De nihilo, nihil. (Απ’ το τίποτα, τίποτα)
Του Στάθη (Σταυρόπουλου)
Πολλούς και καλούς πήρε κατ’ αυτάς ο Θεριστής. Κωστής Παπαγιώργης, ο
μοναχικός μιας επανάστασης του τρόπου, Τάκης Τσίγκας, ο κομμουνιστής
σύντροφος του πιο ευγενικού πείσματος, Λάκης Παπάς, όταν η μελαγχολία
υπόσχεται λιγώτερη θλίψη. Μαζί του ο θεριστής πήρε και την Ελένη, τη
μανούλα ενός φίλου, αναγνώστη και συνταξιδιώτη. Στην Ελένη.
***
Μας τα ’χουν μπερδέψει οι
ιστορικοί, Παπαρηγόπουλος, Κορδάτος, η μνημειώδης «Ιστορία του Ελληνικού
Εθνους», Φίνλεϋ, Γκόρντον, Σβορώνος, Τρικούπης, Καργάκος κι άλλοι για
την επανάσταση του 1821. Το ίδιο και με τα απομνημονεύματα αυτοπτών
μαρτύρων, όπως ο Κολοκοτρώνης, ο Μακρυγιάννης, για να μην πω για κάτι
ξενόφερτους, όπως ο Μπάυρον ή προάγγελους και προφήτες, όπως ο Ρήγας,
τρομοκρατικές οργανώσεις όπως η Φιλική Εταιρεία και ανώνυμους
κρυπτοκομμουνιστές, όπως εκείνος που συνέγραψε την «Ελληνική Νομαρχία».
Ενα μαλλιοκούβαρο πάνω στο οποίο βρήκαν την ευκαιρία να πλέξουν τον
προσωπικό τους μύθο κάτι τύποι σαν τον Κάλβο, τον Σολωμό, τον Κοραή,
τους ποπολάρους που συνέταξαν το Σύνταγμα της Τροιζήνας, και ’κείνον τον
Παπαφλέσσα που τον φιλούσε σκοτωμένο ο Ιμπραήμ, με κίνδυνο να
κατηγορηθεί ο Αιγύπτιος σερασκέρης για νεκρόφιλος.
Επειδή λοιπόν κάποτε πρέπει να
βγάλουμε άκρη με την κληρονομιά που τόσο μας βαραίνει, κι επειδή η
αφεντιά μου είναι δαιμόνιος ρεπόρτερ, ανέτρεξα στις πηγές και βρήκα μια,
γάργαρη σαν το ποτάμι, τον γερο-Δήμο.
Έτρεξα στο κονάκι του και του
προσέπεσα. Πες μου, καπετάνιε μου, του λέω, τι έγινε στ’ αλήθεια; τι
είμαι; από πού έρχομαι; κι από πού κρατάει η σκούφια μου; πού την πάω τη
βαλίτσα;
Ο γερο-Δήμος, άνθρωπος καλόγνωμος
και γλυκύς, φημισμένος για την αγάπη του σ’ όσους έχουν τη δυστυχία να
’ναι Ελληνες, με κοίταξε στοργικά κι άρχισε να μου λέει: Παιδί μου, όλα
ξεκίνησαν από μια παρεξήγηση. Τω καιρώ εκείνω η Αννα Κομνηνή ερωτεύθηκε
έναν Κουτόφραγκο (μεταξύ μας, ομορφάντρα και δυνατόν πολεμιστή), τον
Βαϊμούνδο Γυϊσκάρδο. Ερωτοχτυπημένη η ξεμυαλισμένη γύρναγε στους
διαδρόμους του Ιερού Παλατιού κι έλεγε σ’ όποιον συναντούσε ότι «κανείς,
Ελλην ή Βάρβαρος δεν ήταν σαν αυτόν». Ετσι, αυτή η ιστορικός της
δεκάρας επανέφερε στο προσκήνιο της ιστορίας τους Ελληνες, προτού ο
διαφωτισμός πρώτα και ρομαντισμός ύστερα επινοήσουν το σύγχρονο ελληνικό
έθνος ως παιδί -απόπαιδο θα έλεγα εγώ- του παλιού προγονικού. Γι’ αυτό
και στη βάση αυτής της παρεξήγησης, γύρναγε ο Κολοκοτρώνης πάνω-κάτω τον
Μωριά και φώναζε «ωρέ, Έλληνες» συμπεριλαμβάνοντας τους Αρβανίτες και
τους Βλάχους, σπρώχνοντας έτσι τους πάντες σε πράγματα άστοχα και
κινδυνώδη.
