Πέμπτη 1 Ιανουαρίου 2015

«Όσον υπερέχεις κατά τον πλούτον, τόσον υστερείς κατά την αγάπην» (Μέγας Βασίλειος)



Ένα "άλλο" μήνυμα σε καιρούς οικονομικής κρίσης.

Η ικανοποίησις των αναγκών των πτωχών καταναλώνει τον πλούτον, όταν δηλ. ο καθένας μεν δέχεται ολίγα δια την ικανοποίησιν των αναγκών του, όλοι δε μαζί μοιράζωνται τα υπάρχοντα που εξοδεύονται δι' όλους. Ώστε αυτός που αγαπά τον πλησίον ωσάν τον εαυτόν του δεν κατέχει τίποτε περισσότερον από τον πλησίον. Αλλ' όμως φαίνεσαι να έχης πολλά κτήματα. Από πού αυτά; Από που αλλού παρά από του ότι είναι φανερόν ότι επροτιμούσες την ιδικήν σου απόλαυσιν από την παρηγορίαν τών πολλών. Όσον, λοιπόν, υπερέχεις κατά τον πλούτον, τόσον υστερείς κατά την αγάπην. Διότι προ πολλού θα είχες σκεφθή να απομακρύνης τα χρήματα, εάν είχες αγαπήσει τον πλησίον. Τώρα δε τα χρήμα­τα είναι συνδεδεμένα μαζί σου περισσότερον από τα μέλη τού σώματος, και ο χωρισμός από αυτά σε λυπεί, σαν τον ακρωτηριασμόν τών χρησιμωτέρων μελών.


Διότι εάν είχες ενδύσει τον γυμνόν, εάν είχες δώσει τον άρτον σου εις αυτόν που πεινά, εάν η πόρτα σου είχεν ανοιγή εις κάθε ξένον, εάν είχες γίνει πατέρας τών ορφανών, εάν συνέπασχες με κάθε αδύνατον, δια ποία τώρα χρήματα θα εδοκίμαζες λύπην; Πού δε θα εδυσκολευόσουν νά διάθεσης τα υπόλοιπα, εάν από πολ­λού είχες σκεφθή να τα μοιράζης εις τους ενδεείς; Έπειτα, εις μεν τας πανηγύ­ρεις κανένας δεν λυπείται να πωλή τα υπάρχοντά του και να αποκτά αντ' αυτών αυτά που χρειάζεται. Αλλά με όσον μικροτέραν τιμήν αγοράζει τα πολυτίμητα πράγματα, τόσον περισσότερον χαίρει, διότι η συναλλαγή του υπήρξε λαμπρά. Εσύ δε λυπείσαι με το να δίδης χρυσίον και αργύριον και κτήματα, δηλαδή με το να προσφέρης λίθους και χώμα, δια να αποκτήσης την αιώνιον ζωήν;


Αλλά τί τον χρειάζεσαι τον πλούτον; Θα ενδυθής με ένδυμα; Δύο πήχεις σου αρκούν, λοιπόν, δια τον χιτωνίσκον και η ένδυσις ενός ιματίου θα καλύψη ολόκληρον την ανάγκην των ενδυμάτων. Μήπως θα εξοδεύσης τον πλούτον εις την διατροφήν; Ένας άρτος είναι αρκετός δια να γεμίσης την κοιλίαν σου. Διατί, λοιπόν, λυπείσαι; Σαν τί να στερήσαι; Την δόξαν τού πλούτου; Αλλ' εάν δεν αναζητήσης την επίγειον δόξαν, θα εύρης την πραγματικήν, εκείνην και λαμπράν, που σε προάγει εις την βασιλείαν τών ουρανών. Αλλά το να έχεις απλώς τον πλούτον είναι πράγμα αγαπητόν, έστω και αν δεν προκύπτει κανένα όφελος απ' αυτόν. Ότι, λοιπόν, είναι ανόητος η φροντίδα δια άχρηστα πράγματα, είναι εις όλους γνωστόν. Ίσως σου φανή παράδοξον αυτό που σκοπεύω να είπω, πλην όμως είναι από όλα το πιο αληθινόν. Όταν ο πλούτος σκορπίζεται, κατά τον τρόπον που ο Κύριος παραγγέλλει, είναι φυσικόν να παραμένη, όταν όμως φυ­λάσσεται είναι φυσικόν να αποξενώνεται. Εάν τον φυλάσσης, δεν θα τον έχης, εάν τον σκορπίσης, δεν θα τον χάσης. Διότι «εσκόρπισεν ελευθέρως και εμοίρασεν εις τους πτωχούς΄ η δικαιοσύνη του παραμένει αιωνίως».
..................................................................................................................................
Η στάση μας μπροστά σε κάποιον φτωχό... (Μέγας Βασίλειος)

Εάν έλθη εις ημάς κάποιος πτωχός, που μόλις και μετά βίας ομιλεί από την πείναν, αποστρεφόμαστε τον όμοιο με ημάς κατά την φύσιν, σιχαινόμαστε, γρήγορα προσπερνούμε, ωσάν να φοβούμεθα μήπως, με το να βαδίσουμε σιγά, λάβουμε και ημείς μέρος στην ιδία τη δυστυχία.

Και εάν μεν σκύψη το κεφάλι του προς τη γην, εντρεπόμενος για τη συμφορά, τον λέγουμε υποκριτήν, εάν δε με θάρρος μας ατενίση εξ αιτίας του πικρού κεν­τρίσματος της πείνης, τον αποκαλούμε πάλιν αναιδή και βί­αιο.

Και εάν μεν συμβή να φορή καλά ενδύματα που κάποιος του τα έχει δώσει, τον απομακρύνουμε ως άπληστον και εξοκιζόμαστε ότι αυτός προσποιείται τον πτωχόν.

Εάν δε φορή ράκη που έχουν λυώσει, πάλιν τον απομακρύνουμε ως βρώμικον.

Και εκείνος δεν ημπορεί να λυγίση την ανελεή διάθεσίν μας ούτε όταν ανακατώνη εις τας παρακλήσεις του το όνομα του πλάστου, ούτε όταν συνεχώς μας εύχεται να μη περιπέσουμε εις τέτοια βάσανα.

Γι’ αυτό υποψιάζομαι ότι θα είναι βαρύτερα η φωτιά της κολάσεως δι’ ημάς παρά δι’ εκείνο τον πλούσιο (Λουκ. 16, 24)

.................................

Ο Μέγας Βασίλειος (Χρήστος Γκότσης)
Ἕνας ἀπὸ τοὺς Τρεῖς Ἱεράρχες ὁ Μέγας Βασίλειος, μεγάλος Πατέρας καὶ Οἰκουμενικὸς διδάσκαλος, τιμᾶται ἰδιαίτερα ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Δυὸ φορὲς τὸ χρόνο (1 καὶ 30 Ἰανουαρίου) ἑορτάζεται ἡ μνήμη του καὶ δέκα φορὲς τελεῖται ἡ Λειτουργία του. Γιὰ τὴν Ἐκκλησία εἶναι μέγας καὶ οὐρανοφάντωρ.

Διαβάστε ολόκληρο το πολυτονικό κείμενο πατώντας εδώ

αναδημοσίευση από: alopsis


...............


Ο Μέγας Βασίλειος και ο αι-Βασίλης (Σεβ. Μητροπ. Ναυπάκτου και Αγ. Βλασίου Ιερόθεος)

Ομιλία στους Ναυπακτίους των Αθηνών.

1. Η προσωπικότητα του Μ. Βασιλείου


Ο Μ. Βασίλειος υπήρξε ένας μεγάλος Πατέρας της Εκκλησίας, αλλά και ένας οικουμενικός διδάσκαλος. Το σημαντικό είναι ότι ο τίτλος Μέγας του αποδόθηκε από τα αδέλφια του, πράγμα το οποίο δείχνει την μεγάλη επιρροή που είχε στα μέλη της οικογενείας του. Από τα εννέα αδέλφια της οικογενείας του οι πέντε είναι γνωστοί άγιοι της Εκκλησίας μας.

Δεν πρόκειται να παρουσιάσω τα στοιχεία της προσωπικότητος του, αλλά να αναπτύξω με συντομία τα τρία σημεία τα οποία περιγράφονται στο απολυτίκιό του. Το απολυτίκιο είναι το εξής:

«Εις πάσαν την γήν εξήλθεν ο φθόγγος σου,

ως δεξαμένην τον λόγον σου,

δι’ ου θεοπρεπώς εδογμάτισας,

τήν φύσιν των όντων ετράνωσας,

τά των ανθρώπων ήθη κατεκόσμησας,

Βασίλειον ιεράτευμα, πάτερ όσιε,

πρέσβευε Χριστώ τω Θεώ σωθήναι τα ψυχάς ημών».

Τα τρία σημεία, τα οποία θα υπογραμμίσω, είναι τα εξής: Το ένα «δι’ ου θεοπρεπώς εδογμάτισας» , το δεύτερο «τήν φύσιν των όντων ετράνωσας» και το τρίτο «τά των ανθρώπων ήθη κατεκόσμησας».

«Δι’ ου θεοπρεπώς εδογμάτισας»

Ο Μ. Βασίλειος έζησε ως επίσκοπος σε μια πολύ δύσκολη περίοδο της Εκκλησιαστικής ιστορίας. Εννοώ την περίοδο μεταξύ της Α´ Οικουμενικής Συνόδου, που έγινε στην Νίκαια της Βιθυνίας το 325 μ.Χ., και της Β´ Οικουμενικής Συνόδου, που έγινε το 381 μ.Χ. Ο Μ. Βασίλειος αντιμετώπισε όλα τα θεολογικά ζητήματα της εποχής εκείνης με σοφία, διάκριση, σύνεση, αλλά και θεολογική προοπτική και ενώ εκοιμήθη σε ηλικία 49 ετών δύο μόλις χρόνια –τό 379– πριν συνέλθη η Β´ Οικουμενική Σύνοδος το έτος 381, εν τούτοις είχε προετοιμάσει όλο το θεολογικό έδαφος πάνω στο οποίο στηρίχθηκε η Σύνοδος αυτή.

Ο Μ. Βασίλειος δογμάτισε για τον Τριαδικό Θεό χρησιμοποιώντας νέα ορολογία και αυτό έγινε για να αντιμετωπίση τις διάφορες αιρέσεις που εμφανίσθηκαν και οι οποίες χρησιμοποιούσαν την αρχαία ελληνική φιλοσοφία για να κατανοήσουν την αποκεκαλυμμένη αλήθεια. Ο Φωστήρ της Καισαρείας δογμάτισε για το Άγιον Πνεύμα, για τις σχέσεις μεταξύ των Προσώπων της Αγίας Τριάδος. Το σημαντικό και πρωτόγνωρο, ακόμη και για την φιλοσοφία, είναι ότι για πρώτη φορά ο Μ. Βασίλειος ταύτισε την υπόσταση με το πρόσωπο. Μέχρι τότε το πρόσωπο σήμαινε το προσωπείο, την μάσκα που χρησιμοποιούσε ο ηθοποιός για να παίξη έναν ρόλο, δηλαδή το πρόσωπο ήταν ένα επίθεμα του όντος. Ο Μ. Βασίλειος ανέπτυξε την άποψη ότι το πρόσωπο δεν είναι επίθεμα του όντος, αλλά ταυτίζεται με την υπόσταση, δηλαδή είναι αυτό που κάνει το όν να είναι όντως όν.

Όλη αυτήν την θεολογία ο Μ. Βασίλειος την ανέπτυξε «θεοπρεπώς», ακριβώς γιατί ζούσε την υπαρξιακή θεολογία, είχε εμπειρίες του Θεού, όπως φαίνεται στα κείμενά του. Η θεολογία του δεν ήταν ακαδημαϊκή, ορθολογιστική, συναισθηματική, αισθητική, αλλά καθαρά υπαρξιακή.

«Την φύσιν των όντων ετράνωσας» .

Στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία γινόταν διαρκώς λόγος για τα όντα, που υπάρχουν στον κόσμο, και το όν, του οποίου αντιγραφή είναι τα όντα. Βασικό κεντρικό ερώτημα της αρχαίας ελληνικής μεταφυσικής, όπως ισχυρίζεται ο Χάϊντεγκερ, είναι «γιατί να υπάρχουν τα όντα και όχι το τίποτε» .

