Ιουλίου 15, 2013 από seisaxthiablog
Του Αλέκου Αλαβάνου
Σε έναν ρόλο που δεν τον γνωρίζαμε, ο πρώην ηγέτης του ΣΥΡΙΖΑ και συνιδρυτής πλέον του «Σχεδίου Β» ακολουθεί το «φίδι» των τηνιακών ξερολιθιών από το αγαπημένο χθες στο τραχύ σήμερα.
”Είναι παράδοξο η ταυτότητα ενός νησιού, με ήπιους ανθρώπους και χωρίς άγριους κώδικες τιμής, να προσδιορίζεται από το «αίμα».
Η λέξη «αιμασιά» συναντάται για πρώτη φορά στην ομηρική Οδύσσεια. Στη Ραψωδία Σ, ο μνηστήρας Ευρύμαχος περιπαίζει τον ζητιάνο Οδυσσέα, προτείνοντάς του να δουλέψει στα χωράφια του, «κλαδιά να κόβεις για φραγμό και δέντρα να φυτεύεις». «Αιμασιάς τε λέγων και δένδρεα μακρά φυτεύων». Η λέξη συναντάται κατόπιν στον Ηρόδοτο, στην Κλειώ, το πρώτο βιβλίο των Ιστοριών του, όταν περιγράφει τη Βαβυλώνα με το «τείχος από ψημένα τούβλα». «Αιμασίη πλίνθων οπτέων».
Η άκανθος ,που όποιος την πλησιάσει «αιμάσσει», αυτό ήταν το πρώτο νόημα της λέξης. Ύστερα ο φράχτης από βάτα, ο τοίχος από πέτρες, η ξερολιθιά. Αυτός ακριβώς ο ομηρικός όρος «αιμασιά» περιπλανάται αδιάκοπα στην Τήνο επί τρεις χιλιετίες, είναι και σήμερα σε πλήρη χρήση στην τοπική λαλιά. Σημαίνει την πεζούλα, τη σκάλα, τη διαδοχή στενών οριζοντίων ζωνών στις πλαγιές των ορεινών όγκων, για να τις κάνουν καλλιεργήσιμες.
Τόσες χιλιετίες είναι πανταχού παρούσες και οι βαθμίδες από ξερολιθιές. Ένα ατέλειωτο πέτρινο φίδι που περιστρέφεται σε παράλληλες γραμμές σε όλα τα βουνά και τους λόφους του νησιού. Έτσι δημιουργήθηκε αυτό το ασύλληπτο ενιαίο γλυπτό που καλύπτει όλη την έκταση της κάποτε αποκαλούμενης Οφιούσας. Δεν διακόπτεται, αντίθετα διακοσμείται από τους διάσπαρτους οικισμούς, μεγαλύτερους κύβους πάλι από πέτρα, όπως οι ρόμβοι στο δέρμα της οχιάς.
Δεν έχει μείνει η Τήνος στη νεολιθική εποχή – αντίθετα οι άνεμοι της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού έφταναν πολύ νωρίς και πολύ ισχυροί λόγω της βενετσιάνικης παρουσίας στο νησί. Είναι όμως ο τόπος της αισθητικής του λίθου. Τα σύνορα στους αγρούς, από πέτρα. Τα ξωκκλήσια, από πέτρα. Οι περιστερεώνες, από πέτρα. Τα υποστυλώματα για τις οροφές, από πέτρα. Τα αγροτικά εργαλεία, από πέτρα. Οι πλουτοπαραγωγικοί πόροι, από πέτρα – πράσινο, λευκό, γκρίζο μάρμαρο. Η πιο προχωρημένη εργασιακή ειδίκευση, πάνω στην πέτρα – οι μαρμαράδες που έχουν αφήσει τα ίχνη τους στην Ακρόπολη και σε όλα τα μεγάλα κοιμητήρια της Ελλάδας, στις εκκλησίες της ελληνικής διασποράς, Σμύρνη, Φιλιππούπολη, Βουκουρέστι, Αλεξάνδρεια. Οι περισσότεροι από τους μεγάλους καλλιτέχνες της με τη σμίλη πάνω στην πέτρα – ο Χαλεπάς, ο Σώχος, ο Φιλιππότης. Και κυρίως οι ξερολιθιές. Έτσι δημιουργήθηκε η αισθητική του ελάχιστου.
