αὐ­τν οἰ­κει­ό­τη­τος· καὶ τν ἐ­πι­θυ­μί­αν, φέ­ρε εἰ­πεν, ἢ ἄλ­λην τι­νὰ τν κα­τὰ φύ­σιν δυ­νά­με­ων χω­ρς τς μ­πα­θος ἐ­π’ αἰ­σθή­σει τε καὶ αἰ­σθη­τῷ δι­α­θέ­σε­ως· ς ἡ τοῦ πά­θους ποι­ὰ πα­ρα­σκευά­ζειν τν θε­ω­ρί­αν γί­νε­σθαι κί­νη­σις, δι­ε­σκέ­δα­σε καὶ ἐ­λέ­πτυ­νε, κα­τὰ τν πά­λαι τοῦ Ἰσ­ρα­λ μό­σχον, τοῦ οἱ­ου­δή­πο­τε συμ­βαί­νον­τος πά­θους τν σύ­στα­σιν, καὶ ὑ­πὸ τὸ ὕ­δωρ τς γνώ­σε­ως ἔ­σπει­ρεν, ἀ­φα­νί­σας παν­τε­λς καὶ αὐ­τν τν πα­θν τν ψι­λν φαν­τα­σί­αν, διὰ τς πρς ἑ­αυ­τὰ τν ἀ­πο­τε­λούν­των αὐ­τὸ κα­τὰ φύ­σιν πραγ­μά­των ἀ­πο­κα­τα­στά­σε­ως.
5. Κε­φά­λαι­α πε­ρὶ ἀ­γά­πης, PG 90, 1029Β: Νό­η­μά ἐ­στι μ­πα­θές, λο­γι­σμς σύν­θε­τος ἀ­πὸ πά­θους καὶ νο­ή­μα­τος. Χω­ρί­σω­μεν τὸ πά­θος ἀ­πὸ τοῦ νο­ή­μα­τος, καὶ ἀ­πο­μέ­νει ὁ λο­γι­σμς ψι­λός. Χω­ρί­ζο­μεν δὲ δι’ ἀ­γά­πης πνευ­μα­τι­κς καὶ ἐγ­κρα­τεί­ας, ἐ­ὰν θέ­λω­μεν.
6. Κε­φά­λαι­α πε­ρὶ ἀ­γά­πης, ΡG 90, 1052A: Οὐ πε­ρὶ τν οὐ­σί­αν τν γε­γο­νό­των τὸ κα­κν θε­ω­ρεῖ­ται, λ­λὰ πε­ρὶ τν ἐ­σφαλ­μέ­νην καὶ ἀ­λό­γι­στον κί­νη­σιν. Πεύ­σεις καὶ Ἀ­πο­κρl­σεις..., Qu, 9, 20-23: Ὁ δι’ ἀ­ρε­τς καὶ γνώ­σε­ως τὸ τς ψυ­χς ὀ­πτι­κν ἀ­να­κα­θή­ρας γι­νώ­σκει σα­φς ὅ­τι ἡ κα­κί­α ἀ­νυ­πό­στα­τός ἐ­στιν καὶ ἐν οὐ­δε­νὶ τν ν­των ὑ­πάρ­χου­σα εἰ μὴ μό­νον ν τπράτ­τε­σθαι.
7. Πρς Θα­λάσ­σιον..., PG 90, 269B-C: Πλν κα­λὰ γί­νε­ται καὶ τὰ πά­θη ν τος σπου­δαί­οις, ὁ­πη­νί­κα σο­φς αὐ­τὰ τν σω­μα­τι­κν ἀ­πο­στή­σαν­τες, πρς τν τν οὐ­ρα­νί­ων με­τα­χει­ρί­ζον­ται κτῆ­σιν· οἷ­ον, τν μν ἐ­πι­θυ­μί­αν τς νο­ε­ρς τν θεί­ων ἐ­φέ­σε­ως ὀ­ρε­κτι­κν ρ­γά­ζον­ται κί­νη­σιν, τν ἡ­δο­νν δὲ τς ἐ­πὶ τος θεί­οις χα­ρί­σμα­σι τοῦ νοῦ θελ­κτι­κς ἐ­νερ­γεί­ας εὐ­φρο­σύ­νην ἀ­πή­μο­να, τν δὲ φό­βov τς μελ­λού­σης ἐ­πὶ πλημ­με­λή­μα­σι τι­μω­ρί­ας προ­φυ­λα­κτι­κν ἐ­πι­μέ­λειαν, τν δὲ λύ­πην δι­ορ­θω­τι­κν ἐ­πὶ πα­ρόν­τι κα­κῷ με­τα­μέ­λειαν. Καὶ συν­τό­μως εἰ­πεν, κα­τὰ τος σο­φος τν α­τρν, σώ­μα­τι φθαρ­τι­κοῦ θη­ρς τς ἐ­χίδ­νης τν οὖ­σαν ἢ με­λε­τω­μέ­νην ἀ­φαι­ρου­μέ­νους λώ­βω­σιν, τος πά­θε­σι τού­τοις πρς ἀ­ναί­ρε­σιν χρώ­με­νοι πα­ρού­σης κα­κί­ας ἢ προσ­δο­κω­μέ­νης, καὶ κτῆ­σιν καὶ φυ­λα­κν ἀ­ρε­τς τε καὶ γνώ­σε­ως. Κα­λὰ ον, ς ἔ­φην, ταῦ­τα τυγ­χά­νει διὰ τν χρῆ­σιν ν τος πν νό­η­μα αχ­μα­λω­τί­ζου­σιν ες τν ὑ­πα­κο­ν τοῦ Χρι­στο.

 πὸ τὸ βιβλίο «ΣΤΑΣΙΣ ΑΕΙΚΙΝΗΤΟΣ  – Ἡ ἀνακαίνιση τς ριστοτελικς κινήσεως στὴ θεολογία Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητο», κδ. ‘‘ρμός’’ ούλιος 2006, σελ.176-186.

Ρωσική εικόνα του οσίου Μαξίμου.
πηγή κειμένου: Αντίφωνο