Ο Μ. Βασίλειος σπούδασε στην Αθήνα την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, αλλά και όλη την επιστήμη της εποχής του, που ησχολείτο με τα όντα. Κατά την μαρτυρία του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, που ήταν προσωπικός του φίλος και συμμαθητής του στην Αθήνα, έμαθε εννέα επιστήμες της εποχής εκείνης. Αν διαβάση κανείς την «εξαήμερό» του, δηλαδή την ερμηνεία που κάνει στην δημιουργία του κόσμου σε έξι ημέρες, θα διαπιστώση ότι μέσα στο βιβλίο αυτό κατόρθωσε να συγκεντρώση όλες τις επιστημονικές γνώσεις της εποχής του για τον κόσμο και την δημιουργία του. Ερεύνησε την φύση και τα όντα –τά φυτά, τα έντομα, τα πτηνά, τα ψάρια, τα ζώα κλπ.– είδε την ουσία των όντων, τις ενέργειες του Θεού στην κτίση, καθώς και την εντελέχεια και την τελολογία όλων των αισθητών πραγμάτων. Ο Μ. Βασίλειος αγάπησε την φύση και έκανε στις επιστολές του υπέροχες περιγραφές του τοπίου στο οποίο εμόναζε παρά τον Ίρι ποταμό.

«Τα των ανθρώπων ήθη κατεκόσμησας»

Ο Μ. Βασίλειος δεν ήταν ένας θεωρητικός Θεολόγος και επιστήμονας, αλλά ήταν και μεγάλος μεταρρυθμιστής. Ενδιαφερόταν για τους δούλους, τους πτωχούς, για την ελάφρυνση της φορολογίας του λαού, για τις αδικίες που υφίσταντο διάφοροι άνθρωποι, διοργάνωσε την φιλανθρωπία. Είναι ο θεμελιωτής των φιλανθρωπικών ιδρυμάτων. Μέχρι τότε το Κράτος δεν είχε αναπτύξει την κοινωνική πρόνοια. Ο Μ. Βασίλειος εμφορούμενος από τις Χριστιανικές του αρχές ανέπτυξε σε μεγάλο βαθμό την φιλανθρωπία. Είναι γνωστή στην ιστορία η « Βασιλειάδα» του. Ο ιστορικός Σωζόμενος κάνει λόγο περί «Βασιλειάδος ό πτωχών εστιν επισημότατον καταγώγιον, υπό Βασιλείου κατασκευασθέν, αφ’ ου την προσηγορίαν την αρχήν έλαβε και εις έτι νυν έχει». Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος κάνει λόγο για την «καινήν πόλιν» όπου «νόσος φιλοσοφείται και συμφορά μακαρίζεται και το συμπαθές δοκιμάζεται». Πρόκειται για μια καινούρια πόλη. Ο ίδιος ο Μ. Βασίλειος σε μια επιστολή του (επιστολή 94 προς Ηλίαν) δίδει μια μαρτυρία για το κέντρο αυτό της φιλανθρωπίας. Μέσα στην «Βασιλειάδα» υπήρχε μεγαλοπρεπής καθεδρικός Ναός, οικήματα γύρω από τον Ναό για τον Επίσκοπο και τους Κληρικούς, οικήματα για την φιλοξενία των αρχόντων και των δημοσίων λειτουργών, ξενώνας για την φιλοξενία των ξένων και των περαστικών από την πόλη, νοσοκομείο για την θεραπεία των ασθενών με το αναγκαίο προσωπικό από ιατρούς, νοσοκόμους, οδηγούς, υποζύγια, οίκους για στέγαση των απαραιτήτων εργαστηρίων και τεχνητών. Υπάρχει πληροφορία που διασώζεται από τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο ότι τους λεπρούς, οι οποίοι την εποχή εκείνη ήταν απόβλητοι από την κοινωνία, διότι είχαν την αθεράπευτη και κολλητική ασθένεια της λέπρας, που ομοίαζε κάπως με την σημερινή ασθένεια του ααάέ, τους φρόντιζε ο ίδιος ο Μ. Βασίλειος και μάλιστα αφού τους καθάριζε τις πληγές στην συνέχεια τις ασπαζόταν για να τους δείξη την αγάπη του. Ποιός θα το έκανε αυτό σήμερα για τους ασθενείς του ααάέ;

Το σπουδαιότερο είναι ότι ο Μ. Βασίλειος έκανε όλο αυτό το έργο της φιλανθρωπίας, δείχνοντας το προσωπικό του παράδειγμα, αφού καίτοι ήταν εύπορος έδωσε όλην την περιουσία του σε όσους είχαν ανάγκη και μάλιστα όταν απέθανε είχε ως μόνα περουσιακά στοιχεία ένα τρίχινο ράσο και λίγα βιβλία. Αλλά η αγάπη του ήταν τέτοια, ώστε στην κηδεία του, από τον συνωστισμό του κόσμου, απέθαναν και άνθρωποι.

Η κοινωνική προσφορά του Μ. Βασιλείου σε συνδυασμό με την αγάπη του, την εξυπνάδα του και τις θαυματουργικές του επεμβάσεις φαίνεται και στο περιστατικό σύμφωνα με το οποίο υπάρχει η παράδοση της Βασιλόπιττας, όπως την διέσωσε ο Καθηγητής Φαίδων Κουκουλές, κατά την παρουσίαση του Δημήτρη Λουκάτου. Σύμφωνα με αυτήν «όταν ο άγιος Βασίλειος ήταν Επίσκοπος στην Καισάρεια, ο τότε Έπαρχος της Καππαδοκίας πήγε με σκληρές διαθέσεις να εισπράξει φόρους. Οι κάτοικοι φοβισμένοι εζήτησαν την προστασία του ποιμενάρχη τους. –"Σάς προτρέπω ευθύς, τους είπε εκείνος, να μου φέρει έκαστος ό,τι πολύτιμον έχει αντικείμενον". Μάζεψαν πολλά δώρα, και βγήκαν μαζί με τον Δεσπότη τους οι Καισαρείς να προϋπαντήσουν τον Έπαρχο. Ήταν όμως τέτοια η εμφάνιση και η πειθώ του Μ. Βασιλείου, που ο Έπαρχος καταπραΰνθηκε, χωρίς να θελήσει να πάρει τα δώρα. Γύρισαν πίσω χαρούμενοι, κι ο άγιος Βασίλειος πήρε να τους ξαναδώσει τα τιμαλφή. Ο χωρισμός όμως ήτο δυσχερής, διότι πολλά όμοια είχον προσφέρει, δακτυλίους δηλαδή, νομίσματα κλπ. Ο Βασίλειος τότε σκέφθηκε ένα θαυματουργόν τρόπο: Διέταξε να κατασκευασθώσι την εσπέραν του Σαββάτου πλακούντια (δηλ. μικρές πίτες) και εντός ενός εκάστου έθηκεν ανά έν αντικείμενον, την δ’ επομένην έδωκεν ανά έν εις έκαστον Χριστιανόν. Ποίον θαύμα! Εντός του πλακουντίου του εύρεν έκαστος ό,τι είχε προσφέρει! Από τότε, λέγει η παράδοση, κάθε στη γιορτή του αγ. Βασιλείου κάνουμε κι εμείς πίτες και βάζουμε μέσα νομίσματα» .

Ο Μ. Βασίλειος υπήρξε μεγάλη προσωπικότητα που δεν εξαντλείται στα λίγα που ανέφερα πιο πάνω. Αλλά ο χρόνος είναι περιορισμένος και δεν μπορώ να αναφερθώ και σε άλλα σημεία.




2. Η μορφή του αι-Βασίλη

Ενώ η Εκκλησία με την λατρεία της, την θεολογία της, την εικονογραφία της και το συναξάριο της τιμά σε μεγάλο βαθμό την μεγάλη προσωπικότητα του Μ. Βασιλείου, εν τούτοις η λαϊκή παράδοση και κυρίως η δυτική –ευρωπαϊκή και αμερικανική– νοοτροπία παρουσιάζει κατά ιδιαίτερο τρόπο τον Μ. Βασίλειο, δηλαδή από Μέγα Βασίλειο τον έκανε αι-Βασίλη, με πολλές παραλλαγές.

Όταν διαβάση κανείς σχετικά κείμενα και αναλύσεις θα διαπιστώση ότι η μορφή του Μ. Βασιλείου αλλοιώθηκε στην Ευρώπη και τον Νέο Κόσμο.

Ο καθηγητής της Λαογραφίας Δημήτρης Λουκάτος στο βιβλίο του «Χριστουγεννιάτικα και των γιορτών» γράφει ότι ο δικός μας άγιος Βασίλης « ήταν ένας καθαρά πρωτοχρονιάτικος άγιος, κάτι ανάμεσα στον πραγματικό Ιεράρχη της Καισάρειας και σ’ ένα πρόσωπο συμβολικό του Ελληνισμού, που ξεκινούσε από τα βάθη της ελληνικής Ασίας, κι έφτανε την ίδια μέρα σ’ όλα τα πλάτη, από τον Πόντο ώς την Επτάνησο κι από την Ήπειρο ώς την Κύπρο. Ξεκινούσε σαν μεσαιωνικός πεζοπόρος, αμέσως ύστερ’ από τα Χριστούγεννα, με το ραβδί στο χέρι, και περνούσε απ’ τους διάφορους τόπους, καλόβολος πάντα και κουβεντιαστής με όσους συναντούσε» . Και συνεχίζει ο Καθηγητής: «Δεν κρατούσε κοφίνι στην πλάτη του ούτε σακκί φορτωμένο με δώρα. Εκείνο που έφερνε στους ανθρώπους ήταν περισσότερο συμβολικό: η καλή τύχη ιδιαίτερα κι η ιερατική ευλογία του. Το μόνο κάπως συγκεκριμένο ήταν το μαγικό ραβδί του, απ’ όπου με θαυμαστόν τρόπο βλάσταιναν ή ζωντάνευαν κλαδιά και πέρδικες, σύμβολα των αντίστοιχων δώρων, που θα μπορούσε να μοιράσει στους ευνοουμένους του» . Και συνεχίζει ο Καθηγητής: “Δεν έφερνε τίποτα ο άγιος Βασίλης. Αντίθετα λές και ζητούσαν την ευλογία του, με το να μοιράζουν από δική τους πρόθεση οι άνθρωποι δώρα και λεφτά”, δηλαδή “γονείς και συγγενείς έδιναν στα παιδιά τους μπουναμάδες ή και μεταξύ τους τα δώρα"” (ένθ. ανωτ., σελ. 121). Γενικά στην δική μας παράδοση ο αι-Βασίλης ήταν « μικρασιάτης, μελαχρινός, αδύνατος, γελαστός, με μαύρα γένια και καμαρωτά φρύδια. Ντυμένος σαν βυζαντινός πεζοπόρος, με σκουφί και πέδιλα, στο χέρι του κρατούσε ένα ραβδί» (Σπύρος Δημητρέλης).

Η πατρίδα του ανατολικού αι-Βασίλη είναι η Μικρά Ασία, και είναι γραμματισμένος, κατάγεται από την Καισάρεια και « βαστάει κόλλα και χαρτί, χαρτί και καλαμάρι» και προσφέρει ως δώρο «τή σταθερή και διαχρονική χαρά της γνώσης».

Στην Δύση υπήρχε άλλος τύπος του δικού μας αι-Βασίλη. Στην Ευρώπη και ιδίως στην Ολλανδία ήταν ο Sinter Klaas, ο οποίος ήταν « ο προστάτης των ναυτικών, των εμπόρων και των παιδιών, έτσι όπως αυτός λατρεύτηκε στις κάτω Χώρες, κυρίως από τον 12ο αιώνα και μετά». Τον 17ο αιώνα Ολλανδοί Καλβινιστές «μεταναστεύοντας στην Αμερική έπαιρναν μαζί τους και την εικόνα του Αγίου Νικολάου» , και έγινε ο Saint Nick και ο Santa Claus. Μετακινήθηκε όμως μερικές εβδομάδες αργότερα για να επισκεφθή τα παιδιά την παραμονή των Χριστουγέννων. Ο τύπος αυτός ταξίδευσε και σε άλλες Χώρες. «Γύρω στα 1870 η γλυκιά και γενναιόδωρη μορφή του ταξίδεψε και στην Βρεταννία, όπου και συγχωνεύτηκε με τον σκανδιναυϊκής προέλευσης, πατέρα των Χριστουγέννων και γέννησε μύθους, θρύλους, τραγουδάκια και αξεπέραστες συνήθειες» .