Τελικά όμως το «χειροποίητο νησί», όπως το αποκαλούσε ο Κορνήλιος Καστοριάδης, δεν είναι γλυπτό. Είναι θεατρική παράσταση. Σε ένα κακοτράχαλο χωράφι, ξεχωρίζει σαν κόσμημα, ένα πήλινο άνθος, η μυρμηγκοφωλιά, κόκκοι από φρέσκο χώμα, διαλεγμένοι ένας ένας. Αυτός ο μικρός σωρός, σαν μικρογραφία ηφαιστείου, επιβιώνει μόνο όσο υπάρχουν τα εργατικά έντομα να τον ανανεώνουν. Αν φύγουν, θα τον παρασύρει ο άνεμος, η βροχή, οι πατημασιές των θηλαστικών. Ο ίδιος κανόνας ισχύει και για την Τήνο. Όχι ένα στατικό ανάγλυφο, αλλά τέχνη που υπάρχει μόνο σε αέναη κίνηση, που αναπνέει, που έχει ανάγκη κάθε στιγμή τους χιλιάδες συμπρωταγωνιστές, μια επαναλαμβανόμενη τελετουργία, μια παράσταση που διαρκεί δεκάδες αιώνες.
Εκατομμύρια αγρότες μέσα στα χρόνια κάθε μέρα επιδιόρθωναν τα τοιχία από σχιστόλιθο που συγκρατούσαν το λίγο πολύτιμο χώμα. Πατεράδες μοίραζαν τη φτωχή γη στα παιδιά τους, προσθέτοντας νέους διαδρόμους στο λαβύρινθο. Το ατέλειωτο φίδι ήταν συνεχώς εν κινήσει και για αυτό ακλόνητο και διαρκές.
Η ρήξη ήρθε απότομα και ανελέητα, τις δεκαετίες των δανείων, της τεχνητής ευμάρειας, του καταναλωτισμού, του νεοπλουτισμού. Σαν καραβάνια προσφύγων οι αγρότες, μαζί με τα μουλάρια τους και την περιβόητη ράτσα της τηνιακής αγελάδας αποχώρησαν οριστικά από τη γη τους. Καραβιές με τους νέους εποίκους, τα μεσοαστικά στρώματα της Αθήνας, εισέβαλαν, ορισμένοι με το θράσος της φοροδιαφυγής και με απληστία, στο παρθένο τοπίο – ενώ με ένα απλό σχεδιασμό οι περισσότεροι νέοι Τήνιοι, που πονάνε το νησί όπως κι όσοι το βιώνουμε μέσα από τις παιδικές μας αναμνήσεις, θα μπορούσαν να αναστείλουν την καταστροφή, αντί να την επιτείνουν.
Οι ξερολιθιές είναι ακίνητες πια και γι’ αυτό καταρρέουν. Το χώμα χύνεται και χάνεται με τις μπόρες και τους χείμαρρους στο Αιγαίο. Η διάβρωση αφήνει ένα γυμνό βράχο. Η διαρκής performance από την ομηρική εποχή για πρώτη φορά σταματάει. Ατιμασμένες και εγκαταλειμμένες οι «αιμασιές» ματώνουν και πεθαίνουν.