Τω καιρώ εκείνω, που λες, παιδί
μου, αυτός ο Κωνσταντίνος Κολοκοτρώνης, γνωστός και ως Θόδωρος,
μισθοφόρος ταγματάρχης των Αγγλων στα Επτάνησα, πήγε στην Ντρομπολιτσά
και ζήτησε ακρόαση απ΄ τον Αγά χαν του Μωριά, Ομέρ Πολυπολιτισμόλογλου. Η
συνάντηση έλαβε χώρα στον οντά του Οθωμανoύ – τι να σε τρατάρουμε,
καπετάνιε μου; Ενα σερμπέτι, έναν αργιλέ; Τσιμπούκ ογλάν, πιάσε έναν
περιποιημένο για τον καπετάνιο. Σε τι μπορώ να σου φανώ χρήσιμος,
βρωμογκιαούρη;
Πασσά μου, του λέει ο Κολοκοτρώνης, στα διακόσια τόσα χρόνια που πλακώνει η Τουρκία τον Μωριά, πόσους Ρωμιούς έχει σφάξει η χάρη σας;
Tι τα θες, μωρέ γκιαούρη αυτά, τι
τα γυρεύεις; Ομως να σου πω, για να μη σου χαλάσω την καρδιά. Αν δεν μ’
απατά η μνήμη μου, στα διακόσια αυτά χρόνια φάγαμε δυο ραγιάδες στην
Καρκαλού και άλλους πέντε-έξι κλέφτες που πλένανε τα ποδάρια τους στη
Σκαφιδιά, και τους πιάσαμε στο ξάγναντο.
Θέλουμε το αίμα μας πίσω, πασσά
μου, είπε συνοφρυωμένος ο Κολοκοτρώνης. Γι’ αυτό, άκου τι θα σου
προτείνω. Θα μάσω ’γώ τα παλληκάρια μου και θα ζώσω την Τριπολιτσά απ’
ούλες τις μπάντες. Για να αποφύγουμε τη σφαγή, αντί για βόλια οι δικοί
μου θα πετάνε στους δικούς σου τριαντάφυλλα. Αμα βρίσκει το τριαντάφυλλο
κάποιον απ’ τ’ ασκέρι σου, θα κάνει τον πεθαμένο. Μόλις φτάσουμε τους
οχτώ τριανταφυλλοχτυπημένους, ρεφάραμε, μας δίνεις την Τρίπολη και πας
στο καλό.
Ο πασσάς Ομέρ Πολυπολιτισμόλογλου έπεσε
σε βαθειά περισυλλογή. Μέσα στην Ντρομπολιτσά συνωστίζονταν χιλιάδες
Τούρκοι. Αμαρτία να τους χαλάσουν όλους οι Ρωμιοί πετώντας τους
τριαντάφυλλα. Πονηρός όμως ο Οθωμανός, προσπάθησε να καλοπιάσει τον Γέρο
του Μωριά. Ωρέ γκιαούρη, του λέει, τι τους θέλετε εσείς τους σηκωμούς
και τις φασαρίες; Στο τέλος θα σφαγείτε μεταξύ σας και θα τρέχει ύστερα η
Αγγλετέρα, η Φράντσια και η Ρωσία (εδώ ο πασσάς έφτυσε τον κόρφο του)
να σας σώσει!
Αμετάπειστος ο
Θοδωράκης Κολοκοτρώνης, ξέρεις πασσά μου να έγινε ποτέ καμμιά επανάσταση
χωρίς εμφύλιο; Τρόμαξε ο πασσάς, όλα τα άντεχε, αλλά να αρχίσει τώρα ο
κλέφτης να του λέει το ποίημά του για την ταξική πάλη, ήταν πολύ!
Υπεράγαν! Γι’ αυτό βιάστηκε να πει στον μισθοφόρο ταγματάρχη των Αγγλων:
άμα σου δώσουμε την πόλη, θα μας αφήσετε να σουβλίσουμε τον Διάκο στην
Αλαμάνα; Ναι, αλλά θα κάνω κι εγώ νίλα στον Δράμαλη στα Δερβενάκια, του
αντέτεινε ο δικός σας. Ετσι ξεκίνησε ένα παζάρι που κράτησε οκτώ χρόνια,
δώσε ο ένας, πάρε ο άλλος, πάρε ο ένας, δώσε ο άλλος, δεν έμεινε
τριαντάφυλλο για τριαντάφυλλο στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη.