Ταυτιζόμενος ο Saint Nick, με τον Santa Claus και τον Father Christmas μεταφέρθηκε στην Αμερική από τους Ευρωπαίους μετανάστες και όπως ήταν επόμενο εκεί αλλάζει μορφή, αποκτά την μορφή «τού καλοθρεμμένου και ολοπόρφυρου αγίου, που επειδή δεν μπορεί να ζεί στις χιονισμένες πλαγιές του Άσπεν ή του Βερμόντ για λόγους παραδοσιακής αλλά και εμπορικής αποστασιοποίησης μένει κάπου στον Βόρειο Πόλο».

Βεβαίως, εδώ πρέπει να σημειωθή ότι αυτός ο “τύπος”, που στην Ευρώπη και την Αμερική ονομάσθηκε Saint Nick, Santa Claus και Father Cristmas, από μας ονομάζεται αι-Βασίλης. Οι δυτικοί δεν τον ονομάζουν αι-Βασίλη, αλλά Saint Nick, Santa Claus και Father Cristmas. Εμείς ταυτίσαμε τον δυτικό αυτόν “τύπο” με τον αι-Βασίλη, αφού εξοβελίσαμε τον δικό μας Άγιο Βασίλειο. Ο Καθηγητής Δημ. Λουκάτος λέγει ότι αυτός ο δυτικός τύπος ήρθε σε μας “μέ πρωτοβουλία των αστικών τάξεων” και ονομάσθηκε αι-Βασίλης. Χάρη συννενοήσεως στα επόμενα θα τον τιτλοφορώ αι-Βασίλη.

Ο σημερινός αι-Βασίλης είναι δημιούργημα του αγγλοσαξωνικού κόσμου και απηχεί την νοοτροπία του. Ο αι-Βασίλης αυτός γεννήθηκε αρχές του 19ου αιώνα από έναν αστό προτεστάντη καθηγητή, τον Κλημέντιο Κλάρκ Μούρ «πού έγραψε για τα παιδιά του μια ιστορία με ήρωα έναν αι-Βασίλη, την The Night Before Christmas» και δημοσιεύθηκε την 23 Δεκεμβρίου του έτους 1823 στην εφημερίδα «Sentinel» . Η ιστορία αυτή εικονογραφήθηκε από τον πατέρα του χιουμοριστικού αμερικανικού σχεδίου Τόμας Νάστ, ο οποίος ήταν γερμανικής καταγωγής και «δανείστηκε στοιχεία από την γερμανική λαϊκή παράδοση των Χριστουγέννων αλλά και την παραδομένη μορφή του πλανόδιου γερμανού εμπόρου» .

Υπάρχουν αναλύσεις σύμφωνα με τις οποίες « ο Άγιος Βασίλης γεννήθηκε κατά τη διάρκεια του αμερικανικού Εμφυλίου, όταν ο Νάστ εργαζόταν στο Harper’s Weekly, στο μεγαλύτερο περιοδικό της εποχής, και του είχε ανατεθεί να απεικονίζει με αλληγορικές εικόνες τα δρώμενα του πολέμου. Μία από αυτές ήταν “ο Άγιος Βασίλης στο στρατόπεδο”, όπου παρουσιάζεται για πρώτη φορά ο Άγιος με τα χαρακτηριστικά ενός ευτραφούς άνδρα, ολοστρόγγυλου και ροδαλού, καλυμμένου από άστρα, ο οποίος μοίραζε δώρα σε ένα στρατόπεδο των Βορείων. Ο Άγιος Βασίλης του Νάστ δεν εξελίχθηκε, παρέμεινε ο ίδιος με το κόκκινο κουστούμι με τα λευκά γουνάκια, την άσπρη γενιάδα και τα παιχνίδια του. Με αυτό το σκίτσο, τα Χριστούγεννα έγιναν ημέρα αργίας και ο Άγιος Βασίλης αναγορεύτηκε σε τοπική θεότητα - καλόκαρδο πνεύμα που αντιπροσώπευε την ευημερία και την οικογενειακή ζωή των Βορείων, σε αντίθεση με το μύθο της ιπποτικής παράδοσης και της βαθύτατα ιθαγενούς κολτούρας του Νότου.

Βασισμένος στην επιτυχία που γνώρισε το έργο του το 1862, ο Νάστ συνέχισε να παράγει σχέδια του Άγιου Βασίλη κάθε Χριστούγεννα κατά την περίοδο του Εμφυλίου Πολέμου. Και η σύλληψή του έγινε αποδεκτή, διότι έδωσε στην παραδοσιακή ασκητική αυστηρή και αποστεωμένη εικόνα του Father Christmas του Pelze - Nicol και του Pere Noel, μια άλλη διάσταση που αντικατόπτριζε την αφθονία και την ευμάρεια.

Ο Ντίκενς είχε ήδη μετατρέψει τα Χριστούγεννα σε γιορτή της αστικής τάξης. Όμως ο Άγιος Βασίλης δεν διαδραματίζει κανένα ρόλο στις εορταστικές προετοιμασίες του Ντίκενς. Τα Χριστούγεννα του Ντίκενς στρέφονται ενάντια στον πυρήνα του βικτωριανού καπιταλισμού και υπογραμμίζουν την ατομική συνείδηση, το κοινωνικό σύνολο, την φιλανθρωπία. Τα Χριστούγεννα του Εμφυλίου του Νάστ –καί του Άγιου Βασίλη που τα συνοδεύει– βρίσκονται σε τέλεια συμφωνία με την ουσία της παράδοσης των Βορείων, η οποία είναι ο συγκερασμός της αρετής με το εμπόριο. Βέβαια ο Άγιος του Νάστ διανέμει δώρα αρχικά σε στρατιώτες και έπειτα σε παιδιά, μια ανταμοιβή για όποιον υπήρξε καλός κατά την διάρκεια της χρονιάς. Η πιο διάσημη απεικόνιση του Αγίου, κυκλοφόρησε το 1866 –στό τέλος του πρώτου ειρηνικού χρόνου– και εδραίωσε την εικονογραφία του χαρακτήρα. Τον βλέπουμε να διακοσμεί ένα έλατο, να φτιάχνει παιχνίδια, να διαβάζει το βιβλίο του με τα παραμύθια, να ράβει τα ρούχα του και τέλος να εξερευνά τον κόσμο με το τηλεσκόπιό του “πρός αναζήτηση σοφών παιδιών”. Με αυτόν τον τρόπο αποδίδεται η πολυάσχολη πλευρά του χαρακτήρα του και το πρότυπο του περιπετειώδους Yankee.

Ίσως αυτό που αποτελεί το πιο συμπαθητικό στοιχείο στον Άγιο Βασίλη του Νάστ είναι η τρυφερότητα που δείχνει απέναντι στα παιδιά. Τα παιδιά, τα οποία παρουσιάζονται τόσο συχνά όσο και ο Άγιος Βασίλης στο έργο του Νάστ, δεν μοιάζουν σε τίποτα με τα δυστυχισμένα παιδιά του δρόμου της βικτωριανής εποχής» .

Είναι φανερό ότι ο αι-Βασίλης του Τόμας Νάστ δείχνει το όνειρο της αμερικανικής κοινωνίας, που στηρίζεται στην ευημερία, την ευδαιμονία, την καλοπέραση, την αγαθωσύνη και την μακροημέρευση του ανθρώπου. Ένας τέτοιος αι-Βασίλης « είναι προσωποποίηση του αμερικανικού υλισμού, της αφθονίας, της χαράς και της ευδαιμονίας» . Βεβαίως πρέπει να σημειωθή ότι « ο εφευρέτης του χοντρούλη και αγαθούλη γέροντα είναι ο ίδιος που σχεδίασε τα σήματα των αμερικανικών κομμάτων, δηλαδή του γαϊδάρου για τους Δημοκρατικούς και του ελέφαντα για τους Ρεμπουμπλικανούς»

Στις αρχές του αιώνα μας ο αι-Βασίλης άλλαξε κάπως μορφή, και έγινε όπως ακριβώς τον γνωρίζουμε σήμερα. Σε αυτό συνετέλεσε η Κόκα-Κόλα. « Κι αν ήταν ο σκιτσογράφος Τόμας Νάστ που τον φαντάστηκε πρώτος, περίπου όπως είναι σήμερα, η Κόκα-Κόλα αποτέλεσε την αφορμή για να γίνει η μορφή του τόσο δημοφιλής. Στα 1931, που η Κόκα Κόλα αποφάσισε να χρησιμοποιήσει τον Σάντα Κλάους στη χειμωνιάτικη διαφημιστική της εκστρατεία και ανέθεσε σε έναν άλλο Αμερικανό καλλιτέχνη, τον Χάντον Σάνμπλομ, να τον σχεδιάσει. Εκείνος διάλεξε για τον Άγιο τα χρώματα της Κόκα Κόλα καί... να τος, με τις μαύρες μπότες του, το μακρύ σκουφί του, το κόκκινο κοστούμι του και την άσπρη του γούνα, όπως τον γνωρίσαμε και τον αγαπήσαμε» .

Η παράδοση σύμφωνα με την οποία ο αι-Βασίλης περνά μέσα από καμινάδες για να δώση δώρα στα παιδιά προέρχεται από το ποίημα του Κλέμεντ Μούρ με τίτλο « μιά επίσκεψη του Αγίου Νικόλα» , ο οποίος « δανείστηκε την ιδέα της καμινάδας, μαζί με την ιδέα του έλκηθρου και των οκτώ ελαφιών που το σέρνουν, από ένα φινλανδικό παραμύθι» .

Εν τω μεταξύ, αυτές τις ημέρες σε περιοδικά και εφημερίδες διαβάσαμε πολλά παράξενα γύρω από τον αι-Βασίλη. Το ένα από αυτά είναι ότι ο αι-Βασίλης έγινε “υποκείμενο πολιτικής αντιπαράθεσης και όργανο οικονομικών συμφερόντων”, ότι “χωρίζει αντί να ενώνει” τους ανθρώπους και ότι “ο παγκοσμιοποιημένος Santa Claus” προκαλεί “τίς αντανακλαστικές αντιδράσεις των τοπικών κοινωνιών”, από την άποψη ότι πολλά Κράτη διεκδικούν, ερίζουν για την καταγωγή του αι-Βασίλη, από την “Γροιλανδία μέχρι την Αυστραλία και από την Λαπωνία μέχρι την Αυστρία”. Και βέβαια αυτό συσχετίζεται με το εμπόριο, την διαφήμιση και την πολιτική. Το άλλο είναι ότι εφέτος είδαμε σε περιοδικό, αλλά αυτό γίνεται και αλλού, μαζί με τον αι-Βασίλη και αι-βασιλοπούλες, γυναίκες ντυμένες ως αι-Βασίληδες. Έξι στάρ του Χόλιγουντ “φόρεσαν την κόκκινη στολή και στάθηκαν μπροστά στο φακό όπως μόνο αυτές ξέρουν”. Είναι και αυτό γνώρισμα της εποχής μας. 

Επομένως ο αι-Βασίλης της Μικράς Ασίας που είναι εγγράμματος και δίδει ως δώρο την γνώση, μετατρέπεται στον Σάντα Κλάους που δίδει « τήν εφήμερη ηδονή της κατανάλωσης» και έρχεται σε μας μετονομαζόμενος σε αι-Βασίλη. Δεν είναι ένα πρόσωπο με τα υπαρξιακά του ερωτήματα και τις αγωνίες, με την ασκητική του διάσταση, αλλά διακρίνεται για την « προτεταμένη κοιλιά, τα ροδοκόκκινα μάγουλα» και είναι η εικόνα της « καλοπέρασης και της αισιοδοξίας» . Είναι δε γνωστόν από τις διάφορες μελέτες ότι όλη η νοοτροπία της Αμερικανικής κοινωνίας διακρίνεται από ένα κράμα μεταξύ του πουριτανικού-καλβινιστικού πνεύματος σε συνδυασμό με μερικές απόψεις του διαφωτισμού και του ρομαντισμού, όπως απέδειξε δια πολλών ο Schaeffer. Κατά κάποιο τρόπο ο αμερικανικός αι-Βασίλης είναι έκφραση αυτού του πνεύματος. Αυτό δε το πνεύμα δημιούργησε διάφορα προβλήματα, με τα οποία θέλησε να ασχοληθή η επιστήμη της ψυχανάλυσης, γιατί η απώθηση των υπαρξιακών προβλημάτων δημιουργεί ποικίλες αρρώστιες, σωματικές και ψυχολογικές.