Κι εμείς, σε μια Ελλάδα του ευρώ, που τρώει τις σάρκες της, θα παρακολουθούμε, ανήμποροι κι απαθείς, την αυλαία αυτής της προαιώνιας παράστασης να πέφτει; ”
Αναδημοσίευση απο το Έθνος,Κυριακή 14/7/2013
Του Αλέκου Αλαβάνου
Σε έναν ρόλο που δεν τον γνωρίζαμε, ο πρώην ηγέτης του ΣΥΡΙΖΑ και συνιδρυτής πλέον του «Σχεδίου Β» ακολουθεί το «φίδι» των τηνιακών ξερολιθιών από το αγαπημένο χθες στο τραχύ σήμερα.
”Είναι παράδοξο η ταυτότητα ενός νησιού, με ήπιους ανθρώπους και χωρίς άγριους κώδικες τιμής, να προσδιορίζεται από το «αίμα».
Η λέξη «αιμασιά» συναντάται για πρώτη φορά στην ομηρική Οδύσσεια. Στη Ραψωδία Σ, ο μνηστήρας Ευρύμαχος περιπαίζει τον ζητιάνο Οδυσσέα, προτείνοντάς του να δουλέψει στα χωράφια του, «κλαδιά να κόβεις για φραγμό και δέντρα να φυτεύεις». «Αιμασιάς τε λέγων και δένδρεα μακρά φυτεύων». Η λέξη συναντάται κατόπιν στον Ηρόδοτο, στην Κλειώ, το πρώτο βιβλίο των Ιστοριών του, όταν περιγράφει τη Βαβυλώνα με το «τείχος από ψημένα τούβλα». «Αιμασίη πλίνθων οπτέων».
Η άκανθος ,που όποιος την πλησιάσει «αιμάσσει», αυτό ήταν το πρώτο νόημα της λέξης. Ύστερα ο φράχτης από βάτα, ο τοίχος από πέτρες, η ξερολιθιά. Αυτός ακριβώς ο ομηρικός όρος «αιμασιά» περιπλανάται αδιάκοπα στην Τήνο επί τρεις χιλιετίες, είναι και σήμερα σε πλήρη χρήση στην τοπική λαλιά. Σημαίνει την πεζούλα, τη σκάλα, τη διαδοχή στενών οριζοντίων ζωνών στις πλαγιές των ορεινών όγκων, για να τις κάνουν καλλιεργήσιμες.
Τόσες χιλιετίες είναι πανταχού παρούσες και οι βαθμίδες από ξερολιθιές. Ένα ατέλειωτο πέτρινο φίδι που περιστρέφεται σε παράλληλες γραμμές σε όλα τα βουνά και τους λόφους του νησιού. Έτσι δημιουργήθηκε αυτό το ασύλληπτο ενιαίο γλυπτό που καλύπτει όλη την έκταση της κάποτε αποκαλούμενης Οφιούσας. Δεν διακόπτεται, αντίθετα διακοσμείται από τους διάσπαρτους οικισμούς, μεγαλύτερους κύβους πάλι από πέτρα, όπως οι ρόμβοι στο δέρμα της οχιάς.
Δεν έχει μείνει η Τήνος στη νεολιθική εποχή – αντίθετα οι άνεμοι της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού έφταναν πολύ νωρίς και πολύ ισχυροί λόγω της βενετσιάνικης παρουσίας στο νησί. Είναι όμως ο τόπος της αισθητικής του λίθου. Τα σύνορα στους αγρούς, από πέτρα. Τα ξωκκλήσια, από πέτρα. Οι περιστερεώνες, από πέτρα. Τα υποστυλώματα για τις οροφές, από πέτρα. Τα αγροτικά εργαλεία, από πέτρα. Οι πλουτοπαραγωγικοί πόροι, από πέτρα – πράσινο, λευκό, γκρίζο μάρμαρο. Η πιο προχωρημένη εργασιακή ειδίκευση, πάνω στην πέτρα – οι μαρμαράδες που έχουν αφήσει τα ίχνη τους στην Ακρόπολη και σε όλα τα μεγάλα κοιμητήρια της Ελλάδας, στις εκκλησίες της ελληνικής διασποράς, Σμύρνη, Φιλιππούπολη, Βουκουρέστι, Αλεξάνδρεια. Οι περισσότεροι από τους μεγάλους καλλιτέχνες της με τη σμίλη πάνω στην πέτρα – ο Χαλεπάς, ο Σώχος, ο Φιλιππότης. Και κυρίως οι ξερολιθιές. Έτσι δημιουργήθηκε η αισθητική του ελάχιστου.