Στο σημείο αυτό ο
γερο-Δήμος σταμάτησε την αφήγησή του. Σαν να διέκρινα ένα δάκρυ στα
καλωσυνάτα μάτια του, μια αναπόληση, έναν αναστοχασμό – πάρε και κάνα
βιβλίο να διαβάσεις, παιδί μου, να ξεστραβωθείς, μου λέει.
Μα επειδή διάβασα πολλά βιβλία, του λέω,
και μπερδεύτηκα, γι’ αυτό κατέφυγα σε σας, σεβαστέ Δημογέροντα, για να
μου τα ξεδιαλύνετε. Ο γέρων Δήμος με κοίταξε πιο καλωσυνάτα από ποτέ,
αρκεί ένα βιβλίο, παιδί μου, το δικό μου – εκείνη τη στιγμή στον οντά,
συγγνώμη στο σαλονάκι του γερο-Δήμου, μπήκε ο Σταύρος, το πρωτοπαλλήκαρο
απ’ τα χωριά του Βάλτου – χωριά καϋμένα…
Εσείς τι λέτε για όλα αυτά, κύριε
Σταύρο, ρωτάω ενθουσιασμένος με την τύχη μου να ’μαι τετ α τετ στο ίδιο
πλάνο με τον Σταύρο. Εγώ δεν δίνω μάχη για το παρελθόν, μου λέει στο
κουλ κι αγέρωχα ο φέρελπις πολιτικός, εγώ δίνω μάχη για το μέλλον. Μα
μέλλον χωρίς παρελθόν, τολμώ να μουρμουρίσω, ενώ με την άκρη του ματιού
μου βλέπω τον γερο-Δήμο να δυσανασχετεί με τον protégé του. Και παίρνω
θάρρος: συγγνώμην, αλλά μου απαντάτε με υπεκφυγές και σοφιστείες, όπως ο
Αδωνις Γεωργιάδης, λέω στον Σταύρο. Με κοίταξε στα μάτια με τα δικά του
μάτια, ψυχρά σαν κάμερα αφόρτιστη. Είσαι λαϊκιστής;
μου λέει. Ησουνα με τους αγανακτισμένους στο Σύνταγμα; με ρωτάει με
ακόμα πιο έντονο ύφος. Τρόμαξα. Κώλωσα. Τα μάζεψα. Μήπως είσαι και
εθνίκι; ούρλιαξε ο Σταύρος. Κατέρρευσα, όχι φίλος των Γερμανών είμαι
ψέλλισα, ολίγον άνεργος, όπου να ’ναι μου τρώει η Τράπεζα το σπίτι, αλλά
για να μην πάνε οι θυσίες μου χαμένες είμαι πρόθυμος να πιάσω δουλειά
ως ενοικιαζόμενος με 586 ευρώ μεικτά, για 36 μήνες και χωρίς ασφάλιση.
Ο γερο-Δήμος, ευτυχώς παρενέβη,
μ’ αγκάλιασε τρυφερά και μου ψιθύρισε γλυκά: είδες πού φθάσαμε, παιδί
μου με τους ξεσηκωμούς, τις κόντρες και τα καουμποϊλίκια; Και τώρα, όπως
ήρθαν οι ξένοι να μας σώσουν τότε με τη ναυμαχία του Ναυαρίνου,
ξανάρχονται για να μας ξανασώσουν και πάλι με την Τρόικα!
Εθαύμασα! Δεν το είχα σκεφθεί.
Ευχαρίστησα γρήγορα γρήγορα τον δάσκαλο κι έτρεξα βολίδα στο σπίτι.
Βούτηξα τα βιβλία (μου έδιναν επίδομα θέρμανσης για να τα κάψω, αλλά εγώ
δεν άκουγα) και τα πέταξα όλα απ’ το παράθυρο. Ενοιωθα πολύ
κουρασμένος, αλλά παραδόξως μέσα μου ελαφρύς και λευτερωμένος.
Δεν με περιέσφιγγαν πλέον δασύτριχοι
καταναγκασμοί, δεν υπήρχαν πια δεξιά αντιδεξιά, μνημόνιο αντιμνημόνιο,
πλούσιοι φτωχοί, λαμόγια και κορόιδα, όλοι αδέρφια είμαστε, όλοι μια
χαρούμενη ατμόσφαιρα, αρκεί να θέλεις κάτι και το σύμπαν θα συνωμοτήσει
για να σου συμβεί – τι χαρά! όλα είναι ωραία εγώ και η παρέα, μες στην
τρελή χαρά! Τραλαρά λαρά..!
Υ.Γ. Μια ωραίααα πεταλούούούούδααα..!
ΠΗΓΗ: 28/03/2014, enikos.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.