Αγαπητοί μου,

Η πορεία του ανθρώπου από τον Μ. Βασίλειο της Ορθοδόξου Παραδόσεως στον αι-Βασίλη αγγλοσαξωνικού τύπου δείχνει την υποβάθμιση του πολιτισμού, την πορεία από την οντολογία στον ευδαιμονισμό, τον ωφελιμισμό και την χρησιμοθηρία. Ο ιστορικός Ντανιελού έχει παρατηρήσει ότι οι αρχαίοι Έλληνες εξετάζοντας τον κόσμο ερωτούσαν τί είναι το όν και τί είναι τα όντα, έκαναν, δηλαδή οντολογία. Οι Πατέρες της Εκκλησίας ασχολήθηκαν με το νόημα του κόσμου, αλλά κυρίως απαντούσαν στο ερώτημα ποιός έκανε τον κόσμο και ποιός είναι ο σκοπός του. Οι δυτικοί όμως, αντίθετα από τις προηγούμενες παραδόσεις, ερωτούν τί μας χρησιμεύει ο κόσμος, δηλαδή αναπτύχθηκε η χρησιμοθηρία και ο ωφελισμός.

Εάν η πορεία από τον Μ. Βασίλειο στον αι-Βασίλη δείχνη την επιπεδοποίηση του ανθρώπου, αλλά και την υποβάθμισή του, η αντίστροφη πορεία από τον αι-Βασίλη του καταναλωτισμού και του ευδαιμονισμού στον Μ. Βασίλειο της Εκκλησίας δείχνει την αναβάθμιση του ανθρώπου, την ανύψωσή του, την πορεία του δηλαδή από το πράγμα στην υπόσταση, από το άτομο στο πρόσωπο. Αυτό είναι το νόημα των εορτών. Αυτό ας ευχηθούμε για εαυτούς και αλλήλους τον νέο χρόνο.

Πηγή: parembasis.gr)

Διαβάστε περισσότερα κείμενα του Σεβασμιωτάτου πατώντας εδώ
(Μετάφρ. Βασίλειος Ψευτογκάς - Πηγή: «ΕΥΘΥΝΗ», Απρ. 2009)

.....................

Προς τους νέους, πώς να ωφελούνται από τα Ελληνικά γράμματα (Μέγας Βασίλειος)


Πολλοὶ λόγοι, ἀγαπητά μου παιδιά, μὲ κάνουν νὰ σᾶς δώσω αὐτὲς τὶς συμβουλές. Πιστεύω ὅτι εἶναι οἱ καλύτερες καὶ θὰ σᾶς ὠφελήσουν, ἂν τὶς κάνετε κτήμα σας. Ἔχω προχωρημένη ἡλικία. Ἀσκήθηκα στὴ ζωὴ μὲ πολλοὺς τρόπους. Γνώρισα ἐπὶ πολλὰ χρόνια τὶς βιοτικὲς μεταβολές, ποὺ συμπληρώνουν τὴν ἀνθρώπινη μόρφωση. Ἔτσι, ἔχω κάμποση πείρα στὰ ἀνθρώπινα πράγματα. Μπορῶ, λοιπόν, σ᾿ αὐτοὺς ποὺ πρωτομπαίνουν στὸ στάδιο τῆς ζωῆς, νὰ δείξω τὸν πιὸ σίγουρο δρόμο. Ἀπὸ τὴν ἄποψη τῆς συγγένειας, ἔρχομαι εὐθὺς μετὰ τοὺς γονεῖς σας. Γι᾿ αὐτό, σᾶς ἀγαπῶ ὅμοια μ᾿ ἐκείνους. Καὶ σεῖς μὲ βλέπετε σὰν πατέρα σας, ἔτσι θαρρῶ. Ἄν, λοιπόν, δεχθῆτε μὲ προθυμία τὰ λόγια μου, θὰ ἀνήκετε στὴ δεύτερη κατηγορία ἐκείνων ποὺ ἐπαινεῖ ὁ ἀρχαῖος ποιητὴς Ἡσίοδος, γράφοντας ὅτι εἶναι ἄριστος ἄνθρωπος ὅποιος μονάχος του ξεχωρίζει τὸ σωστὸ κι εἶναι καλὸς ἄνθρωπος ὅποιος συμμορφώνεται μὲ τὶς σωστὲς ὑποδείξεις. Ἔνῳ ὅποιον δὲν εἶναι ἱκανὸς νὰ τὸ κάνει αὐτό, τὸν χαρακτηρίζει σὰν ἄνθρωπο ἄχρηστο. Καὶ μὴν ἀπορήσετε ποὺ ἔρχομαι νὰ προσθέσω κάτι δικό μου σὲ ὅσα διαβάζετε ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους στὰ σχολεῖα σας καὶ μάλιστα νὰ σᾶς πῶ ὅτι αὐτὸ τὸ δικό μου εἶναι ὠφελιμότερο ἀπὸ ὅσα ἐκεῖνοι σᾶς διδάσκουν. Ἀκριβῶς αὐτὸ εἶναι τὸ νόημα τῆς συμβουλῆς μου: δὲν πρέπει νὰ παραδώσετε στοὺς ἀρχαίους συγγραφεῖς τὸ τιμόνι τοῦ νοῦ σας, γιὰ νὰ σᾶς πάνε ὅπου αὐτοὶ θέλουν. Δὲν πρέπει νὰ τοὺς ἀκολουθεῖτε σὲ ὅλα. Πρέπει νὰ πάρετε ἀπ᾿ αὐτοὺς ὅ, τι εἶναι χρήσιμο καὶ νὰ μὴ δώσετε προσοχὴ στὰ ὑπόλοιπα. Ἔρχομαι, λοιπόν, ἀμέσως νὰ σᾶς ὑποδείξω ποιὰ εἶναι τὰ ἄχρηστα μέσα στὰ συγγράμματά τους καὶ πῶς νὰ ξεχωρίζετε τὰ πρῶτα ἀπὸ τὰ δεύτερα.

Διαβάστε ολόκληρο το πολυτονικό κείμενο πατώντας εδώ

..................
Ομιλία εκφωνηθείσα εις περίοδον πείνης και ξηρασίας (Μέγας Βασίλειος)

Η ΑΛΛΗ ΟΨΙΣ: «Στην παρούσα εξαιρετική ομιλία του Μ. Βασιλείου, ο αναγνώστης μπορεί να εντοπίσει πλήθος ομοιοτήτων με την σημερινή κατάσταση κρίσης, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι οι σημερινές αιτίες των οικονομικών προβλημάτων δεν φαίνονται να είναι τόσο άμεσες με την ανομβρία και την έλλειψη αγαθών από την μη καρποφορία της γης».

«Όταν o λέων βρυχηθή, ποιός δεν θα φοβηθή; Όταν Κύριος ο Θεός ομιλή, ποιός δεν θα προφητεύση;». Ας αρχίσωμεν τον λόγον μας με τα προφητικά λόγια και ας πάρωμεν συνεργόν εις την ανάγκην των προκειμένων, δηλαδή τώρα που εκθέτομεν και την σκέψιν και την γνώμην διά αυτά που είναι συμφέροντα, τον θεοφόρον Αμώς, ο οποίος εθεράπευσε συμφοράς, όμοιας με τα κακά που υπερβολικά ενοχλούν ημάς. Διότι και ο προφήτης αυτός, κατά την διαδρομήν των παλαιοτέρων χρόνων, όταν ο λαός είχεν εγκαταλείψει την πατρικήν ευσέβειαν και είχε καταπατήσει την ακρίβειαν των νόμων και είχε ξεγλυστρίσει εις την λατρείαν των ειδώλων, εκήρυξε την μετάνοιαν, με το να συμβουλεύη την επιστροφήν και με το να εξαγγέλλη την απειλήν των τιμωριών. Εγώ δε μακάρι να επωφεληθώ μέχρι ενός σημείου από τον ζήλον τής παλαιάς ιστορίας, όχι όμως και το να ιδώ επί πλέον να ακολουθή η έκβασις των τότε γεγονότων. Αφού δηλαδή ο λαός απείθησε και ωσάν άγριον και δυσυπότακτον πουλάρι εδάγκασε τα χαλινάρια, δεν ωδηγήθη προς το συμφέρον· αλλά αφού εξέφυγεν από τον ίσιον δρόμον, έτρεξε τόσον πολύ άτακτα και εξηγριώθη εναντίον τού καβαλλάρη μέχρι του σημείου να πέση εις τα βάραθρα και τους κρημνούς και να υποστή πανωλεθρίαν, άξιαν προς την ανυπακοήν του. Αυτό μακάρι να μη συμβή τώρα εις ημάς, παιδιά μου, «που σας εγέννησα διά του Ευαγγελίου» και σας εσπαργάνωσα δια της ευλογίας των χεριών μου. Αλλ’ ας υπάρχη αγαθή ακοή, ψυχή πρόθυμος, που να δέχεται απαλά τας συμβουλάς, να υποχωρή εις τον ομιλητήν, όπως το κηρί εις τον σφραγιστήν, διά να λάβω και εγώ με μίαν τέτοιαν επι­μέλειαν, γλυκύν καρπόν από τους κόπους και εσείς να επαινέ­σετε την συμβουλήν που γίνεται, όταν θα έχωμεν απαλλαγή από τας συμφοράς. Ποίον λοιπόν είναι αυτό που επισημαίνει μεν ο λόγος, αλλά κρατεί ακόμη εις αβεβαιότητα τας ψυχάς, με την ελπίδα να το ακούσουν, διότι βραδύνει να ανακοινώση το αναμενόμενον;


Βλέπομεν, αδελφοί, τον ουρανόν ερμητικά κλειστόν, γυμνόν και ανέφελον, να κάμνη μισητήν αυτήν την αιθρία και να προκαλή λύπην με την καθαρότητα, την οποίαν πάρα πολύ επεθυμούσαμεν προηγουμένως, όταν κάποτε, αφού εσκεπάσθη διά πολύν καιρόν με τα σύννεφα, μας έκαμε σκοτεινούς και ανήλιους. Και η γη αφού κατηξηράνθη εις το έπακρον εί­ναι δυσάρεστος εις το να την ιδή κανείς· είναι στείρα δε και άγο­νος διά την γεωργίαν· έχει κομματιασθή εις σχίσματα και δέχεται κατάβαθα την ακτίνα να την φωτίζη. Και αι πλούσιαι και α­στείρευτοι πηγαί μάς έλειψαν και τα νερά τών μεγάλων ποτα­μών εστείρευσαν, μικρότατα δε παιδιά τα διαβαίνουν πεζά και αι γυναίκες τα περνούν φορτωμέναι. Πολλούς από ημάς, μας έλειψεν ακόμη και το πόσιμον νερόν και κινδυνεύομεν διά τούτο να πεθάνωμεν. Ως νέοι Ισραηλίται, που αναζητούν νέον Μωυσήν και θαυματουργικόν ραβδί, διά να ικανοποιή­σουν, αφού και πάλιν κτυπηθούν αι πέτραι, την ανάγκην τού λαού που διψά· σύννεφα δε παράδοξα να καταβρέξουν εις τους ανθρώπους τροφήν ασυνήθη, όπως το μάννα. Ας προσέξωμεν να μη γίνωμεν εις τους μεταγενεστέρους θλιβερόν διή­γημα πείνης και τιμωρίας.