Τελικά όμως το «χειροποίητο νησί», όπως το αποκαλούσε ο Κορνήλιος Καστοριάδης, δεν είναι γλυπτό. Είναι θεατρική παράσταση. Σε ένα κακοτράχαλο χωράφι, ξεχωρίζει σαν κόσμημα, ένα πήλινο άνθος, η μυρμηγκοφωλιά, κόκκοι από φρέσκο χώμα, διαλεγμένοι ένας ένας. Αυτός ο μικρός σωρός, σαν μικρογραφία ηφαιστείου, επιβιώνει μόνο όσο υπάρχουν τα εργατικά έντομα να τον ανανεώνουν. Αν φύγουν, θα τον παρασύρει ο άνεμος, η βροχή, οι πατημασιές των θηλαστικών. Ο ίδιος κανόνας ισχύει και για την Τήνο. Όχι ένα στατικό ανάγλυφο, αλλά τέχνη που υπάρχει μόνο σε αέναη κίνηση, που αναπνέει, που έχει ανάγκη κάθε στιγμή τους χιλιάδες συμπρωταγωνιστές, μια επαναλαμβανόμενη τελετουργία, μια παράσταση που διαρκεί δεκάδες αιώνες.
Εκατομμύρια αγρότες μέσα στα χρόνια κάθε μέρα επιδιόρθωναν τα τοιχία από σχιστόλιθο που συγκρατούσαν το λίγο πολύτιμο χώμα. Πατεράδες μοίραζαν τη φτωχή γη στα παιδιά τους, προσθέτοντας νέους διαδρόμους στο λαβύρινθο. Το ατέλειωτο φίδι ήταν συνεχώς εν κινήσει και για αυτό ακλόνητο και διαρκές.
Η ρήξη ήρθε απότομα και ανελέητα, τις δεκαετίες των δανείων, της τεχνητής ευμάρειας, του καταναλωτισμού, του νεοπλουτισμού. Σαν καραβάνια προσφύγων οι αγρότες, μαζί με τα μουλάρια τους και την περιβόητη ράτσα της τηνιακής αγελάδας αποχώρησαν οριστικά από τη γη τους. Καραβιές με τους νέους εποίκους, τα μεσοαστικά στρώματα της Αθήνας, εισέβαλαν, ορισμένοι με το θράσος της φοροδιαφυγής και με απληστία, στο παρθένο τοπίο – ενώ με ένα απλό σχεδιασμό οι περισσότεροι νέοι Τήνιοι, που πονάνε το νησί όπως κι όσοι το βιώνουμε μέσα από τις παιδικές μας αναμνήσεις, θα μπορούσαν να αναστείλουν την καταστροφή, αντί να την επιτείνουν.
Οι ξερολιθιές είναι ακίνητες πια και γι’ αυτό καταρρέουν. Το χώμα χύνεται και χάνεται με τις μπόρες και τους χείμαρρους στο Αιγαίο. Η διάβρωση αφήνει ένα γυμνό βράχο. Η διαρκής performance από την ομηρική εποχή για πρώτη φορά σταματάει. Ατιμασμένες και εγκαταλειμμένες οι «αιμασιές» ματώνουν και πεθαίνουν.
Κι εμείς, σε μια Ελλάδα του ευρώ, που τρώει τις σάρκες της, θα παρακολουθούμε, ανήμποροι κι απαθείς, την αυλαία αυτής της προαιώνιας παράστασης να πέφτει; ”
Αναδημοσίευση απο το Έθνος,Κυριακή 14/7/2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.