Αντίκρυσα τα χωράφια και έκλαψα πολύ διά την ακαρ­πίαν των, και εσκόρπισα τον θρήνον, επειδή εις ημάς δεν έπεσε βροχή. Αλλά μεν από τα σπέρματα έχουν ξηρανθή προτού φυτρώσουν, διότι παρέμειναν μέσα εις τους σβώλους, όπως τα εσκέπασε το αλέτρι. Αλλά, δε μόλις εφύτρωσαν ολίγον και εβλάστησαν, τα κατεμάρανεν αξιολύπητα ο καύσων, έτσι ώστε τώρα ευκαίρως να αντιστρέψη κάνεις τον ευαγγελικόν λόγον και να ειπή· οι μεν εργάται πολλοί, ο δε θερισμός ού­τε ολίγος. Και οι γεωργοί, καθήμενοι εις τα χωράφια και πιάνοντες τα γόνατά τους με τα χέρια των (διότι αυτός εί­ναι ο τρόπος αυτών που πενθούν), κλαίουν διά τους χαμέ­νους κόπους των. Αντικρύζουν τα μικρά παιδιά και οδύρον­ται, ατενίζουν τας γυναίκας και θρηνούν, χαϊδεύουν και ψηλαφίζουν τα ξηρά χορτάρια τών γεννημάτων και κραυγάζουν δυνατά, ωσάν οι πατέρες που έχουν χάσει τα παιδιά των επά­νω εις το άνθος τής ηλικίας των. Ας λεχθή λοιπόν και προς ημάς από τον ίδιον προφήτην, που ολίγον προηγουμένως εις το προοίμιον ανεφέραμεν «εγώ επίσης, λέγει, κατεκράτησα από σας την βροχήν τρεις μήνας προ του θερισμού και έβρεξα εις μίαν πόλιν και εις άλλην πόλιν δεν έβρεξα. Το ένα χωράφι εποτίσθη και το άλλο, εις το οποίον δεν έβρεξα, εξηράνθη. Και συνηθροίζοντο δύο ή τρεις πόλεις εις μίαν διά να πίουν νερόν, χωρίς να ημπορούν να κατασβέσουν την δίψαν των· και αυτά διότι σεις δεν επιστρέψατε εις εμέ, λέγει, ο Κύριος». Ας μάθωμεν λοιπόν ότι ο Θεός μάς δίδει αυτά τα χτυπήματα, διότι απεμακρύνθημεν από αυτόν και αμελήσαμεν. Δεν επιδιώκει να μας συντρίψη, αλλά φροντίζει να μας διορθώση, όπως κάμνουν οι καλοί από τους πατέρες και αυτοί που φροντίζουν διά τα τέκνα, οι οποίοι θυμώνουν εναντίον τών νέων και εξοργίζονται, όχι διότι θέλουν να τους κακοποιήσουν, αλλά διά να τους οδηγήσουν από την νηπιώδη αδιαφορίαν και τα αμαρτήματα της νεότητος εις την επιμέλειαν. Κυττάτε λοιπόν πως η πληθώρα των ιδικών μας αμαρτημάτων έβγαλε και τας εποχάς από την ιδίαν των την φύσιν και ήλλαξε τα είδη τών καιρών εις αλλόκοτα ανακατώματα. Ο χειμών δεν είχε την συνήθη υγρασίαν μαζί με την ξηρασίαν, αλλά όλην την υγρασίαν την έκαμε παγωνιάν και την απεξήρανε και επέρασε χωρίς χιόνια και βροχάς. Η άνοιξις πάλιν έδειξε μεν το ένα μέρος από τα χαρακτηριστικά της, εννοώ την θερμότητα, δεν είχεν όμως την βροχεράν περίοδον. Ζέστη δε και παγωνιά παραδόξως υπερέβησαν τα φυσικά όρια και αδίκως συνεφώνησαν εις το να μας βλάψουν και εξαποστέλλουν από τον βίον και την ζωήν τούς ανθρώπους. Ποία λοιπόν είναι η αιτία τής αταξίας και της συγχύσεως; Από πού προέρχεται αυτός ο νεωτερισμός των καιρών; Ως άνθρωποι μυαλωμένοι ας ερευνήσωμεν ως λογικοί ας συλλογισθούμεν. Μήπως ο κυβερνήτης τού σύμπαντος δεν υπάρχει; Μήπως ο αριστοτέχνης Θεός εξέχασε την πρόνοιάν του; Μήπως έχασε την εξου­σίαν και την δύναμιν; Ή κατέχει μεν την ίδιαν δύναμιν και δεν απώλεσε την εξουσίαν, παρεφέρθη δε εις σκληρότητα και μετέβαλεν εις μισανθρωπίαν την υπερβολικήν αγαθότητα και την κηδεμονίαν του προς ημάς; Σώφρων άνθρωπος δεν θα ημπορούσε να το ειπή. Αλλ’ είναι ολοφάνερα τα αίτια λόγω των οποίων δεν κυβερνώμεθα. Ενώ ημείς λαμβάνομεν, δεν δίδομεν εις άλλους. Ενώ επαινούμεν την ευεργεσίαν, την αποστερούμεν από εκείνους που την χρειάζονται. Ενώ είμεθα δού­λοι και ελευθερωνόμεθα, δεν ευσπλαγχνιζόμεθα τους συνδούλους μας. Ενώ πεινώμεν και τρεφόμεθα, περιφρονούμεν τον ενδεή. Ενώ έχομεν Θεόν, ανενδεή χορηγόν και ταμίαν, έχομεν γίνει σφιχτοχέρηδες και αμέτοχοι εις τας ανάγκας τών πτωχών. Τα πρόβατά μας είναι γόνιμα και όμως οι γυμνοί είναι περισ­σότεροι από τα πρόβατα. Αι αποθήκαι από το πλήθος των αποθηκευμένων αγαθών στενοχωρούνται και ημείς δεν ελεούμεν αυτόν που στενάζει. Διά τούτο η δικαία κρίσις μάς απειλεί. Διά τούτο και ο Θεός δεν ανοίγει το χέρι του, διότι ημείς απεκλείσαμεν την φιλαδελφίαν. Διά τούτο τα χωράφια είναι ξηρά, διότι η αγάπη επάγωσεν.


Η φωνή αυτών που κάμνουν λιτανείαν εις τα χαμένα βοά και διασκορπίζεται εις τον αέρα. Διότι ούτε ημείς ηκούσαμεν αυτούς που εζητούσαν από ημάς. Οποία δε η προσευχή μας και η δέησις; Οι άνδρες, πλην ολίγων, ασχολείσθε με το εμπόριον και αι γυναίκες τούς υπηρετείτε εις την εργασίαν του μαμωνά. Ολίγοι είναι μαζί μου και με την προσευχήν, και αυτοί αισθάνονται ζάλην, χασμωριούνται, συνεχώς γυ­ρίζουν και παρακολουθούν πότε θα τελειώση ο ψάλτης τους στίχους, πότε θα απολυθούν από την εκκλησίαν, ωσάν από φυλακήν και από την ανάγκην τής προσευχής. Και μάλιστα τα παιδιά, οι μικροί αυτοί που άφησαν τα βιβλία των εις τα σχολεία και συμπροσεύχονται μαζί μας, περιτριγυρίζουν το πράγμα μάλλον ωσάν ευκολίαν και διασκέδασιν και μεταβάλλουν την λύπην μας εις εορτήν, διότι απαλλάσσονται δι’ ολίγον από την φορτικότητα του διδασκάλου και την φρον­τίδα τών μαθημάτων. Το πλήθος όμως των ώριμων ανδρών και ο λαός που είναι περιπεπλεγμένος εις τας αμαρτίας, αχαλίνωτος και ελεύθερος και χαρούμενος βολτάρει εις την πόλιν. Αυτός περιφέρει την αιτίαν τών κακών εις τας ψυχάς, αυτός υπεκίνησε και απειργάσθη την συμφοράν. Βρέφη δε που δεν νοιώθουν και είναι ακατηγόρητα σπεύδουν και συνωθούνται προς την εξομολόγησιν, χωρίς να έχουν ούτε την αιτίαν αυτών που προξενούν την λύπην ούτε την γνώσιν ή την δύναμιν της συνήθειας να προσευχηθούν. Εσύ, παρακαλώ, προχώρησε εις το μέσον, εσύ που είσαι ανακατωμένος με τας αμαρτίας. Εσύ γονάτισε και κλάψε και στέναξε. Αφησε το βρέφος να κάμνη αυτά που αρμόζουν εις την ηλικίαν. Διατί, ενώ κατηγορείσαι, κρύβεσαι και οδηγείς εις εξομολόγησιν το ανεύθυνον; Μή­πως δηλαδή ξεγελιέται ο κριτής, ώστε να αντικαταστήσης κρυφά τον εαυτόν σου με άλλο πρόσωπον; Έπρεπε βέβαια και εκείνο να παρίσταται εξάπαντος μαζί σου, όχι μόνον. Βλέπεις πως και οι Νινευίται, όταν με την μετάνοιαν παρακαλούσαν τον Θεόν και επενθούσαν διά τα αμαρτήματά των, αυτά που μετά την θάλασσαν και το κήτος ανεβόησεν ο Ιωνάς, δεν ωδήγησαν μόνον τα βρέφη εις την μετάνοιαν αλλά και τους μεγάλους. Οι ίδιοι δεν εζούσαν την ζωήν των με τρυφήν και ευωχίας, αλλ’ η νηστεία καθυπέταξε πρώτα τους πατέρας, αυτούς που είχαν αμαρτήσει. Και η τιμωρία εβασάνιζε τους πατέρας και κατά ένα λόγον παραπάνω εξ ανάγκης εθρηνούσαν και τα βρέφη, διά να κυριαρχήση εις κάθε ηλικίαν η σκυθρωπότης, και εις αυτήν που νοιώθει την αμαρτίαν και εις αυτήν που δεν την νοιώθει, και εις την μεν μίαν προαιρετικώς εις δε την άλλην κατ' ανάγκην. Και έτσι αφού ο Θεός τους είδε να ταπεινώνωνται, διότι κατεδίκασαν τους εαυτούς των εις πάνδημον κακουχίαν, εξαιρετικά υπερβολικήν, και ευσπλαγχνίσθη διά την συμφοράν και την τιμω­ρίαν επήρεν οπίσω και την χαράν εχάρισεν εις αυτούς που με συναίσθησιν επένθησαν. Ω πόσον φροντισμένη μετάνοια! Ω πόσον σοφή και συμπυκνωμένη θλίψις! Ούτε τα ζώα τα άφη­σαν έξω από την τιμωρίαν, αλλά και δι’ αυτά επενόησαν, ώστε κατ' ανάγκην να φωνάζουν. Πράγματι το μοσχάρι το εχώρισαν από την αγελάδα και το αρνί το απεμάκρυναν από το μητρικόν μαστάρι και το βρέφος που εβύζανε δεν εκρατείτο εις τας αγκάλας τής μητρός του. Εις ξεχωριστάς μάνδρας ήταν αι μητέρες και εις ξαχωριστάς τα τέκνα. Φωναί δε θλιβεραί από όλα που αντιβοούσαν και αντηχούσαν η μία προς την άλλην. Τα τέκνα που επεινούσαν, εζητούσαν τας πηγάς τού γάλακτος και αι μητέρες, που εσπάρασαν από το φυσικόν πάθος, με συμπαθείς φωνάς εκαλούσαν τα τέκνα τους. Τα βρέφη που καθ’ όμοιον τρόπον επεινούσαν, εξεσπούσαν εις δυνατόν κλάμα και εσπαρταρούσαν και αι μητέρες εκεντρίζοντο εις τα σπλάγχνα από τους πόνους τής συγγένειας. Και διά τούτο ο θεόπνευστος λόγος διετήρησε γραπτώς την μετάνοιαν εκείνων διά να γίνη κοινή διδασκαλία τής ζωής. Ο γέρων εθρηνούσε δι’ εκείνα· εμαδούσε τα λευκά μαλλιά του και τα ξερίζωνεν. Ο νέος και ο ώριμος δυνατώτερα έκλαιγαν. Ο πτωχός εστέναζε και ο πλού­σιος, λησμονών την καλοπέρασιν, εζούσε την κακουχίαν ως καλήν. Ο βασιλεύς αυτών είχε μεταβάλει την λαμπρότητα και την δόξαν εις εντροπήν. Έβγαλε το στέμμα και εσκόνισε την κεφαλήν του. Έβγαλε το βασιλικόν ένδυμα και εφόρεσε τον σάκκον τού πένθους. Αφησε τον υψηλόν και μετάρσιον θρόνον και θλιμμένος εκυλίετο εις την γην. Αφησε την αξιοπρέπειαν που προσιδιάζει εις το βασιλικόν αξίωμα και εθρηνούσε μαζί με τον λαόν. Έγινεν ένας από τους πολλούς και αυτός, όταν είδε τον κοινόν Δεσπότην των όλων να οργίζεται.


Αυτό είναι το φρόνημα των ευαισθήτων δούλων. Τέ­τοια είναι η μετάνοια αυτών που ενέχονται εις αμαρτίας. Η­μείς διαπράττομεν προθύμως μεν την αμαρτίαν, αλλά με ολιγω­ρίαν και οκνηρίαν αναλαμβάνομεν την μετάνοιαν. Ποιός προσευχόμενος χύνει δάκρυα, διά να λάβη βροχήν και σταγόνας εις τον κατάλληλον καιρόν; Ποιός, που καθαρίζει αμαρτίας, έ­βρεξε το κρεββάτι του με δάκρυα κατά το παράδειγμα του Δαβίδ; Ποιός έπλυνε τα πόδια τών ξένων και εκαθάρισε την σκόνην από την οδοιπορίαν, διά να εξευμενίση τον Θεόν κατά τον καιρόν που ζητά την λύσιν τής ξηρασίας; Ποιός έθρεψε το ορφανόν από πατέρα παιδί, διά να θρέψη τώρα ο Θεός τα σιτηρά προς χάριν μας, που σαν ορφανά πλήττονται από την κακήν σύγκρασιν των ανέμων; Ποιός περιέθαλψε χήραν που βασανίζεται από τας δυσκολίας τής ζωής, διά να του αποδοθή τώρα η αναγκαία τροφή; Ξέσχισε το άδικον γραμμάτιον, διά να λυθή έτσι η αμαρτία. Εξαφάνισε την ομολογίαν τών βαρυτάτων τόκων διά να γεννήση η γη τα συνηθισμέ­να προϊόντα. Διότι όταν ο χαλκός και ο χρυσός και τα άγο­να παρά φύσιν γεννούν, τότε γίνεται στείρα αυτή που εκ φύσεως γεννά και καταδικάζεται εις ακαρπίαν προς τιμωρίαν τών κατοίκων της. Ας αποδείξουν λοιπόν αυτοί που τιμούν την πλεονεξίαν, αυτοί που συνάγουν υπερβολικά τον πλού­τον, ποία είναι η δύναμις των αποθηκευθέντων, η ποιόν το όφελος, αν ο Θεός που έχει οργισθή επιτείνει περισσότερον την τιμωρίαν. Ίσως αυτοί γίνουν πιο κίτρινοι από τον χρυσόν που επισωρεύουν, εάν δεν αποκτήσουν το ψωμί, που μέχρι χθες και προχθές επεριφρονείτο, λόγω της ευκόλου προμηθειάς του. Ας υποθέσωμεν ότι δεν υπάρχει ο πωλητής, ούτε υπάρχει σιτάρι εις τας αποθήκας· ποία είναι τότε η χρησιμότης τών βαρυτάτων πορτοφολίων; Πες μου; Δεν θα ενταφιασθής μαζί μ’ αυτά; Δεν είναι χώμα ο χρυσός; Δεν θα κήται ως άχρηστος πηλός δίπλα εις το χωμάτινον σώμα; Όλα τα απέκτησες και όμως δεν κατέχεις ένα αναγκαίον πράγμα· την δύναμιν να τρέφης τον εαυτόν σου. Ένα σύννεφον εδημιούργησεν ολό­κληρον τον πλούτον. Επινόησε τον πόρον ολίγων σταγονι­δίων, εξανάγκασε την γην να καρποφορήση. Εξαφάνισε την συμφοράν με τον υπερήφανον και κρυμμένον πλούτον. Πιθανόν να παρακαλέσης κάποιον από τους ευλαβείς, διά να σου χαρίση με τας προσευχάς του, όπως ο Θεσβίτης Ηλίας, την απαλλαγήν από τα δεινά, δηλαδή άνθρωπον ακτήμονα, ωχρόν, ξυπόλυτον, άστεγον, ανέστιον, άπορον, που φορεί ένα χιτώνα, όπως ο Ηλίας την μηλωτήν, και που έχει σύντροφον την προσ­ευχήν και τρέφεται με την εγκράτειαν. Και αν επιτύχης με την παράκλησίν σου την βοήθειάν του, δεν θα περιφρονήσης πολύ τα κτήματα που έχουν πολλάς φροντίδας; Δεν θα περιφρονήσης τον χρυσόν; Δεν θα διασκορπίσης, ωσάν κοπριάν, τον άργυρον, που, ενώ προηγουμένως τον αποκαλούσες παντοδύναμον και πολύ αγαπητόν, τώρα τον εγνώρισες οκνηρόν βοηθόν εις την ανάγκην; Διά σε έκρινεν αξίαν και την συμφοράν αυτήν. Διότι ενώ είχες δεν έδιδες, διότι παρέβλεπες τους πεινώντας, διότι δεν εγύριζες να κυττάξης αυτούς που ωδύροντο, διότι δεν έδιδες, ενώ σε επροσκυνούσαν. Τα κακά και εξ αιτίας των ολίγων ξεσπούν εις τον λαόν και ο λαός συνήθως τιμωρείται διά την μοχθηρίαν κάποιου. Ο Αχαρ διέπραξε ιεροσυλίαν, αλλ’ ολόκληρον το στρατόπεδον ετιμωρείτο. Ο Ζαμβρί επίσης επόρνευσεν εις τας γυναίκας τών Μαδιανιτών, αλλ’ ο Ισραήλ ετιμωρείτο.


Όλοι λοιπόν και ατομικώς και δημοσίως να εξετάσωμεν τον τρόπον τής ζωής μας. Να θεωρήσωμεν την ξηρασίαν ω­σάν παιδαγωγόν, που υπενθυμίζει εις τον καθένα μας την ιδίαν αμαρτίαν. Να ειπωμεν και μάλιστα με συναίσθησιν τον λόγον τού γενναίου Ιώβ· «το χέρι τού Θεού είναι που με ήγγισε». Και μάλιστα μεν να καταλογίσωμεν την συμφοράν μας πρωταρχικώς εις τα αμαρτήματα. Εάν δε πρέπη να προσθέσωμεν και κάτι άλλο, ενίοτε αι κακοτυχίαι αυταί συμβαί­νουν εις τους ανθρώπους και ως δοκιμασίαι εις τας ψυχάς, διά να αποδειχθούν οι δόκιμοι, είτε πτωχοί είτε πλούσιοι είναι αυ­τοί, επάνω εις τας δυσκολίας. Διότι και οι μεν και οι δε δοκι­μάζονται ακριβώς διά της υπομονής. Και προ παντός κατά την περίοδον αυτήν αποδεικνύεται, εάν ο μεν είναι κοινωνικός και φιλάδελφος, εάν ο δε ευγνώμων και όχι αντιθέτως βλάσφη­μος, που αλλάσσει την διάθεσιν ταχέως μαζί με τας συμφοράς τής ζωής.Εγώ γνωρίζω πολλούς (και αυτό δεν το έμαθα εξ ακοής, αλλά εκ πείρας εγνώρισα τους ανθρώπους), οι οποίοι μέχρις ότου μεν ο βίος δι’ αυτούς προχωρεί ευνοϊκά, κατά την παροιμίαν, αναγνωρίζουν εμμέσως λοιπόν, αν και όχι τελείως, την χάριν εις τον ευεργέτην. Εάν δε κάποτε τα πράγματα τραπούν προς την αντίθετον κατάστασιν και γίνη ο μεν πλού­σιος πτωχός, η υγεία τού σώματος ασθένεια, η δόξα και η περιφάνεια εντροπή και ατίμωσις, γίνονται αχάριστοι, ξεστο­μίζουν βλασφημίας, τεμπελιάζουν εις την προσευχήν. Δυσανα­σχετούν εναντίον τού Θεού, ως να είναι χρεώστης που καθυστερεί την οφειλήν και δεν συμπεριφέρονται ως προς Κύριον που αγανακτεί. Αλλά διώξε από τους λογισμούς την σκέψιν αυτήν. Όταν δε ιδής τον Θεόν να μη χαρίζη τα απαραίτητα, έτσι να συλλογίζεσαι μέσα σου· μήπως ο Θεός αδυνατεί να χορηγήση την τροφήν; Και πώς είναι δυνατόν; Αυτός που είναι Κύριος του ουρανού και ολοκλήρου της δημιουργίας, σοφός ρυθμιστής τών εποχών και των καιρών, κυβερνήτης των όλων, που ώρισεν ωσάν κάποιον εύτακτον χορόν, τας εποχάς και τας τροπάς τού ηλίου να διαδέχωνται η μία την άλλην, διά να επαρκούν με την ποικιλίαν των εις τας διαφόρους ανάγκας μας· και άλλοτε μεν να πίπτη βροχή εις τον κατάλληλον καιρόν, άλλοτε δε πάλιν η ζέστη και το κρύον να εναλλάσσωνται κατά την διάρκειαν του έτους, και να μη λείπη η ξηρα­σία. Ο Θεός λοιπόν είναι δυνατός. Αφού δε έχει και την δύναμιν και τούτο γίνεται παραδεκτόν, μήπως άραγε λείπει η αγαθότης; Και αυτός ο λόγος είναι ανύπαρκτος. Διότι ποία ανάγκη θα έπειθεν αυτόν που δεν είναι αγαθός να δημιουργήση κατ’ αρχήν τον άνθρωπον; Ποιός δε θα εξηνάγκαζε τον κτίστην να πάρη χώμα και μάλιστα χωρίς να το θέλη, και από την λά­σπην να μορφοποιήση τέτοιο κάλλος; Ποιός είναι αυτός που κατ’ ανάγκην έπεισε να δωρήση τον λόγον εις τον άνθρωπον σύμφωνα προς την ιδικήν του εικόνα, διά να δεχθή, αφού απ’ εκεί ξεκινήση, την μάθησιν των τεχνών, και διά να μάθη να φιλοσοφή διά τα ουράνια, τα οποία δεν εγγίζει με τας αισθή­σεις; Και εάν έτσι συλλογίζεσαι, θα εύρης να συνυπάρχη εις τον Θεόν η αγαθότης και μέχρι ακόμη και τώρα να μη απουσιάζη. Διότι τί θα ημπόδιζε, πες μου, να μη είναι ξηρασία αυτό που βλέπομεν, αλλά τελεία πυρπόλησις; Και ο ήλιος να παρεξέκλινεν ολίγον από την κανονικήν πορείαν και να επλησίαζε τα περίγεια σώματα και αυτομάτως να κατέκαιε κάθε τι που βλέπομεν; Ή να βρέξη φωτιάν από τον ουρανόν, καθ’ όμοιον τρόπον, που ετιμώρησεν ήδη τους αμαρτωλούς; Αυτοκυριαρχήσου και έλα εις τα σύγκαλά σου, άνθρωπε· μη κάμης αυτά που κάμνουν τα ανόητα παιδιά που, επειδή τα εμάλωσεν ο διδάσκαλος, ξεσχίζουν τα βιβλία τους· ξεσχίζουν δε το ένδυ­μα του πατρός των, που διά την ωφέλειάν των αναβάλλει την τροφήν, ή με τα νύχια τους καταγρατζουνίζουν το πρόσωπον της μητέρας. Διότι τον μεν κυβερνήτην δοκιμάζει και σκληρα­γωγεί η τρικυμία, τον αθλητήν το στάδιον, τον στρατηγόν το στρατόπεδον, τον γενναιόκαρδον η συμφορά, τον δε Χρι­στιανόν η δοκιμασία. Και αι λύπαι δοκιμάζουν την ψυχήν, όπως η φωτιά δοκιμάζει τον χρυσόν. Είσαι πτωχός; Μη καταλαμβάνεσαι από αθυμίαν. Διότι η υπερβολική κατήφεια γίνεται αιτία τής αμαρτίας. Η μεν λύπη καταβαραθρώνει την διάνοιαν και η αμηχανία εμβάλλει ζάλην, η δε έλλειψις των λογισμών γεννά την αχαριστίαν. Αλλά να ελπίζης εις τον Θεόν. Μήπως δηλαδή δεν παρατηρή την στενοχώριαν; Κρατά την τροφήν εις τα χέρια του και καθυστερεί την χορήγησιν, διά να δοκιμάση την σταθερότητά σου, διά να πληροφορηθή την διάθεσίν σου, εάν δεν είναι ομοία με αυτήν των ακολάστων και των αχαρίστων. Διότι και αυτοί, μέχρις ότου μεν συμβαίνει να έχουν την τροφήν εις το στόμα τους, ευφημούν, κολακεύουν, υπερθαυμάζουν, όταν δε επ’ ολίγον αναβληθή το τραπέζι, ωσάν λίθους αφήνουν τας βλασφημίας προς αυτούς που πριν ολίγου λόγω της τέρψεως επροσκυνούσαν ωσάν θεόν. Διάβα­σε την Παλαιάν Διαθήκην και την Καινήν και θα εύρης εκεί, εις την κάθε μίαν, πολλούς να έχουν τραφή κατά διάφορον τρόπον. Ο Κάρμηλος, βουνόν υψηλόν και ακατοίκητον, έρημον αυτό, εφιλοξενούσεν έρημον τον Ηλίαν. Διά τον δίκαιον η ψυχή του ήταν η όλη περιουσία και εφόδιον της ζωής η ελπίδα προς τον Θεόν. Με το να ζη έτσι, δεν απέθανεν από την πείναν, αλλά τα αρπακτικώτατα και τα πλέον λαίμαργα από τα όρνεα, αυτά έφεραν τα τρόφιμα και υπηρετούσαν τον δίκαιον εις την τροφήν. Αυ­τά που από την φύσιν των αρπάζουν τας ξένας τροφάς, με το πρόσταγμα του Δεσπότου ήλλαξαν την φύσιν και έγιναν πιστοί φύλακες των άρτων και των κρεάτων. Εμάθαμεν δε λοι­πόν από την ιεράν ιστορίαν ότι τα κοράκια έφεραν τας τροφάς εις τον άνδρα. Επίσης και ο λάκκος τής Βαβυλώνος εκρατούσε τον νεαρόν Ισραηλίτην αιχμάλωτον μεν κατά την συμφοράν, ελεύθερον όμως εις την ψυχήν και το φρόνημα. Μήπως όμως έπαθε κάποιο κακόν από τα λεοντάρια; Όχι! Τα λεοντάρια μεν, παρά την φύσιν των, ενήστευαν, ο δε τροφεύς αυτού Αββακούμ ήρχετο διά μέσου του αέρος· ο άγγελος εκόμιζε μαζί με τα τρόφιμα και τον άνθρωπον. Και διά να μη δεινοπαθήση από την πείναν ο δίκαιος, ο προφήτης εις ελάχιστον χρόνον επέταξεν επάνω από τόσην ξηράν και θάλασσαν, όση εκτείνεται από την Ιουδαίαν μέχρι της Βαβυλώνος.


Επίσης τί έκαμνεν ο λαός τής ερήμου, του οποίου αρχηγός ήταν ο Μωυσής; Πώς οικονόμησε την ζωήν του επί σαράντα ολόκληρα χρόνια; Δεν υπήρχεν εκεί άνδρας που να σπέρνη, ούτε βόδι που να σύρη το αλέτρι, ούτε αλώνι, ούτε πατητήρι, ούτε αποθήκη, και όμως είχαν την τροφήν χωρίς σποράν και όργωμα, και ο βράχος εχορηγούσε τας πηγάς, που πρώτα δεν υπήρχαν, αλλ’ εξετινάχθησαν εις την ανάγκην. Παραλείπω να απαριθμήσω τα επί μέρους τής προνοίας τού Θεού, που πολλάς φοράς κατά τρόπον πατρικόν ενεφάνισεν εις τους ανθρώπους. Εσύ δε να υπομείνης ολίγον την συμφοράν, ό­πως ο γενναίος Ιώβ, και να μη λυγίσης από την τρικυμίαν, μή­τε να αποβάλης τα εμπορεύματα της αρετής. Σαν πολύτιμον διαθήκην να διαφυλάξης εις την ψυχήν σου την ευχαριστίαν και θα λάβης και εσύ διά την ευγνωμοσύνην διπλάσιαν απόλαυσιν. Να ενθυμήσαι τον αποστολικόν λόγον «δι’ όλα να ευχαριστήτε». Είσαι πτωχός; έχεις εξάπαντος άλλον πτωχότερον από εσέ. Έχεις διά δέκα ημέρας τρόφιμα εσύ; εκείνος έχει διά μίαν. Σαν καλός και ευγνώμων να εξισώσης το περίσσευμά σου με τον ενδεή. Μη διστάσης να δώσης από το ολίγον. Μη προτιμήσης το συμφέρον σου εμπρός εις την κοινήν συμφοράν. Και αν ο άρτος σου περισσεύη κατά ένα ψωμί και σου κτυπήση την πόρταν ο ζητιάνος, πάρε από την αποθήκην το ένα ψωμί και αφού το βάλης εις τα χέρια του ύψωσε το βλέμ­μα σου εις τον ουρανόν και ειπέ λόγον θλιβερόν μαζί και ευγνώμονα· ένα ψωμί, όπως βλέπεις, Κύριε, και ο κίνδυνος είναι ολοφάνερος. Αλλ’ εγώ θέτω την εντολήν σου επάνω από εμέ και από το ολίγον δίδω εις τον αδελφόν μου που λιμοκτονεί. Δώσε λοιπόν και συ εις τον δούλον σου, που κινδυνεύει. Γνω­ρίζω καλά την αγαθότητά σου και ελπίζω εις την δύναμίν σου. Δεν αναβάλλεις επί πολύ τας δωρεάς, αλλά τας σκορπάς, όταν θέλης. Και αν έτσι ομιλήσης και ενεργήσης, τον άρτον που δί­δεις εις καιρόν δυσκολίας, γίνεται σπόρος γεωργικός, αποφέρει πλούσιον τον καρπόν, είναι προκαταβολή τής τροφής, γίνεται πρόξενος ελέους. Πες και συ εις παρομοίας περιστάσεις τον λό­γον τής χήρας τής Σιδωνίας. Θυμήσου επικαίρως την ιστορίαν. «Ζη Κύριος, δεν έχω τίποτε άλλο παρά μόνον μία χούφταν αλεύρου διά την διατροφήν εμού και των παιδιών μου». Και εάν δώσης από το υστέρημα, θα έχης και συ το λαδοδοχείον κατάμεστον από δωρεάν και την αλευραποθήκην ακένωτον. Διότι διά τους πιστούς φιλοτίμως η χάρις τού Θεού με το να εισάγη το διπλάσιον μιμείται τα πηγάδια, τα οποία πάν­τοτε αδειάζουν αλλά δεν εξαντλούνται. Δάνεισε συ ο άπορος, εις τον πλούσιον Θεόν. Δώσε εμπιστοσύνην εις αυτόν που πάντοτε θεωρεί προσωπικά τον εαυτόν του υπόχρεον, δι’ αυτά που δίδεις εις αυτόν που θλίβεται και ανταποδίδει την ευεργεσίαν από τα ιδικά του αγαθά. Είναι αξιόπιστος εγγυητής, διότι έχει απλωμένους τους θησαυρούς του εις όλα τα μέρη τής γης και της θαλάσσης. Και εάν, ενώ πλέεις, απαιτήσης το δά­νειον, θα λάβης το κεφάλαιον μαζί με τους τόκους εις το μέσον τού πελάγους. Διότι φιλοδοξεί να δίδη περισσότερα.


Η πείνα είναι η αρρώστια αυτού, ο οποίος πεινά. Αυτή είναι φοβερά ασθένεια. Η πείνα είναι η πιο μεγάλη από τας συμφοράς των ανθρώπων και ο φοβερώτερος θάνατος από όλους τους θανάτους. Διότι εις τους άλλους κινδύνους ή η κό­ψη τού ξίφους ταχέως επιφέρει τον θάνατον ή η ορμή τής φω­τιάς αποτόμως σβήνει την ζωήν ή τα θηρία με τα δόντια αφού κατασπαράξουν τα ζωτικώτερα από τα μέλη, δεν επιτρέπουν την τιμωρίαν με την διάρκειαν της οδύνης. Η πείνα όμως επιβραδύνει το κακόν. Παρατείνει τον πόνον με το να ενεδρεύη και να λουφάζη η αρρώστια και με το να κάμνη ώστε πάντοτε ο θάνατος να είναι παρών και πάντοτε να βραδύνη. Διότι δαπανά το υγρόν που υπάρχει εις τον οργανισμόν, καταστέλλει την θερμότητα, περιορίζει το βάρος, μαραζώνει ολίγον κατ’ ολί­γον την δύναμιν. Η σάρκα κολλά ωσάν αράχνη εις τα κόκκαλα. Το χρώμα δεν είναι ανθηρόν. Διότι το κόκκινον υποχωρεί με την φθοράν τού αίματος και η λευκότης δεν υπάρχει, αφού η επιδερμίδα μελανιάζει από την ισχνότητα. Μαυροκιτρινίζει το σώμα, διότι από την νόσον ανακατώνεται οικτρώς η ωχρότης με το μαύρον. Τα γόνατα δεν αντέχουν, αλλά λυγίζουν από την ανάγκην. Η φωνή είναι λεπτή και αδύνατη. Τα μάτια ασθενικά εις τας κόγχας, παραμένουν ανώφελα εις τας κόγχας των, όπως εκείνοι από τους καρπούς που αποξηραίνονται εις τα κελύφη των. Η κοιλία αδειανή και ζαρωμένη, άμορφος, χωρίς βάρος, δεν έχει τον φυσικόν τόνον των σπλάγχνων και είναι κολλημένη εις τα κόκκαλα του οπισθίου μέρους. Αυτός λοιπόν που περιφρονεί ένα τέτοιο σώμα πόσας κολάσεις αξίζει; Ποίαν δε υπερβολήν σκληρότητος δεν θα ξεπεράση; Πώς δεν αξίζει να συγκαταριθμηθή εις τα ανήμερα από τα θηρία και να θεωρήται μολυσμένος και ανθρωποκτόνος; Διότι αυτός, που εις το χέρι του είναι να θεραπεύση το κακόν και που με την θέλησίν του αναβάλλει εξ αιτίας τής πλεονεξίας, ευλόγως θα ημπορούσε να καταδικάζεται εξ ίσου με αυτούς που ιδιοχείρως διαπράττουν τον φόνον. Το κακόν τής πείνης εξηνάγκασε πολλάς φοράς πολλούς να παραβιάσουν και τους φυσικούς νόμους. Να φάγη δηλαδή άνθρωπος τα σώματα των συγγενών, η μητέρα δε το παιδί της που από την κοιλίαν της εγέννησε να το δεχθή αδίκως και πάλιν εις την κοιλίαν της. Και τοο δράμα αυτό το δι­εκτραγώδησε η ιουδαϊκή ιστορία, που συνέταξεν ο σπουδαίος κατά την γνώμην μου Ιώσηπος, τότε που τα φοβερά πάθη κατέλαβαν τους κατοίκους τής Ιερουσαλήμ, που επλήρωναν έτσι τας δικαίας τιμωρίας διά την ασέβειάν των εις τον Θεόν. Βλέ­πεις ότι και ο ίδιος ο ιδικός μας Θεός τα μεν άλλα από τα πα­θήματα παραβλέπει, τους πεινώντας όμως με συμπάθειαν ευσπλαγχνίζεται.«Σπλαγχνίζομαι, λέγει, τον λαόν». Διά τού­το και εις την τελικήν κρίσιν, εκεί όπου προσκαλεί τους δικαίους ο Κύριος, την πρώτην θέσιν κατέχει αυτός που δίδει.Αυτός που τρέφει είναι πρώτος εις τους τιμωμένους. Αυτός που εχορήγησε τον άρτον προσκαλείται πρώτα απ’ όλους. Ο αγαθός και μεταδοτικός μεταβαίνει εις την ζωήν πρώτος από τους άλλους δικαίους. Αυτός που δεν κοινωνεί εις τας ανάγκας του πλησίον και ο τσιγκούνης παραδίδεται εις την φωτιάν πρώτος από όλους τους αμαρτωλούς. Ο καιρός σε καλεί εις την μητέρα τών εντολών. Και να φροντίσης πάρα πολύ διά να μη χάσης τον καιρόν τής πανηγύρεως και των εμπορικών συναλλαγών. Διότι ο χρόνος τρέχει και δεν περιμένει αυτόν που αργοπορεί. Αι ημέραι φεύγουν και προσπερνούν τον οκνηρόν. Και όπως δεν ημπορεί κανείς να σταματήση το ρεύ­μα του ποταμού, εκτός εάν κάποιος χρησιμοποιήση όπως πρέ­πει το νερόν, αφού το ανακόψη, κατά την πρώτην συνάντησιν και ορμήν, έτσι ούτε τον χρόνον, που τρέχει σύμφω­να με την αναγκαστικήν πορείαν, ημπορεί να συγκρατήση, ούτε αφού περάση να τον ανακαλέση εις τα οπίσω, εκτός εάν κάποιος τον προλάβη, όταν έρχεται. Και διά τούτο κράτησε την εντολήν ωσάν να φεύγη και εφάρμοσέ την και αφού την συλλάβης από παντού άρπαξέ την εις τας αγκάλας σου. Δώσε ολίγα και απόκτησε πολλά. Εξαφάνισε την πρωταρχικήν αμαρτίαν διά της μεταδόσεως της τροφής. Διότι, όπως ο Αδάμ που παρανόμως έφαγε, μετέδωσε την αμαρτίαν, έτσι ημείς εξαλείφομεν την πονηράν βρώσιν, εάν θεραπεύσωμεν την ανάγ­κην και την πείναν τού αδελφού.


Λαοί, ακούστε! Χριστιανοί, ακούστε προσεκτικά! Αυ­τά λέγει ο Κύριος. Δεν ομιλεί εις τον λαόν με την φωνήν του, αλλά με τα στόματα των δούλων του, ωσάν με όργανά του, σαλπίζει. Ας μη φανούμεν ημείς οι λογικοί σκληρότεροι από τα άλογα ζώα. Διότι εκείνα από κοινού χρησιμοποιούν αυτά που βλαστάνει εκ φύσεως η γη. Και τα κοπάδια τών προβάτων βοσκούν εις ένα και το ίδιον βουνόν. Πάμπολλα άλογα μίαν και την ιδίαν πεδιάδα καταλαμβάνουν ως βοσκότοπον. Και όλα τα είδη τών ζώων έτσι μεταξύ των το ένα προς το άλλο παραχωρούν την αναγκαίαν απόλαυσιν των τροφών. Ημείς όμως οικειοποιούμεθα τα κοινά και κατέχομεν μόνοι αυτά που ανήκουν εις τους πολλούς. Ας εντρεπώμεθα τα φιλάνθρωπα διηγήματα των ειδωλολατρών. Εις μερικούς εξ αυτών νόμος φιλάνθρωπος απειργάζετο μίαν τράπεζαν και κοινά τρόφιμα, και σχεδόν μίαν οικογένειαν τον πολυάνθρωπον λαόν. Ας αφήσωμεν τους εθνικούς και ας έλθωμεν εις το παράδειγμα των τριών χιλιάδων. Ας ζηλέψωμεν την πρώτην εκκλησίαν τών Χριστιανών, όπου τα πάντα ήταν κοινά εις αυτούς, δηλαδή η ζωή, η ψυχή, η συμφωνία, η κοινή τράπεζα, η αδιαίρετος αδελφότης, η ανυπόκριτος αγάπη, που ήνωνεν εις ενα τα πολλά σώματα, και συνήρμοζε τας διαφόρους ψυχάς εις μίαν ομόνοιαν. Από την Παλαιάν και την Νέαν Διαθήκην έχεις πολλά παραδεί­γματα φιλαδελφίας. Εάν αντικρύσης γέροντα που πεινά να τον καλέσης και να τον θρέψης, όπως ο Ιωσήφ τον Ιακώβ. Εάν εύρης εχθρόν που ευρίσκεται εις δυσκολίαν μη προσθέσης εις την οργήν που σε κατέχει την εκδίκησιν, αλλά να τον θρέ­ψης όπως εκείνος έθρεψε τους αδελφούς, που τον επώλησαν. Εάν συναντήσης νεώτερον που καταπονείται, να κλαύσης έτσι, όπως εκείνος τον Βενιαμίν, το παιδί τών γερατειών. Ίσως να πειράζη και σε η πλεονεξία, όπως η κυρία τον Ιω­σήφ· σε τραβά από τα ενδύματα, διά να παραβής την εν­τολήν και να αγαπήσης περισσότερον εκείνην που αγαπά τα χρυσαφικά και τα στολίδια, παρά την προσταγήν του Δεσπότου. Όταν λοιπόν έλθη λογισμός που καταπολεμεί την εντολήν αυτήν και προσελκύει τον εγκρατή νουν εις την φιλαργυρίαν, και σε εξαναγκάζει να αδιαφορήσης διά την φιλαδελφίαν και σε κρατά πλησίον της, ρίξε και συ κάτω τα ενδύματα, και ωργισμένος φύγε. Να διατηρήσης την πίστιν εις τον Κύριον, όπως εκείνος εις τον Πετεφρήν. Να μεριμνήσης δι’ έν ετος, όπως εκείνος εμερίμνησε δι’ επτά έτη. Μη δίδης τα πάντα εις την ηδονήν, δώσε και κάτι εις την ψυχήν. Και να πιστέψης πως έχεις δύο θυγατέρας· την καλοπέρασιν εδώ και την ουράνιον ζωήν. Εάν δεν θελήσης να τα δώσης όλα εις την ανωτέραν, μοίρασέ τα λοιπόν εξ ίσου και εις την ακόλαστον κόρην και εις την αγαθήν. Να μη παρουσιάσης την εδώ διαγωγήν σου βαθύπλουτον και την άλλην γυμνήν και ενδεδυμένην με εμβαλώματα, αλλ’ όταν χρειασθή να παραστής εις τον Χριστόν και αντιμετωπίσης τον κριτήν, η κατ’ αρετήν ζωή να έχη νυμφικόν ένδυμα και πρόσκλησιν. Μη λοιπόν παρουσιάσης εις τον νυμφίον την νύμ­φην δύσμορφον και αστόλιστον, διά να μη την ιδή και γυρίση το πρόσωπόν του και αφού την ιδή την μισήση και αρνηθή τον γάμον. Αλλά αφού την αρματώσης με τον στολισμόν που αρμόζει, να την διαφυλάξης όμορφην ως την προθεσμίαν τών γάμων. Διά να ανάψη και αυτή μαζί με τας φρονίμους παρθέ­νους την λαμπάδα, να διατηρήση άσβεστον την φλόγα τής γνώσεως και να μη της λείψη το λάδι τών καλών έργων. Διά να επαληθευθή έτσι εμπράκτως η θεία προφητεία και εύρη εφαρμογήν εις την ψυχήν σου ο λόγος· «στέκεται εις τα δεξιά σου η βασίλισσα ενδεδυμένη και στολισμένη με ενδυμασίαν χρυσοκέντητον. Ακουσε κόρη, και ιδές και κλίνε το αυτί σου, ο βασιλεύς θα επιθυμήση την ομορφιάν σου». Αυτά βεβαίως γενικά προανήγγειλεν ο ψαλμωδός, προφητεύων την ωραιότητα ολοκλήρου του σώματος. Κατά κύριον λόγον δε θα εύρη εφαρμογήν και εις την ψυχήν του καθενός, αφού βέβαια η Εκ­κλησία αποτελείται από τα επί μέρους άτομα.


Σκέψου, παρακαλώ, λογικά το παρόν και το μέλλον, το οποίον μη προδίδης λόγω αισχροκερδίας. Το σώμα που είναι το χαρακτηριστικόν σου εις την ζωήν θα σε αφήση. Εις την εμφάνισιν του κριτού που αναμένεται και που αναμφιβόλως θα έλθη, θα αποκλείσης μεν διά τον εαυτόν σου την απονομήν τών τιμών και την επουράνιον δόξαν και θα ανοίξης την άσβεστον φωτιάν, την γέενναν, τα κολαστήρια και τους πικρούς από τας οδύνας αιώνας, αντί της αιωνίου και μακαρίας ζωής. Μη με πάρης, ωσάν κάποιαν μητέρα ή τροφόν, πως σου επισείω ψεύτικα μορμολύκεια, όπως εκείναι συνηθίζουν να κάμνουν εις τα μικρά παιδιά, όταν θρηνούν άτακτα και συν­εχώς τα καθησυχάζουν με φανταστικά διηγήματα. Αυτά δεν είναι παραμύθι, αλλά λόγος που έχει κηρυχθή προ πολλού από αδιάψευστον φωνήν. Και γνώριζε επακριβώς ότι σύμφωνα με την ευαγγελικήν προφητείαν «ένα γιώτα ή ένα γράμμα δεν θα καταργηθή από τον νόμον μέχρις ότου γίνουν όλα». Αλλά και το σώμα που έχει εξαφανισθή εις τους τάφους θα αναστηθή και η ιδία η ψυχή που με τον θάνατον έχει αποχωρισθή, πάλιν θα κατοικήση εις το σώμα. Και θα γίνη ακριβής έλεγχος των πράξεων της ζωής κατά τον οποίον δεν θα μαρτυ­ρήσουν άλλοι, αλλ’ η ιδία η συνείδησις θα καταθέση ως μάρτυς. Εις τον καθένα δε θα αποδοθή από τον δίκαιον δικαστήν το κατ’ αξίαν. Εις αυτόν πρέπει η δόξα, η δύναμις και η προσκύνησις εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

..........................

'Κύριε, δίχως Εσένα, είμεθα εδώ, εορτάζοντες δίχως εορτή, επιστήμονες δίχως γνώση, γονείς δίχως παιδιά, παιδιά δίχως γονείς, ζωντανοί δίχως ζωή, οδοιπόροι δίχως δρόμο, κράζοντες δίχως κραυγή, νοσταλγούντες δίχως ταξείδι, πονεμένοι δίχως πόνο, αγαπώντες δίχως αγάπη, θρηνούντες δίχως θρήνο, είμαστε εδώ ως λέξεις άδειες, μορφές κενές, δίχως ουσία και ομορφιά…'

('Ενός θνητού κραυγή', Ανωνύμου)

† Περιτομή του Κυρίου - Μεγάλου Βασιλείου (1/1)

Ο Μέγας Βασίλειος (Χρήστος Γκότσης)

Ύμνος για την περιτομή του Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού και για τον Μέγα Βασίλειο (Αγ. Νικόλαος Βελιμίροβιτς)

Περιτομή του Χριστού - Εορτή Μεγάλου Βασιλείου (Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης)

Πρόσεχε τον εαυτό σου (Μέγας Βασίλειος)

Προς τους νέους, πώς να ωφελούνται από τα Ελληνικά γράμματα (Μέγας Βασίλειος)


Ομιλία εκφωνηθείσα εις περίοδον πείνης και ξηρασίας (Μέγας Βασίλειος)


Η στάση μας μπροστά σε κάποιον φτωχό... (Μέγας Βασίλειος)


Για την Υπομονή και την Ευχαριστία (Μέγας Βασίλειος)


Για την Ευχαριστία (Μέγας Βασίλειος)


Ομιλία προς τους πλουτούντας (Μέγας Βασίλειος)


Για την Υπομονή και τη Μακροθυμία (Μέγας Βασίλειος)


Για τη λύπη και την αθυμία (Μέγας Βασίλειος)

Ομιλία εις το ότι ο Θεός δεν είναι αίτιος των κακών (Μέγας Βασίλειος)


«Όσον υπερέχεις κατά τον πλούτον, τόσον υστερείς κατά την αγάπην» (Μέγας Βασίλειος)

Παρηγορητική επιστολή προς την σύζυγον του Νεκταρίου, για τον θάνατο του παιδιού της (Μέγας Βασίλειος)


Ο Μέγας Βασίλειος και ο Santa Claus (πρεσβυτέρου Παναγιώτη Βούρκου)


«Ο Ελληνοχριστιανικός πολιτισμός» και ο Μέγας Βασίλειος (Αρχ. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.